ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΖΗΣΑΝ ΚΙ ΕΓΡΑΨΑΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΥΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ
Από τον Τσόρτσιλ στον Χίτλερ και απ' τον Πεταίν στον Τσολάκογλου. Οι άνδρες, που στιγμάτισαν με τις πράξεις και τις αποφάσεις τους, τους δύο μεγάλους πολέμους του 20ου αιώνα (Pics+Vids)
…Ήταν ο χειρότερος μαθητής της τάξης του, σταθερά, σε όλα τα χρόνια… Τραύλιζε και χρειάστηκε, να δώσει δύο φορές εξετάσεις, για να μπει στη Στρατιωτική Ακαδημία. Ποιος θα φανταζόταν, ότι αυτό το αγόρι, θα μεταμορφωνόταν σε δεινό ρήτορα, μεγάλο πολιτικό, που θα έμενε στην Ιστορία ως “Πατέρας της Νίκης”; Αυτός ήταν ο Ουίνστον Τσόρτιλ.
… Χτυπούσε τα παιδιά στο σχολείο κι έκανε τα πάντα, για να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία. Περιπλανήθηκε στο εξωτερικό, συνελήφθη ως “αλήτης”, απελάθηκε και επέστρεψε στη χώρα του, έφυγε εκ νέου, για να επιστρέψει και τελικά να πολεμήσει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και να εξελιχθεί σε μία από τις πιο πομπώδεις φιγούρες της σύγχρονης Ιστορίας. Ο Μπενίτο Μουσολίνι, έζησε για να “πατήσει” και στους δύο πολέμους, γράφοντας με αίμα τις σελίδες που του αναλογούν, στον τόμο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
…Δεινός ηγέτης και διοικητής του στρατεύματος, τραυματίστηκε πολλές φορές στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και παρασημοφορήθηκε πολλαπλάσιες φορές. Έγινε όμως ενοχλητικός στον Αδόλφο Χίτλερ, όταν έγραψε τα απομνημονεύματά του, στηλιτεύοντας τα εγκλήματα της Ναζιστικής Γερμανίας και φροντίζοντας για τον υποσιτισμό χιλιάδων Εβραίων. Ο Γιοχάνες Μπλάσκοβιτς κατηγορήθηκε τελικά για εγκλήματα πολέμου. Δηλώνοντας αθώος στη Δίκη της Νυρεμβέργης, πήδηξε στο κενό και σκοτώθηκε, πριν την ετυμηγορία, προς μεγάλη έκπληξη των υπερασπιστών του, που πίστευαν στην αθώωσή του.
…Η στρατιωτική του μεγαλοφυία φάνηκε από νωρίς, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου πρωταγωνίστησε στην πρώτη γραμμή. Αν και γοητεύτηκε από τον Χίτλερ και τις εξαγγελίες του, ο Έρβιν Ρόμμελ ουδέποτε υπήρξε οπαδός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και ούτε έγινε ποτέ μέλος του. Κατηγορήθηκε για την απόπειρα δολοφονίας κατά του Φύρερ και τελικά, υποχρεώθηκε να καταπιεί την κάψουλα υδροκυανίου, που ο ίδιος του έδωσε, υποκύπτοντας στις απειλές για αντίποινα στην οικογένειά του.
Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στις 28 Ιουλίου, διαβάστε για τη ζωή και την στρατιωτική και πολιτική πορεία δεκαπέντε πραγματικών πρωταγωνιστών της Ιστορίας, που έζησαν και τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους.
Ουίνστον Τσόρτσιλ: Από χειρότερος μαθητής… ρήτορας και “Πατέρας της νίκης”
Γεννημένος στις 30 Νοεμβρίου 1874 στο Γούντστοκ του Οξφορντσαϊρ, στα γυμνασιακά του χρόνια ήταν σταθερά ο χειρότερος μαθητής της τάξης του. Δεν κατάφερε να μπει στο πανεπιστήμιο, ενώ από τα 12 του χρόνια τραύλιζε και ψεύδιζε και έδωσε δύο φορές εξετάσεις για να περάσει στη Στρατιωτική Ακαδημία του Σάντχερστ. Πολεμώντας στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Μάλακαντ και του Τιράχ των Ινδιών (1897-1898), και στη μάχη του Όντουρμαν στο Σουδάν (1898), πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Μπόερς κατά το Νοτιαφρικανικό πόλεμο, αλλά διέφυγε και έγινε ανταποκριτής της εφημερίδας “Μόρνινγκ ποστ”. Επέστρεψε στην Αγγλία το 1900, προσχώρησε στο συντηρητικό κόμμα και εκλέχτηκε βουλευτής. Διακρίθηκε στη Βουλή των Κοινοτήτων όχι μόνο για την πολυμάθειά του, αλλά και για τη ρητορική του ικανότητα στην υπεράσπιση των απόψεών του.
Την περίοδο 1905 -1908 διετέλεσε υφυπουργός Αποικιών, στη φιλελεύθερη κυβέρνηση του Κάμπελ-Μπάνερμαν και στην επόμενη κυβέρνηση του Άσκουιθ κατέλαβε κατά σειρά τα αξιώματα του υπουργού Εμπορίου (1906 – 1908) και Εσωτερικών. Ως υπουργός Ναυτικών (1910-1911), ενίσχυσε το βρετανικό στόλο και συγκρότησε τη ναυτική αεροπορία, αναλαμβάνοντας μια σειρά από πετυχημένες ενέργειες, να κλείσει τις θάλασσες στα γερμανικά πλοία και να βοηθήσει στο ναυτικό αποκλεισμό των κεντρικών αυτοκρατοριών κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Το 1916 παραιτήθηκε και πήγε εθελοντικά στο μέτωπο σαν διοικητής τάγματος στη Φλάνδρα.
Το 1922 εγκατέλειψε το κόμμα των Φιλελεύθερων, απέτυχε στις εκλογές και αφιερώθηκε στη συγγραφική του δραστηριότητα, γράφοντας το έργο για τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο “Η παγκόσμια κρίση”. Το 1924 προσχώρησε στο κόμμα των Συντηρητικών, εκλέχτηκε βουλευτής και από το 1924 έως το 1929 ήταν υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Μπόλντουιν. Η πολιτική του γραμμή έγινε ευρύτερα γνωστή με μια σειρά από άρθρα του και από λόγους του, στους οποίους υπογράμμιζε τη φιλελεύθερη εσωτερική και εξωτερική πολιτική μακριά από τις φασιστικές και τις κομουνιστικές ιδεολογίες.
Τον Αύγουστο του 1941 υπέγραψε με τον Ρούσβελτ τον Καταστατικό χάρτη του Ατλαντικού και οι Ηνωμένες Πολιτείες επενέβησαν στον πόλεμο ενώ και η Σοβιετική Ένωση πολεμούσε στο πλευρό των συμμάχων.
Στον Τσόρτσιλ αποδίδεται η φράση “Στο εξής δεν θα λέμε, ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες”, ύμνος στην αντίσταση που προέβαλε ο ελληνικός στρατός κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, το 1940.
Το 1944 παρενέβη στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας και τάχθηκε εναντίον του ΕΑΜ και βοήθησε να υπογραφούν οι συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, ενώ μετά την απελευθέρωση της Αθήνας υποστήριξε σταθερά τις κυβερνητικές δυνάμεις. Ήταν παρών σε όλα τα μεγάλα γεγονότα, στη διάρκεια του πολέμου, επιβάλλοντας τη γνώμη ακόμα και στους Φραγκλίνο Ρούσβελτ και τον Ιωσήφ Στάλιν κατά τις διασκέψεις της Τεχεράνης το 1943 και της Γιάλτας το 1945.
Ήταν ο πολιτικός που στις 5 Μαρτίου 1945, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο Σιδηρούν Παραπέτασμα, αναφερόμενος στις χώρες που ανήκαν στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ενώσεως.
Από το 1951 έως το 1955 εκλέχθηκε εκ νέου στην πρωθυπουργία. Στη συνέχεια αποσύρθηκε από το πολιτικό προσκήνιο και αφοσιώθηκε στη συγγραφή των απομνημονευμάτων του. Το 1953 βραβεύτηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Παραιτήθηκε από τη βουλευτική του ιδιότητα λίγο πριν από το τέλος της ζωής του, τον Ιούλιο του 1964 και θα πεθάνει έξι μήνες αργότερα στις 24 Ιανουαρίου 1965, χτυπημένος από εγκεφαλικό.
Σαρλ ντε Γκωλ: Τρεις φορές τραυματίας στον Α’ΠΠ, εθνικός ήρωας στα Ηλύσια Πεδία
Ο Σαρλ ντε Γκωλ γεννήθηκε στη Λιλ της Γαλλίας ως δευτερότοκος γιος μιας οικογένειας ρωμαιοκαθολικών της ανώτερης μεσοαστικής τάξης και διαποτίστηκε με τις διδαχές του φιλόσοφου πατέρα του, γεγονός όμως που δεν τον εμπόδιζε να εκδηλώσει εξ απαλών ονύχων το ενδιαφέρον του για στρατιωτική σταδιοδρομία.
Το 1913, έγινε ανθυπολοχαγός σε σύνταγμα πεζικού με διοικητή τον συνταγματάρχη Φιλίπ Πεταίν. Όταν ένα χρόνο αργότερα ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Ντε Γκωλ πολέμησε στο Βερντέν και τραυματίστηκεκ τρεις φορές. Το 1925, ο Πεταίν τον τοποθέτησε αξιωματικό του επιτελείου του Ανώτερου Πολεμικού Συμβουλίου και για αρκετά χρόνια υπηρέτησε στην στρατιωτική δύναμη κατοχής στη Ρηνανία της Γερμανίας. Εκεί έγραψε το έργο “Η διχόνοια στους κόλπους του εχθρού”, μία μελέτη γύρω από τον συσχετισμό πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων στη Γερμανία και τη μελέτη “Προς έναν επαγγελματικό στρατό”. Οι απόψεις του έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την αμυντική πολιτική που έχει υιοθετηθεί τότε στην Γαλλία. Πάντως, οι θεωρίες του επιβεβαιώθηκαν, όταν ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στη Γαλλία. Ο ίδιος τιμήθηκε για τη δράση του με τον βαθμό του ταξιάρχου, στα γαλλικά ‘Général de brigade’, κατά λέξη στρατηγός ταξιαρχίας, εξ ου και η τιμητική προσφώνηση Στρατηγός.
Βλέποντας την πατρίδα του έτοιμη να παραδοθεί στις δυνάμεις του Άξονα, κατέφυγε στο Λονδίνο. Στις 18 Ιουνίου 1940, απηύθηνε ραδιοφωνική έκκληση προς τους συμπατριώτες του να συνεχίσουν τον πόλεμο υπό την ηγεσία του και στις 2 Αυγούστου, γαλλικό στρατοδικείο τον καταδίκασε ερήμην σε θάνατο. Με το τέλος του πολέμου στη Γαλλία συμμετείχε στις 26 Αυγούστου 1944 σε μια πορεία θριάμβου στα Ηλύσια Πεδία, επευφημούμενος ως εθνικός ήρωας. Ο ίδιος αντετέθη στη νεοσύστατη Δ΄ Γαλλική Δημοκρατία. Το 1947, ίδρυσε τον Συναγερμό του Γαλλικού Λαού (Rassemblement du Peuple Français-RPF) κίνημα που το 1951 μετασχηματίστηκε σε κόμμα.
Το 1958 εξελέγη πρώτος πρόεδρος της Ε΄ Γαλλικής Δημοκρατίας. Ανέπτυξε στενές πολιτικές σχέσεις με τη Δυτική Γερμανία και η προσωπική φιλία του με τον Γερμανό καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ εξέλιξε την Γερμανο-Γαλλική Φιλία. Παράλληλα, ήταν αντιμέτωπος με την επιρροή των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ και στην Ευρώπη. Υποστήριξε από νωρίς την προσέγγιση της Ελλάδας στην ΕΟΚ.
Εγκατέλειψε την προεδρία το μεσημέρι της 28ης Απριλίου 1969, ύστερα από την απόρριψη της προτεινόμενης μεταρρύθμισης του της Γερουσίας και των τοπικών κυβερνήσεων σε ένα εθνικό δημοψήφισμα. Είχε υποσχεθεί ότι αν το δημοψήφισμα αποτύγχανε, θα παραιτούνταν από την θέση του. Όταν αποσύρθηκε, δεν δέχθηκε τις συντάξεις τις οποίες δικαιούνταν ως πρόεδρος και ως στρατηγός. Αντ’ αυτού, δέχθηκε μόνο μια σύνταξη συνταγματάρχη.
Πέθανε το 1970, από καρδιακή προσβολή, δύο εβδομάδες πριν από τα ογδοηκοστά του γενέθλια και καταμεσής της συγγραφής των απομνημονευμάτων του. Ο ντε Γκωλ είχε κάνει ετοιμασίες και επέμεινε η κηδεία του να γινόταν στο Κολομπέ, και ότι κανένας πρόεδρος ή υπουργός θα παραστεκόταν – μόνο οι σύντροφοι του της Τάξης της Απελευθέρωσης. Οι αρχηγοί κρατών έπρεπε να ικανοποιηθούν με μια ταυτόχρονη λειτουργία στην Παναγία των Παρισίων. Μεταφέρθηκε στον τάφο του σε ένα θωρακισμένο όχημα αναγνώρισης, και καθώς καταβιβαζόταν στο έδαφος όλες οι καμπάνες όλων των εκκλησιών της Γαλλίας κτύπησαν ξεκινώντας από την Νοτρ Νταμ. Τάφηκε στις 12 Νοεμβρίου, έχοντας προσδιορίσει, ότι η ταφόπλακά του θα έφερε την απλή γραφή του ονόματός τους και τις χρονιές γέννησης και θανάτου. Οπότε, απλά αναφέρεται: “Charles de Gaulle, 1890–1970”.
Φιλίπ Πεταίν: Ο ήρωας του Α’ΠΠ που έγινε προδότης και καταδικάστηκε σε θάνατο
Ο Ανρί Φιλίπ Πεταίν (24 Απριλίου 1856 – 23 Ιουλίου 1951) ήταν Γάλλος Στρατάρχης και πολιτικός, ήρωας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πρωθυπουργός και πρόεδρος της Γαλλίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αμφιλεγόμενος κυρίως για την συνθηκολόγησή του με τη Ναζιστική Γερμανία, μετά την οποία έγινε αρχηγός του Κράτους του Βισύ.
