Γ. Παπαδόπουλος: Θα πληρώσουμε ακριβά το χτύπημα ενός ισχυρού σεισμού

Γ. Παπαδόπουλος: Θα πληρώσουμε ακριβά το χτύπημα ενός ισχυρού σεισμού

Δεκαεπτά χρόνια μετά τον καταστροφικό σεισμό της Αθήνας, ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος μιλά στο NEWS 247 και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Ο χρόνος λειτουργεί κατά μας και ένα ισχυρό σεισμικό φαινόμενο το προσεχές διάστημα θα είναι καταστροφικό, αναφέρει καθώς το πάθημα δεν μας έγινε μάθημα

Τρόμος και δέος, θλίψη και οδύνη, οργή και θυμός. Αυτές είναι οι έξι λέξεις που σκιαγραφούν την πορεία της ελληνικής κοινωνίας αμέσως μετά το χτύπημα του εγκέλαδου.

Δεκαεπτά χρόνια μετά και όσο μακριά κι αν ακούγεται, η βοή των 5,9 Ρίχτερ ηχεί στα αυτιά των κατοίκων της Αττικής. Το ρήγμα της Πάρνηθας «ξύπνησε» και ο σεισμός της 7ης Σεπτεμβρίου του 1999, έχει αφήσει όχι μόνο πόνο για τους ανθρώπους που πέθαναν τόσο άδικα αλλά και θυμό για όσους δεν κατάφεραν να δικαιωθούν από τις εγκληματικές παραλείψεις κάποιων ανεύθυνων-υπεύθυνων αφού η τιμωρία δεν ήρθε ποτέ. Και αυτό καθώς ο κανόνας της υπεροχής, του ισχυρού παράγοντα, δηλαδή, επιβεβαιώθηκε στη μνήμη των θανόντων.

Δεκαεπτά χρόνια μετά, και η Αθήνα φαίνεται να μην έχει συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβη. Ποιο ήταν το μήνυμα που έπρεπε να παραληφθεί και πώς από τύχη δεν ισοπεδώθηκε ολόκληρη η πρωτεύουσα.

Τι και αν μέσα σε 15 δευτερόλεπτα, στις 14:56, χάθηκαν 143 ζωές, 85 πάλεψαν με την ψυχή τους και κατάφεραν να σωθούν μέσα από τα συντρίμμια, 2.000 τραυματίστηκαν και 50.000 έμειναν άστεγοι.

Ο σεισμός του Σεπτεμβρίου του 1999 δοκίμασε την Αθήνα και δυστυχώς από ότι φαίνεται το πάθημα δεν μας έγινε μάθημα, την ώρα που το χτύπημα ενός νέου ισχυρού σεισμού είναι θέμα χρόνου.

Το NEWS 247, με αφορμή την συμπλήρωση των 17 ετών από τον φονικό σεισμό της Αθήνας, είχε μια ανοιχτή και ειλικρινή συζήτηση με τον Δρ. Γεράσιμο Α. Παπαδόπουλο Διευθυντή Ερευνών στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο Αθηνών, αφήνοντας στην άκρη την τρομολαγνεία . Μεγάλη ανησυχία του ίδιου, το γεγονός ότι το προσεχές διάστημα η χώρα μας θα πληρώσει τις σοβαρές ελλείψεις που επιδεικνύει στον τομέα της αντισεισμικής προστασίας. 

Ο σεισμός της Αθήνας σημειώθηκε στον ηπειρωτικό ιστό της χώρας και αν και δεν ήταν ένας πολύ ισχυρός, ήταν ιδιαίτερα καταστροφικός. Τόσο διότι έγινε μέσα στον αστικό ιστό όσο και για το γεγονός ότι το εστιακό του βάθος ήταν ιδιαίτερα μικρό καθώς εντοπίστηκε στα 10 με 14 χλμ.

