Μαρτυρίες: Είμαι ψυχίατρος σε δημόσιο νοσοκομείο
Εμπειρίες ανθρώπων που καλούνται να προσφέρουν υπηρεσίες στον ευαίσθητο τομέα της ψυχικής υγείας την περίοδο της κρίσης
- 10 Οκτωβρίου 2017 13:46
“Ίσως μερικές φορές να μην είμαστε τόσο καλοί ψυχοθεραπευτές, όσο θα μπορούσαμε να είμαστε”.
Με αυτή την φράση ο κ. Αντώνης Καναβούρας, ψυχίατρος στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, περιγράφει τις σκέψεις των ανθρώπων που καλούνται να προσφέρουν υπηρεσίες στον ευαίσθητο τομέα της ψυχικής υγείας την περίοδο της κρίσης.
Η αίσθηση αυτή οφείλεται στην αύξηση του φόρτου εργασίας τόσο για το ιατρικό όσο και το νοσηλευτικό προσωπικό, η οποία προέκυψε εξαιτίας της μείωσης των δαπανών για την Υγεία και της συνακόλουθης μεγάλης μείωσης προσωπικού που υπέστη ο τομέας αυτός.
Σύμφωνα με μελέτη του Κοινωνικού Πολυκέντρου της ΑΔΕΔΥ, η οποία δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο, ο τομέας της Υγείας κατά την περίοδο 2013-2015 υπέστη μείωση του προσωπικού κατά 13.708 άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί στο 15% του συνολικού προσωπικού.
Η μείωση αυτή, φυσικά, δεν ήταν χωρίς αντίκρυσμα στις υπηρεσίες που λαμβάνουν οι ασθενείς αλλά ούτε και στον όγκο εργασίας του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού.
Οι γιατροί, πλέον, μπορεί να εφημερεύουν και επί τρεις συνεχόμενες ημέρες, ενώ, εξαιτίας της υποστελέχωσης των εξωτερικών ιατρείων, καλούνται να εξετάσουν έως και τριπλάσιο αριθμό ασθενών σε σχέση με τα προ κρίσης μεγέθη, με αποτέλεσμα να αφιερώνουν τον ελάχιστο δυνατό χρόνο στον κάθε ασθενή.
Η συναισθηματική εξάντληση, απόρροια της συναισθηματικής εμπλοκής που ενέχει η ψυχοθεραπεία, σε συνδυασμό με την σωματική κόπωση έρχεται να υποβαθμίσει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, λέει ο κ. Καναβούρας: “Πλέον, όλα επαφίενται στα ‘αμορτισέρ’ του καθενός”, αναφέρει χαρακτηριστικά.
Στην υποβάθμιση της ποιότητας των υπηρεσιών συνηγορεί και ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Επιστημονικών Ερευνών του ΠΙΣ και τέως Συντονιστής Διευθυντής Ψυχιατρικού Τομέα του Ευαγγελισμού, ψυχίατρος, κ. Κωνσταντίνος Αλεξανδρόπουλος.
Στην ψυχιατρική κλινική του νοσοκομείου το ελλειμματικό προσωπικό πασχίζει για να ανταπεξέλθει στους υπεράριθμους νοσηλευόμενους: “Δημιουργήθηκε ως ανοιχτή μονάδα 20 κλινών, εκούσιας νοσηλείας και έχει φτάσει να φιλοξενεί κατά περιόδους ακόμη και περισσότερους από 50 ασθενείς, ακόμη και βαριά περιστατικά”, υπογραμμίζει.
Η κατάσταση αυτή στον Ευαγγελισμό, μπορεί να μην προέκυψε μέσα στην οικονομική κρίση, όμως αυτή φαίνεται να έχει απομακρύνει το ενδεχόμενο επίλυσης του ζητήματος. Παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις τόσο του προσωπικού του νοσοκομείου όσο και του ίδιου του κ. Αλεξανδρόπουλου, προς την πολιτική ηγεσία, δεν υπήρξε “απολύτως καμία αντίδραση”, δηλώνει κατηγορηματικά.
Η ολιγωρία αυτή από πλευράς πολιτείας, έχει οδηγήσει ακόμη και σε θύματα. Το 2010 ασθενής επιχείρησε να βάλει φωτιά στο προστατευτικό υλικό των τοίχων στο λεγόμενο “ήσυχο δωμάτιο” της κλινικής με αποτέλεσμα να καταλήξει μετά από δύο μέρες στην εντατική εξαιτίας των αναθυμιάσεων που εισέπνευσε.
Νοσηλευτής, που είχε βάρδια το βράδυ εκείνο, καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία από αμέλεια.
Οι νοσηλευτές είναι αυτοί, που όπως λέει ο κ. Καναβούρας υφίστανται τα πιο δυσάρεστα αποτελέσματα από τη μείωση του προσωπικού, καθώς η φύση της δουλειάς τους είναι πολύ πιο σύνθετη.
Δεν έχουν μόνο να εκτελέσουν τις εντολές των γιατρών, αλλά είναι και επιφορτισμένοι με την καθημερινή φροντίδα των ασθενών: Η μεταφορά τους για εξετάσεις, ακόμη και το στρώσιμο των κρεβατιών έρχεται να προστεθεί στο ψυχοθεραπευτικό φορτίο που φέρει η φύση της δουλειάς.
Υποχρεωμένοι πολλές φορές να δουλεύουν μέχρι και 13 μέρες έως ότου πάρουν ένα ρεπό, οι νοσηλευτές τείνουν να μετατραπούν σε “εσωτερικούς σκλάβους”. Φυσική συνέπεια αυτών είναι η εξάντληση και ο συνακόλουθος θυμός, δύο καταστάσεις που δεν ευνοούν την ψυχοθεραπευτική συνομιλία με τον ασθενή που την έχει ανάγκη.
Στις αντίξοες συνθήκες που η κρίση είτε δημιούργησε, είτε ενέτεινε, οι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας παλεύουν με τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους να διατηρήσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο στις προσφερόμενες υπηρεσίες και σε μεγάλο βαθμό τα καταφέρνουν. Και, ακόμη και αν οι ίδιοι θεωρούν πως δεν είναι “τόσο καλοί ψυχοθεραπευτές, όσο θα μπορούσαν”, οφείλουμε αυτό να το αναγνωρίσουμε.