Ο Πεταίν ήταν γιoς αγροτών και από μικρός έχασε τη μητέρα του. Το 1876 ξεκίνησε τις σπουδές του στο Κολλέγιο Σεν Μπερτέν (Collège Saint-Bertin), όπου δίδασκε ένας θείος του. Εκεί εντυπωσιάστηκε από ένα τοπικό τάγμα πεζικού και αποφάσισε να γίνει στρατιωτικός. Συνέχισε τις σπουδές του σε ανώτερο κολλέγιο και το 1878 αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός από τη Στρατιωτική Ακαδημία του Σαιν Συρ. Υπηρέτησε ενεργά για δέκα χρόνια και μετά φοίτησε στη Σχολή Πολέμου, όπου επέστρεψε αρκετές φορές για να διδάξει. Η διδασκαλία του στη Σχολή Πολέμου τού απέφερε επαίνους και προαγωγές.
Ο Πεταίν είχε αναπτύξει μια στρατηγική θεωρία, σύμφωνα με την οποία τα ισχυρά πυροβόλα θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται για την άμυνα πίσω από ισχυρές οχυρώσεις, αντί ως επιθετικό μέσο, μια θεωρία για την οποία υπήρχαν πολλές αντιρρήσεις. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ως στρατηγός χρησιμοποίησε την τακτική του με πυροβολικό και οχυρώσεις επιτυχημένα και κυρίως στη μάχη του Βερντέν, όπου απέκρουσε μεγάλη γερμανική επίθεση το 1916.
Οι ανταρσίες και η άρνηση εκτέλεσης διαταγών στον γαλλικό στρατό ήταν διαδεδομένες, εκτός από τους στρατιώτες που υπηρετούσαν υπό τον Πεταίν, οι οποίοι, αντίθετα, τον σέβονταν, καθώς ασχολούνταν με την καλή διαβίωση των ανδρών του και μεριμνούσε για την αποφυγή απωλειών. Για να αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα, ο Πεταίν διορίσθηκε Αρχηγός του Στρατού το 1918 και οι ενέργειες που έκανε έφεραν αποτέλεσμα. Κέρδισε, έτσι, την υποστήριξη όσων υπηρέτησαν υπό τις διαταγές του και τον τίτλο του Στρατάρχη της Γαλλίας.
Το 1925 πήγε στο Μαρόκο για την καταστολή μιας επανάστασης και στη συνέχεια αποστρατεύθηκε. Συνέχισε να υπηρετεί ως Στρατάρχης της Γαλλίας και Επιθεωρητής Αεράμυνας και το 1939 διορίστηκε πρέσβης στην Ισπανία.
Το 1940 ανακλήθηκε στη Γαλλία, όπου οι ισχυρές οχυρώσεις (γραμμή Μαζινό) αυτή τη φορά αποδείχθηκαν ανεπαρκείς και ο γερμανικός στρατός προέλασε σχεδόν αμαχητί, και διορίστηκε αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης. Στις 15 Ιουνίου 1940 έγινε Πρόεδρος και υπέγραψε ανακωχή με τους Γερμανούς. Εκ νέου επικεφαλής της κατοχικής κυβέρνησης με έδρα την πόλη Βισύ, συνεργάστηκε με τους Γερμανούς σε όλη τη διάρκεια της κατοχής.
Μετά τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία, τον Ιούνιο του 1944 και την επιτυχή της έκβαση, οι Γερμανοί τον μετέφεραν, στις 7 Σεπτεμβρίου, στο Ζινγκμαρίνγκεν (όπου είχαν μεταφερθεί και όλα τα μέλη της Κυβέρνησής του). Ύστερα από λίγες ημέρες παραιτήθηκε από τις πολιτικές του εξουσίες.
Μετά το τέλος του Πολέμου παραπέμφθηκε σε Στρατοδικείο, όπου και δικάστηκε για προδοσία και συνεργασία με τον εχθρό. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι η ανακωχή ήταν ο μόνος τρόπος να σωθεί η Γαλλία.
Το 1945, σε ηλικία 89 ετών, καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια φυλάκιση από τον Πρόεδρο Σαρλ ντε Γκωλ, σε αναγνώριση των υπηρεσιών που είχε προσφέρει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μεταφέρθηκε στη φυλακή του Ιλ ντ’ Ιέ (Île d’Yeu), όπου, ύστερα από λίγο διάστημα, έπαθε άνοια και χρειαζόταν συνεχή παρακολούθηση και φροντίδα. Πέθανε στη φυλακή στις 23 Ιουλίου του 1951 και τάφηκε εκεί. Μέχρι σήμερα, στη Γαλλία, ο όρος «πεταινισμός» (Pétainisme) αναφέρεται σε απολυταρχική και αντιδραστική, παραδοσιοκρατική και θρησκευόμενη ιδεολογία.
Μαξίμ Βεϋγκάν: Ο Γάλλος Ηγέτης δύο Πολέμων, που κρατήθηκε ως συνεργάτης του Χίτλερ
Ο Μαξίμ Βεϋγκάν ήταν Γάλλος στρατηγός και στρατιωτικός ηγέτης κατά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Αν και δεν έχει παραμείνει στη μνήμη των Γάλλων με το ίδιο όνειδος του Στρατάρχη Φιλίπ Πεταίν, έχει καταγραφεί στην Ιστορία ως ο ηγέτης του Γαλλικού Στρατού, που αρχικά πολέμησε εναντίον των Γερμανών στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και, ύστερα από την παράδοση της Γαλλίας, το 1940, συνεργάστηκε με τους κατακτητές της συμμετέχοντας στο καθεστώς της Κυβέρνησης του Βισύ, όπου εκδήλωσε έντονα τα αντισημιτικά του αισθήματα.
Ο Βεϋγκάν γεννήθηκε στις Βρυξέλλες στις 21 Ιανουαρίου 1867. Δεν είναι σαφή τα στοιχεία περί της καταγωγής του. Την ανατροφή και μόρφωσή του ανέλαβε η οικογένεια Κοέν ντε Λεόν, εβραϊκής καταγωγής, στη Μασσαλία, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Άγνωστα, παραμένουν τα αίτια του έντονου αντισημιτισμού, από τον οποίο κυριαρχείτο και που εκδηλώθηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η σταδιοδρομία του στον Στρατό ξεκίνησε με την είσοδό του στην προπαρακευαστική τάξη της Στρατιωτικής Ακαδημίας του Σαιν Συρ στο Παρίσι. Στην τάξη αυτή εγγράφηκε ως αλλοδαπός, Βέλγος εύελπις, με το όνομα Μαξίμ ντε Νιμάλ. Αποφοίτησε από την Ακαδημία του Σαιν Συρ το 1887 και τοποθετήθηκε σε ένα σύνταγμα ιππικού. Την τοποθέτησή του ακολούθησε η επίσημη αναγνώρισή του ως γιου ενός υπαλλήλου του Κοέν ντε Λεόν, του Φρανσουά Ζοζέφ Βεϋγκάν (François-Joseph Weygand) (18 Οκτωβρίου 1888). Η αναγνώριση αυτή του έδωσε το επώνυμό του και, μαζί, την γαλλική υπηκοότητα.
Ο Βεϋγκάν υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες ιππικού και, το 1912, έχοντας το βαθμό του αντισυνταγματάρχη, έγινε εκπαιδευτής στη Στρατιωτική Σχολή École d’application de l’ arme blindée et cavalerie (Σχολή εφαρμογής τεθωρακισμένων και ιππικού) στο Σωμύρ της δυτικής Γαλλίας. Το 1913 αναγορεύθηκε σε Ιππότη της Λεγεώνος της Τιμής, οπότε και τον πρόσεξε ο Στρατηγός Ζοζέφ Ζοφρ. Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Βεϋγκάν υπηρέτησε στο 5ο Σύνταγμα Ουσσάρων ως υποδιοικητής, με το οποίο έλαβε μέρος στη μάχη της Λωρραίνης (Bataille de Lorraine). Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα προάχθηκε σε συνταγματάρχη και, στις 28 Αυγούστου 1914 τοποθετήθηκε στο Επιτελείο του Στρατηγού Φερντινάν Φος (Ferdinand Foch). Το 1916 προάχθηκε σε ταξίαρχο και, το 1918 σε Υποστράτηγο, ενώ ήδη από το 1917 ήταν μέλος του Ανωτάτου Πολεμικού Συμβουλίου και συμμετείχε, μαζί με τον Φος, στη Διάσκεψη του Ραπάλλο (6 – 7 Νοεμβρίου 1917). Όταν ο Φος έγινε Ανώτατος Διοικητής των Συμμαχικών δυνάμεων, ο Βεϋγκάν παρέμεινε στο Επιτελείο του. Το 1918 συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις της ανακωχής και, όταν υπογράφηκε η συνθήκη της Κομπιένης, στο “βαγόνι της Ρετόντ” (wagon de Rethondes), ο Βεϋγκάν ήταν αυτός που ανέγνωσε τους όρους της Συνθήκης στη Γερμανική αντιπροσωπεία (Νοέμβριος 1918).
Τον Μάιο του 1940 η Γερμανία εισέβαλε τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες. Μετά από ένα κρίσιμο διάστημα δύο ημερών, ο Βεϋγκάν έγινε Αντιστράτηγος, εκδιώκοντας 15 στρατηγούς και προάγοντας 7 νέους συνταγματάρχες σε υποστράτηγους. Με την απόφαση του Βέλγου Βασιλιά Λεοπόλδου να συνθηκολογήσει (πλήγμα για τους Γάλλους και τους Βρετανούς), ο
Βεϋγκάν σε συνεργασία με τον Στρατάρχη Πεταίν και την πολιτική ηγεσία αποφάσισαν την έναρξη διαπραγματεύσεων για την παράδοση των γαλλικών δυνάμεων.
Με τον σχηματισμό της κυβέρνησης του Βισύ από τον Πεταίν (Ιούνιος 1940), ο Βεϋγκάν εστάλη ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του στις γαλλικές αποικίες της Βόρειας Αφρικής. Εκεί εκδήλωσε ανοιχτά τα αντισημιτικά του αισθήματα, αφαιρώντας δικαιώματα από τους Εβραϊκής καταγωγής Γάλλους πολίτες. Συνεργάστηκε, επίσης, με τους Γερμανούς του Άφρικα Κορπ, στους οποίους παρέδωσε, το 1941, σημαντικό υλικό πολέμου (1200 φορτηγά, θωρακισμένα οχήματα, υλικό πυροβολικού).
Όπως και ο Πεταίν, παρέμενε μετριοπαθής στην κριτική του απέναντι στους Γερμανούς.Ωστόσο, όταν ο Χίτλερ απαίτησε πλήρη συνεργασία με τις γαλλικές δυνάμεις του Βισύ (Νοέμβριος 1941), ζήτησε επίμονα την απομάκρυνσή του από κάθε θέση του καθεστώτος.
Πράγματι, ο Βεϋγκάν ανακλήθηκε τον ίδιο μήνα. Ένα χρόνο αργότερα, μετά την απόβαση των Συμμάχων στη Βόρεια Αφρική (Νοέμβριος 1942) ο Βεϋγκάν συνελήφθη και παρέμεινε έγκλειστος μέχρι το Μάιο του 1945, οπότε και κρατήθηκε από τους Αμερικανούς, ως συνεργάτης των Γερμανών, στο νοσοκομείο του Βαλ ντε Γκρας. Αφέθηκε ελεύθερος το 1946 και απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες εναντίον του το 1948. Απεβίωσε στο Παρίσι το 1965, σε ηλικία 98 ετών.
Αδόλφος Χίτλερ: O υποδεκανέας που υπέστη παροδική τύφλωση στον Α’ΠΠ, δικτάτορας της Ναζιστικής Γερμανίας
Ο Αδόλφος Χίτλερ (20 Απριλίου 1889 – 30 Απριλίου 1945) ήταν Γερμανός πολιτικός, ηγέτης του Εργατικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος (NSDAP) και δικτάτορας της Ναζιστικής Γερμανίας. Από το 1933 έως το 1945 διετέλεσε Καγκελάριος της Γερμανίας και από το 1934 έως το 1945 αρχηγός του γερμανικού κράτους, του Τρίτου Ράιχ.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Χίτλερ είναι υποδεκανέας του 16ου Βαυαρικού Συντάγματος Εφέδρων Πεζικού Λιστ, στο δυτικό μέτωπο. Στις 16 Αυγούστου 1914 κατετάγη ως εθελοντής στον πρωσικό στρατό. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου πήρε το παράσημο του Σιδηρού Σταυρού Δεύτερης Τάξης. Το 1916 ο Χίτλερ τραυματίστηκε στο πόδι σε μια μάχη στη βόρεια Γαλλία. Στις αρχές Μαρτίου του 1917, έχοντας αναρρώσει, επέστρεψε στο μέτωπο, όπου το 1918 παρασημοφορήθηκε με τον Σιδηρούν Σταυρό Πρώτης Τάξης.
Ο Χίτλερ θεωρείτο σωστός στρατιώτης, επειδή όμως η στάση του δεν ήταν κριτική απέναντι στους αξιωματικούς, ήταν μάλλον αντιπαθής στους συναδέλφους του. Ένας από αυτούς, ο Κόνραντ Χάιντεν (Konrad Heiden, πρώτος βιογράφος του Χίτλερ) θα γράψει αργότερα: «Όλοι τον βρίζαμε. Το βρίσκαμε ανυπόφορο να έχουμε ένα άσπρο πρόβατο ανάμεσά μας».
Λίγο πριν τη λήξη του πολέμου, στις 15 Οκτωβρίου 1918, μετά από μια επίθεση με αέρια (συγκεκριμένα με αέριο μουστάρδας) στη Φλάνδρα, ο Χίτλερ εισήχθη στο στρατιωτικό νοσοκομείο της πόλης Πάζεβαλκ της Πομερανίας. Την παροδική τύφλωσή του την απέδιδε ο ίδιος σε βλάβη των ματιών του εξαιτίας της επίδρασης των αερίων. Κάτι τέτοιο είναι δυνατό, καθώς θύματα του αερίου της μουστάρδας συχνά έχαναν την όρασή τους. Νεότερες μελέτες, οι οποίες βασίζονται στο αρχείο του στρατιωτικού νοσοκομείου, απέδειξαν ότι η αιτία για την ανωμαλία αυτή ήταν μια καθυστερημένη υστερική αντίδραση του Χίτλερ για τη διαφαινόμενη, πλέον, ήττα της Γερμανίας. Επιπλέον, κατά τη διάγνωση του ψυχίατρου του στρατιωτικού νοσοκομείου, ο Χίτλερ χαρακτηριζόταν ψυχοπαθής και τελείως ακατάλληλος για να αναλάβει ηγετικά καθήκοντα.
