Οι Έλληνες ρεμπέτες των Βρυξελλών
Δύο μπάντες που πλημμυρίζουν με ελληνικές πενιές τη βελγική πρωτεύουσα μιλούν στο NEWS247 για την αναγέννηση του ρεμπέτικου στην καρδιά της Ευρώπης
- 13 Μαΐου 2017 09:25
Τα κρύα βράδια στις Βρυξέλλες, στο κέντρο της Ευρώπης, στην πατρίδα της μπύρας και της σοκολάτας, ο Τσιτσάνης και ο Χιώτης επιβάλλουν την παρουσία τους. Σε αυτή την παγωμένη πόλη δεν είναι καθόλου απίθανο περνώντας νυχτερινή ώρα από κάποιο σκοτεινό σοκάκι με μεσαιωνικά κτήρια, κι ενώ φυσικά τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη κλείσει, μία ελληνική πενιά να ταξιδέψει με τον κρύο άνεμο και να φτάσει ως τα αυτιά σου. Και ξαφνικά να μεταφερθείς νοερά στα ταβερνάκια του Πειραιά, όπου παρέες διώχνουν λύπες και αγωνίες τραγουδώντας και πίνοντας κρασάκι.
Η επιστροφή στις ρίζες και στα τραγούδια που μίλησαν τόσο βαθιά στις ψυχές των ανθρώπων, που ένωσαν παρέες και χάρισαν βραδιές νοσταλγίας, είναι μία ανάγκη που οι Έλληνες δεν μπορούν να αποβάλουν. Είναι ωστόσο εντυπωσιακός ο βαθμός που η ελληνική μουσική και συγκεκριμένα το ρεμπέτικο υπάρχει στη ζωή των Ελλήνων που ζουν στο εξωτερικό αλλά και των ευρωπαϊκών λαών, τους οποίους -όπως φαίνεται- η ελληνική μουσική τραβάει σαν μαγνήτης.
Στις Βρυξέλλες, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, υπάρχουν πάρα πολλά συγκροτήματα που παίζουν σταθερά σε νυχτερινά μαγαζιά ρεμπέτικο τραγούδι και μάλιστα κάποια από αυτά δεν αποτελούνται μόνο από Έλληνες μουσικούς. Ιταλοί, Γάλλοι και Γερμανοί παρακολουθούν μαθήματα μπουζουκιού. Ισπανοί και Βέλγοι μαθαίνουν βιολί και παραδοσιακά όργανα και ξέρουν τους στίχους των τραγουδιών απέξω. Τα εστιατόρια γεμίζουν τη στιγμή που ακούγεται Μάρκος Βαμβακάρης και οι θαμώνες είναι από οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης.
Το NEWS247 συνάντησε δύο από τις μπάντες που έχουν αναλάβει το βαρύ φορτίο να μεταφέρουν το ελληνικό ρεμπέτικο στα ξένα, τους “Pasa Tempo Rebetiko” και τους “Vinylio Rebetiko Blues” και προσπαθήσαμε να καταλάβουμε που οφείλεται όλη αυτή η αγάπη.
Παρηγοριά στους ξενιτεμένους νέους
Στην Ελλάδα είναι ίσως μόδα η επιστροφή στο ρεμπέτικο. Στο εξωτερικό όμως φαίνεται ότι οι λόγοι είναι ουσιαστικότεροι. “Η νοσταλγία είναι ένας πολύ ισχυρός παράγοντας που επιλέγουμε να παίζουμε ρεμπέτικα τραγούδια”, λέει η Χρύσα Καραγεωργίου που τραγουδάει εξαιρετικά για τους “Pasa Τempo”. “Νοσταλγία όχι μόνο για τη μουσική μας αλλά και για την όλη ατμόσφαιρα. Έχουμε ανάγκη στο εξωτερικό να νιώσουμε ότι είμαστε στο ταβερνάκι με την παρέα μας και ακούμε διαχρονικά τραγούδια. Τραγούδια που γράφτηκαν το 1930 και μιλούν για ξενιτιά. Σήμερα ζούμε σε μία περίοδο που η ξενιτιά βιώνεται έντονα από τους νέους. Οπότε υπάρχουν άνθρωποι εδώ, κι εγώ μέσα σ αυτούς, που όντως ζουν την ξενιτιά. Η οικονομική και κοινωνική κατάσταση εκείνης της εποχής έχει γίνει επίκαιρη ξανά”.
