ΟΤΑΝ Ο ΒΕΝΑΡΔΟΣ ΧΤΥΠΟΥΣΕ ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΑΒΒΑΘΑ
H Σοφία Καββαθά, η συν-εκδότρια των 4Τροχών, θυμάται την ημέρα που ο είδε για πρώτη φορά τον Θόδωρο Βενάρδο από κοντά και αφηγείται την οικογενειακή περιπέτεια που έφερε η συνάντηση αυτή
Το ’73… ’74… (έτσι κι αλλιώς οι χρονιές στη δικτατορία ήταν όλες ίδιες) περνάει αργά, αλλά οι πολίτες ψιθυρίζουμε δυναμικά: «είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς». Στο διαμέρισμά μας στο Παγκράτι χτυπάει το κουδούνι, και δεν είναι η αστυνομία να μας συλλάβει, αλλά ο… Θόδωρος Βενάρδος, ο ληστής με τις γλαδιόλες, όπως τον αποκαλούσαν οι εφημερίδες. Έμπαινε όπου και όποτε ήθελε και τάραζε τα βρομόνερα της χούντας, και χούντα λέμε τη δικτατορική παράτα της 21ης Απριλίου που είχαν βαφτίσει «επανάσταση». Ο νέος με τις γλαδιόλες μπήκε έως και μέσα σε στρατόπεδο και ανατίναξε τα πυρομαχικά, κι αναρωτιέμαι σήμερα αν τότε ο Βενάρδος ήταν «τρομοκράτης» ή Ρόμπιν Χουντ. Κι οι πονηροί, κοντοί, άσχημοι, κακόγουστοι, κομπλεξικοί δικτατορίσκοι και τα τσιράκια τους άρχισαν τoν πονηρό πόλεμο, τον μόνο που ξέρουν να κάνουν, διαδίδοντας ότι ο Βενάρδος είχε σκοτώσει δύο ηλικιωμένους για να τους πάρει την υψηλή -όπως πάντα στην Ελλάδα- σύνταξη ή πως λήστευε τις τράπεζες για να ζει πλούσια και να κάνει αποταμίευση.
Όμως, πίσω στο διαμέρισμα και στο κουδούνι που χτυπάει μια Κυριακή στο διαμπερές δυάρι του τέταρτου ορόφου στην Αντήνορος όπου μένει η οικογένεια Κ.Κ. Στο θυροτηλέφωνο ρωτάω: «Ποιος είναι;». «Τον κύριο Καββαθά ζητάω» μου λένε. «Δεν είναι εδώ…» « Κυρία Καββαθά, έφερα τις φωτογραφίες από το σημερινό Τατόι για να τις δώσω στον κύριο Καββαθά. Μου ανοίγετε, παρακαλώ, να σας τις αφήσω. Τις χρειάζεται για το περιοδικό χτες, αν ήταν δυνατόν.»
«Ανοίγω… Στον τέταρτο είμαστε.» Το πλυντήριο των ρούχων, Calor θυμάμαι, γουργουρίζει, στην κουζίνα ετοιμάζεται κάτι… να φάμε και το πικάπ παίζει, όπως πάντα, για να ξεχνιέμαι δουλεύοντας και στο σπίτι ότι η ζωή και η Κυριακή είναι μόνο μία. Ντριν, ντριν. Ανοίγω. Με το άνοιγμα της πόρτας και τη διαφορά του φωτισμού, το πρώτο που πιάνω είναι μια θαυμάσια μυρωδιά καθαριότητας και ευπρέπειας. Και μετά προσαρμόζονται τα απροσάρμοστα στην πραγματικότητα μάτια μου, και βλέπω μπροστά μου έναν περιποιημένο νεαρό κύριο. «Γεια σας, γεια σας… Μου δίνετε τις φωτογραφίες, παρακαλώ, γιατί η χύτρα σφυρίζει;» «Μπορώ να περάσω; Ξέρετε, δεν μπορώ να μένω στο διάδρομο. Με ψάχνει η αστυνομία. Είμαι ο Θόδωρος Βενάρδος.» Ψιλοχαμογελάω, και λέω: «Κι εγώ είμαι η Γκαλίνα Ουλάνοβα, αλλά έχω δουλειές και είμαι μόνη στο σπίτι». «Κυρία Καββαθά, είμαι ο καταζητούμενος Βενάρδος. Σας ορκίζομαι ότι κινδυνεύω. Μη φοβάστε, δεν έχω τίποτα επάνω μου, και, όπως βλέπετε, δε σας έφερα ούτε καν γλαδιόλες. Μόνο ένα γράμμα για τον κύριο Καββαθά. Δεν κινδυνεύετε από μένα. Κοιτάξτε», κι ανοίγει το σακάκι (φορούσε ένα ωραίο κοστούμι), για να δω ότι δεν οπλοφορεί. «Όποιος κι αν είστε και ό,τι κι αν θέλετε, εγώ είμαι φοβητσιάρα και μπορεί να βάλω τις φωνές και να σας κάνω κακό, και δεν το θέλω. Δώστε μου το γράμμα και φύγετε». Και να… το στοιχείο της πλοκής που δημιουργεί τραγωδίες, σενάρια, μυθιστορήματα, αλλά, όταν το ζεις στην πραγματικότητα και με δικτατορία, θες και ν’ αντισταθείς, και δεν το θες, αλλά σαν τρελός σκέπτεσαι πως πρέπει να το κάνεις.
Το φωτάκι του ασανσέρ ανάβει, ζωντανεύει μέσα μου την πραγματικότητα και την ηθική. Σταματάω να τρέμω, και με σταθερή φωνή λέω: «Ελάτε μέσα». Who am I? Εγώ, η grande φοβητσιάρα, που όπου βρίσκομαι μόνη διπλοκλειδώνομαι και αμπαρώνομαι, να κάθομαι στον ίδιο χώρο με τον Βενάρδο. Ευτυχώς, δε διαβάζω ποτέ αστυνομικά ρεπορτάζ και δεν ήξερα πολλά για τη δράση του, και ήταν και δικτατορία, και μου άρεσε και να της τη φέρω. Ζητάω συγγνώμη και τηλεφωνώ στον Κ.Κ., που ήταν σε φιλικό σπίτι. «Τι θέλεις πάλι, Σοφία;». Ευτυχώς, το «Σοφία» δε με αφορά, έχω και την αγωνία μου, δε δίνω σημασία στο ύφος, και κατηγορηματικά (σπάνιο για μένα) λέω: «Έλα αμέσως, δε γίνεται αλλιώς. Είναι κάποιος εδώ και θέλει μόνο εσένα». Το πώς πέρασαν τα 20-30 αιώνια εκείνα λεπτά του χρόνου δεν είναι της ώρας. Ξεκάθαρα, όμως, μου λέει ότι θέλει να απομυθοποιήσει-γελοιοποιήσει το δικτατορικό στρατιωτικό καθεστώς με τις πλάτες της αστυνομίας και των καλοβολεμένων οικονομικά από το καθεστώς και τον τρόπο διοίκησής του επί του προκειμένου. Για παράδειγμα, και από το χώρο μας, το χώρο του αυτοκινήτου, που τον ζήσαμε πολύ καλά και επί 7 (7χρονη η δικτατορία). Στα προϊόντα που μείωσε τις εισαγωγές τους ήταν και το αυτοκίνητο. Έτσι, η έλλειψη αυτή έφερε στην αγορά αυτοκινήτου τόκους-τοκογλυφικούς και 40% στις αγορές με γραμμάτια ΚΑΙ καπελάκι έως ημίψηλο για τη συντομότερη παράδοσή του. ΠΟΛΛΑ ΗΤΑΝ ΤΑ ΛΕΦΤΑ.
Χτυπάει το κουδούνι, ακούω τον Κώστα. Ανοίγω, το ασανσέρ ανεβαίνει, σταματάει, ανοίγει η πόρτα του ασανσέρ και του σπιτιού, μικρός ο κοινόχρηστος χώρος, βγαίνουν σ’ αυτόν ο Θ.Β. από το διαμέρισμα, ο Κ.Κ. και το φιλικό ζευγάρι από το ασανσέρ, περνούν οι φίλοι μέσα, κλείνω εγώ την πόρτα μας και μένουν έξω οι δύο. Ο Κώστας Καββαθάς κι ο Θόδωρος Βενάρδος. Χτύπημα στην πόρτα, μπαίνει ο Κ.Κ., την έκφρασή του δεν τη θυμάμαι, γιατί είχαμε ενημέρωση του συμβάντος με τους φίλους που ήρθαν μαζί, και μας λέει: «Μου ζήτησε να μου δώσει ένα γράμμα που το απευθύνει σε εμένα να το δημοσιεύσω στο περιοδικό. Είναι αναγνώστης και γνωρίζει τη μαχητικότητα του Κ.Κ.». Του λέω κι εγώ ότι το περιοδικό θα αργήσει να κυκλοφορήσει και δεν έχει και μεγάλη κυκλοφορία, όπως η εφημερίδα «Τα Νέα», ας πούμε, που είναι πρώτη σε κυκλοφορία. Κι αφού ακούμε τον Κώστα, μπαίνει το ερώτημα (δικτατορία πάντα) «τώρα τι κάνουμε;». Το άτομο καταζητείται, οι πολίτες έχουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις, όπως να τον καταδώσουν και να μεταφέρουν κάθε πληροφορία. Αν όχι, είναι συνένοχοι.
Τα τσιγάρα ανάβουν (τότε καπνίζαμε όλοι, και ο Κ.Κ.), και πέφτει το θέμα στο τραπέζι. Λέω εγώ, που το σκεφτόμουν αρκετή ώρα πριν από τους άλλους και με κάποιες γνώσεις επί του θέματος παραπάνω: «Αφήνουμε να περάσει εύλογος χρόνος, να αλλάξει περιοχή ο καταζητούμενος, για να ισχυριστούμε ότι έπαθα σοκ από το φόβο μου, λιποθύμησα, κι όλα τα υπόλοιπα που χρειάστηκαν να γίνουν για να συνέλθω ροκάνισαν το χρόνο». Ένσταση από τη φίλη του φίλου, η οποία ήταν σε διάσταση και δεν ήθελε να δημοσιοποιηθεί ότι συνοδευόταν από άλλον, και γι’ αυτό δε θά ’πρεπε να το αναφέρουμε στην αστυνομία.
«Τι είναι αυτά;» λέει ο Κ.Κ. «Το γράμμα απευθύνεται σ’ εμένα, θα έχει τ’ όνομά μου. Πώς θα το κρύψουμε;» Κλάμα η άλλη, γιατί ο πρώην άντρας της θα της έπαιρνε την κόρη, αν μαθευόταν ο δεσμός της, και αρχίζει το «ναι-όχι-πώς-όχι-όχι». «Θα ορκιστούμε εδώ και τώρα ότι δε θα πούμε τίποτα, ότι δεν ήρθε ποτέ» ακούγεται ο φίλος, σαν να είμαστε σε προσκοπική εκδρομή και δίνουμε όρκο μυστικότητας. Σε δύσκολη θέση ο Κώστας, λόγω του παιδιού κτλ., συμφωνεί όχι να ορκιστούμε, αλλά να το ξεχάσουμε. Εμείς το ξεχάσαμε, εκείνο όμως δε μας ξέχασε. Κι αρχίζει το θρίλερ των συνεπειών με την Ασφάλεια Αθηνών.
… και μια ημέρα κυκλοφορούν τα
«Νέα» με την επιστολή του Βενάρδου, που αρχίζει «Αγαπητέ Κώστα», στον οποίο απευθυνόταν. O «Κώστας», ο
Κώστας Καββαθάς δηλαδή, γίνεται κέντρο ενδιαφέροντος για την Ασφάλεια Αθηνών επί δικτατορίας. Σε μία εβδομάδα (τόσο χρειάστηκε να φτάσουν στον Κ.Κ. οι μυστικές και φανερές υπηρεσίες) αρχίζουν τα τηλεφωνήματα από την Ασφάλεια Αθηνών στα γραφεία. Στο πρώτο ο Κ.Κ. είναι στο εξωτερικό, και όταν γυρίζει παίρνει το μήνυμα της αγωνίας που είχε αφήσει η Ασφάλεια. Όταν επιστρέψει να μιλήσει με τον… δε θυμάμαι το όνομά του. Κι αρχίζει το σκηνικό.
Να τον ζητούν, και το πράγμα να σφίγγει σαν βρόγχος. Στο χρονικό διάστημα που είχε μεσολαβήσει, το είχα συζητήσει με τον πατέρα μου, που ήταν δικηγόρος, και μου είχε πει ότι η μεγαλύτερη βλακεία που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να τον κρύβαμε. Γιατί, ακόμα κι αν συλλάμβαναν τον Βενάρδο και τον πίεζαν, θα έλεγε ότι ο Κώστας δε δέχτηκε το γράμμα, άρα δεν είχε καμία συμμετοχή. Η αγωνία της αναμονής και της εξέλιξης πολλαπλασίαζε το χρόνο, κάνοντάς μας να νιώθουμε το λεπτό της ώρας χρονιά ολόκληρη. Κι έτσι, σαν… υπνοβάτης του μεσημεριού, τηλεφωνώ σε έναν καλό μας φίλο αστυνομικό στην Κρατική Ασφάλεια, όπως την έλεγαν τότε, που στεγαζόταν στο σημερινό attica. Τον βρίσκω στο σπίτι του, όπου πηγαίνω. Του λέω τα πράγματα πώς έχουν και τη βλακεία να κρύψουμε τον ερχομό του Βενάρδου στο σπίτι μας. Παίρνει τον Κ.Κ. στο γραφείο, του λέει να πάμε όλοι μαζί στην
Ασφάλεια Αθηνών και θα τηλεφωνήσει εκείνος στο διευθυντή και συνάδελφό του. Τηλεφωνεί στο διοικητή, του λέει την ιστορία και τον ακούω εγώ η ίδια να ορκίζεται ως αστυνομικός ότι ήταν φόβος και βλακεία να το κρύψουμε και ότι δεν έχουμε καμία άλλη σχέση μαζί του.
Πάμε στη
Μεσογείων, στην Ασφάλεια, όπου έχουν δώσει ραντεβού με τον Κ.Κ. Φτάνουμε πρώτοι, περιμένουμε στο αυτοκίνητο, και, όταν εμφανίζεται ο Κώστας με τη μηχανή, βγάζει το κράνος, το αφήνει στο αυτοκίνητο του φίλου και παίρνουμε και οι τρεις μαζί το διάδρομο του Γολγοθά, που τον όριζαν αστυνομικοί πιασμένοι μεταξύ τους αγκαζέ, δημιουργώντας έτσι ένα φράγμα έως την κεντρική είσοδο της Ασφάλειας. Σαν ρομπότ, χωρίς να αισθανόμαστε τίποτα, ούτε φόβο (αυτό το είχαμε ζήσει όλες τις προηγούμενες ημέρες), με γρήγορο βήμα και πολλούς συνοδούς, ανεβαίνουμε στον πρώτο όροφο και περιμένουμε. Βγαίνει από το γραφείο του διοικητή ο φίλος Α.Κ., χαιρετά και φεύγει. Καλούν τον Κώστα πρώτα, και εγώ απέξω με ένστολη παρεούλα περιμένω με αγωνία τη συνέχεια, αρχίζοντας πάλι να νιώθω την πραγματικότητα. Η ώρα περνάει ή δεν περνάει, και έρχεται η στιγμή να μπω στο γραφείο της ανάκρισης. Κι αρχίζουν τα διάφορα ανακριτικά κολπάκια, όπως κατά τη διάρκεια της αφήγησης να με διακόπτουν έντονα κι άγρια ρωτώντας με άσχετα με την αφήγηση…
-Το αυτοκίνητο ήταν κόκκινο
– Όχι. Το αυτοκίνητό μου είναι λευκό.
– Τα λεφτά που σου έδωσε τα είχε βάλει σε εφημερίδες.
– Δε μου έδωσε λεφτά, ούτε εφημερίδες, ούτε το χέρι του να με χαιρετήσει.
Με τέτοιες ερωτήσεις, άσχετες με τη ροή της αφήγησης μου, έβγαινε κάτι σαν αστυνομικίστικη μαγκιά της δικτατορικής εξουσίας, χωρίς ίχνος ευφυΐας που πιθανώς χρειάζεται μια ανάκριση. Τον Κώστα δεν τον ξαναείδα όταν με άφησαν να φύγω, και κατάλαβα ότι ήταν κρατούμενος. Κι όντως, κρατήθηκε για 14 ημέρες σ’ ένα κελί της Ασφάλειας Αθηνών. Σε λαμαρινένια κελιά, που με τον καυτό ήλιο γίνονταν ανθρώπινοι φούρνοι και οι κρατούμενοι… ψητά. Η ζωή τραβά την ανηφόρα, κι εμείς κουπί χωρίς γάντια.
Ευτυχώς, ενδιαφέρθηκαν τότε ο πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, ο
Χρήστος Πασαλάρης, και ο αρχίατρος ο μακαρίτης ο
Βασίλης Σπανός και πήγαν στο γραφείο του διοικητή εξηγώντας με κάθε τρόπο το λόγο που ένας δημοσιογράφος δεν αποκαλύπτει ή «καρφώνει», ιδιαίτερα κάποιον που δεν είχε βλάψει κανέναν. Ο διοικητής αποφάσισε πως τις ώρες λειτουργίας των γραφείων δεν έμενε στο κελί, αλλά σε… γραφείο! Του είχαν πάρει τα πάντα, ρολόι, στιλό, ακόμα και τα φάρμακα, τα οποία κρατούσαν και έδιναν οι αστυνομικοί. Και το βράδυ τον ανέβαζαν στο κελί, για να τον κατεβάσουν την άλλη ημέρα. Και την τρίτη ή τέταρτη ημέρα με καλούν για την έγγραφη-ένορκη κατάθεση. Πάω με τον πατέρα μου. Μπαίνοντας στο γραφείο των ανακριτών, τελευταία του συμβουλή ήταν: Εδώ μέσα δεν υπάρχεις, παρά μόνο αν το θέλουν. Δεν υπάρχει ούτε νόμος, ούτε ιερό, ούτε όσιο. Πρόσεχε, παιδί μου, να γράφουν αυτά που τους λες, κι όχι άλλα. Δε θα σου δώσουν το κείμενο να το διαβάσεις μετά. Μόνο θα το υπογράψεις. Πρόσεχε, έχε τα μάτια σου 14. Τι λες, πώς το λες και τι γράφεται από αυτούς. Εντάξει, πέρασε κι αυτό. Και την άλλη ημέρα, την Κυριακή, που πήγα να τον δω, μου ζητήθηκε να μπω σε έναν υπόγειο, βρομερό χώρο, με ένα σωρό γυναίκες που τις είχαν συλλάβει, να τους κάνω εγώ σωματικό έλεγχο, γιατί δεν υπήρχε αστυνομικίνα στην κυριακάτικη βάρδια. Δικτατορία, βλέπετε, ό,τι γούσταραν έκαναν.
Κι έρχεται η ημέρα που το μεγάλο γκρουπ των προφυλακισμένων στα κελιά της ταράτσας, των εχόντων σχέση, κατά τη γνώμη τους, με τις πράξεις του Θ.Β., περνά την έξοδο της Ασφάλειας, για να μπει στην κλούβα. Βλέπω τον Κώστα από μέσα κι είναι μια εικόνα που ποτέ δε θα φύγει από τα μάτια μου. Συναντιόμαστε στο γραφείο του Τσεβά, του δικαστικού που θα έκρινε ποιος θα προφυλακιζόταν και ποιος όχι. Στο
Fiat Autobianchi Abarth εγώ με το ροζ πάνθηρα στην πόρτα του οδηγού και τον πατέρα μου στη διπλανή θέση, πίσω από την κλούβα, με τον Κώστα να μας κοιτάει από το πίσω κάθισμα (της κλούβας), φτάνουμε στον τελικό προορισμό. Κατεβαίνουν με χειροπέδες όλοι, και ο Βενάρδος με αλυσίδες σε λαιμό, χέρια και πόδια, και μπαίνουμε σε ένα χώρο που στην πραγματικότητα χωρούσε τους μισούς. Η ζέστη αφόρητη, όπως και η πίκρα από την εικόνα των υποψήφιων σε φυλάκιση και την έκφρασή τους, που έγραφε έντονα την ανασφάλεια και την αγωνία, όπως πάντα σε αντίθεση με την έκφραση των φορέων της εξουσίας, που εκπέμπει έντονα τη σιγουριά της υπεροχής. Στην έδρα ο
Τσεβάς, στην αίθουσα κάτω ο
Λάζαρος Μπλέτσας, ο πατέρας μου. Ακούγεται το όνομα «Ευάγγελος-Κωνσταντίνος Καββαθάς». Σπρώχνοντας-φωνάζοντας-χειρονομώντας, ο πατέρας μου φτάνει μπροστά στον εισαγγελέα
Τσεβά, λέει τα διάφορα που λέγονται και κλείνει με το: «Ο
Ευάγγελος-Κωνσταντίνος Καββαθάς είναι γαμπρός μου, τον γνωρίζω καλά και δεν έχει καμία σχέση ουσίας με το γεγονός. Τώρα γιατί δεν ενημέρωσε την αστυνομία, λιποθύμησε η κόρη μου από το φόβο της και πέρασε η ώρα! Με την καθυστέρηση σκέφθηκαν ότι θα είχαν συνέπειες και το άφησαν. Ούτε σε εμένα, που είμαι γονιός και δικηγόρος, το είπαν. Και δίνω το λόγο της προσωπικής και επαγγελματικής μου τιμής ότι είναι έτσι. Και επειδή στο γραφείο μου κάνατε, κύριε εισαγγελέα, την άσκησή σας, γνωρίζετε την εντιμότητά μου προσωπικά».
Τι να πω τώρα… Τελικά, αν δεν ήταν ο μοναδικός ο Κ.Κ., δεν ήταν πάνω από 5 οι μη προφυλακισθέντες από τους 30. Φτάνουμε στο σπίτι, μέναμε πλέον στη Βούλα τότε, ο πρώην κρατούμενος βγάζει όλα, μα όλα του τα ρούχα και ανεβαίνει στις ξαπλώστρες της ταράτσας, να τον φυσάει ο αέρας και τα μάτια να μη σταματούν σε κοντινούς τοίχους και λαμαρίνες, αλλά να φεύγουν στον ουρανό και στη θάλασσα. Ελεύθερος και μ… όπως έλεγε ο ίδιος την εξέλιξη της απόκρυψης της συνάντησης με τον Θ.Β.
– Τα άρθρα της Σοφίας Καββαθά φιλοξενήθηκαν στα τεύχη Μαϊου και Ιουνίου του 2010 στο περιοδικό 4Τροχοί με αφορμή την συμπλήρωση 40 χρόνων από την έκδοση του πρώτου τεύχους του περιοδικού.
Ο Βενάρδος μετά από την επαφή του με τον Κώστα Καββαθά επικοινωνεί τηλεφωνικά με τον δημοσιογράφο Νίκο Καμπάνη των Νέων και τον ενημερώνει ότι θα τον επισκεφθεί στο σπίτι του για να παραδώσει μία επιστολή προς δημοσίευση. Σύμφωνα με την ιστορία, όπως την αφηγήθηκε στο Weekend Edition του news247 o Πάνος Σόμπολος φίλος και συνάδελφος του Καμπάνη ο τελευταίος δεν πίστεψε τον μετέπειτα “ληστή με τις γλαδιόλες”. Μάλιστα η ιστορία έχει και μία σύμπτωση καθώς σε θεατρικό που είχε ανεβάσει ο Καμπάνης συμμετείχε ως ηθοποιός η Αννίτα, η αδελφή του Βενάρδου.
Ο Βενάρδος χτύπησε το κουδούνι του θυροτηλέφωνου του δημοσιογράφου των Νέων ο οποίος αρνήθηκε να το παραλάβει και του ζήτησε να το αφήσει στο γραμματοκιβώτιο του. Όταν Καμπάνης βγήκε στο μπαλκόνι του για να δει τον άνθρωπο που συνομιλούσε είδε τον Βενάρδο μεταμφιεσμένο σε ηλικιωμένο με μαγκούρα. Ένας συνεργός του ήρθε με ένα γρήγορο αυτοκίνητο, τον παρέλαβε και εξαφανίστηκαν.