Επίσης και ο Χάιντεν αναφέρει ότι ο διοικητής του λόχου είπε κάποτε για τον Χίτλερ: «Αυτόν τον υστερικό ποτέ δε θα τον κάνω υπαξιωματικό!» Όντως, παρόλο που τραυματίστηκε πολλές φορές και πήρε δύο παράσημα, ο Χίτλερ δεν πήρε ποτέ προαγωγή από τον βαθμό του υποδεκανέα στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και αυτό, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν οφειλόταν μόνο στο γεγονός ότι ήταν Αυστριακός υπήκοος. Παρόλα αυτά, στα επόμενα χρόνια της ζωής του θα φανεί ότι είχε αποκτήσει σημαντική αντίληψη σε στρατιωτικά ζητήματα.
Σχεδόν όλοι οι βιογράφοι του Χίτλερ σημειώνουν την τεράστια απόκλιση μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου μισού της ζωής του. Μέχρι την ηλικία των 30 ετών ήταν, σύμφωνα με τα αστικά μέτρα της εποχής του, ένας άνθρωπος χωρίς επαγγελματική καριέρα, χωρίς αξιόλογες σχέσεις και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τον οποίο η Γερμανία είχε ηττηθεί, ήταν επίσης και ένας στρατιωτικός χωρίς προοπτικές και, κυρίως, χωρίς αναγνωρίσιμες ικανότητες που θα μπορούσαν να εξηγήσουν εύλογα την άνοδο που επακολούθησε. Παρόλα αυτά, αυτός ο άνθρωπος αναρριχήθηκε, μέσα σε λίγα χρόνια, στην Καγκελαρία του Γερμανικού Ράιχ και, τελικά, έγινε δικτάτορας-κυρίαρχος του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης, ασκώντας μια καταστροφική επίδραση που μόνο λίγοι, πριν ή μετά από αυτόν, άσκησαν.
Ο Αδόλφος Χίτλερ ως ηγέτης του Εργατικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος (NSDAP) εγκαθίδρυσε στη Γερμανία τη δικτατορία του αποκαλούμενου Τρίτου Ράιχ. Τα κόμματα της Αντιπολίτευσης κηρύχθηκαν εκτός νόμου, οι πολιτικοί αντίπαλοι καταδιώκονταν και δολοφονούνταν. Ο Χίτλερ και οι οπαδοί του εφάρμοσαν τη συστηματική στέρηση δικαιωμάτων και την εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης, καθώς και άλλων θρησκευτικών, εθνικών ή κοινωνικών ομάδων και πυροδότησαν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως συνέπεια αυτής της πολιτικής, μόνο στο ευρωπαϊκό θέατρο του πολέμου έχασαν τη ζωή τους τριάντα εκατομμύρια άνθρωποι, μεταξύ αυτών έξι εκατομμύρια Εβραίοι. Η Γερμανία και η Ευρώπη κατά μεγάλο μέρος έγιναν ερείπια και διαιρέθηκαν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Μετά την απόρριψη από την Πολωνία των γερμανικών προτάσεων σχετικά με την “Ελεύθερη Πόλη του Ντάντσιχ” και τον “Πολωνικό Διάδρομο”, ο Χίτλερ διέταξε επίθεση, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, πυροδοτώντας τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά από μια σειρά στρατιωτικών επιτυχιών, βασισμένων κυρίως στην τακτική του «αστραπιαίου πολέμου» (Blitzkrieg), η ναζιστική Γερμανία είχε υπό τον έλεγχό της το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης.
Το 1942 όμως, μετά την αποτυχία στο Ανατολικό Μέτωπο και τη μάχη του Ελ Αλαμέιν στη Βόρεια Αφρική, ο πόλεμος πήρε νέα τροπή και η Γερμανία του Χίτλερ βρέθηκε να αμύνεται ενάντια στους προελαύνοντες Συμμάχους.
Αντιμέτωπος με την ολοκληρωτική ήττα, ο Χίτλερ αυτοκτόνησε στο Βερολίνο τον Απρίλιο του 1945 λίγο πριν από την κατάληψη του υπόγειου καταφυγίου της Καγκελαρίας από τον Κόκκινο Στρατό. Το τέλος του σήμανε και το τέλος του καθεστώτος, το οποίο άφησε τη Γερμανία σε ερείπια.
Οι τελευταίες στιγμές στο καταφύγιο
Ο θάνατος του Χίτλερ δημοσιεύεται στο Stars and Stripes, την εφημερίδα των αμερικανικών δυνάμεων:
Στις 22 Απριλίου 1945 ο Χίτλερ έπαθε νευρική κατάρρευση όταν πληροφορήθηκε κατά τη διάρκεια του καθημερινού σχολιασμού της κατάστασης στο υπόγειο καταφύγιο, κάτω από την Καγκελαρία στο Βερολίνο, ότι η επίθεση που είχε διατάξει για την άρση της πολιορκίας του Βερολίνου δεν είχε εκτελεστεί από τον Αρχηγό των μονάδων των Ες-Ες Στάινερ, γιατί τη θεώρησε ανεφάρμοστη λόγω του συσχετισμού δυνάμεων. Ο Χίτλερ είπε ότι όλα πλέον χάθηκαν και ότι όλοι τον έχουν προδώσει, ακόμα και τα Ες-Ες. Άφησε ελεύθερο ένα μέρος του προσωπικού του και αρνήθηκε, να εγκαταλείψει το Βερολίνο. Διέταξε τον αρχιυπασπιστή του να κάψει όλα τα προσωπικά του στοιχεία και έγγραφα που βρίσκονταν στην Καγκελαρία και στο Καταφύγιο, καθώς και όσα βρίσκονταν στο Μόναχο.
Δύο θέματα κυριαρχούσαν στο καταφύγιο τις τελευταίες μέρες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου: Πόσο κοντά ήταν ο Κόκκινος Στρατός και ποιος ήταν ο πιο σίγουρος τρόπος αυτοκτονίας. Επανειλημμένα ο Χίτλερ μοίραζε δηλητήριο σε αυτούς που παρέμειναν μαζί του στο Καταφύγιο και δεν τον εγκατέλειψαν.
Στις 29 Απριλίου παντρεύτηκε τη σύντροφο της ζωής του Εύα Μπράουν. Την επόμενη μέρα, κατά τις 3:30 η Εύα Μπράουν αυτοκτόνησε με υδροκυάνιο. Συγχρόνως ο Χίτλερ έβαλε ένα το πιστόλι στο στόμα του και πυροβόλησε. Ο Μάρτιν Μπόρμαν μαζί με τον οδηγό του Χίτλερ Έριχ Κέμπκα, τον υπηρέτη του Χάιντς Λίγκε, τον επιλοχία των SS Όττο Γκίνσε και μερικούς στρατιώτες της προσωπικής του φρουράς έκαψαν τα πτώματα, τα οποία αργότερα θάφτηκαν έξω από το καταφύγιο μέσα σε κρατήρα από βόμβα. Από εκεί θα τα πάρουν, λίγο αργότερα, οι Σοβιετικοί, οι οποίοι θα τα κρατήσουν σε μυστικό μέρος στην Ανατολική Γερμανία, κοντά στο Μαγδεμβούργο, μέχρι τη δεκαετία του ’70. Τότε, με διαταγή του αρχηγού της KGB Γιούρι Αντρόποφ, καταστράφηκαν τελείως και πετάχθηκαν στον ποταμό Έλβα. Παρόλ’ αυτά διασώθηκαν το κρανίο και η οδοντοστοιχία του πτώματος, απ’ όπου ο οδοντίατρος του Χίτλερ, μέσω προηγούμενης ακτινογραφίας, αναγνώρισε αργότερα την ταυτότητα του νεκρού (αποκαλύψεις από έρευνα περί το 1990).
Μπενίτο Μουσολίνι: Το ατίθασο παιδί που έκανε τα πάντα για να αποφύγει τη θητεία, τραυματίας στον Α’ΠΠ, διοικητής της Ιταλίας – σύμμαχος του Χίτλερ
Ο Μπενίτο Μουσολίνι (29 Ιουλίου 1883 – 28 Απριλίου 1945) γεννήθηκε στην κωμόπολη Βαρνάνο ντέι Κόστα, στη βορειοανατολική Ιταλία Έλαβε το όνομα Μπενίτο (υποκοριστικό του ονόματος Βενέδικτος), λόγω του θαυμασμού του πατέρα του προς τον σοσιαλιστή πρόεδρο του Μεξικού Μπενίτο Χουάρες. Εκδιώχθηκε από το την Εκκλησία όπου πήγαινε η μητέρα του και από το σχολείο του, επειδή τραυμάτισε κάποιον συμμαθητή του στο χέρι και πέταξε ένα μελανοδοχείο στον δάσκαλό του. Ήταν όμως καλός μαθητής και έλαβε το δίπλωμα του δημοδιδάσκαλου από το διδασκαλείο του Φορλιμπόπολι και τον ίδιο χρόνο διορίσθηκε δάσκαλος στο Γκουαλτιέρι, σε ηλικία μόλις 18 ετών. Αισθανόμενος αποστροφή για τον μονότονο χαρακτήρα του επαγγέλματός του, παραιτήθηκε, ψάχνοντας για νέους ορίζοντες και ταξιδεύοντας στο εξωτερικό, για να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία.
Στην Ελβετία, συνελήφθη για αλητεία και αναρχική δράση και απελάθηκε το 1904. Αφού ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στην Ιταλία, επέστρεψε στην Ελβετία, όπου σε μια δεύτερη απόπειρα να εξοριστεί, απεπέμφθη με την παρέμβαση των σοσιαλιστών βουλευτών από τη Βέρνη στη Γενεύη, ως ανεπιθύμητος από όλα τα καντόνια της χώρας. Στην Αυστρία όπου κατέφυγε, το 1908, επίσης εκδιώχθηκε και κατέληξε στο Φορλί. Το 1911 βρέθηκε φυλακισμένος για αντιπολεμική δράση (αρχές του πολέμου Ιταλίας – Τουρκίας).Με την αποφυλάκισή του ανέλαβε αρχισυντάκτης της επίσημης εφημερίδας του ιταλικού σοσιαλιστικού κόμματος Avanti! (Εμπρός!) και μετακόμισε στο Μιλάνο.
Με την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το σοσιαλιστικό κόμμα τάχθηκε κατηγορηματικά κατά οποιασδήποτε επεκτατικής πολεμικής επιχείρησης από πλευράς του ιταλικού βασιλείου. Σε αυτή τη γραμμή τοποθετήθηκε και ο Μουσολίνι. Μερικούς μήνες αργότερα, όμως, άλλαξε γνώμη και τάχθηκε με ένα τμήμα των συνδικαλιστών του κόμματος που υποστήριζε την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο. Η εμμονή του αυτή, οδήγησε στην αποπομπή του από τη θέση του αρχισυντάκτη της Avanti.
Τελικά, η Ιταλία εισήλθε στον πόλεμο τον Μάιο του 1915 και τον Σεπτέμβριο ο Μουσολίνι επιστρατεύτηκε. Τραυματίστηκε από θραύσματα χειροβομβίδας το 1917, αποστρατεύτηκε και επέστρεψε στο Μιλάνο. Ανέπτυξε πολιτική δράση, με οδηγό την πολιτική θεώρηση, περί υποτιθέμενης υπέρβασης των κατεστημένων πολιτικών οριοθετήσεων αριστεράς, δεξιάς, κέντρου, θέτοντας τον φασισμό πέρα και πάνω από αυτές και υποσχόμενος ριζοσπαστικές αλλαγές με έκδηλο το στοιχείο του θεατρινισμού στον λόγο του.
Καθώς πλησίαζε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος εξήγγειλε την πρόθεσή του για προσάρτηση της Μάλτας, της Κορσικής και της Τυνησίας. Τον Απρίλιο του 1939, μετά από έναν σύντομο πόλεμο, κατέλαβε την Αλβανία. Αν και επί 15 έτη διακήρυσσε τις αρετές του πολέμου και τη στρατιωτική ετοιμότητα της Ιταλίας, οι δυνάμεις του ήταν απολύτως απροετοίμαστες όταν ο Χίτλερ οδήγησε, με την εισβολή του στην Πολωνία, ολόκληρη την Ευρώπη σε ένα νέο Πόλεμο. Ο Μουσολίνι αποφάσισε να παραμείνει εκτός πολέμου έως ότου βεβαιωθεί ποια πλευρά θα κέρδιζε. Μόνο μετά την πτώση της Γαλλίας τον Ιούνιο του 1940 κήρυξε τον πόλεμο ενάντια στη Γαλλία και την Βρετανία, ελπίζοντας ότι ο πόλεμος θα διαρκούσε μόνο μερικές εβδομάδες επιπλέον.
Με το βλέμμα στραμμένο στα Βαλκάνια και την Ανατολικη Μεσόγειο, ξεκίνησε την επίθεση εναντίον της Ελλάδας με πολύ εσπευσμένες κινήσεις και χωρίς την σύμφωνη γνώμη του Επιτελείου του, για τον Σεπτέμβριο του 1940. Οι επιτελείς του με δυσκολία κέρδισαν ένα μήνα παράταση κι έτσι, την 28η Οκτωβρίου, πραγματοποιήθηκε η επίθεση κατά της Ελλάδας, όπου αποκαλύφθηκε η “γύμνια” της πολιτικής του μηχανής. Οι δυνάμεις του υπέστησαν πανωλεθρία και εξωθήθηκαν στην αλβανική ενδοχώρα. Από αυτή του την ενέργεια απώλεσε το 1/3 της Αλβανίας και μόνο η επέμβαση των γερμανικών στρατευμάτων κατάφερε να κάμψει τις ελληνικές δυνάμεις τον Απρίλιο του 1941. Μετά από αυτό δεν είχε άλλη επιλογή, παρά να ακολουθήσει τον Χίτλερ στην κήρυξη του πολέμου κατά της Σοβιετικής Ένωσης τον Ιούνιο του 1941 και των Ηνωμένων Πολιτειών το Δεκέμβριο του ίδιου έτους.
Το τέλος ενός δικτάτορα κι ο νέος διακοσμητικός του ρόλος
Μετά τις στρατιωτικές αποτυχίες σε Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία και Σοβιετική Ένωση, η δημοφιλία του Μουσολίνι άρχισε να καταβαραθρώνεται ακόμα και εντός του κόμματός του. Η αποβίβαση των συμμαχικών στρατευμάτων στη Σικελία το 1943 έστρεψε εναντίον του το σύνολο των συντρόφων του. Στις 24 Ιουλίου 1943 το Gran Consiglio del Fascismo (Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο) ψήφισε τη μεταβίβαση της εκτελεστικής εξουσίας στο Βασιλιά Βιττόριο Εμμανουέλε ΙΙΙ. Ο Βασιλιάς κάλεσε το Μουσολίνι στα Ανάκτορα και του αφαίρεσε κάθε εξουσία, ενώ κατά την έξοδό του συνελήφθη και εξορίστηκε στο Γκραν Σάσο (Gran Sasso), στα Αβρούζια Όρη της κεντρικής Ιταλίας, σε πλήρη απομόνωση.