Οι δύο μουσικοί των Pasa Tempo, ο Μιχάλης Καρακατσάνης (μπουζούκι) και ο Θέμης Σκιαδάς(κιθάρα), μεγάλωσαν στο Βέλγιο, ήταν παιδικοί φίλοι, χάθηκαν, όμως το πάθος για το ρεμπέτικο τους έφερε πάλι κοντά. Εδώ και δύο χρόνια παίζουν σταθερά σε μαγαζιά στις Βρυξέλλες.
Οι “Vinilio” παίζουν περισσότερα χρόνια. Βασικό στέλεχος του γκρουπ είναι ο Γιάννης Σαρρής, που ξεκίνησε από την Ελλάδα μόνο με το μπούζουκι του πριν από 8 χρόνια. Στο Βέλγιο η ζωή του άλλαξε αρκετά, η αγάπη του για το μπουζούκι όμως δεν άλλαξε. Εκτός από live εμφανίσεις κάνει μαθήματα μπουζουκιού και -όπως λέει- η ζήτηση τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί πολύ. Οι άλλοι δύο μουσικοί του γκρουπ Vinilio είναι Βέλγοι. Ο Νicolas Hauzeur και ο Renaud Dardenne παίζουν κιθάρα και βιολί και αγαπούν το ρεμπέτικο σα να μεγάλωσαν με αυτό.
“Το ρεμπέτικο για έναν ευρωπαίο μουσικό είναι εξέλιξη”, εξηγεί ο Γιάννης. “Τεχνικά σε πάει σε μονοπάτια δύσκολα και είναι πάντα πρόκληση για έναν μουσικό δυτικό να καταφέρει να παίξει τη μουσική μας. Νιώθει ότι εξελίσσεται. Αυτό είναι το βασικό που ωθεί τους ξένους στο ρεμπέτικο. Είναι τόσο διαφορετικό και ενδιαφέρον γι’ αυτούς που όταν νιώθουν ότι ήρθε η ώρα να εξελιχθούν, το επιλέγουν. Είναι πάρα πολύ πλούσια η μουσική μας γι’ αυτό την λατρεύουν. Συνδυάζει το ανατολίτικο άκουσμα με το δυτικό που ήδη το ξέρουν. Οι Έλληνες μουσικοί μαθαίνουν στα δύσκολα, αυτό που λέμε “ψήνονται” με το ρεμπέτικο. Εδώ στο Βέλγιο ένας μουσικός θα παίξει συναυλιακά το πολύ μία φορά την εβδομάδα σε κάποιο μαγαζί. Οι δικοι μας οι μουσικοί μπορεί κάθε μέρα να παίζουν σε κάποιο μαγαζί στην Αθήνα, αυτό τους προσθέτει αρκετή εμπειρία, τους δίνει άλλη επαφή με τον κόσμο κι αυτό βοηθάει στην σκληραγώγηση”.
Από πλευράς του ο Θέμης των Pasa Tempo προσθέτει πως “το ρεμπέτικο είναι μία ολόκληρη σχολή που ακόμα και σήμερα διδάσκεται. Ο τρόπος που παίζονται τα τραγούδια δεν είναι απλός όπως τα λαϊκά. Είναι η βάση, είναι από εκεί που πρέπει κανείς να αρχίσει για να καταλάβει την ελληνική μουσική”.
Γιατί οι ξένοι θαμώνες γεμίζουν τα ρεμπετάδικα
Και δεν είναι μόνο οι ξένοι μουσικοί που επιλέγουν να μάθουν να παίζουν ρεμπέτικα τραγούδια. Τα μαγαζιά όταν υπάρχει live ελληνική μουσική γεμίζουν κυρίως από ξένους. “Οι άνθρωποι στο εξωτερικό πάνε σε μαγαζιά για να ακούσουν μουσική” λέει ο Γιάννης. Αυτό δεν υπάρχει πολύ στην ελληνική κουλτούρα. Ο Έλληνας πάει στο ρεμπετάδικο περισσότερο για να διασκεδάσει και λιγότερο για να ακούσει. Επειδή λοιπόν οι ξένοι έχουν συνηθίσει περισσότερο να ακούν αυτόν που παίζει και να του δίνουν σημασία, τους κάνει τρομερή εντύπωση και τους ενθουσιάζει η διαφορετική μελωδία, Πόσο μάλλον όταν έχουν την άνεση να απολαύσουν και ένα καλό φαγητό ταυτόχρονα, είναι μία εμπειρία που τους αρέσει πολύ. Επίσης αυτό που δεν έχουν συνηθίσει είναι την ιδέα του να έχεις τους μουσικούς δίπλα σου και να παίζουν για σένα χωρίς ενισχύσεις και μικρόφωνο, γιατί το ρεμπέτικο κανονικά τραγουδιέται και παίζεται χωρίς ενίσχυση. Τρελαίνονται με αυτό. Τους αρέσει η ένταση που δίνουμε, καμιά φορά λέμε ότι αυτό που θέλουν να δουν… είναι τη φλέβα του τραγουδιστή στο λαιμό να πετάγεται, αλλιώς δεν ευχαριστιούνται!”.
“Κάποιοι έρχονται και με ρωτούν αν είναι στην κουλτούρα μας να υπάρχει ζωντανή μουσική στις ταβέρνες την ώρα του φαγητού. Τους φαίνεται παράξενο. Λένε ότι στην δική τους κουλτούρα είναι στα εστιατόρια να τρώνε χωρίς να κάνουν φασαρία, πόσω μάλλον να τραγουδούν και να χορεύουν”, προσθέτει η Χρύσα ενώ ο Μιχάλης επισημαίνει πώς σταδιακά αλλάζει η αντίληψη για την ελληνική μουσική στο εξωτερικό.
“Οι Βέλγοι και γενικά οι ξένοι έχουν μάθει ότι η ελληνική μουσική εξαντλείται στον ‘Ζορμπά’. Τις προηγούμενες δεκαετίες στο Βέλγιο στα ελληνικά μαγαζιά άκουγαν μόνο συρτάκι και έσπαγαν πιάτα. Όμως τώρα μαθαίνουν ότι υπάρχει κάτι άλλο που εκφράζει πάρα πολλά πράγματα και πάρα πολλά συναισθήματα. Όσο τους εξηγούμε τι σημαίνουν τα τραγούδια τόσο περισσότερο τους αρέσουν” υποστηρίζει ο Μιχάλης.
“Υπάρχουν νέα παιδιά Βέλγοι που ακούνε Brel και δεν ξέρουν ποιος είναι» συμπληρώνει ο Θέμης. “Ενώ δεν υπάρχουν πολλά ελληνόπουλα που να μην ξέρουν τον Τσιτάνη ή τον Χιώτη. Οι Έλληνες μεγαλώνουμε ακόμα μέσα στα σπίτια μας με αυτά τα τραγούδια”.
Επιστροφή στα παλιά
Είναι η κρίση που μας κάνει να επιστρέφουμε στα παλιά; Η κοινωνία σίγουρα έχει μνήμη και αποθέματα και η κρίση έπαιξε το ρόλο της στο να θέλουμε να επιστρέψουμε. “Κάποια πράγματα εκφράστηκαν τόσο δυνατά εκείνη την εποχή που νιώθουμε την ανάγκη να γυρίσουμε πίσω και να το ψάξουμε. Είναι μία πάρα πολύ δύσκολη εποχή και το ρεμπέτικο πιάνει πάρα πολλές γωνιές έκφρασης της κοινωνίας και του αναβρασμού”, λέει η Χρύσα και προσθέτει.
“Δεν είναι τυχαίο που γυρίσαμε στο ρεμπέτικο. Κάποτε οι Έλληνες έρχονταν εδώ, έπαιρναν το τρένο κι έκαναν μέρες να φτάσουν για να δουλέψουν στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου. Οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να έκαναν 20 χρόνια να δουν τους δικούς τους. Το ρεμπέτικο λοιπόν εκφράζει μία τέτοια εποχή ξενιτιάς. Εμείς δεν το ζούμε τόσο έντονα, αλλά είναι μερικά τραγούδια και σε αγγίζουν που σου μεταφέρουν αυτά τα βιώματα”.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι όσοι αγαπούν το ρεμπέτικο απολαμβάνουν το τραγούδι και την καλή παρέα. “Αυτό μας μένει στο τέλος της ημέρας για να περάσουμε καλά και να αποφορτιστούμε, να ακούσουμε τις πενιές μας και να ξεχαστούμε”, λέει ο Γιάννης.
Η αναβίωση του ρεμπέτικου στην καρδιά της Ευρώπης δεν περιορίζεται μόνο στα μουσικά σχήματα. Το βιβλίο κόμικ “Ρεμπέτικο, το κακό βοτάνι” κυκλοφορεί στο Βέλγιο σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Ο συγγραφέας David Prudhomme έχει μεταφέρει ένα μέρος της ιστορίας του ρεμπέτικου τραγουδιού σε κόμικ στα γαλλικά και τα φλαμανδικά. Πρωταγωνιστές ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Μπάτης και άλλοι της εποχής που μπλέκονται σε διάφορες περιπέτειες στους τεκέδες του Πειραιά.