Η δόνηση όπως φάνηκε από μελέτες που έγιναν δεν ήταν μία. Αν και αρχικά το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο ανακοίνωσε πως ο σεισμός προκλήθηκε από ρήγμα μήκους 15 χιλιομέτρων που καλύπτει την περιοχή μεταξύ Πεντέλης και Πάρνηθας, ήρθαν στη συνέχεια τα δορυφορικά δεδομένα η εξέταση των οποίων έδειξε ότι την 7η Σεπτεμβρίου σημειώθηκαν δύο σεισμοί, εντάσεως 5,8 και 5,5 Ρίχτερ, σε διαφορετικά ρήγματα και με διαφορά 3,5 δευτερολέπτων ο ένας από τον άλλο, κάτι που επιβεβαιώθηκε αργότερα και από σεισμολογική μελέτη. Η απειροελάχιστη διαφορά των δυο σεισμών μας έδωσε την αίσθηση μιας δόνησης και ουσιαστικά υπήρξε η βύθιση του ρήγματος της Φυλής και μια επέκτασή του μέχρι τα Άνω Λιόσια με μήκος έως πέντε χιλιόμετρα.

Που βρισκόμαστε και τι περιμένουμε

Κατά τον κ. Γεράσιμο Παπαδόπουλο κάθε 4 με 8 χρόνια και κατά περιπτώσεις το πολύ μέχρι 10 χρόνια σημειώνεται στην Ελλάδα ένας μεγάλος σεισμός. Ο χρόνος αυτός έχει παρέλθει και πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί.

«Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή εντοπίζουμε κάποια βασικά στοιχεία. Στην Θεσσαλονίκη σημειώθηκε το 1978 σεισμός 6,5 Ρίχτερ που ήταν καταστροφικός και πολύνεκρος. Το 1981, είχαμε τον περίφημο σεισμό των Αλκυονίδων, στον Ανατολικό Κορινθιακό κόλπο, που στην ουσία ήταν τρεις αλλεπάλληλοι σεισμοί μεγάλου μεγέθους μέσα σε μια βδομάδα. Στις 24 Φεβρουαρίου σημειώθηκε σεισμός μεγέθους 6,7 Ρίχτερ, στις 25 Φεβρουαρίου 6,4 Ρίχτερ και στις 4 Μαρτίου σεισμός με μέγεθος 6,3 Ρίχτερ.

Το 1986 είχαμε μεγάλη σεισμική δόνηση, μεγέθους 6 Ρίχτερ, στην Καλαμάτα με πολλά θύματα, το 1995 σημειώθηκε στο Αίγιο δόνηση 6,1 Ρίχτερ με πολλά θύματα και φυσικά το 1999 καταγράφουμε τον σεισμό της Πάρνηθας με 143 θύματα, που ήταν ο τελευταίος ισχυρός στον ηπειρωτικό κορμό της χώρας.

Βλέπουμε, δηλαδή, ότι από το 1978 έως το 1999 έχουμε κάθε 4 έως 8 το πολύ 10 χρόνια ένα σημαντικό σεισμικό γεγονός κάτι που σταμάτησε τα τελευταία 17 χρόνια. Από το 1999 έως σήμερα περνάμε τον στατιστικό μέσο όρο και θα έρθει αργά η γρήγορα η στιγμή που τέτοιοι σεισμοί θα σημειωθούν ξανά. Και αυτοί οι σεισμοί είναι πάρα πολύ επικίνδυνοι, διότι εκδηλώνονται στον ηπειρωτικό κορμό εκεί, δηλαδή, που έχουμε οικιστικά συγκροτήματα» σημειώνει ο κ. Παπαδόπουλος.

Τα μεγέθη αυτών των ρηγμάτων, σύμφωνα με τον κ. Διευθυντή Ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου,  είναι της τάξεως έως και 7 Ρίχτερ, όμως δεν σημαίνει ότι θα δώσουν και μέγεθος τόσο υψηλό. «Είδαμε ότι τα 5,9 Ρίχτερ στην Πάρνηθα ήταν πολύ καταστροφικά και αυτό διότι ο σεισμός έγινε στο οικιστικό σύνολο και ακόμη και με έναν άρτιο αντισεισμικό σχεδιασμό δεν μπορούμε να μιλάμε για απόλυτη ασφάλεια. Πολύ περισσότερο όταν έχουμε παλαιά κτήρια» αναφέρει ο κ.Παπαδόπουλος. 

Οι περιοχές με υψηλή σεισμικότητα

Όπως είναι γνωστό το αποκαλούμενο Ελληνικό τόξο είναι αυτό που εκδηλώνει τους μεγαλύτερους και ισχυρότερους σεισμούς. Αν και ο χρόνος στατιστικά έχει παρέλθει για την εκδήλωση ενός σοβαρού συμβάντος ο κ. Παπαδόπουλος ξεκαθαρίζει. «Δεν υπάρχουν έως σήμερα συγκεκριμένες ενδείξεις για σεισμική δόνηση σε συγκεκριμένη περιοχή. Αυτό που ξέρουμε και που είναι τμήμα μιας παγιωμένης γνώσης είναι οι περιοχές με την υψηλότερη σεισμικότητα και οι περιοχές με την χαμηλότερη σεισμικότητα. Είναι γνωστό, ότι η περιοχή του Ιονίου έχει υψηλή σεισμικότητα και επαληθεύτηκε πέρσι με τον σεισμό στην Λευκάδα και το 2014 στην Κεφαλονιά με μέγεθος 6,1 – 6,2 Ρίχτερ.

Βεβαίως και τα Δωδεκάνησα έχουν υψηλή σεισμικότητα και οι περιοχές στο Ελληνικό τόξο, που ξεκινά από το Ιόνιο, περνά τη ΝΔ Πελοπόννησο, την Κρήτη και καταλήγει στα Δωδεκάνησα. Από εκεί και πέρα υπάρχουν περιοχές με χαμηλότερη σεισμικότητα όπως είναι οι περιοχές του Νοτίου Αιγαίου και οι Κυκλάδες. Στο Βόρειο Αιγαίο έχουμε επίσης υψηλή σεισμικότητα, όπου τον Μάιο του 2014 σημειώθηκε δόνηση 6,8 Ρίχτερ, η οποία δεν είχε καθόλου συνέπειες. Υπάρχει, λοιπόν, η γνώση για το πως κατανέμεται ο σεισμικός κίνδυνος χωρίς όμως αυτό να αποκλείει ότι και άλλα μικρότερα ρήγματα, χαμηλής σεισμικότητας, μπορούν να μας δώσουν ισχυρό σεισμό όπως έγινε στην Κοζάνη το 1995 με 6,6 Ρίχτερ» τονίζει.

Κατά καιρούς, σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, γίνονται έρευνες για να κατανοηθούν καλύτερα οι ιδιότητες των ρηγμάτων και επιλέγονται κάποιες συγκεκριμένες περιοχές. «Αυτό όμως δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη ότι αναμένουμε έναν δυνατό σεισμό από το σημείο που συλλέγουμε περισσότερα στοιχεία. Έχουμε ζήσει αιφνιδιασμούς όπως έγινε με τον σεισμό της Πάρνηθας, ο οποίος δεν αναμενόταν με την μακροπρόθεσμη έννοια, καθώς και το ρήγμα δεν ήταν χαρτογραφημένο και δεν γνωρίζαμε ότι μπορεί να δώσει το μέγεθος που καταγράφηκε.

Αυτό που οφείλει να ξέρει ο κόσμος είναι όσα έλεγε ο αείμνηστος Ακαδημαϊκός και πρώην Διευθυντής μας Άγγελος Γαλανόπουλος , ότι “δεν υπάρχει ούτε μια γωνιά του ελλαδικού χώρου που να μην έχει το δυναμικό να φιλοξενήσει μια ή περισσότερες εστίες ισχυρών σεισμών στο μέλλον”. Άρα η προσοχή του συστήματος αντισεισμικής προστασίας  θα πρέπει να καλύπτει όλη τη χώρα και αυτό γιατί στατιστικά γνωρίζουμε πως κατά μέσο όρο κάθε χρόνο έχουμε μια σεισμική δόνηση 6 Ρίχτερ και κάθε δυο χρόνια μια δόνηση 6,5 Ρίχτερ ή και μεγαλύτερο άλλοτε στη θάλασσα και άλλοτε στην ηπειρωτική χώρα» επισημαίνει ο Διευθυντής Ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Αθηνών. 

1999 έως σήμερα μας έγινε το πάθημα, μάθημα;

Αυτό που θα περιμέναμε μετά από έναν σεισμό που προκάλεσε 143 θύματα – τον πλέον πολύνεκρο μετά τον εξολοθρευτικό σεισμό του Ιονίου το 1953 στην Κεφαλονιά- είναι να έχουν γίνει δραστικές αλλαγές στην αντισεισμική πολιτική της χώρας. Έγιναν μόλις δυο πράγματα τα οποία δεν ήταν δραστικά. Αναθεωρήθηκε μερικώς ο αντισεισμικός κανονισμός, μπήκε ένα όριο, που πολλοί λένε ότι δεν είναι κατάλληλο, και χωρίστηκε η Αττική ως προς τον Κηφισό σε δύο τμήματα. Το ένα τμήμα Ανατολικά από το Κηφισό θεωρήθηκε μικρότερης σεισμικότητας και Δυτικά υψηλότερης σεισμικότητας. Το δεύτερο που έγινε, όπως αναφέρει ο κ. Παπαδόπουλος, είναι το 2001 όταν με απόφαση του ΥΠΕΧΩΔΕ ξεκίνησε το πρόγραμμα προσεισμικού ελέγχου των δημοσίων κτηρίων της χώρας, τα οποία είναι περίπου 80.000. «Σήμερα 17 χρόνια μετά τον σεισμό της Αθήνας έχουν ελεγχθεί  μόλις 12.000 κτίρια. Χρειαζόμαστε δηλαδή 120 χρόνια για να τα ελέγξουμε όλα. Άρα εδώ μιλάμε ότι έχουμε ένα σοβαρότατο πρόβλημα και κάτι δεν έχει προχωρήσει καλά. Υπήρχε, επίσης ένα τμήμα του προγράμματος που αφορούσε τα σχολικά κτήρια, με τον πρώην ΟΣΚ να είχε ελέγξει έως το 2009-2010 όπου και καταργήθηκε, περίπου το 25% των σχολείων. Τις αρμοδιότητές του ανέλαβαν στη συνέχεια οι δήμοι οι οποίοι με τα τεράστια οικονομικά προβλήματα δεν κατάφεραν να συνεχίσουν το πρόγραμμα και το ευαίσθητο κομμάτι των σχολείων στην χώρα φρέναρε. Σημειώστε επίσης ότι και η εξαγγελία για μητρώο κατασκευαστών ιδιωτικών κτηρίων έμεινε στα χαρτιά» αναφέρει ο κ. Παπαδόπουλος.    

Το πρόβλημα είναι μπροστά μας και θα το «πληρώσουμε» ακριβά

Ωστόσο, υπάρχει, και ένα μέτρο το οποίο θα αποδώσει μακροπρόθεσμα. Πρόκειται για το δίκτυο επιταχυνσιογράφων. «Την περίοδο 2006-2009 ο Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας χρηματοδότησε με 900χιλ. ευρώ τη δραστική βελτίωση του δικτύου επιταχυνσιογράφων. Οι επιταχυνσιογράφοι καταγράφουν τους σεισμούς όπως οι κοινοί σεισμογράφοι αλλά τα στοιχεία που παρέχουν είναι αυτά ακριβώς που χρειάζονται οι μηχανικοί, ώστε να φτιάξουν έναν πολύ καλύτερο αντισεισμικό μηχανισμό, που σημαίνει πιο γερά κτήρια. Δυστυχώς όμως δεν καλύπτει τις ανάγκες του σήμερα και μόνο μακροπρόθεσμα θα δούμε τα θετικά του αποτελέσματα, δηλαδή, μέσα στα επόμενα 20 και 30 χρόνια» τονίζει ο Διευθυντής Ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου και θέτει έναν ακόμη προβληματισμό, των γερασμένων κτιρίων.

«Ο υπάρχον κτηριοδομικός πλούτος γηράσκει, φθείρεται ολοένα και περισσότερο, γίνεται ακόμη πιο ευάλωτος και έχουμε πλέον τρωτά κτίρια σε ένα ισχυρό σεισμό. Δυστυχώς τα προβλήματα οξύνονται και είναι μπροστά μας. Αν θα είναι τον επόμενο μήνα ή το επόμενο έτος ή την επόμενη διετία δεν έχει μεγάλη σημασία. Το διάστημα είναι μικρό έτσι και αλλιώς. Δεν μιλάμε για μετά από 10 γενεές. Είναι μέσα σε ορατό χρόνο. Φοβάμαι, δηλαδή, ότι αυτές οι ελλείψεις θα πληρωθούν ακριβά. Αυτό λέει η εμπειρία μου και κρούω τον κώδωνα του κινδύνου από το 2008 όταν μπαίναμε στην κρίση και είχαν αρχίσει τα πρώτα σημάδια χαλάρωσης.  Από τότε τόνιζα πως αν αφεθούμε σε μια χαλάρωση τότε θα έρθει η ώρα που η χώρα θα πληρώσει πολύ ακριβά το πρόβλημά με τους σεισμούς» σημειώνει με νόημα ο κ. Παπαδόπουλος.

Απίστευτες ελλείψεις σε προσωπικό ακόμη και σε υπολογιστές!

Δεκαεπτά χρόνια μετά τον καταστροφικό σεισμό της Αθήνας και τα προβλήματα είναι αναρίθμητα. «Εφόσον δεν ξέρουμε πότε ακριβώς και που θα εκδηλωθούν οι επόμενοι σεισμοί, χρειάζεται ένα διαρκές και συστηματικό πρόγραμμα για τη μείωση του σεισμικού κινδύνου. Γίνονται διάφορες δράσεις όμως επειδή δεν είχαμε ποτέ ένα οργανωμένο σχέδιο και επειδή προστέθηκε και η οικονομική κρίση τα τελευταία χρόνια έχουν “φρενάρει”  οι όποιες δράσεις έτρεχαν» αναφέρει ο κ. Παπαδόπουλος και ειδικότερα σημειώνει: «Πλέον στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο Αθηνών που λειτουργεί από το 1892, δεν έχουμε καθόλου εξειδικευμένο προσωπικό στην ηλεκτρονική. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια είχαμε 6 μόνιμους ηλεκτρονικούς οι οποίοι έφυγαν σταδιακά και κανένας δεν έχει αντικατασταθεί. Έχουμε ελάχιστους πόρους για να παίρνουμε συμβασιούχους και σε μια υποδομή με 150 σεισμογραφικούς σταθμούς σε όλη την χώρα δεν έχουμε ανθρώπους να τα συντηρήσουν. Τα συστήματα κάποιες φορές “πέφτουν” και πολλές φορές πρέπει να στείλουμε προσωπικό από το Καστελόριζο μέχρι τη Ροδόπη και από την Κέρκυρα μέχρι τη Γαύδο. Αυτός ο κόσμος όμως δεν υπάρχει. Μπορεί να περάσουν μήνες μέχρι να φτιάξουμε τους σταθμούς, έως ότου βρεθούν οι ανάλογοι πόροι».

Ακόμη και στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών τα προβλήματα είναι τεράστια. Όπως εξηγεί ο κ. Παπαδόπουλος, εργάζονται με πεπαλαιωμένους υπολογιστές και ψάχνουν χρήματα να τους αντικαταστήσουν, ενώ όσον αφορά το προσωπικό οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. «Σε αυτό το ιστορικό κέντρο αποκτήσαμε 24ωρη βάρδια την 1η Μαρτίου του 2005 και δυστυχώς βρισκόμαστε ένα βήμα να επιστρέψουμε στην προ της 1ης Μαρτίου κατάσταση, διότι αν και έχουμε 12 εργαζομένους, οι 4 απουσιάζουν απολύτως δικαιολογημένα και ένα άτομο θα αποχωρήσει με μετάθεση. Άρα είμαστε 7 άτομα μόνιμο προσωπικό και καταλαβαίνει κανείς ότι δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε μια 24ωρη βάρδια αποτελούμενη από 2 άτομα. Ποιος θα πάρει την ευθύνη να έχω ένα άτομο την νύχτα μέχρι το πρωί, που αν γίνει ένας ισχυρός σεισμός δεν μπορεί να ανταπεξέλθει; Σημειώστε επίσης πως τέλος Σεπτεμβρίου λήγουν και οι συμβάσεις 6 συμβασιούχων που απασχολούνται στο Ινστιτούτο. Και ως μέτρο σύγκρισης, στη γειτονική Ιταλία και στο ανάλογο κέντρο υπάρχουν μόνιμα στη βάρδια τέσσερα άτομα, εκ των οποίων οι δύο είναι σεισμολόγοι, ο ένας είναι ειδικός στα τσουνάμι και ο τέταρτος είναι ηλεκτρονικός» σημειώνει ο κ. Παπαδόπουλος.

Κέντρο Παρακολούθησης Τσουνάμι χωρίς επιδότηση και προσωπικό

Όπως λέει ο κ. Παπαδόπουλος στο NEWS 247 αναγκάζεται να ψάχνει για επιπλέον χρήματα για να καλύψει κάποιες λίγες συμβάσεις καθώς ακόμη και η ΔΕΣΦΑ έκοψε τις χορηγίες και κανένας άλλος φορέας δεν ανταποκρίθηκε στα αιτήματα που έχει κάνει.

Επιπλέον το 2010 το ελληνικό κράτος επιφόρτισε το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο με 24ωρη παρακολούθηση για πιθανό τσουνάμι από θαλάσσιο σεισμό και σε αυτόν τον τομέα υπάρχουν ανελαστικές υποχρεώσεις και πρώτα από όλα σε εθνικό επίπεδο. «Μόλις γίνει ένας ισχυρός σεισμός σε υποθαλάσσιο περιβάλλον πρέπει να στείλουμε μια προειδοποίηση εντός πέντε λεπτών στη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας, μια ενημέρωση στον Μηχανισμό Πολιτικής Προστασίας στις Βρυξέλλες και σε 20 άλλες χώρες σε ολόκληρο τον Ευρωπαϊκό και Μεσογειακό χώρο που έχουν ζητήσει να παίρνουν αυτές τις πληροφορίες.

Αυτή η υποχρέωση μας ανατέθηκε – και πολύ σωστά- με νόμο τον Σεπτέμβριο του 2010, όμως κανείς από τότε για αυτό το πρόσθετο και πολύ σοβαρό καθήκον το οποίο είναι ερευνητικό αλλά και επιχειρησιακό δεν μας ενίσχυσε με επιπλέον προσωπικό ή επιπλέον πόρους» υπογραμμίζει ο κ. Παπαδόπουλος και προσθέτει: «Απεναντίας κάθε ένα μέλος του προσωπικού που αποχωρεί δεν αντικαθίσταται και κόβονται συνεχώς οι υπάρχοντες πόροι. Με πολύ μεγάλο κόπο ελπίζουμε ότι πολύ σύντομα αυτό το κέντρο προειδοποίησης για τσουνάμι θα λάβει και διεθνή πιστοποίηση, μιας προσπάθειας που προΐσταμαι προσωπικά, και πιστεύω ότι θα το ανακοινώσουμε. Δεν ξέρω όμως πως θα το συντηρήσουμε τελικά».

Θέμα εθνικής διάστασης

Υπάρχει όμως και η εθνική διάσταση. Ένα παρόμοιο κέντρο, εξηγεί ο κ. Παπαδόπουλος, λειτουργεί από το 2010 στην Κωνσταντινούπολη και οι Τούρκοι εκδίδουν ανακοινώσεις για υποθαλάσσιους σεισμούς που γίνονται στο Αιγαίο. Μάλιστα κατά την προετοιμασία τους είχαν ζητήσει επισήμως να έχουν τον επιχειρησιακό έλεγχο του Αιγαίου στο θέμα του τσουνάμι κάτι που δεν δέχθηκε η ελληνική πλευρά. «Εάν, λοιπόν, κλείσουμε το εθνικό κέντρο προειδοποίησης για τσουνάμι ο ελληνικός θαλάσσιος χώρος θα μπει υπό την παρακολούθηση του Τουρκικού Κέντρου και οι εθνικές συνέπειες θα είναι μεγάλες καθώς αγγίζουν θέματα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας. Άρα για λόγους εθνικούς, πολιτικής προστασίας, επιστημονικούς και τεχνολογικούς πρέπει όχι μόνο να το συντηρήσουμε αλλά και να αυξήσουμε τις δυνατότητες του. Έχουμε, λοιπόν, ένα οξυμένο πρόβλημα σε πόρους και σε προσωπικό. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στο σημείο όπου το υπουργείο Παιδείας που μας εποπτεύει δια της ΓΓ Έρευνας και Τεχνολογίας θα μας δώσει κάποιους πόρους και ελπίζουμε ότι θα γίνει σύντομα ώστε να πάρουμε μια ανάσα για τα επόμενα 1-2 χρόνια» σημειώνει.

Τι θα μπορούσε να γίνει

Η αλήθεια είναι ότι κάποια πράγματα χρειάζονται πολύ χρόνο. Αν ένα δημόσιο κτήριο εντοπιστεί με πρόβλημα χρειάζεται χρόνο για να γίνει η προσεισμική του ενίσχυσή του. Μπορούν όμως να επικαιροποιηθούν τα σχέδια έκτακτης ανάγκης κάτι που κάνει ο ΟΑΣΠ αλλά υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης. Για τον κ. Παπαδόπουλο πρέπει να βελτιωθεί η επιστημονική παρακολούθηση, με ανθρώπινο δυναμικό και να συντηρούνται σωστά τα μηχανήματα, ώστε να προσφέρουν και σε επιχειρησιακό επίπεδο καθώς υπάρχει η δυνατότητα να βλέπουν οι ειδικοί σεισμολόγοι αν ένας μετασεισμός, μετά από έναν ισχυρό σεισμό, μεταναστεύει μακριά από το επίκεντρο του κύριου σεισμού καθώς αν υπάρχει μια τέτοια μετανάστευση μπορεί επίσης να απειλούνται και άλλα αστικά κέντρα από αυτά που επλήγησαν. «Η σεισμογραφική παρακολούθηση δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τις έρευνές μας. Αυτό είναι πεπλανημένη αντίληψη και επίσης αν θέλει η πολιτεία και οι πολίτες να έχουν άμεση πληροφόρηση πρέπει να έχουμε τη δυνατότητα της 24ωρης σεισμογραφικής κάλυψης. Δεν πρέπει να επανέλθουμε στην προ του 2005 εποχή με φυσική παρουσία έως τις 10 το βράδυ» καταλήγει ο καθηγητής.

Όσον αφορά την ενημέρωση των παιδιών και την εντατικοποίηση των προγραμμάτων ενημέρωσης στα σχολεία ο κ. Παπαδόπουλος είναι κάθετος. «Δεν πρέπει ποτέ να είμαστε ευχαριστημένοι. Πρέπει να βάζουμε ψηλά τον πήχη και να επιδιώκουμε κάτι περισσότερο, κάτι ακόμη καλύτερο από αυτό που έχουμε σήμερα». 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα