Δημόσιο: Είναι πολλά τα λεφτά για τα πλαστά τιμολόγια και πιστοποιητικά
Για τις κακοδαιμονίες της δημόσιας διοίκησης ενημέρωσε την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας ο Λ. Ρακιντζής
- 21 Ιανουαρίου 2014 18:58
Τη διαπίστωση ότι το ελληνικό Δημόσιο αδυνατεί να εισπράξει τη συντριπτική πλειονότητα των καταλογισμών, που έχουν γίνει μετά από ελέγχους του ΣΔΟΕ και αφορούν σε πλαστά και εικονικά τιμολόγια, έκανε ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνεια της Βουλής ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, Λέανδρος Ρακιντζής.
«Είναι μεγάλα τα ποσά για τα πλαστά και εικονικά τιμολόγια» είπε ο κ. Ρακιντζής. Συμπλήρωσε, ωστόσο, πως «όσοι καταλογισμοί και να γίνουν, δεν εισπράττονται. Οι καταλογισμοί παραμένουν στις ΔΟΥ, αλλά γίνονται διάφορες ρυθμίσεις τις οποίες αξιοποιούν οι παραβάτες προκειμένου εκείνοι να λάβουν στη συνέχεια τα πιστοποιητικά που έχουν ανάγκη από τις εφορίες και μετά περιμένουν την επόμενη ρύθμιση για να υπαχθούν σε αυτήν. Έτσι οι καταλογισμοί μένουν στα χαρτιά».
Ανασχετικό παράγοντα χαρακτήρισε ο γενικός επιθεωρητής και τους ρυθμούς απονομής της Δικαιοσύνης «την οποία σήμερα ουδείς φοβάται, αφού οι δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται πέντε και οκτώ χρόνια μετά και η ημερήσια αποζημίωση την οποία καταβάλλουν οι καταδικασθέντες είναι 5 ευρώ, με ενδεικτική την περίπτωση μεγαλοεργολάβου που “καθάρισε” με 7.500 ευρώ».
Ο κ. Ρακιντζής, ερωτηθείς και για το φαινόμενο των υπεράκτιων (offshore) εταιρειών, ιδίως αυτών που έχουν δημιουργηθεί για να καλύψουν ακίνητα, είπε ότι μετά την αλλαγή της νομοθεσίας για τα ακίνητα που ανήκουν σε υπεράκτιες, πολλές από τις εταιρείες αυτές μετατρέπονται πλέον σε Ανώνυμες Εταιρείες.
Αίσθηση προκάλεσε η αναφορά του κ. Ρακιντζή σε φάκελο που έδωσε στη Δικαιοσύνη πριν από περίπου τέσσερα χρόνια και περιελάμβανε συγκεκριμένες περιπτώσεις για τις οποίες ο ίδιος είχε ενδείξεις διακριτικής μεταχείρισης επωνύμων με απαλλακτικά βουλεύματα από τη Δικαιοσύνη.
Τα στοιχεία, όπως έκανε γνωστό, τα είχε πάει στον κ. Τέντε, διατάχθηκε προκαταρκτική εξέταση αλλά στη συνέχεια του γνωστοποιήθηκε ότι δεν προέκυψαν στοιχεία και αυτή τέθηκε στο αρχείο.
Μολονότι ο γενικός επιθεωρητής κλήθηκε από τη βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Ζωή Κωνσταντοπούλου, να δώσει τα στοιχεία αυτά και τα ονόματα στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, αλλά και στην Επιτροπή της Βουλής που είναι αρμόδια για το πόθεν έσχες, ο κ. Ρακιντζής είπε ότι η Βουλή θα πρέπει να τα αναζητήσει από τη Δικαιοσύνη.
Ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, αναφερόμενος στους ρυθμούς απομάκρυνσης των επίορκων υπαλλήλων, είπε ότι μέχρι σήμερα έχουν απομακρυνθεί 200 επίορκοι υπάλληλοι.
«Άκουσα διάφορα τρελά νούμερα για 7.000 επίορκους υπαλλήλους, αλλά οι εισαγγελικές Αρχές έχουν στείλει στο γραφείο μου περίπου 2.500 ποινικές υποθέσεις, οι οποίες δεν αφορούν 2.500 υπαλλήλους, δεδομένου ότι πολλές παραγγελίες αντιστοιχούσαν στο ίδιο πρόσωπο», είπε ο κ. Ρακιντζής και ενημέρωσε ότι, σήμερα, εκκρεμούν στα πειθαρχικά συμβούλια ακόμη 500 υποθέσεις για τις οποίες δεν υπάρχουν τελεσίδικες αποφάσεις από τη Δικαιοσύνη.
Για τα πλαστά πιστοποιητικά, ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης είπε ότι στις δημοτικές αστυνομίες εντοπίστηκαν περιπτώσεις που πλαστογραφήθηκαν απολυτήρια. Μόνο στον δήμο Αθηναίων, εντοπίστηκαν 50 τέτοιες περιπτώσεις και περίπου 12 με 15 στα Δωδεκάνησα.
Ο κ. Ρακιντζής, αναφερόμενος στις αδυναμίες που πρέπει να θεραπευτούν προκειμένου να υπάρξει διαφάνεια στη δημόσια διοίκηση, είπε ότι η Ελλάδα έχει καθυστερήσει σημαντικά να νομοθετήσει στη βάση των συστάσεων της οργάνωσης GRECO, ιδίως εκείνων που αφορούν στην προστασία των μαρτύρων για υποθέσεις δημοσίου συμφέροντος. Είπε, επίσης, ότι πρέπει να εισαχθεί το κώλυμα της εντοπιότητας, καθώς «δεν μπορεί ο αστυνομικός ή ο πολεοδόμος να ασκούν καθήκοντα στον τόπο της καταγωγής τους», ενώ ως προς τις προαγωγές των υπαλλήλων είπε ότι οι προϊστάμενοι πρέπει να εναλλάσσονται και πρέπει να εφαρμοστεί πλήρως η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, ώστε να κοπεί ο ομφάλιος λώρος και να μειωθούν οι παρεμβολές και τα φαινόμενα χρηματισμού.
Τα μεγαλύτερα προβλήματα κακοδιοίκησης, όπως τόνισε, έχουν εντοπιστεί στους ΟΤΑ, με διάσπαση των έργων σε ποσά κάτω των 70.000 ή 45.000 ευρώ, ιδίως όταν «η αντιπολίτευση “τα βρίσκει” με τη συμπολίτευση μέσα στον δήμο».
(Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)