Η υπογραφή παράδοσης από μέρους της νέας ιταλικής κυβέρνησης οδήγησε στην εισβολή από βορρά των ναζιστικών στρατευμάτων και την κατάληψη μέρους της βόρειας Ιταλίας. Με μία εντυπωσιακή επιχείρηση Γερμανοί αλεξιπτωτιστές με διοικητή τον Ότο Σκορτσένυ, απελευθέρωσαν το Μουσολίνι και τον φυγάδευσαν στα γερμανοκρατούμενα εδάφη. Εκεί τέθηκε επικεφαλής της επονομαζόμενης Repubblica Sociale Italiana (Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας) ή όπως επικράτησε να λέγεται Δημοκρατίας του Σαλό, από την πόλη όπου έδρευε η κυβέρνηση.
Ο ρόλος του ήταν περισσότερο διακοσμητικός, αφού ουσιαστικά κυβερνούσαν οι Γερμανοί, ωστόσο είχε την ευκαιρία να εξοντώσει αρκετούς από αυτούς που απομακρύνθηκαν από κοντά του, όπως ο γαμπρός του Γκαλεάτσο Τσιάνο (Galeazzo Ciano). Τότε συνέγραψε και την αυτοβιογραφία του με τίτλο “Η Άνοδος και η Πτώση μου”.
Στις 27 Απριλίου 1945, λίγο πριν την είσοδο των συμμαχικών στρατευμάτων στο Μιλάνο, και ενώ ο Μουσολίνι κατευθυνόταν στην πόλη Κιαβένα (Chiavenna) μαζί με την ερωμένη του Κλαρέττα Πετάτσι (Claretta Petacci) με σκοπό τη διαφυγή τους στην Ελβετία, συνελήφθησαν από Ιταλούς παρτιζάνους. Την επόμενη μέρα δικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες και εκτελέστηκαν μαζί με 16 ακόμη άτομα, τα περισσότερα μέλη της κυβέρνησης του Σαλό ενώ τα πτώματά τους μεταφέρθηκαν και κρεμάστηκαν στην Πιατσάλε Λορέτο (Piazzale Loreto) του Μιλάνου.
Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ: Από την αποτυχημένη αποστολή στον Α’ΠΠ, απελευθερωτής στο Παρίσι το 1944
Ο Μπέρναρντ Λο Μοντγκόμερυ (17 Νοεμβρίου 1887 – 24 Μαρτίου 1976) ήταν Στρατάρχης, Διοικητής των Βρετανικών δυνάμεων στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν άγγλο-ιρλανδικής καταγωγής. Όσοι τον γνώρισαν μιλούσαν για έναν άνθρωπο ματαιόδοξο και αλαζόνα αλλά παράλληλα τίμιο, εγκρατή, ανθρώπινο και επαγγελματία.
Γεννήθηκε στο Κένσιγκτον του Λονδίνου. Το 1889 ο ιερέας πατέρας του έγινε επίσκοπος της νήσου Τασμανίας, αποικία της Μεγάλης Βρετανίας τότε, αναγκάζοντας όλη την οικογένεια να μετακομίσει στο απομακρυσμένο νησί. Παρότι οι γονείς του δεν ενδιαφέρθηκαν για τη μόρφωση του, ο ίδιος δοκίμασε το 1897 να πάει στο «Σχολείο του Βασιλιά», ένα εκκλησιαστικό εκπαιδευτικό ίδρυμα. Οι σπουδές του σταμάτησαν μετά από ένα χρόνο και ξανάρχισαν το 1901, όταν πήγε στο σχολείο του «Αγίου Παύλου», όπου φοίτησε για τέσσερα χρόνια και αργότερα το 1907 ο Μπέρναρντ αποφάσισε να φοιτήσει στη «Στρατιωτική Ακαδημία Σάντχερστ». Ύστερα από ένα χρόνο αποφοίτησε ως αξιωματικός στη 36η θέση σε σύνολο 170 μαθητών. Τοποθετήθηκε στο 1ο τάγμα στρατιωτών στην Ινδία μέχρι το 1913, όπου αρκετά συχνά έμπλεκε σε καυγάδες και σε οινοποσίες.
Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, μετατέθηκε ως διοικητής στρατιωτικής μονάδας στη Γαλλία. Στις 23 Αυγούστου του 1914, του ανέθεσαν να καταλάβει το ύψωμα Λε Κατό, που κατείχαν οι Γερμανοί, στα γαλλο – βελγικά σύνορα, χωρίς όμως να καταφέρει να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Έχασε πολλούς άνδρες και ο ίδιος τραυματίστηκε πολύ σοβαρά. Πιο βαριά τραυματίστηκε στις 13 Οκτωβρίου στη μάχη του Ιπρ (Ypres), τόσο που συμπεριλήφθηκε στη λίστα των νεκρών αξιωματικών της εβδομάδας που αποστελλόταν από το μέτωπο στο Βρετανικό επιτελείο. Τελικά, ανάρρωσε από το τραύμα του στα μετόπισθεν, παρασημοφορήθηκε για την ανδρεία του με το μετάλλιο Διακεκριμένων Υπηρεσιών και κέρδισε το βαθμό του Λοχαγού. Όταν επέστρεψε στη Γαλλία, διορίστηκε επιτελικός αξιωματικός της 104ης Ταξιαρχίας και με αυτή πήρε μέρος στη μάχη του Σομμ. Με τη λήξη του πολέμου, κέρδισε το βαθμό του αντισυνταγματάρχη και τη συμπάθεια όλων των υφιστάμενων του για την ανδρεία και τη μεγαλοψυχία του.
Ο Μοντγκόμερυ αποφάσισε, μετά τον πόλεμο, να αφοσιωθεί στη καριέρα του και για αυτό αποφάσισε να εμπλουτίσει τις γνώσεις του φοιτώντας στο κολέγιο του Κάμπερλι και, με την αποφοίτηση του, το 1920, δυο εκπλήξεις τον περίμεναν. Ο διορισμός του ως ανώτατου διοικητή της 17ης Μεραρχίας Πεζικού και η δολοφονία του εξαδέλφου του λοχαγού Χιου Μοντγκόμερυ από Ιρλανδούς του IRA. Το 1927 γνώρισε και νυμφεύτηκε μια χήρα του πολέμου, την Ελισάβετ Κάρβερ, σε ηλικία 39 ετών, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Ντέιβιντ, τον Αύγουστο του 1928. Το 1931 διορίσθηκε ως αποικιακός επιτελικός διοικητής του 1ου τάγματος της Ινδίας, ενώ ύστερα υπηρέτησε στην Ιρλανδία, στη Παλαιστίνη και στην Αίγυπτο. Το 1938 η γυναίκα του Μοντγκόμερυ πέθανε, έχοντας προσβληθεί από μια σπάνια λοίμωξη στο αίμα της, βυθίζοντας στο πένθος τον υποστράτηγο πλέον Μοντγκόμερυ, που για να ξεχαστεί άρχισε να προετοιμάζει το στρατό του για τον πόλεμο με τους Ναζί.
Η Μεγάλη Βρετανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ναζιστική Γερμανία στις 3 Σεπτεμβρίου του 1939. Ο υποστράτηγος Μοντγκόμερυ αποβιβάστηκε με τις δυνάμεις του, στη Γαλλία, στις 30 Σεπτεμβρίου και υπερασπίσθηκε την Λέουβεν του Βελγίου και ήταν υπεύθυνος για την συντονισμένη Συμμαχική υποχώρηση στη Δουνκέρκη ως διοικητής της οπισθοφυλακής στη διάρκεια της εκκένωσης, το 1940.
Το 1942, ο Ουίνστων Τσώρτσιλ, διόρισε τον στρατηγό Γκορτ, διοικητή της 8ης στρατιάς της Αφρικής, αλλά ο άτυχος Βρετανός πέθανε σε αεροπορικό δυστύχημα και την θέση του πήρε ο στρατηγός Μοντγκόμερυ. Όταν έφτασε στη βόρειο Αφρική, ο στρατάρχης Αλεξάντερ του έδωσε διαταγή να αναχαιτίσει τον Έρβιν Ρόμμελ (σ.σ. αμέσως επόμενο)
Από τις 31 Αυγούστου έως τις 2 του Σεπτεμβρίου, κατάφερε στη μάχη του Άλαμ Χάλφα, να καθηλώσει τον Ρόμελ ενώ στις 23 Οκτωβρίου τον νίκησε στη μάχη του Ελ Αλαμέιν. Οι απώλειες των Γερμανών ήταν τρομακτικές, 59.000 στρατιώτες νεκροί και 500 άρματα μάχης κατεστραμμένα. Η φήμη που είχε αποκτήσει νικώντας τον Ρόμελ, σε συνδυασμό με τη ματαιοδοξία του, τον οδήγησε συχνά σε συγκρούσεις με τους Αμερικανούς, που τους θεωρούσε κατώτερους του σε φήμη και ικανότητες.
Παρόλα αυτά η απόβαση στέφθηκε με επιτυχία, ο ίδιος ο Μοντγκόμερυ εξασφάλισε το νησί της Σικελίας και γι’ αυτό κατόπιν προτάθηκε να συμμετάσχει στην απόβαση της Νορμανδίας. Στην αρχή ανατέθηκε στον Μοντγκόμερυ, από το Συμμαχικό επιτελείο, η ανώτατη διοίκηση των χερσαίων δυνάμεων, που έφθαναν τους 1.000.000 άντρες, χωρισμένους σε 45 μεραρχίες, αλλά ύστερα από πολιτική απόφαση του Τσώρτσιλ να ανατεθεί η διοίκηση της επιχείρησης «Όβερλορντ» σε Αμερικανό, αυτή ανατέθηκε στον Αμερικανό στρατηγό Αϊζενχάουερ.
Ο Μοντγκόμερυ ανέλαβε την δεύτερη θέση διοίκησης. Προήχθη, όμως από τη Μεγάλη Βρετανία, σε στρατάρχη, απελευθέρωσε το Παρίσι και αντιμετώπισε με επιτυχία την γερμανική αντεπίθεση στις Άρδεννες τον Δεκέμβριο του 1944, ενώ, ενισχυμένος από αυτή του την επιτυχία, εξαπέλυσε νέα λεκτική επίθεση εναντίον της μαχητικής ικανότητας των Αμερικανών, πράγμα που παραλίγο να του κοστίσει τη θέση του. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ τότε είπε για τον ιδιόρρυθμο στρατάρχη: «Ατρόμητος στην υποχώρηση, ανίκητος στην προέλαση, ανυπόφορος στη νίκη!». Ο Μοντγκόμερυ απελευθέρωσε την Ολλανδία, τη Δανία, τη Βόρεια Γερμανία και δέχτηκε την παράδοση των γερμανικών δυνάμεων στο Λίνενμπουργκ Χιθ, στις 4 Μαΐου του 1945.
Μετά το τέλος του πολέμου διορίσθηκε διοικητής των βρετανικών δυνάμεων κατοχής στη Γερμανία. Στα τέλη του 1945 ανέλαβε τη θέση του αρχηγού του Αυτοκρατορικού Επιτελείου, τον Ιανουάριο του 1946 έλαβε το τίτλο του υποκόμητος του Αλαμέιν και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους χρίστηκε Ιππότης της Περικνημίδας. Από το 1951 έως το 1958 ήταν υπαρχηγός του ΝΑΤΟ, κάτω από τις διαταγές του Αϊζενχάουερ. Το 1958 αποστρατεύθηκε και δημοσίευσε τα απομνημονεύματα του εις απάντηση της έκδοσης των απομνημονευμάτων που έκδωσε ο Αϊζενχάουερ. Ο Μοντγκόμερυ πέθανε στις 25 Μαΐου 1976, σε ηλικία 88 ετών.
Έρβιν Ρόμμελ: Η ρομαντική, στρατιωτική μεγαλοφυΐα στο Α’ΠΠ, “Αλεπού της Ερήμου” στον Β’ΠΠ και ύποπτος για την απόπειρα κατά του Χίτλερ
Ο Έρβιν Γιόχαν Όιγκεν Ρόμ(μ)ελ ήταν Στρατάρχης του Γ΄ Ράιχ και ένας από τους ικανότερους στρατιωτικούς ηγέτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Για τις ικανότητές του αυτές, του είχε αποδοθεί το προσωνύμιο «Αλεπού της Ερήμου» (αγγλικά: Desert Fox, Γερμανικά: Wüstenfuchs).
Γεννήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1891 στο Χάιντενχαϊμ κοντά στο Ουλμ, στο κρατίδιο της Βυρτεμβέργης στη Γερμανία. Αρχικά είχε εκφράσει την επιθυμία να σπουδάσει μηχανικός, ο πατέρας του, όμως, τον έπεισε να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα. Ο νεαρός Έρβιν γράφτηκε στη Σχολή Ευελπίδων του Ντάντσιχ το 1910. Tο 1911 γνωρίζει μια κοπέλα, την Λουσί Μαρία Μολίν, την οποία ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε το 1916. Αγαπούσε πολύ τη σύζυγό του, όπως μαρτυρούν οι επιστολές που της έστελνε κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών αποστολών του.
Το 1912 τελείωσε τις σπουδές του και τοποθετείται στο 124ο Σύνταγμα του Γερμανικού Στρατού με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Συμμετείχε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με το Σώμα των Αλπινιστών (Alpen Korps) και πήρε μέρος σε πολλές μάχες στην Ιταλία, στη Ρουμανία και στη Γαλλία. Τραυματίστηκε τρεις φορές, ωστόσο με την αποθεραπεία του επέστρεψε στο μέτωπο. Τότε παρασημοφορήθηκε με τον Σιδηρό Σταυρό Πρώτης Τάξεως.
Η πρώτη μεγάλη ένδειξη της στρατιωτικής του μεγαλοφυΐας αποκαλύφθηκε στη Μάχη του Καπορέττο στις 26 Οκτωβρίου του 1917, όπου κατανικώντας τους Ιταλούς με έφοδο διοικώντας μόλις 200 Γερμανούς, συνέλαβε αιχμαλώτους 150 αξιωματικούς και 9.000 στρατιώτες και κυρίευσε 81 πυροβόλα της φρουράς του Λονγκαρόνε. Για το κατόρθωμά του αυτό, πήρε το παράσημο “Pour le merite” (ύψιστη τιμητική διάκριση της Πρωσσίας).Το 1937 εξέδωσε το ημερολόγιο που κρατούσε κατά τη δράση του στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον τίτλο “Infanterie greift an” (Το Πεζικό Επιτίθεται), το οποίο και γίνεται χρηστικό εγχειρίδιο της εποχής.
Με την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, ο Ρόμελ γοητεύτηκε από τις προοπτικές που άνοιγε για τη Γερμανία ο νέος ηγέτης. Ο Χίτλερ, έχοντας διαβάσει το βιβλίο του Ρόμελ, τον τοποθέτησε υπεύθυνο της προσωπικής του ασφάλειας. Ωστόσο, ο Ρόμελ ουδέποτε υπήρξε οπαδός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και ούτε έγινε ποτέ μέλος του.
Το 1940, έχοντας πλέον το βαθμό του Υποστράτηγου, συμμετείχε στην επίθεση εναντίον της Γαλλίας. Ήταν οπαδός του κεραυνοβόλου πολέμου (Blitzkrieg), εκπληρώνοντας λαμπρά την αποστολή που του έχει ανατεθεί: Η μονάδα του ήταν η πρώτη που φθάνει στη Μάγχη και στις 19 Δεκεμβρίου κατέλαβε το Χερβούργο, σημαντικό λιμάνι της Γαλλίας. Η δράση του στην εισβολή στη Γαλλία χάρισε στον ίδιο και στην μεραρχία του την ονομασία “Μεραρχία Φάντασμα”, λόγω της αστραπιαίας δράσης της. Στη Γαλλία αιχμαλώτισε 100.000 άνδρες των Συμμάχων και κατέστρεψε 450 άρματα μάχης, ενώ η μεραρχία του έχασε μόνο 2.500 άνδρες και μόλις 40 άρματα μάχης. Για τις επιτυχίες του τού απονεμήθηκε ο Σταυρός των Ιπποτών και ο βαθμός του Αντιστράτηγου.
Το 1941 του ανατίθεται η διοίκηση της 15ης Μεραρχίας Πάντσερ και της 5ης Ελαφράς Μεραρχίας. Αυτές θα αποτελέσουν τον πυρήνα του γνωστού ως “Afrika Korps” («Σώμα της Αφρικής») γερμανικού εκστρατευτικού σώματος στη Βόρεια Αφρική. Βασική του αποστολή είναι να βοηθήσει τον ιταλικό στρατό, ο οποίος, έχοντας πολύ κακό οπλισμό, ατάλαντους ηγέτες και χαμηλό ηθικό, έχει υποστεί σχεδόν συντριβή από τις Βρετανικές δυνάμεις. Ο Ρόμελ, με πολύ κατώτερες αριθμητικά δυνάμεις, ανατρέπει ολοκληρωτικά το σκηνικό. Στις μάχες αυτές χρησιμοποίησε πολλά τεχνάσματα: Διέταξε ψευδείς υποχωρήσεις που οδηγούσαν σε παγίδες, τοποθέτησε παλιούς κινητήρες αεροσκαφών σε φορτηγά με σκοπό να σηκώνουν σκόνη για να δείχνουν υπέρτερες οι δυνάμεις του, μετακίνησε φορτηγά προς κάποια κατεύθυνση για να επισημανθούν από την αεροπορία και το βράδυ αυτά γύριζαν στη βάση τους, δημιούργησε ξύλινα ομοιώματα τανκς για την παραπλάνηση των αεροπλάνων αναφοράς του εχθρού όσον αφορά τις δυνάμεις του στρατού του, κατά τη διάρκεια των μαχών έστησε ψεύτικα πυροβόλα για τον αποπροσανατολισμό του εχθρού κτλ. Οι Βρετανικές δυνάμεις έπεσαν συχνά στις “παγίδες” αυτές, που επάξια του χάρισαν το προσωνύμιο «αλεπού της ερήμου».
Έχοντας πάρει θάρρος, οι βρετανικές δυνάμεις τον καταδίωξαν, αλλά ο Ρόμελ εξαπέλυσε σφοδρή αντεπίθεση προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες. Η νίκη αυτή του εξασφάλισε την προαγωγή του στον ανώτατο δυνατό βαθμό του Στρατάρχη. Παράλληλα, έκανε τον Ουίνστον Τσώρτσιλ να αναφωνήσει “Δε θα βρούμε ποτέ ένα στρατηγό ικανό να κερδίσει μια μάχη;”.
Η συμμαχική απόβαση έλαβε χώρα στις 6 Ιουνίου 1944 (D-Day), ενώ ο Ρόμελ βρισκόταν σε άδεια στη Γερμανία. Επέστρεψε αμέσως και διευθύνει με σχετική επιτυχία τις αμυντικές μάχες, αλλά η εξάλειψη του προγεφυρώματος είναι ανέφικτη. Στις 17 Ιουλίου, ένα καταδιωκτικό αεροπλάνο ανατίναξε το αυτοκίνητό του, προξενώντας στον Στρατάρχη σοβαρό τραύμα στο κεφάλι.
Η απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ και η καταδίκη
Λίγες μέρες μετά, στις 20 Ιουλίου, έγινε απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ. Εκτελεστής ήταν ο συνταγματάρχης Κλάους φον Στάουφενμπεργκ, στη συνωμοσία, όμως, που έχει εξυφανθεί, συμμετείχαν και αρκετοί αξιωματικοί κοντά στον Ρόμελ, όπως ο επιτελάρχης του Χανς Σπάιντελ (Hans Speidel). Η εμπλοκή του Ρόμελ στην συνωμοσία είναι ακόμα αντικείμενο διχογνωμιών, παρότι ο ίδιος είχε γίνει επικριτικός για το ναζιστικό καθεστώς, και είχε έντονες διαμάχες με τον Χίτλερ σχετικά με την διεύθυνση του πολέμου, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι είχε μυηθεί στη συνωμοσία, αν και πιθανότατα, όπως και πολλοί άλλοι ανώτατοι αξιωματικοί, γνώριζε την ύπαρξή της.
Η απόπειρα αποτυγχάνει και η Γκεστάπο ανέλαβε την εξιχνίασή της. Παρά την έλλειψη στοιχείων κατά του Ρόμελ, αρκετά ανώτατα στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος, τον υποπτεύονταν και το στρατοδικείο που θα εξέταζε την υπόθεσή του ήταν στελεχωμένο με αντιπάλους του. Ο Ρόμμελ παραπέμφθηκε στο διαβόητο “λαϊκό δικαστήριο”. Ο Ρόμελ όμως, ήρωας στα μάτια του γερμανικού λαού, δεν ήταν δυνατό να περάσει από δημόσια δίκη για προδοσία. Ο Χίτλερ του προσέφερε εναλλακτική λύση, στέλνοντας δύο στρατηγούς με μια επιστολή του και μια κάψουλα στο Χέρλιγκεν, όπου ο Στρατάρχης ανάρρωνε από τον σοβαρό τραυματισμό του στη Γαλλία: Να θέσει ο ίδιος τέρμα στη ζωή του, με αντάλλαγμα να μη κινδυνεύσουν με αντίποινα η σύζυγός του και ο γιος τους. Ο Ρόμελ δέχθηκε και στις 16 Οκτωβρίου 1944, σε ηλικία 52 ετών, κατάπιε την κάψουλα υδροκυανίου.
Ενταφιάστηκε με τιμές ήρωα πολέμου στο Χέρλινγκεν. Ο γιος του, Μάνφρεντ, ασχολήθηκε με την πολιτική και διετέλεσε δήμαρχος στη Στουτγάρδη από το 1974 ως το 1996, όντας ένας από τους πλέον δημοφιλείς πολιτικούς του κόμματός του.
Ντάγκλας Μακάρθουρ: Ο Στρατηγός των 5 αστέρων… διαφημισμένος, αντιφατικός, θεατρικός
Γεννημένος στις 26 Ιανουαρίου του 1880 στο Λιτλ Ροκ του Άρκανσο, στους στρατώνες όπου υπηρετούσε ο τότε λοχαγός ιππικού πατέρας του, Άρθουρ Μακάρθουρ, ο Ντάγκλας Μακάρθουρ ήταν Αμερικανός στρατάρχης (στρατηγός 5 αστέρων), ο πλέον διαφημισμένος αλλά και αντιφατικός στρατιωτικός των ΗΠΑ του 20ού αιώνα. Ο ίδιος θα πει ότι γεννήθηκε μέσα στους ήχους της στρατιωτικής σάλπιγγας και έμαθε να ιππεύει προτού ακόμα αρχίσει να μιλάει. Αποφοίτησε ως Ανθυπολοχαγός του Μηχανικού το 1903 πρώτος στην τάξη του ανάμεσα από 93, με πολλές διακρίσεις. Το 1906 υπηρέτησε στον Λευκό Οίκο ως υπασπιστής του προέδρου Θίοντορ Ρούζβελτ.
Το 1913 μετατέθηκε στο Γενικό Επιτελείο στην Ουάσινγκτον. Το 1914 διακρίθηκε στην εκστρατεία εναντίον του Μεξικού στην Βέρα Κρουζ, στην οποία του απονεμήθηκαν βροχηδόν 56 Μετάλλια Τιμής, πολύ περισσότερα απ’ όσα όλα μαζί συνολικά στον Α’ ΠΠ. Στην έναρξη του Α’ΠΠ ήταν Συνταγματάρχης και μετατέθηκεκ στην Ευρώπη, όπου συμμετείχε στις μάχες γύρω απ το Βερντέν και το Μον Σεν Μισέλ, όπου οι Αμερικανοί σημείωσαν την πρώτη τους σοβαρή νίκη κατά την γερμανική απώθηση το 1917. Ο Μακάρθουρ προβιβάστηκε σε Ταξίαρχο και του απονεμήθηκαν 7 παράσημα. Οι ανώτεροί του τον χαρακτήριζαν ως τον “καλύτερο ποτέ πολεμιστή του στρατού τους”. Ήταν ακόμα 38 ετών, ο νεότερος ταξίαρχος των ΗΠΑ, αλλά ήταν επίσης διάσπαρτες οι φήμες, ότι ευνοείται λόγω προσωπικών γνωριμιών της μητέρας του, με ανώτατους αξιωματικούς.
Την εμμονή αυτή της προσωπικής διαφήμισης θα την διατηρήσει άσβηστη επί χρόνια ο ίδιος ο Μακάρθουρ, μέχρι που θα κατηγορηθεί ότι το προσωπικό του γόητρο του είχε καταντήσει έμμονη ιδέα, τόσο πολύ που αυτό κυρίως τον ανέδειξε στην συνέχεια. Ο κύριος δε προστάτης του εκείνη την στιγμή και για αρκετό χρονικό διάστημα μετέπειτα ήταν ο αρχηγός του Αμερικανικού Εκστρατευτικού Σώματος των ΗΠΑ στον Α’ΠΠ στρατηγός, Τζον Πέρσινγκ.
Στο ίδιο επιτελείο διακρίνεται ο Συνταγματάρχης Τζορτζ Μάρσαλ, ο μετέπειτα στρατηγός του Γεν. Επιτελείου κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εντούτοις η πρόταση για προαγωγή του Μάρσαλ σε Ταξίαρχο απορρίφθηκε. Έκτοτε διατηρήθηκε μια αφανής διαμάχη μεταξύ των δύο ανδρών σε όλη την συνέχεια της καριέρας τους, με τον Μάρσαλ, να θεωρεί τον Μακάρθουρ ως άτομο περισσότερο “θεατρικό” παρά ουσιαστικό.
Μετά από εναλλαγή επιτελικών “πόστων”, το 1937 αποστρατεύτηκε από τις ΗΠΑ, αναλαμβάνοντας την θέση του Αρχιστρατήγου των Φιλιππίνων, που αποτελούσαν τυπικά ανεξάρτητο μεν κράτος, από το 1935 και μετά, αν και πάντα μέσα στην σφαίρα πολιτικής επιρροής των ΗΠΑ. Ζήτησε μάλιστα ως υπασπιστή του να έχει τον Αϊζενχάουερ, ο οποίος δήλωσε αργότερα για τον Μακάρθουρ ότι έτσι κατάφερε κοντά του και σπούδασε δραματική και ηθοποιία. Ο Μακάρθουρ αντίστοιχα δήλωσε όταν ο Αϊζενχάουερ προβιβάστηκε σε αρχιστράτηγο ότι «επρόκειτο για έναν καλό… υπάλληλο». Το 1938 στις Φιλιππίνες ο Μακάρθουρ αποκτά το μοναδικό του παιδί, τον Άρθουρ.
Εκείνη την περίοδο η πρώην σύζυγός του Λουίζ Μπρουκς, η οποία κατάγονταν από οικογένεια τραπεζιτών με μεγάλη κοινωνική ισχύ, έδωσε στοιχεία στον τύπο με τα οποία αποκάλυπτε ότι η προαγωγή του Μακάρθουρ σε Υποστράτηγο είχε γίνει χάρη στην προσωπική μεσολάβηση της οικογενείας της. Ο Μακάρθουρ μήνυσε αρχικά την εφημερίδα που φιλοξένησε το σχόλιο, αλλά αναγκάστηκε να αποσύρει την μήνυση, όταν η Λουίζ Μπρουκς έστειλε στην εφημερίδα μέρος της αλληλογραφίας της μέσα στην οποία περιέχονταν τα υποτιθέμενα αποδεικτικά στοιχεία.
Το 1941 ο πρόεδρος Ρούσβελτ τον ανακάλεσε στον Αμερικανικό στρατό με τον βαθμό του Αντιστράτηγου για να αναλάβει το μέτωπο της Άπω Ανατολής. Η αποχώρηση του από τον στρατό των Φιλιππίνων πληρώθηκε με το απίστευτο τότε πόσο των 500.000 δολαρίων, αν και ο Μακάρθουρ δεν άλλαξε καν τόπο και θέση με εκείνη την μετάβαση από το ένα πόστο στο άλλο.
Στα τέλη Δεκεμβρίου 1941 του απονεμήθηκε ο βαθμός του Στρατηγού (4 αστέρων) και του δόθηκε η εντολή να αμυνθεί των Φιλιππίνων μέχρις ότου βρει καιρό να επέμβει ο αμερικανικός στόλος. Πριν το Περλ Χάρμπορ, ο ίδιος ο Μάρσαλ, επιτελάρχης πλέον, τον ειδοποίησε να περιμένει άμεση ιαπωνική επίθεση, αλλά ο Μακάρθουρ είτε από υπερεμπιστοσύνη ή ίσως και από αντιπάθεια στον Μάρσαλ δεν έλαβε μέτρα. Μετά το Περλ Χάρμπορ, όταν δέχθκε σχεδόν ταυτόχρονα ιαπωνική επίθεση, οι δυνάμεις του βρέθηκαν διάσπαρτες, χωρίς οργανωμένο σχέδιο για την περίσταση και υπέστησαν τεράστιες απώλειες. Ο Ρούζβελτ τον διέταξε να τις εγκαταλείψει και να διαφύγει νύχτα πάνω σε μια τορπιλάκατο στην Αυστραλία, στις 3 Μαρτίου 1942, ουσιαστικά για να αποφύγει την αναμενόμενη αιχμαλωσία ενός στρατηγού του. Τη φυγή αυτή όμως ο Μακάρθουρ θεώρησε ως την πιο ατιμωτική στιγμή της καριέρας του.
Το 1956 έγινε πρόταση δημιουργίας νέου βαθμού στρατηγού 6 αστέρων για να απονεμηθεί ειδικά στον Μακάρθουρ πράγμα που απέρριψε ο Αϊζενχάουερ, προς αποφυγή περιπλοκών στην στρατιωτική ιεραρχία. Ο Μακάρθουρ ανέλαβε την τιμητική θέση του προέδρου της εταιρείας Ρέμινγκτον Ράντ και έζησε σε σουίτα του ξενοδοχείου Γουόλντορφ Αστόρια στην Ν. Υόρκη, δώρο προσωπικό της εταιρείας των ξενοδοχείων. Το 1960, όταν ήταν 80 ετών, στην επέτειο των γενεθλίων του η κατάσταση της υγείας του χειροτέρεψε και τελικά πέθανε μετά από 4 χρόνια.
Μαρκ Γουέιν Κλαρκ: Ο στρατιωτικός από “κούνια”, που έγινε ο νεότερος Αντιστράτηγος του Αμερικανικού Στρατού
Γεννημένος από Αμερικανό πατέρα, στρατιωτικό και Αμερικανο-εβραία μητέρα, την 1η Μαΐου του 1896, ο Μαρκ Γουέιν Κλαρκ ήταν στρατηγός που έλαβε μέρος και στους δύο παγκόσμιους πολέμους, καθώς και στον πόλεμο της Κορέας. Ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του, ακολούθησε από νωρίς το επάγγελμα του στρατιωτικού. Εισήχθη στη Στρατιωτική Σχολή Γουέστ Πόιντ, από την οποία αποφοίτησε το 1917, οπότε και έλαβε αμέσως μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπηρετώντας στο γαλλικό μέτωπο. Εκεί τραυματίσθηκε σοβαρά, το 1918.
Στις αρχές του Β΄ Π.Π., ανέλαβε υπαρχηγός του Επιτελείου Στρατού υπό τον στρατηγό Μάρσαλ, όπου και προάχθηκε από ταξίαρχος σε υποστράτηγο. Ένα μήνα μετά την είσοδο των ΗΠΑ στον Πόλεμο (Ιανουάριος του 1941), ανέλαβε αναπληρωτής αρχηγός του Επιτελείου και τον Ιούνιο του 1942 Αρχηγός του 2ου Σώματος Στρατού.
Τον Οκτώβριο του 1942 ορίσθηκε αναπληρωτής αρχηγός των συμμαχικών δυνάμεων στην επιχείρηση Πυρσός όπου μετά την απόβαση συγκροτήθηκε η 1η διασυμμαχική Στρατιά στην εκστρατεία της Βόρειας Αφρικής. Στο στάδιο αυτό ήλθε σε άμεση επαφή με τον Γάλλο αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων ναύαρχο Νταρλάν, της κυβέρνησης του Βισύ, που βρισκόταν “τυχαία” στο Αλγέρι με τον οποίο και διαπραγματεύτηκε την “κατάπαυση του πυρός”, ή συνθηκολόγηση με τις λεγόμενες δύο “συμφωνίες Κλαρκ – Νταρλάν”.
Το 1943 ανέλαβε διοικητής της 5ης Αμερικανικής Στρατιάς στη Τυνησία, όπου ηγήθηκε των αμερικανικών αποβατικών δυνάμεων στην Ιταλία με τις οποίες και εισήλθε θριαμβευτής στη Ρώμη, καταλαμβάνοντας την μία πρωτεύουσα του Άξονα. Μετά την άνευ όρων συνθηκολόγηση των σε Ιταλία και Αυστρία γερμανικών δυνάμεων που, σημειώνεται ότι, έγινε ενώπιον του, τον Απρίλιο του 1945 στην Καζέρτα, ανέλαβε καθήκοντα ύπατου Αρμοστή στην Αυστρία. Το 1947 ανέλαβε την γενική αρχηγία των κατά ξηρά αμερικανικών δυνάμεων. Ήταν ο νεότερος Αντιστράτηγος στον αμερικανικό στρατό, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά το πέρας του πολέμου της Κορέας (30 Οκτωβρίου 1953) αποχώρησε από την ενεργό υπηρεσία.
Πέθανε στις 17 Απριλίου του 1984 στο Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας, σε ηλικία 87 ετών. Ήταν παντρεμένος και είχε δύο παιδιά, τον Ουίλιαμ, που έγινε αξιωματικός του πεζικού, και την Πατρίτσια Άννα. Τιμήθηκε εκτός από αμερικανικά και με πολλά συμμαχικά παράσημα. Το όνομά του φέρουν προς τιμή του ένας αυτοκινητόδρομος και μία γέφυρα στις ΗΠΑ.
Γιοχάνες Μπλάσκοβιτς: Ο δεινός ηγέτης και διοικητής του Α’ ΠΠ που σήκωσε ανάστημα στα εγκλήματα των Ναζιστών
Ο Γερμανός Γιοχάνες Άλμπρεχτ Μπλάσκοβιτς (1883-1948) διακρίθηκε για τις εξαιρετικές του ικανότητες στην ηγεσία και τη διοίκηση των στρατευμάτων κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος αργότερα συνέταξε υπομνήματα, στηλιτεύοντας τη δράση των SS και αυτοκτόνησε πριν δικαστεί στη Δίκη της Νυρεμβέργης.
Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, τον Αύγουστο του 1914, ο Μπλάσκοβιτς ήταν διοικητής του 10ου Λόχου του Συντάγματος. Στις 11 Ιανουαρίου 1915 τραυματίστηκε στο κεφάλι από θραύσματα οβίδας και τέσσερις μέρες αργότερα ξανατραυματίστηκε στο στήθος. Το 1915 μετατέθηκε στο 3ο Σύνταγμα Κυνηγών (Jäger), όπου, από τις 16 Αυγούστου 1915, διοίκησε τον Ορεινό Λόχο Πολυβόλων. Πολέμησε σε διάφορα μέτωπα του Πολέμου: στη Λωραίνη και τη Φλάνδρα στη Γαλλία, στο Τιρόλο στην Αυστρία και στη Σερβία. Από το 1916 και εξής έλαβε θέση επιτελικού αξιωματικού. Στις 11 Οκτωβρίου μετατέθηκε στην 11η Εφεδρική Μεραρχία και πήρε μέρος στις μάχες στους Βάλτους του Πρίπιατ στην Ουκρανία και στη Ρίγα της Λετονίας, πριν επιστρέψει εκ νέου στο Δυτικό Μέτωπο, όπου, σε διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις, τον βρήκε το τέλος του πολέμου το 1918. Ο Μπλάσκοβιτς διακρίθηκε ιδιαίτερα για τις εξαιρετικές του ικανότητες στην ηγεσία και τη διοίκηση των στρατευμάτων.
Κατά τη διάρκεια του «Μεγάλου Πολέμου» ο Μπλάσκοβιτς παρασημοφορήθηκε και με τις δύο τάξεις του Σιδηρού Σταυρού για τη γενναιότητά του, ενώ έλαβε και τα Ξίφη στο Βασιλικό Τάγμα του Οίκου των Χοεντσόλερν. Οι τραυματισμοί που υπέστη κατά τη διάρκεια του πολέμου του απέφεραν το Μελανό Έμβλημα Τραυμάτων, ενώ τις διακρίσεις του συμπλήρωναν το βαυαρικό Έμβλημα Πολεμικής Υπηρεσίας και το Στρατιωτικό Τάγμα του Μαξ-Γιόζεφ.
Ένας από τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών που επιβλήθηκε στην ηττημένη Γερμανική Αυτοκρατορία προέβλεπε την μείωση του Στρατού (ο οποίος είχε μετονομασθεί σε Ράιχσβερ – Reichswehr) σε 100.000 άνδρες, χωρίς βαρέα όπλα. Ο Μπλάσκοβιτς, λόγω των εξαιρετικών του επιδόσεων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξε ένας από τους 100.000 αυτούς άνδρες που στελέχωσαν το νέο σώμα, ενώ η ανεργία μαινόταν στη μεταπολεμική Γερμανία.
Ο Μπλάσκοβιτς στη “μαύρη λίστα” του Χίτλερ
Μετά από χρόνια εξέλιξης στον Στρατό, παράλληλα με την εκλογή του Χίτλερ ως Καγκελαρίου της Γερμανίας, ο Μπλάσκοβιτς ανέλαβε τη διοίκηση της 8ης Στρατιάς, που συμμετείχε στην Πολωνική Εκστρατεία, με μεγάλη επιτυχία. Αν και η Βαρσοβία παραδόθηκε στον Μπλάσκοβιτς, ο Χίτλερ δεν ενθουσιάστηκε με την υποχώρηση αυτή, καθώς θεωρούσε τους Πολωνούς υποδεέστερους τόσο σαν φυλή όσο και σαν λαό. Έκτοτε ανέπτυξε μία ισχυρή αντιπάθεια προς τον Μπλάσκοβιτς, σε σημείο μάλιστα να ισχυρίζεται πως δεν κέρδισε ποτέ την εμπιστοσύνη του.
Επιπλέον, ο Μπλάσκοβιτς άρχισε να γίνεται ενοχλητικός στον Χίτλερ, καθώς άρχισε να στέλνει υπομνήματα προς την Ανώτατη Διοίκηση, εκφράζοντας τον αποτροπιασμό του για αυτές τις συμπεριφορές, οι οποίες κατά την άποψή του κηλίδωναν την τιμή του στρατεύματος. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να περάσει από στρατοδικείο άνδρες των SS που συνελήφθησαν να βιαιοπραγούν εναντίον αμάχων και να τους καταδικάσει σε θάνατο, καταδίκη την οποία βέβαια ο Χίτλερ έσπευσε να άρει, προς απογοήτευση του Μπλάσκοβιτς.
Παρά την ανοιχτά εκδηλωμένη του αντίθεση στις ακρότητες που διέπρατταν οι υπηρεσίες των Ναζί στην Ανατολή, ο Μπλάσκοβιτς έλαβε πρώτος τον Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού, το υψηλότερο στρατιωτικό παράσημο της Ναζιστικής Γερμανίας, στις 30 Σεπτεμβρίου 1939, ενώ την επόμενη κιόλας μέρα προήχθη σε Αρχιστράτηγο και ανέλαβε χρέη Ανώτατου Διοικητή Ανατολής στην κατεχόμενη Πολωνία.
Ο Χίτλερ χαρακτήρισε τις αναφορές του “παιδαριώδη συμπεριφορά” και “γελοίες”. Ο στρατηγός μπήκε εν τέλει στη «μαύρη λίστα» του Χίτλερ. Απαλλάχθηκε των καθηκόντων του στις 15 Μαΐου 1940, πριν την έναρξη της εκστρατείας στη Γαλλία και αντικαταστάτης του διορίστηκε ο αδίστακτος Χανς Φρανκ, υποβιβάζοντας τον Μπλάσκοβιτς στην ηγεσία της μάλλον άσημης 1ης Στρατιάς στη νότια Γαλλία, κοντά στα σύνορα με την Ισπανία.
Στις 28 Ιανουαρίου 1945, ανέλαβε διοικητής της Ομάδας Στρατιών «Η» στην Ολλανδία. Εκεί επέτρεψε την ρίψη εφοδίων από βρετανικά αεροπλάνα στον άμαχο πληθυσμό, σώζοντας έτσι χιλιάδες ανθρώπους από λιμό, αλλά απειλούσε και τους στρατιώτες του πως οι λιποτάκτες θα εκτελούνταν.
Καίτοι περιθωριοποιήθηκε επανειλημμένα από τον Χίτλερ σε μέτωπα και περιοχές ήσσονος στρατηγικής σημασίας, λόγω της αντίθεσής του για τα εγκλήματα που διαπράττονταν στην Ανατολή από τα όργανα της Ναζιστικής ηγεσίας, ο Μπλάσκοβιτς αποδείχτηκε ευφυής στρατηγιστής, πράγμα που αποδείχτηκε με τη δεξιοτεχνική υποχώρηση της Ομάδας Στρατιών «G» που διοικούσε από τη νότια Γαλλία. Παρά τις εξαιρετικές του ικανότητες, ο Μπλάσκοβιτς δεν έφτασε ποτέ το βαθμό του Στρατάρχη, πράγμα για το οποίο αποκαλείται από τους ιστορικούς «ο Στρατάρχης άνευ ράβδου».
Μετά την παράδοσή του, κρατήθηκε αιχμάλωτος σε διάφορα μέρη, από το 1945 ως το 1948 – στο Νταχάου, το Άλεντορφ του Μάρμπουργκ και εν τέλει στη Νυρεμβέργη. Κατά του Μπλάσκοβιτς απαγγέλθηκαν κατηγορίες από την Πολωνία, τις ΗΠΑ, την Τσεχοσλοβακία και την Ολλανδία. Η μεν Ολλανδία απέσυρε τις κατηγορίες, πιθανώς σε αναγνώριση του έργου που επιτέλεσε ο Μπλάσκοβιτς στον επισιτισμό του άμαχου πληθυσμού. Τα περιστατικά για τα οποία τον κατηγόρησε η Τσεχοσλοβακία, συνέβησαν αφού ο Μπλάσκοβιτς είχε ήδη παραδώσει τη διοίκηση των εκεί κατεχόμενων εδαφών στον Κόνσταντιν φον Νόιρατ.
Μετά τη μεταφορά του στο Νταχάου στις 30 Απριλίου 1946 ο Μπλάσκοβιτς ήταν ο υπ’ αριθμόν 8 καταζητούμενος από την Επιτροπή για Εγκλήματα Πολέμου των Ηνωμένων Εθνών, για εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν στην Πολωνία κάτω από τη διοίκησή του. Ωστόσο δεν εκδόθηκε εκεί, αν και κατηγορήθηκε για «κακομεταχείριση και δολοφονία Πολωνών αιχμαλώτων πολέμου». Σε πολλές άλλες πολωνικές αναφορές εναντίον Γερμανών εγκληματιών πολέμου, όμως, ο Μπλάσκοβιτς δεν αναφέρεται καθόλου.
Σε ευρύτερο επίπεδο, κατηγορήθηκε για εγκλήματα κατά της ειρήνης, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, και σχεδίαση επιθετικού πολέμου, λόγω του ρόλου του στην απόσπαση της Σουδητίας και των εκστρατειών της Πολωνίας και της Γαλλίας. Καθώς υπήρξε μέλος του Γενικού Επιτελείου, κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε «κοινό σχέδιο ή συνωμοσία».
Δήλωσε αθώος στις κατηγορίες
Ενώ βρισκόταν στη φυλακή του Άλλεντορφ, ο Μπλάσκοβιτς βοήθησε ιστορικούς του Αμερικανικού Στρατού (US Historical Division) να συγγράψουν την Ιστορία των μαχών στις οποίες ο ίδιος πήρε μέρος. Ο Μπλάσκοβιτς δήλωσε αθώος στις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν. Όμως «Σχετικά έγγραφα προς στήριξη της υπεράσπισης δεν ήταν τότε διαθέσιμα, έτσι αποτίμησα την όλη κατάσταση με απαισιοδοξία» δήλωσε αργότερα ο συνήγορός του. Ο Μπλάσκοβιτς θα δικαζόταν στην 12η Υπόθεση των Δικών της Νυρεμβέργης, για εγκλήματα της Ανώτατης Διοίκησης Ενόπλων Δυνάμεων. Δύο ώρες πριν την έναρξη της δίκης, στις 7.30 π.μ. της 5ης Φεβρουαρίου 1948, ο Μπλάσκοβιτς μαζί με άλλους δεκατρείς κρατούμενους επέστρεφαν απ’ το κουρείο της φυλακής και ανέβαιναν μια σκάλα προς τον τρίτο ή τον τελευταίο όροφο.
Ξαφνικά ο 64χρονος Μπλάσκοβιτς άρχισε να τρέχει και, σκαρφαλώνοντας το 3,5 περίπου μέτρων κιγκλίδωμα, πήδηξε στο κενό, προς το τσιμεντένιο προαύλιο της φυλακής. Το στήθος του τσακίστηκε και ο ίδιος διακομίστηκε αμέσως στο στρατιωτικό νοσοκομείο, όπου και πέθανε τρεις ώρες αργότερα. Η πράξη αυτή υπήρξε μια δυσάρεστη έκπληξη για τους υπερασπιστές του, καθώς ήταν σχεδόν βέβαιο πως ο Μπλάσκοβιτς θα αθωωνόταν.
Ο θάνατος του Μπλάσκοβιτς παραμένει μυστηριώδης μέχρι σήμερα, καθώς εικάζεται πως δεν αυτοκτόνησε, αλλά δολοφονήθηκε από άνδρες των SS, τους οποίους είχε σφοδρά κατηγορήσει στην αρχή του πολέμου. Μετά τον θάνατό του, τη στέγαση και διατροφή της χήρας του και της κόρης του ανέλαβε ο πρώην ιπποκόμος του στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Γιοχάνες Καίπκε, ο οποίος έτρεφε βαθιά εκτίμηση για τον πρώην ανώτερό του, καθώς ο Μπλάσκοβιτς μεριμνούσε πάντα για τις συνθήκες ζωής των στρατιωτών του. Ο Μπλάσκοβιτς τάφηκε στο κοιμητήριο του χωριού Μπόμμελσεν του Ζόλταου-Φάλινγκμποστελ.
Μαξιμίλιαν φον Βάιχς: Ο πολυπαρασυμοφορημένος Λοχαγός του Α’ ΠΠ, παρολίγον κατηγορούμενος στη Δίκη της Νυρεμβέργης
Ο Μαξιμίλιαν Μαρία Γιόζεφ Καρλ Γκάμπριελ Λαμοράλ Ραϊχσφράιχερ φον ουντ τσου Βάιχς αν ντερ Γκλον (12 Νοεμβρίου 1881 στο Ντεσάου – 27 Σεπτεμβρίου 1954) ήταν Γερμανός στρατιωτικός, που κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έφτασε τον βαθμό του στρατάρχη.
Γόνος παλιάς γερμανικής αριστοκρατικής οικογένειας, Βαυαρός στην καταγωγή και πιστός καθολικός, ο Βάιχς έμεινε ορφανός από πατέρα σε νεαρή ηλικία και ακολούθησε τη σταδιοδρομία του αξιωματικού του Ιππικού. Ήταν από τους ελάχιστους που επελέγησαν για επιτελική εκπαίδευση στον Αυτοκρατορικό Γερμανικό Στρατό και από τους ακόμα λιγότερους που κατάφεραν να την ολοκληρώσουν επιτυχώς.
Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο έλαβε μέρος υπηρετώντας σε επιτελικές θέσεις μεγάλων σχηματισμών, τελειώνοντας τον πόλεμο ως πολυπαρασημοφορημένος Λοχαγός του Γενικού Επιτελείου σε Σώμα Στρατού.
Εξασφαλίζοντας την παραμονή του στον «Στρατό των 100.000 ανδρών» και των 4.000 αξιωματικών που επέβαλε η Συνθήκη των Βερσαλλιών στην ηττημένη Γερμανία, κατά τη δεκαετία του 1920 έλαβε επιτελικές θέσεις σε διάφορους σχηματισμούς Ιππικού. Από το 1928 και έπειτα έλαβε διοικητικές θέσεις. Όταν ο Αδόλφος Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία το 1933, ο Βάιχς ήταν ήδη Συνταγματάρχης. Τα επόμενα χρόνια διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην ανάπτυξη των τεθωρακισμένων σχηματισμών της Βέρμαχτ.
Διοικητής Σώματος Στρατού όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Βάιχς ηγήθηκε με επιτυχία του Σώματός του στην Πολωνική Εκστρατεία, καταλαμβάνοντας το Λβοφ και λαμβάνοντας μέρος στην πολιορκία της Βαρσοβίας. Ως διοικητής της 2ης Στρατιάς ξεχώρισε στην εισβολή στην Γαλλία το 1940 και κέρδισε τον Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού. Επικεφαλής της ίδιας Στρατιάς κατέλαβε τη Γιουγκοσλαβία σε ελάχιστο χρονικό διάστημα τον Απρίλιο του 1941. Για την αντιμετώπιση των Γιουγκοσλάβων ανταρτών γρήγορα εξέδωσε σκληρές διαταγές αντιποίνων για εκτελέσεις αμάχων πολιτών. Κατά την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση οι μονάδες του Βάιχς συνέλαβαν εκατοντάδες χιλιάδες αιχμαλώτους, πριν σταματησούν μπροστά από τη Μόσχα. Ως διάδοχος του Στρατάρχη Φέντορ φον Μποκ ανέλαβε καθήκοντα διοικητή της Ομάδας Στρατιών «Β» τον Ιούλιο του 1942 και συνέδεσε το όνομά του με την καταστροφή της 6ης Στρατιάς στο Στάλινγκραντ, λίγο μετά το πέρας της οποίας προήχθη σε στρατάρχη.
Μετά από ανενεργό παραμονή εβδομάδων στην εφεδρεία, ο Βάιχς ανέλαβε καθήκοντα Ανώτατου Διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ομάδας Στρατιών «F» στα Βαλκάνια. Είχε μερική επιτυχία στον αφοπλισμό των ιταλικών στρατευμάτων όταν τα τελευταία αποχώρησαν από τον πόλεμο το 1943 και στην ανελέητη καταπολέμηση των Γιουγκοσλάβων και Ελλήνων ανταρτών, τόσο με στρατιωτικά όσο και με διπλωματικά μέσα. Το 1944/45 επέβλεψε τις σκληρές μάχες με τους Σοβιετικούς και τους αντάρτες του Τίτο την υποχώρηση των μονάδων του μέσω των Βαλκανίων πριν συνταξιοδοτηθεί τον Μάρτιο του 1945.
Στις 2 Μαΐου 1945 περιήλθε σε αμερικανική αιχμαλωσία. Επρόκειτο να προσαχθεί για εκτελέσεις αμάχων και άλλα εγκλήματα πολέμου στη Νυρεμβέργη, αλλά οι Σύμμαχοι για λόγους υγείας διέκοψαν τις ποινικές διαδικασίες εναντίον του και τον απελευθέρωσαν το καλοκαίρι του 1949. Έζησε τα τελευταία του χρόνια στην αφάνεια, πεθαίνοντας σε ηλικία 72 ετών το 1954, στην οικία των προγόνων του, τον Πύργο του Ρέζμπεργκ στην Δυτική Γερμανία.
Γκούσταβ Κρουπ φον Μπόλεν ουντ Χάλμπαχ: Το μονοπώλιο κατασκευής βαρέων όπλων για τη Γερμανία και η κλωνισμένη υγεία, που τον “γλίτωσε” από τη Δίκη της Νυρεμβέργης
Ο Γκούσταβ Κρουπ φον Μπόλεν ουντ Χάλμπαχ ήταν ο επικεφαλής του γερμανικού ομίλου βαριάς βιομηχανίας «Friedrich Krupp AG» από το 1909 μέχρι το 1941. Ήταν κατηγορούμενος στη Δίκη της Νυρεμβέργης, αλλά τελικά δεν δικάσθηκε λόγω υγείας.
Ο Κρουπ γεννήθηκε στις 7 Αυγούστου του 1870 στην Χάγη της Ολλανδίας. Ήταν γιος του διπλωμάτη, σπούδασε Νομικά και ξεκίνησε επίσης διπλωματική καριέρα, υπηρετώντας στις Πρεσβείες της Ουάσιγκτον, του Πεκίνου και της Πόλης του Βατικανού.
Εν τω μεταξύ ο μεγιστάνας της βιομηχανίας Φρίντριχ Κρουπ είχε αυτοκτονήσει το 1902, αφήνοντας ως μοναδική κληρονόμο την δεκαεξάχρονη κόρη του Μπέρτα (Bertha). Για τη Γερμανία της εποχής ήταν αδιανόητη η διοίκηση μιας τέτοιας εταιρείας από μια νεαρή γυναίκα και ο ίδιος ο Κάιζερ Γουλιέλμος ο Β΄ ανέλαβε να βρει σύντροφο για τη νεαρή Μπέρτα , ικανό να αναλάβει την αυτοκρατορία Κρουπ. Έτσι επιλέχθηκε ο Γκούσταβ, ο οποίος νυμφεύθηκε την Μπέρτα τον Οκτώβριο του 1906 και, το 1909 ανέλαβε τα ηνία της εταιρείας. Παράλληλα, έλαβε από τον Γουλιέλμο την ειδική άδεια να προσθέσει το όνομα Κρουπ στο δικό του κι έτσι το πλήρες όνομά του άλλαξε σε Γκούσταβ Κρουπ φον Μπόλεν ουντ Χάλμπαχ.
Το 1910 η εταιρεία Κρουπ έγινε μέλος και κύριος χρηματοδότης του Πανγερμανικού Συνασπισμού, ο οποίος είχε ως στόχο την κινητοποίηση του λαού για την υποστήριξη του εξοπλιστικού προγράμματος της χώρας και της αριθμητικής αύξησης των Ενόπλων Δυνάμεών της.
Όταν ξεκίνησε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ο Όμιλος Κρουπ κατείχε σχεδόν το μονοπώλιο κατασκευής βαρέων όπλων για λογαριασμό της Γερμανίας και των συμμάχων της. Ένα από τα γνωστότερα δημιουργήματά της ήταν το οβιδοβόλο «Μεγάλη Μπέρτα», 94 τόνων, το οποίο ο Γκούσταβ ονόμασε έτσι προς τιμήν της συζύγου του. Το πλέον επικερδές, όμως, συμβόλαιο για την εταιρεία ήταν η κατασκευή των υποβρυχίων U-Boote, τα οποία κατασκεύαζε στα ναυπηγεία της εταιρείας στο Κίελο. Παράλληλα, όμως, η εταιρεία είχε εκχωρήσει στη Βρετανική εταιρεία Βίκερς (Vickers) την άδεια κατασκευής ενός πυροσωλήνα και αυτό της επέτρεπε να αποκομίζει κέρδη ακόμη και από τους αντιπάλους της χώρας. Μετά τον πόλεμο η εταιρεία δέχθηκε έντονες επικρίσεις και για τα δύο αυτά σημεία.
Αρχικά αδιάφορος στον αγώνα του Χίτλερ για την εξουσία
Ο Όμιλος Κρουπ παρέμενε αρχικά αδιάφορος, τόσο στον αγώνα του Χίτλερ για την εξουσία όσο και απέναντι στη Ναζιστική ιδεολογία. Ωστόσο, όταν το 1933 οι Ναζί διέλυσαν τις εργατικές συνομοσπονδίες αντικαθιστώντας τις με το Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας, ο όμιλος άρχισε να διάκειται θετικά απέναντι στους κυβερνώντες. Ο Γκούσταβ Κρουπ ενδιαφέρθηκε σοβαρά για το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα όταν διέγνωσε τη θέλησή του για επανεξοπλισμό της χώρας και την αριθμητική αύξηση των Ενόπλων Δυνάμεων.
Χρηματοδότησε το Κόμμα, ωστόσο ο ίδιος δεν έγινε μέλος του παρά μόνο το 1940, όταν ο Χίτλερ του απένειμε το χρυσό παράσημο του Κόμματος. Όταν ο Κρουπ ανέλαβε την Προεδρία του Συνδέσμου Γερμανών Βιομηχάνων, συναίνεσε στην απομάκρυνση από τις βιομηχανίες όλων των Εβραίων εργαζομένων.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο όμιλος Κρουπ εκμεταλλεύθηκε, επίσης, την καταναγκαστική εργασία που επέβαλαν οι Ναζί στους Εβραίους – αυτός ήταν και ο βασικός λόγος της παραπομπής του στη Δίκη.
Υπολογίζεται ότι «απασχολήθηκαν» περίπου 100.000 «εργαζόμενοι» στις διάφορες εγκαταστάσεις του Ομίλου. Κατηγορήθηκε, επίσης, ότι χρησιμοποίησε την προσωπική του επιρροή και τη θέση του για να διευκολύνει την άνοδο στην εξουσία των Ναζιστών καθώς και την παγίωσή της, την προώθηση των πολεμικών προετοιμασιών και την οικονομική και στρατιωτική συνωμοσία εξαπόλυσης, από τους Ναζί, επιθετικών πολέμων (κατηγορίες Α, Β και Δ στη Δίκη της Νυρεμβέργης).
Ο Γκούσταβ παραιτήθηκε από την Προεδρία του Ομίλου το 1943, επειδή ήδη από το 1939 είχε αρχίσει να υποφέρει από την καρδιά του. Το 1941 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο τον άφησε ημιπαράλυτο. Την κακή του υγεία ήρθε να επιδεινώσει ένα τροχαίο ατύχημα το 1944. Την Προεδρία του Ομίλου ανέλαβε ο γιος του Αλφριντ (Alfried).
Με την υγεία του σε τέτοια κατάσταση ήταν αδύνατο να παραστεί σε δίκη, καθώς το ατύχημα ακολούθησαν και καρδιακά επεισόδια. Στις 15 Νοεμβρίου 1945, πέντε μόλις ημέρες πριν την έναρξη της Δίκης, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν θα μπορούσε να εκδικασθεί η υπόθεσή του, καθώς δεν το επέτρεπε η φυσική και πνευματική του υγεία. Οι κατηγορίες, ωστόσο, δεν αποσύρθηκαν και παραπέμφθηκε, όπως προβλεπόταν, να δικασθεί σε άλλη συνακόλουθη δίκη, εφόσον θα το επέτρεπε η κατάσταση της υγείας του.
Στις 16 Ιανουαρίου 1950 ο Γκούσταβ Κρουπ απεβίωσε στο Μπλίνμπαχ (Blühnbach) χωρίς ποτέ να παραστεί σε δικαστήριο.
Γεώργιος Τσολάκογλου: Ο Αξιωματικός του ελληνικού στρατού στον Α’ΠΠ που υπέγραψε την άνευ όρων παράδοση της Ελλάδας στους Γερμανούς
Ο Γεώργιος Τσολάκογλου του Κωνσταντίνου (Ρεντίνα Αγράφων, Απρίλιος 1886 – Αθήνα, 22 Μαΐου 1948) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός, διορισμένος πρωθυπουργός κατά την περίοδο κατοχής της Χώρας 1941–1942 από τις δυνάμεις του Άξονα.
Το πραγματικό του επίθετο ήταν Τσολάκογλους και ήταν αμφιθαλής αδελφός του αντιστράτηγου Νικολάου Σπυρόπουλου. Κατατάχθηκε στον Ελληνικό Στρατό και στη συνέχεια εισήλθε στη Σχολή Υπαξιωματικών από την οποία αποφοίτησε την 7η Ιουλίου του 1912 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού Πεζικού. Μετά την αποφοίτησή του τοποθετήθηκε στο 4ο Σύνταγμα Πεζικού Λαρίσης. Ως αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, ο Τσολάκογλου συμμετείχε στις κυριότερες μάχες στους Βαλκανικούς Πολέμους (Ελασσόνα, Σαραντάπορο, Γιαννιτσά, Λαχανάς, Δεμίρ Ισάρ, Άνω Τζουμαγιά ) και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο μέτωπο του Στρυμόνα.
Συμμετείχε στις εκστρατείες στην Ουκρανία και στην Μικρά Ασία ως διοικητής τάγματος ευζώνων του 1/39ου και αργότερα ως επιτελάρχης της 4ης Μεραρχίας, κατά την επίθεση του Αυγούστου το 1922. Στην επακολουθήσασα σύμπτυξη του Α΄ Σώματος Στρατού στο οποίο ανήκε ακολούθησε στην αρχή την φάλαγγα του στρατηγού Τρικούπη και λίγο πριν την Σμύρνη την φάλαγγα του στρατηγού Φράγκου. Αντισυνταγματάρχης το 1923, συνταγματάρχης το 1925 και ανώτατος πλέον αξιωματικός το 1935 διοίκησε διαδοχικά: Μεραρχία, την Σχολή Ευελπίδων, και το Γ΄ Σώμα στρατού, του οποίου την διοίκηση ανέλαβε αφού παρέδωσε τη διοίκηση Κρήτης που είχε αναλάβει το 1938, όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Το 1940, είχε φθάσει στον βαθμό του αντιστρατήγου και ήταν διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού (Δυτική Μακεδονία). Μετά την επίθεση των Ιταλών κατά τη μάχη του Μόραβα, με επιτυχημένο ελιγμό, και παρά τους δισταγμούς των ανωτέρων του, συνέβαλε στην πλήρη νίκη του υπ’ αυτού Σώματος στρατού. Μετά την επίθεση όμως των Γερμανών κατά της Ελλάδος (6 Απριλίου 1941), την βαθιά στην συνέχεια διείσδυση αυτών προς τη Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου του 1941 και την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από το μέτωπο της Βορείου Ηπείρου, ο Τσολάκογλου και ορισμένοι άλλοι ανώτεροι αξιωματικοί του Στρατού έλαβαν την απόφαση, άνευ εγκρίσεως της προϊσταμένης τους Αρχής και μη λαμβάνοντας υπόψη αυτή εν καιρώ πολέμου, για συνθηκολόγηση, κρίνοντας εκείνοι πως κάθε αντίσταση στους κατακτητές θα ήταν μάταιη. Σημειώνεται ότι πριν εκδηλωθεί η ιταλική επίθεση του Μαρτίου, στην ειδική σύσκεψη αντιστρατήγων που είχε γίνει στην Αθήνα ο ίδιος ο Τσολάκογλου είχε ταχθεί στη συνέχιση του αγώνα, ακόμα και με το ενδεχόμενο γερμανικής επίθεσης που ήδη διαφαίνονταν στον ορίζοντα.
Έτσι, στις 20 Απριλίου 1941, ημέρα του Πάσχα, σε συνεννόηση με τον διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγο Παναγιώτη Δεμέστιχα, τον διοικητή του Β΄ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγο Γεώργιο Μπάκο, και τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα που ήταν ο κατ΄ εξοχήν φορέας και υποκινητής της δυσάρεστης αυτής απόφασης, κατάργησε πραξικοπηματικά τον διοικητή Στρατιάς Ηπείρου Ιωάννη Πιτσίκα, ανέλαβε ο ίδιος διοικητής της Στρατιάς και υπέγραψε πρωτόκολλο ανακωχής με τον διοικητή της 1ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας Ες-Ες, υποστράτηγο Γιόζεφ (Σεπ) Ντήτριχ (Josef “Sepp” Dietrich), στο Βοτονόσι του Μετσόβου. Ο αρχηγός του Ελληνικού Στρατού, αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, σε τηλεγράφημά του προς το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου, κατήγγειλε την πρωτοβουλία του Τσολάκογλου ως αντίθετη προς τα συμφέροντα της πατρίδας, διέταξε την αντικατάσταση του και αγώνα «μέχρι εσχάτου ορίου δυνατοτήτων». Ήταν όμως ήδη αργά.
Την επόμενη ημέρα (21 Απριλίου) στην Λάρισα, ο Τσολάκογλου, «υπό το κράτος βίας», υπέγραψε ως διοικητής της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας την άνευ όρων παράδοση του Ελληνικού Στρατού στους Γερμανούς.
Στις 23 Απριλίου, ο Τσολάκογλου αναγκάσθηκε να υπογράψει στην Θεσσαλονίκη και τρίτο πρωτόκολλο με τον Γερμανό στρατηγό Άλφρεντ Γιοντλ (Alfred Jodl) και τον Ιταλό στρατηγό Αλμπέρτο Φερρέρο (Alberto Ferrero), για να ικανοποιηθεί και το γόητρο των Ιταλών. Την ίδια ημέρα ξεκίνησε και ο αεροπορικός βομβαρδισμός του Ναυστάθμου Σαλαμίνας και των γύρω της Αττικής λιμένων, όπου και αναγκάσθηκε η ελληνική κυβέρνηση και ο Βασιλεύς Γεώργιος να μετακινηθούν με υδροπλάνο στην Κρήτη.
Στις 30 Απριλίου του 1941 και ώρα 11 το πρωί, ο Τσολάκογλου ορκίσθηκε πρωθυπουργός στα Παλαιά Ανάκτορα, (σημερινή Βουλή), από τον πρωθιερέα του Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Καρύτση Ν. Παπαδόπουλου, κατόπιν αποδοχής των κατοχικών δυνάμεων και παρουσία των ανωτάτων διοικητών τους. Παρέμεινε στη θέση μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου του 1942, όταν με διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό παραιτήθηκε ορίζοντας αντικαταστάτη του τον μέχρι τότε αντιπρόεδρο της κυβέρνησής του, καθηγητή του πανεπιστημίου Κ. Λογοθετόπουλο, χωρίς να αναμιχθεί έκτοτε στα κοινά.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση, συνελήφθη και φυλακίσθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Παραπέμφθηκε στο δια της Συντακτικής Πράξεως με αριθμό 6/1945, της κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα, συσταθέν Ειδικό Δικαστήριο, κατηγορούμενος για παράνομη συνθηκολόγηση που είχε προβεί με τον εχθρό, χαρακτηριζόμενη ως “συνθηκολόγησιν εν ανοικτώ πεδίω” και «πριν η υπ’ αυτόν στρατιωτική δύναμις εκπληρώση πάν ό,τι το στρατιωτικόν καθήκον επιβάλλει”, καθώς και για εθνική αναξιότητα για την συνεργασία του, στη συνέχεια, με τις κατοχικές Δυνάμεις, αναλαμβάνοντας Πρωθυπουργός της χώρας. Η δίκη του ξεκίνησε στις 21 Φεβρουαρίου και έληξε στις 31 Μαΐου του 1945. Η δε απολογία του ήταν ιδιαίτερα λακωνική αλλά και περιεκτική.
Το Ειδικό αυτό Δικαστήριο την τελευταία ημέρα της δίκης τον καταδίκασε σε θάνατο, ενώ ταυτόχρονα το ίδιο δικαστήριο ζήτησε την μετατροπή της ποινής σε ισόβια δεσμά για τις “πολλαπλές υπηρεσίες του στη χώρα ως στρατιωτικός”. Έτσι, το Συμβούλιο Χαρίτων συνήλθε στις 19 Αυγούστου του 1945 και μετέτρεψε την ποινή σε ισόβια κάθειρξη και ακολούθως οδηγήθηκε στις “φυλακές Ζελιώτη” (όπου αργότερα το μέγαρο Μινιόν) της Αθήνας.
Έχοντας όμως προσβληθεί από λευχαιμία, νοσηλεύθηκε επί έναν χρόνο στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (ΝΙΜΤΣ), όπου και πέθανε στις 22 Μαΐου του 1948, στερημένος σύνταξης και πάμπτωχος. Η κηδεία του έγινε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών σε στενό οικογενειακό κύκλο. To 1960 τα οστά του μεταφέρθηκαν σε άλλο τάφο που διέθεσε ο τότε δήμαρχος Αθηναίων, Παυσανίας Κατσώτας.
Χαράλαμπος Κατσιμήτρος: Από τον Α’ ΠΠ στην ηρωική αντίσταση στο Καλπάκι και την κυβέρνηση Τσολάκογλου
Ο Χαράλαμπος Γ. Κατσιμήτρος (Κλειτσός Ευρυτανίας, 1886 – Αθήνα, 20 Φεβρουαρίου 1962) ήταν Έλληνας στρατηγός ο οποίος διακρίθηκε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940.
Ο Κατσιμήτρος ξεκίνησε την σταδιοδρομία του στον Στρατό, ως εθελοντής το 1904 όπου και εισήλθε στη Σχολή Υπαξιωματικών το 1911, από την οποία και εξήλθε τον Σεπτέμβριο του 1912 ως ανθυπασπιστής του πυροβολικού. Ανθυπολοχαγός Πεζικού (1913), υπολοχαγός (1914), λοχαγός (1915), ταγματάρχης (1920), αντισυνταγματάρχης (1923), συνταγματάρχης (1930), υποστράτηγος (1937), αντιστράτηγος (1947).
Πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912–1913), στην Ήπειρο και στο “Μακεδονικό Μέτωπο” κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1918).
Το 1920 (Νοέμβριο) έγινε ταγματάρχης με τον βαθμό τον οποίο και συμμετείχε στην Μικρασιατική Εκστρατεία (1921–1922), σε όλη τη διάρκεια αυτής, μέχρι τις 13 Αυγούστουτου 1922 όπου και τραυματίσθηκε στη μάχη του Αφιόν Καραχισάρ. Την περίοδο 1924-1925 φοίτησε στη Σχολή Πολέμου όπου έλαβε πτυχίο επιτελικού αξιωματικού. Τον Ιανουάριο του 1937 προήχθη στον βαθμό του υποστρατήγου και το 1938 ανέλαβε διοικητής της VIII Μεραρχίας Πεζικού στην Ήπειρο. Κατά την διετία 1939–1940 ολοκλήρωσε και εφάρμοσε μεθοδικά τις γραμμές άμυνας του Ελληνικού Στρατού στην Ήπειρο όπως είχαν εκπονηθεί αυτές από το στρατηγείο, ενόψει μιας ενδεχόμενης επίθεσης του Ιταλικού Στρατού, που κατείχε ήδη την Αλβανία.
Με την έκρηξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, ως διοικητής της 8ης Μεραρχίας αρχικά εξουδετέρωσε την επίθεση και στη συνέχεια διέταξε άμυνα μέχρις εσχάτων στον τομέα Ελαίας-Καλαμά, που κάλυπτε τα Ιωάννινα, αν και το στρατηγείο έχοντας υπόψη γενικό στρατηγικό ελιγμό ολόκληρης της στρατιάς του είχε παράσχει ελευθερία ενέργειας όπως ελιχθεί επιβραδυντικά προς νότο, προς ολοκλήρωση κύκλωσης, με ύστατο όμως όριο ελιγμού της μονάδος του την κοιλάδα του Αράχθου.
Τελικά η κύκλωση δεν επιτεύχθηκε, η ηρωική του όμως αντίσταση στην ιταλική επίθεση στο Καλπάκι, συντέλεσε τα μέγιστα στην νίκη της Ελλάδας απέναντι στον Ιταλικό Στρατό. Η πτώση της Ελλάδας στους Γερμανούς τον Απρίλιο του 1941 τον βρήκε στα Ιωάννινα. Επί εχθρικής κατοχής συμμετείχε από τους πρώτους στην πρώτη κατοχική κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου, όπου και διετέλεσε Υπουργός Εργασίας και προσωρινά Γεωργίας από 16 Απριλίου 1941 μέχρι 16 Μαΐου του ίδιου έτους κατόπιν αίτησής του περιοριζόμενος μόνο στα καθήκοντα υπουργού Γεωργίας. Τελικά όμως στις 20 Σεπτεμβρίου του 1941 υπέβαλε την παραίτησή του όπου και έγινε αμέσως αποδεκτή.
Το 1945 στις 31 Μαΐου, ο Χαράλαμπος Κατσιμήτρος καταδικάστηκε υπό ειδικού συγκροτηθέντος δικαστηρίου, του λεγόμενου δωσιλόγων, «εις ειρκτήν» (κάθειρξη) 5,5 ετών «δια διευκολύνσεις» που παρείχε στις δυνάμεις Κατοχής και αποπέμφθηκε από το στράτευμα με το βαθμό του αντιστράτηγου. Όμως στις 5 Οκτωβρίου του 1949 με διάταγμα του Βασιλέως Παύλου χαρίστηκε το υπόλοιπο της ποινής του και το 1953 αποκαταστάθηκε αναδρομικά με επαναφορά του βαθμού, του αντιστρατήγου εν αποστρατεία και όλων των παρασήμων του. Ο γιος του, Γεώργιος Χ. Κατσιμήτρος, υπήρξε επίσης αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού.