Τηλεοπτικές Άδειες: Η επόμενη μέρα
Φόβοι ότι το επιπλέον κόστος που θα επωμιστούν τα επιχειρηματικά σχήματα για να εξασφαλίσουν το χρυσόμαλλο δέρας της άδειας, θα ‘"μετακυλιστεί " στην κοινωνία
- 27 Αυγούστου 2016 10:23
Του Μάριου Νόττα*
Πολύ μελάνι έχει χυθεί σχετικά με την αξιοπιστία των δύο πολιτικών φορέων που κυβερνούν την Ελλάδα. Ωστόσο: Η πιο εστιασμένη, ψύχραιμη και αντικειμενική κριτική που δέχεται ο ΣΥΡΙΖΑ, αφορά την ίδια του την ταυτότητα, δηλαδή το κατά πόσο συνάδει ο αυτοπροσδιορισμός του ως ‘αριστερά’, με τα πεπραγμένα του.
Ισχυρό και επίκαιρο επιχείρημα των επικριτών, αποτελεί η ασκούμενη λογική για το «πως θα διατεθούν οι τηλεοπτικές άδειες». Αυτές οι φωνές δεν προέρχονται μόνον από την αντιπολίτευση, αλλά και έκ των ένδον. Θεωρούν πως το ζητούμενο αποτέλεσμα (η ρύθμιση της Ζούγκλας των ρ/τ ΜΜΕ) θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά και καλύτερα. Οι ‘φίλιες’ φωνές, κατηγορούν μάλιστα την κυβέρνηση πως η ίδια επέλεξε να καταστήσει «ευάλωτον τον εαυτόν της».
Μια σειρά από σωρευμένα λάθη (λάθος έκθεση του Ινστ. Φλωρεντίας, αυθαίρετα οικονομικά στοιχεία, κ.α.) οδηγεί σε δύο τύπους σφαλμάτων, ένα καθαρά οικονομικού χαρακτήρα και ένα που δυνητικώς αφορά την ποιότητα ζωής στην Ελλάδα των επόμενων δεκαετιών, αλλά και την ποιότητα της ίδιας της Δημοκρατίας.
Ας δούμε, το πρώτο, φωτίζοντας μια αθέατη, αλλά πολύ υπαρκτή, πλευρά του.
Η κυβέρνηση διατείνεται πως προασπίζεται το δημόσιο συμφέρον, ρυθμίζοντας –επιτέλους- τα τηλεοπτικά πράγματα. Και φυσικά η θέσπιση ορθών και διαφανών κριτηρίων (και διαδικασίας) παραχώρησης άδειας εθνικής εμβέλειας, είναι πασιφανώς απαραίτητη.
Κεντρικό κριτήριο ωστόσο, ορίζεται το μεγαλύτερο αντίτιμο. Και θεωρείται ως επαρκής ‘εγγύηση’ για την εκχώρηση του ‘σπάνιου’ (κατά την Κυβέρνηση) προνόμιου. Το ιδεολόγημα που συνοδεύει αυτή την διαδικασία, θεωρεί πως «οι επιχειρήσεις» θα προσφέρουν το μέγιστο δυνατόν (΄γεμίζοντας’ το δημόσιο ταμείο), για να εκπέμψουν νομίμως. Και αυτό είναι –καταφανώς για τους ρυθμιστές- η μέγιστη εξασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος.
Κάτι διαφεύγει, όμως, όλων.
Το επιπλέον κόστος που θα επωμιστούν τα επιχειρηματικά σχήματα για να εξασφαλίσουν το χρυσόμαλλο δέρας της άδειας, θα το ‘μετακυλήσουν’ στην κοινωνία. Διαβάστε πως:
Μια ‘πανάκριβη’ επιχειρηματική δραστηριότητα, (βασισμένη σε ένα δυνητικώς υψηλότατο κόστος εκκίνησης, αλλά και λειτουργίας), αναγκαστικά αναπροσαρμόζει το κόστος των προϊόντων της, π.χ. του διαφημιστικού χρόνου. Μια ακριβή τηλεοπτική διαφημιστική αγορά, θα οδηγήσει ευθέως σε προσαρμογή του διαμορφούμενου κόστους διαφημιζόμενων προϊόντων και υπηρεσιών. Καθώς αυτά θα «κοστίζουν» περισσότερο, αναγκαστικώς θα ακριβήνουν. Αυτό θα οδηγήσει, με την λογική της αλυσσίδας, σε πληθωριστικά φαινόμενα, σε εποχές μειωμένης ζήτησης, κάτι που θα αποδειχθεί, μακράν, υφεσιακό και βλαπτικό, τόσο για την μικρο-οικονομία, όσο και για τα επηρεαζόμενα μάκρο-μεγέθη.
Σε ιδεολογικό επίπεδο, η Κυβέρνηση (σωστά) θεωρούσε πως μη-βιώσιμα ΜΜΕ, είτε αποκτούν εξάρτηση από αφανείς χρηματοδότες, είτε ‘ελέγχονται’ από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, ή/και ελέγχονται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Και (σωστά) διατείνεται πως αν η απρόσκοπτη και ποιοτική Ενημέρωση αποτελεί πυλώνα της Δημοκρατίας και της ευημερίας της κοινωνίας, αυτή πρέπει να υπηρετείται από υγιείς, ανεξάρτητες, διαφανώς διοικούμενες και οικονομικώς βιώσιμες επιχειρήσεις.
Αυτό, λοιπόν το ιδεολόγημα, υποσκάπτεται ευθέως από το πρώτο και σημαντικότερο ίσως βήμα στην πορεία εξυγείανσης των ο/α ΜΜΕ, αυτό των τηλεοπτικών αδειών εθνικής εμβελείας. Σε αντίθεση με άλλου τύπου επενδύσεις, για να εκκινήσουν, οφείλουν να καταβάλουν ένα άγνωστου ύψους ποσόν, με παράπλευρο πιθανό κόστος, την ίδια την ποιότητα του παραγόμενου προγράμματος και Ενημέρωσης (π.χ. αν κάποιο σχήμα αναγκαστεί να προσφέρει ποσό μεγαλύτερο των προβλέψεών του, αναγκαστικά θα επενδύσει λιγότερα στην ποιότητα των υπηρεσιών του).
Το δεύτερο σφάλμα:
Ο Σύριζα δεν είναι ένας οργανισμός – φάντασμα. Συναποτελείται από πολίτες, που –όπως ακριβώς συμβαίνει και στους υπόλοιπους πολιτικούς φορείς- δεν είναι ‘φαντάσματα’. Αντίθετα, εκφράζονται δημοσίως και ανοιχτά, όπως ακριβώς οφείλουν, με αποτέλεσμα η συνδυαστική ‘θεώρηση’ των θέσεων τους, εν πολλοίς να καθορίζει αυτό που αποκαλούμε ‘δεξιά’, ‘συντηρητική’, ‘αριστερή’, κλπ. Σκέψη.
Βάσει των παραπάνω, δεν είναι υπερβολή να εικάσουμε πως τα συναποτελούντα τον ΣΥΡΙΖΑ στελέχη, ΄βλέπουν’ τον κίνδυνο των ανύπαρκτων ποιοτικών χαρακτηριστικών στην ανάδειξη των επιχειρηματικών σχημάτων που καλούνται να καθορίσουν, τον Πολιτισμό της Ελλάδας του 21ου αιώνα. Όπου «Πολιτισμός» πιο πάνω, δεν είναι οι θερινές παραστάσεις Αρχαίου Δράματος, ούτε η λογοτεχνία, ούτε τα εικαστικά μας δρώμενα. Είναι όλα αυτά, αλλά, ανυπερθέτως, είναι η γλώσσα μας, η αιρετική μας ματιά στην παγκοσμιοποιημένη πληροφόρηση, η διαφορετικότητά μας, η ζωντάνια που πηγάζει από μια κουλτούρα ‘ανάδελφο’, χιλιάδων ετών που όσο και αν ‘καθορίζεται’, πρωτίστως ‘καθορίζει’ την δυτική σκέψη.
Το Προνόμιο του να μπορείς να επηρεάζεις και να διαμορφώνεις τα παραπάνω, μαζί με το ευ διοικείν, και δι αυτού την καθημερινότητα των Πολιτών, δεν είναι μικρή υπόθεση. Δεν δημοπρατείς απλώς ‘δημόσια έργα’, δημοπρατείς το ένα και σημαντικότερο Έργο που θα καθορίσει όλα τα άλλα. Το Προνόμιο/Δικαίωμα/Λειτούργημα της Επι – Κοινωνίας αυτού του ιδιόρυθμου, παγκόσμια σκορπισμένου και τόσο διαφορετικού λαού, στην καρδιά της πιο ασταθούς περιοχής του πλανήτη.
*Ο Μάριος Νόττας (ΕCI) είναι επικεφαλής του ΠΜΣ “Ποιοτική Δημοσιογραφία και Νέες Τεχνολογίες” Μ.Α.