Μηχανή του Χρόνου: Έφτιαξαν δική τους θρησκεία και σκότωναν τους άπιστους
Το παρανοϊκό ζευγάρι του Σαν Φραντσίσκο που δημιούργησε δική του θρησκεία, προχώρησε σε δολοφονίες "απίστων" και οργάνωνε το φόνο του Αμερικανού προέδρου που το όνομά του ήταν... "σατανικό"
- 26 Οκτωβρίου 2015 07:29
Στις 6 Μαρτίου του 1981, εντοπίστηκε το πτώμα της 23χρονης Κέριν Μπαρνς στο Σαν Φρανσίσκο. Ήταν στο πάτωμα του διαμερίσματός της, καλυμμένο με ένα άσπρο σεντόνι. Είχε μαχαιρωθεί 13 φορές, αλλά το θανατηφόρο χτύπημα ήταν από ένα τηγάνι, που ράγισε το κρανίο της. Στους τοίχους ήταν ζωγραφισμένα μυστικιστικά σύμβολα και ένα όνομα. «Σούζαν». Κανένα άλλο στοιχείο δεν βρέθηκε. Τα χρήματά της δεν είχαν κλαπεί, η κοπέλα δεν είχε βιαστεί και η αστυνομία δεν μπορούσε να εντοπίσει ούτε καν το κίνητρο του δράστη.
Η έρευνα ήταν στο σκοτάδι, μέχρι που έμαθαν ότι η κοπέλα φιλοξενούσε ένα ζευγάρι «χίπηδων» τον τελευταίο μήνα της ζωής της. Το όνομα που έδωσαν οι γείτονες ήταν Μάικλ και Σούζαν Μπερ. Μετά από έρευνα, αποκαλύφθηκε πως τα πραγματικά τους ονόματα ήταν Τζέιμς και Σούζαν Κάρσον. Γνώρισαν την Κέριν σε ένα πάρτι, της πρόσφεραν ναρκωτικά και άρχισαν να της μιλάνε για την εναλλακτική θρησκεία τους, ένα είδος ισλαμισμού που είχαν δημιουργήσει οι ίδιοι. Η κοπέλα εντυπωσιάστηκε από την πνευματικότητα του ζευγαριού και τους προσέφερε στέγη. Ένα μήνα μετά τη φιλοξενία ήταν νεκρή.
Ο Μάικλ και η Σούζαν είχαν μία συνηθισμένη ζωή πριν γνωριστούν. Η Σούζαν γεννήθηκε το 1941 στην Αριζόνα. Η μεγαλοαστική οικογένειά της της προσέφερε κάθε πολυτέλεια και η παιδική της ηλικία ήταν ειδυλλιακή. Παντρεύτηκε μικρή, απέκτησε παιδιά και ζούσε σαν μία παραδοσιακή νοικοκυρά, αλλά αυτό δεν την ικανοποιούσε. Από μικρή ήταν πεπεισμένη ότι μπορούσε να προβλέψει το μέλλον και να επικοινωνήσει με πνεύματα. Τη δεκαετία του ’60, οι τρομερές κοινωνικές αλλαγές της προσέφεραν τη διέξοδο που ζητούσε. Βρήκε παρηγοριά στα ναρκωτικά και τον ελεύθερο έρωτα των χίπηδων. Πήρε διαζύγιο, εγκατέλειψε τα παιδιά της και αφοσιώθηκε στην καλλιέργεια των «πνευματικών της ικανοτήτων». Ανέπτυξε μία δική της εκδοχή του Ισλάμ, που διατηρούσε την έννοια της τζιχάντ, του ιερού πολέμου, αλλά όριζε εκείνη ποιος ήταν άπιστος κι έπρεπε να εξοντωθεί. Συνήθως, όποιος διαφωνούσε μαζί της ή την ανταγωνιζόταν, ήταν άπιστος. Για να δικαιολογήσει την εκδικητική της μανία, αποκαλούσε τους άπιστους «μάγους» και τους παρουσίαζε ως άτομα με σατανικές δυνάμεις.
Το 1980 γνώρισε και παντρεύτηκε τον Τζέιμς Κάρσον, που ήταν εννιά χρόνια μικρότερός της. Ο Κάρσον είχε σπουδάσει κινέζικη φιλολογία και για πέντε χρόνια μεγάλωνε την κόρη του, ενώ η σύζυγός του δούλευε για να συντηρήσει την οικογένεια. Χώρισαν όταν ο Κάρσον άρχισε να παθαίνει κρίσης οργής, παρασυρμένος κι αυτός από τα ναρκωτικά που τον επηρέαζαν αρνητικά. Όταν γνώρισε τη Σούζαν η έλξη ήταν αμοιβαία. Η Σούζαν έγινε η ανεπίσημη αρχηγός με τον Ντάνιελ να ακολουθεί πιστά τις διαταγές της. Άλλαξε μέχρι και το όνομά του σε Μάικλ, όταν του το ζήτησε, για να έχει το όνομα του Αρχάγγελου που κυνηγούσε τα δαιμόνια. Ήταν λοιπόν ο αρχάγγελος Μιχαήλ. Τον Μάρτιο του 1981 η Σούζαν ένιωσε να απειλείται από τη όμορφη, νεαρή Κέρι Μπαρνς, που ίσως να είχε τραβήξει το ερωτικό ενδιαφέρον του Μάικλ. Η Σούζαν τότε του εξήγησε ότι η Μπαρνς ήταν μάγισσα, που προσπαθούσε να την αποδυναμώσει. Απορροφούσε τη νιότη και την ομορφιά της. Ιερό του καθήκον ήταν να τη σκοτώσει για να απαλλάξει τον κόσμο από τη σατανική αυτή γυναίκα. Ο Ντάνιελ τη σκότωσε, χτυπώντας τη στο κεφάλι με ένα τηγάνι. Η Σούζαν τη μαχαίρωσε. Την επόμενη μέρα, είχαν εξαφανιστεί.
Οι φυγάδες
Για να αποφύγουν την έρευνα της αστυνομίας, κρύφτηκαν για μήνες σε μια καλύβα στο δάσος. Επιβίωσαν με ελάχιστο φαγητό, αλλά τεράστιες ποσότητες ναρκωτικών. Έφυγαν όταν τους ανακάλυψε ο δασοφύλακας και έμειναν προσωρινά σε έναν γνωστό τους, μέχρι που τους έδιωξε κι αυτός. Τελικά κατέληξαν σε μια παράνομη χασισοφυτεία, όπου βρήκαν δουλειά ως καλλιεργητές. Ένα βράδυ η Σούζαν μάλωσε με έναν από τους εργάτες, τον Κλαρκ Στίβενς, και για να τον εκδικηθεί, διέταξε τον Μάικλ να τον σκοτώσει. «Είναι κι αυτός άπιστος» του είπε, γιατί της μίλησε υποτιμητικά. Τον σκότωσαν και τον έθαψαν μακριά από την παράνομη φυτεία, στο δάσος κάτω από την κοπριά που είχαν για λίπασμα.
Το πτώμα ανακαλύφθηκε λίγες μέρες αργότερα, όταν ένας σκύλος ξέθαψε το κρανίο, και αμέσως βγήκε εντολή σύλληψης για το ζευγάρι, που είχε κρυφτεί στο δάσος του Σαν Φρανσίσκο. Καθώς περπατούσαν, άκουσαν την αστυνομία να πλησιάζει και πανικοβλήθηκαν. Χωρίστηκαν και άρχισαν να τρέχουν, ενώ ο Μάικλ πέταξε μακριά τη τσάντα του. Τελικά, όπως αποδείχτηκε, η αστυνομία έψαχνε τα ίχνη ενός άλλου άντρα. Βρήκε όμως τη τσάντα του Μάικλ, η οποία περιείχε διάφορες προκηρύξεις που είχε γράψει, ανακοινώνοντας τα σχέδιά του να σκοτώσει επιφανείς πολιτικούς και δημοσιογράφους των ΗΠΑ. Ο Μάικλ πίστευε ότι ο Θεός τον είχε διατάξει να σκοτώσει τον Ρόναλντ Γουίλσον Ρήγκαν και τον παρουσιαστή Τζόνι Γουίλιαμ Κάρσον, επειδή τα ονόματά τους (στα αγγλικά) είχαν το καθένα από έξι γράμματα, σχηματίζοντας τον αριθμό «666».
Η παρ’ ολίγον σύλληψη
Το ζευγάρι χωρίστηκε και ο Μάικλ κατέληξε στο Λος Άντζελες, όπου συνελήφθη τυχαία, επειδή έμοιαζε με έναν βιαστή που έψαχνε η αστυνομία. Είχα πάνω του όπλο, το οποίο πρόλαβε να κρύψει στο περιπολικό, χωρίς να τον πάρουν είδηση. Τελικά αφέθηκε ελεύθερος, όταν το θύμα δεν τον αναγνώρισε. Οι αρχές δεν αντιλήφθηκαν ποτέ ποιος ήταν, αν και είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψής του, αφού είχαν ταυτοποιήσει τα δακτυλικά αποτυπώματα από τις προκηρύξεις με αυτά που βρέθηκαν στο πτώμα του Κλαρκ Στίβενς. Φυσικά, δεν υπήρχε η σύγχρονη μηχανοργάνωση και οι αστυνομικοί τον άφησαν ελεύθερο.
Ο Μάικλ ξαναβρήκε τη Σούζαν και μαζί έκαναν ωτοστόπ για να φύγουν απ’ την Καλιφόρνια. Σταμάτησε και τους πήρε ο οδηγός νταλίκας Τζον Χίλγιαρ, που έγινε το τρίτο και τελευταίο θύμα τους, επειδή, όπως ισχυρίστηκε η Σούζαν, προσπάθησε να την κακοποιήσει σεξουαλικά. Τον σκότωσαν στην άκρη του δρόμου και διέφυγαν με το φορτηγό. Τους πρόλαβε όμως η αστυνομία, η οποία είχε ειδοποιηθεί από μάρτυρες που είδαν τη δολοφονία του Χίλγιαρ. Ο Μάικλ και Σούζαν Κάρσον συνελήφθησαν στις 12 Ιανουαρίου του 1983, δύο χρόνια αφότου σκότωσαν για πρώτη φορά. Δέχτηκαν να ομολογήσουν, μόνο αν τους επιτρεπόταν να δώσουν συνέντευξη τύπου για να εξηγήσουν τους λόγους που τους οδήγησαν στο να σκοτώσουν. Οι αρχές συμφώνησαν και ο Μάικλ έδωσε μία εξάωρη συνέντευξη. Μιλούσε με ασυναρτησίες, δεν έβγαζε κανένα νόημα και ούτε προσπάθησε να απολογηθεί. Επαναλάμβανε μόνο ότι όλα τα θύματα ήταν μάγισσες και τους άξιζε ο θάνατος. Οι «κυνηγοί μαγισσών» καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 75 ετών, χωρίς να ζητήσουν ποτέ συγγνώμη για τα εγκλήματά τους.