Οι σφυγμοί της Μπούντεσταγκ: Πώς γίνονται οι δημοσκοπήσεις στη Γερμανία
Ο δαίδαλος των δημοσκοπήσεων μέσα από το "αντιπαράδειγμα" της Γερμανίας. Τι αναφέρει ο διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών Infratest Dimap που δραστηριοποιείται στις πολιτικές έρευνες στη χώρα της Μέρκελ και του Σόιμπλε. Πώς επηρεάζεται το εκλογικό κοινό, ποιες είναι οι διαφορές με την Ελλάδα
- 14 Απριλίου 2016 08:58
Η αστοχία των ελληνικών δημοσκοπήσεων και η αποτυχία τους να περιγράψουν την πραγματικότητα κατά τις τελευταίες εκλογικές διαδικασίες των μνημονιακών ετών, αποτελεί ζήτημα ενδελεχούς διερεύνησης.
Ένα ζήτημα που ανάγεται πολλάκις σε μικροκομματική ή κοινοβουλευτική αντιπαράθεση, ιδίως το διάστημα πριν μπούμε σε προεκλογική περίοδο, κάτι που ομολογουμένως συμβαίνει συχνά τους τελευταίους μήνες.
Οι δημοσκοπήσεις απέτυχαν να προβλέψουν ή έστω να “ανιχνεύσουν” τα αποτελέσματα, τους νικητές και όσους θα έμεναν εκτός Βουλής ή θα έμπαιναν οριακά, τόσο σε επίπεδο περιφερειακών και δημοτικών εκλογών, όσο και σε επίπεδο εθνικών. Το ίδιο έγινε και στο δημοψήφισμα του περασμένου Αυγούστου όπου είχαμε και μια περίτρανη διάψευση των εκτιμήσεων που μεταδίδονταν από τα περισσότερα ΜΜΕ.
Τι έγινε στο δημοψήφισμα; Σύμφωνα με την πλειοψηφία των κατά παραγγελία ερευνών γνώμης που είχαν δημοσιευτεί, το αποτέλεσμα του ΟΧΙ θα κινούνταν κοντά στο 40 με 43%, ενώ αντιστοίχως του ΝΑΙ στα επίπεδα του 42,5 με 47%. Τι είδαμε τελικά: Το ΟΧΙ επικράτησε με 61.31% έναντι του ΝΑΙ που έλαβε 38.69%.
Το δημοψήφισμα ήταν η απόλυτη αποτυχία περιγραφής τάσεων πριν από εκλογική διαδικασία στη χώρα μας
Στις εθνικές εκλογές που ακολούθησαν, οι εγχώριοι δημοσκόποι ανέφεραν ότι οι Ανεξάρτητοι Έλληνες θα έμεναν εκτός Κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Και εδώ όμως, έπεσαν έξω για δεύτερη φορά μέσα σε ένα έτος.
Ψάχνοντας να δούμε ποιος και τί φταίει, εξετάσαμε ένα “αντιπαράδειγμα”: Το ερευνητικό πεδίο της Γερμανίας και των πολιτικών δημοσκοπήσεων που λαμβάνουν χώρα πριν τις εκλογικές διαδικασίες για τη “νίκη της Μπούντεσταγκ”.
Σήμερα, η διαδικασία εξαγωγής συμπερασμάτων και ερωτήσεων γίνεται στη Γερμανία με έναν τρόπο που αποδίδει πιο αξιόπιστα αποτελέσματα, με μικρές αποκλείσεις. Τα πράγματα πάντως δεν ήταν πάντα το ίδιο θετικά ως προς τις έρευνες.
Για παράδειγμα, την άνοιξη 2005 οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) της Μέρκελ στις δημοσκοπήσεις εμφάνιζαν προβάδισμα 21 ποσοστιαίων μονάδων έναντι των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) του Γκέρχαρντ Σρέντερ. Στις εκλογές που ακολούθησαν η Μέρκελ επικράτησε με μόλις 1% του Σρέντερ. Το αποτέλεσμα επηρεάστηκε από τα πολλά μικρά πολιτικά κόμματα που μπήκαν στο “παιχνίδι”, κάτι που οδήγησε σε αύξηση των οικονομικών δαπανών για τις έρευνες, έτσι ώστε να γίνονται πλέον σε μεγαλύτερη κλίμακα και με πιο σύγχρονα μέσα. Η διαδικασία ελέγχεται από την Εθνική Επιτροπή Ελέγχου της Γερμανίας.
Μιλήσαμε λοιπόν με τον Michael Kunert, διευθυντή του Ινστιτούτου Infratest Dimap που συνεργάζεται με τον δημόσιο φορέα ραδιοτηλεόρασης ARD. Τον ρωτήσαμε πώς εξηγεί την αποτυχία των εγχώριων ερευνών για τα δικά μας δεδομένα αλλά και πώς λειτουργούν οι δημοσκόποι εκεί.
Πώς διεξάγονται οι πολιτικές δημοσκοπήσεις στη Γερμανία
Τι συμβαίνει στη Γερμανία εν έτει 2016 σε ό,τι αφορά τις πολιτικές έρευνες γνώμης; “Υπάρχουν 6-8 Ινστιτούτα ερευνών που διενεργούν τις έρευνες στο προεκλογικό διάστημα, σε ό,τι αφορά τις εθνικές εκλογές της χώρας”, μας λέει ο κ. Kunert.
Η μεθοδολογία πάντως που ακολουθείται, δεν είναι ενιαία.
“Χρησιμοποιούμε τη μέθοδο του “Computer-assisted telephone interviewing” (τηλεφωνικές συνεντεύξεις) με τυχαίο dialer. Το 70% των τηλεφωνικών συνεντεύξεων γίνεται σε σταθερά τηλέφωνα και ένα 30% σε κινητά. Παρόλα αυτά πραγματοποιούνται έρευνες και με τη διαδικασία του “πόρτα-πόρτα” (πρόσωπο με πρόσωπο συνεντεύξεις) καθώς και με online ερωτηματολόγια”.
Στη συνέχεια ρωτάμε τον διευθυντή του Infratest Dimap, πόσα άτομα λαμβάνουν μέρος σε κάθε προεκλογική έρευνα.
“Στη Γερμανία υπάρχει ένα μίνιμουμ 1.000 συνεντεύξεων για τις έρευνες που γίνονται σε εθνικό επίπεδο κατόπιν παραγγελίας από τα media”. “Στα προεκλογικά ερωτηματολόγια δεν κάνουμε προβλέψεις, αλλά στην ουσία κάνουμε εκτίμηση του τρέχοντος κλίματος. Οι προβλέψεις διενεργούνται με τη χρήση των exit polls”, συμπληρώνει.
Διερευνώντας το τί επηρεάζει τελικά το τελικό αποτέλεσμα και τις πιθανές αποκλείσεις, μας απαντά: “Οι διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα αποτελέσματα των προεκλογικών ερευνών και στα τελικά αποτελέσματα, συνδέονται με την τελική προσέλευση των ψηφοφόρων στις κάλπες”.
Γιατί όμως απέτυχαν οι δημοσκόποι ως προς το να προβλέψουν το αποτέλεσμα του δικού μας δημοψηφίσματος το καλοκαίρι; “Το να προβλέψει κανείς το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος σε σχέση με εκείνο των εθνικών εκλογών, είναι πολύ πιο περίπλοκο. Δεν έχεις πολλές σχετικές αναφορές και παραδείγματα από το παρελθόν, καθώς το κάθε δημοψήφισμα είναι μοναδικό βάσει των ερωτημάτων που θέτει”.
Δημοσκοπήσεις και επιρροή στο κοινό
Επηρεάζεται όμως η απόκλιση του τελικού-πραγματικού αποτελέσματος ως προς εκείνο της έρευνας, από το χρονικό διάστημα κατά το οποίο γίνονται οι δημοσκοπήσεις;
“Φυσικά η κλίμακα του χρόνου είναι σημαντική. Όσες περισσότερες μέρες μεσολαβούν ανάμεσα στη διεξαγωγή της έρευνας και την ημέρα των εκλογών, τόσο μεγαλύτερες είναι οι αναμενόμενες διαφορές”. Κοινώς, σημασία έχει το πότε τέθηκε προς εξέταση το ερωτηματολόγιο και πότε παρουσιάζεται, ανάλογα με τη χρονική συγκυρία.
Μέχρι σήμερα δεν έχω κάποιες αποδείξεις που να συντελούν στο ότι η συμπεριφορά του ψηφοφόρου επηρεάζεται από την έρευνα που έχει γίνει
Τεράστιο κεφάλαιο επίσης είναι το κατά πόσο τελικά επηρεάζεται ο ψηφοφόρος από τα αποτελέσματα των ερευνών που βλέπει στις οθόνες της τηλεόρασης ή του υπολογιστή του, πριν πάει να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα.
“Υπάρχουν πολλοί πιθανοί παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων. Κατά διαστήματα και στη Γερμανία γίνονται έρευνες σχετικά με το αν οι δημοσκοπήσεις και τα αποτελέσματα που δημοσιεύονται, επηρεάζουν και αν ναι με ποιόν τρόπο, τη συμπεριφορά του πολίτη στην κάλπη”, αναφέρει ο M. Kunert και συνεχίζει: “Μέχρι σήμερα δεν έχω κάποιες αποδείξεις που να συντελούν στο ότι η συμπεριφορά του ψηφοφόρου επηρεάζεται από την έρευνα που έχει γίνει. Σε αυτό το σημείο όμως πρέπει να σημειώσω κάτι. Διαφορετικοί άνθρωποι περιμένουν διαφορετικές κατευθύνσεις της επιρροής. Για παράδειγμα: Μερικοί άνθρωποι λένε πως η καλή δημοσκοπική επίδοση ενός νέου κόμματος μπορεί να του δώσει ώθηση ενώ άλλοι λένε πως οι ψηφοφόροι θα μπορούσαν να επηρεαστούν αντιστρόφως. Δηλαδή να θορυβηθούν από την άνοδο των νέων κομμάτων και τελικά να ψηφίσουν τα παραδοσιακά. Το συμπέρασμα μου: Αν δεν κατευθύνει κανείς την επιρροή, τότε η επίδραση της έρευνας στην κοινή γνώμη, θα είναι πολύ ισχνή”.
Τέλος, ο διευθυντής του Infratest Dimap σχολιάζει τις ελληνικές δημοσκοπικές αποτυχίες. “Δεν ξέρω επακριβώς τί δεν πήγε καλά. Μάλλον υπήρχαν λάθος προσδοκίες. Όπως σας είπα και παραπάνω, δεν κάνουμε προβλέψεις παρά μόνο έρευνες και εκτιμήσεις. Υπάρχει και η θετική “ματιά” σε όλο αυτό. Το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών δεν κρίνεται ούτε αντικατοπτρίζεται απολύτως από 1.000 συνεντεύξεις που συμβαίνουν μερικές ημέρες ή εβδομάδες πριν την εκλογική διαδικασία. Οι περισσότεροι αποφασίζουν την ίδια τη μέρα των εκλογών και πραγματικά, κάθε ψήφος μετράει!”.
Οι “παρεξηγήσεις” των δημοσκοπήσεων
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της επιρροής των ερευνών πάνω στους ψηφοφόρους που θίγει ο Michael Kunert, ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ηλίας Νικολακόπουλος, γράφει στο σύγγραμα του, “Η ανάπτυξη των πολιτικών δημοσκοπήσεων στην Ελλάδα”:
“Η πρώτη παρεξήγηση αφορά την πιθανολογούμενη επιρροή των ψηφοφόρων, σε σχέση με την οποία επικρατεί η εντύπωση ότι το προβάδισμα κάποιου κόμματος στις δημοσκοπήσεις μπορεί να δημιουργήσει το σύνδρομο του νικητή (bandwagon effect), το οποίο με τη σειρά του είναι ικανό να παρασύρει τους ταλαντευόμενους ψηφοφόρους. Η άποψη αυτή αναπαράγει την παραδοσιακή στρατηγική που ακολουθούσαν και ακολουθούν τα κόμματα κατά την προεκλογική περίοδο, διαλαλώντας σε όλους τους τόνους την επικείμενη νίκη τους. Ενδεικτική είναι η παραστατική διατύπωση του Pierre Bourdieu “…όπως ακριβώς έκαναν οι πολέμαρχοι του Μεσαίωνα όταν οδηγούσαν τους στρατιώτες τους στη μάχη με την ιαχή ο θεός είναι μαζί μας, έτσι και τα κόμματα οδηγούν τους ψηφοφόρους τους στην κάλπη με το σύνθημα η κοινή γνώμη είναι μαζί μας”. Η συζήτηση για το σύνδρομο του νικητή χρονολογείται τουλάχιστον από το 1940, χωρίς να έχει μέχρι σήμερα καταλήξει σε καμία απολύτως επιβεβαίωση. Και τούτο διότι το σύνδρομο του νικητή, εκτός από την προσέλκυση κάποιων ταλαντευόμενων ψηφοφόρων, μπορεί επίσης να προκαλέσει την αντισυσπείρωση των αντιπάλων ή να ευνοήσει την τάση για χαλαρή ψήφο υπέρ των μικρότερων κομμάτων (underdog effect).
Η δεύτερη και σημαντικότερη παρεξήγηση αφορά στην αυξημένη προβλεπτική ικανότητα που αποδίδεται στις δημοσκοπήσεις, παραγνωρίζοντας τα σημαντικά τεχνικά και μεθοδολογικά προβλήματα, τα οποία καλείται να αντιμετωπίσει κάθε πολιτική δημοσκόπηση. Τελείως ενδεικτικά πρέπει να αναφερθούν στο σημείο αυτό:
α. Κάθε δειγματοληπτική έρευνα, ακόμη και αν έχει τηρήσει με σχολαστικότητα όλες τις μεθοδολογικές επιταγές, δεν προσφέρει ποτέ ακριβή αποτελέσματα αλλά ενδεικτικές τιμές, οι οποίες πρέπει πάντα να αξιολογούνται συνυπολογίζοντας το αντίστοιχο δειγματοληπτικό σφάλμα, το οποίο για τις τρέχουσες προεκλογικές δημοσκοπήσεις δεν είναι ποτέ μικρότερο από ±2%. Βέβαια, η διεξαγωγή πληθώρας δημοσκοπήσεων, στη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου, από διαφορετικούς φορείς, στο μέτρο που οδηγεί σε συγκλίνοντα αποτελέσματα, μπορεί να συνεπάγεται εκ των πραγμάτων τη μείωση του δειγματοληπτικού σφάλματος, ποτέ όμως το μηδενισμό του.
β. Η τήρηση των αυστηρών μεθοδολογικών επιταγών της στατιστικής θεωρίας, κυρίως όσον αφορά την επιλογή του δείγματος, συνεπάγεται ότι το σύνολο (ή η συντριπτική πλειοψηφία) των ατόμων που επιλέγονται θα δεχθούν να συμμετάσχουν στην έρευνα, γεγονός που δεν είναι δυνατό να τηρηθεί από καμία πολιτική δημοσκόπηση. Είναι όμως γνωστό και εμπειρικά τεκμηριωμένο ότι οι πολίτες που αρνούνται να απαντήσουν σε πολιτικές δημοσκοπήσεις ενδέχεται να διαφέρουν ουσιωδώς από εκείνους που απαντούν, φαινόμενο στο οποίο έχει αποδοθεί ο χαρακτηρισμός «σπειροειδής της σιωπής». Έτσι, όλες ανεξαιρέτως οι πολιτικές έρευνες είναι υποχρεωμένες να καταφύγουν, από κάποιο στάδιο και μετά, σε εμπειρικούς κανόνες δειγματοληψίας και να επινοήσουν αντίστοιχους εμπειρικούς κανόνες για να αντιμετωπίσουν τις συνακόλουθες στρεβλώσεις”.
Και ένα βασικότατο “πρόβλημα”, είναι το ασταθές πολιτικό πεδίο και η αποστασιοποίηση των πολιτών από την πολιτική που αυξάνεται σημαντικά τα τελευταία έτη. Σύμφωνα με τον Η. Νικολακόπουλο:
“Ο συχνότερα εφαρμοζόμενος εμπειρικός κανόνας είναι η στάθμιση των αποτελεσμάτων με βάση τη δύναμη των κομμάτων στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, τεχνική που βασίζεται όμως σε δύο επισφαλείς υποθέσεις: πρώτον ότι οι ψηφοφόροι θυμούνται και αναπαράγουν την προηγούμενη ψήφο τους και δεύτερον ότι οι ψηφοφόροι αυτοί, των οποίων η δέσμευση πολλαπλασιάζεται τεχνητά, αντιπροσωπεύουν επαρκώς την πολιτική παράταξη στην οποία ανήκουν. Και οι δύο όμως αυτές υποθέσεις έχει αποδειχθεί ότι μόνο εν μέρει ισχύουν στην πράξη και μόνο σε πολιτικό περιβάλλον όπου η έννοια της κομματικής ταύτισης καλύπτει σημαντικά τμήματα του πληθυσμού. Αντίθετα, σε περιόδους μειωμένης κομματικής ταύτισης και αποστασιοποίησης των πολιτών από την πολιτική, η ακριβής αναπαραγωγή της προηγούμενης ψήφου καθίσταται εξαιρετικά αμφιλεγόμενη και η επιλεκτική πολιτική μνήμη αποτελεί συχνά τον κανόνα”.
” Οι προεκλογικές δημοσκοπήσεις που αναφέρονται στη πρόθεση ψήφου, από την ίδια τους τη φύση, δεν αφορούν μία πράξη αλλά μία πρόθεση και, επομένως, είναι αδύνατο να συνυπολογίσουν, τουλάχιστον με στατιστικά θεμελιωμένες μεθόδους, την ενδεχόμενη διαφοροποίηση μεταξύ προθέσεων και πράξεων, ιδιαίτερα μάλιστα σε περιόδους όπου το τμήμα των ταλαντευόμενων ψηφοφόρων συνεχώς διευρύνεται”.
Εν κατακλείδι, θα έλεγε κανείς πως το βασικό πρόβλημα δεν είναι οι ίδιες οι δημοσκοπήσεις καθεαυτές αλλά η ερμηνεία των αποτελεσμάτων και κυρίως, το πώς κοινοποιούνται τα αποτελέσματα αυτά. Η παρουσίαση τους ως δεδομένη πραγματικότητα ή σαν γεγονός, απέχει κατά πολύ από την καταγραφή μιας τάσης. Ζητούμενο θα έπρεπε να είναι το να αποδώσει κανείς σωστά μέσω των ΜΜΕ το περίγραμμα του πολιτικού περιβάλλοντος και σίγουρα, όχι να προσπαθεί να το διαμορφώσει μέσα από ψευδείς “βεβαιότητες” και πηχυαίους τίτλους. Φυσικά, το τελευταίο έχει να κάνει και με το πλαίσιο λειτουργίας των media σε μια χώρα και με το πώς αυτά ελέγχονται αυτά, ως προς τον κώδικα δεοντολογίας.