Μηχανή του Χρόνου: Η Γερμανίδα ναζί που έριχνε μωρά από το μπαλκόνι ή τα πυροβολούσε στο στόμα
Η "κακιά συνήθεια" της δεσποινίδας Χάνα που κόστισε τη ζωή σε ουκ ολίγα μικρά παιδιά. Αθωώθηκε από τα γερμανικά δικαστήρια και έζησε μέχρι τα 80 της χρόνια
- 16 Δεκεμβρίου 2014 19:24
Τη δεκαετία του ’30, η περιοχή της Βεστφαλίας στη Γερμανία δεν παρείχε πολλές ευκαιρίες για ένα λαμπρό μέλλον στους νεαρούς κατοίκους της. Υπήρχε χώρος μόνο για τους συντηρητικούς, θρησκόληπτους και κοινωνικά καταπιεσμένους. Οι φιλόδοξοι έπρεπε να βρουν κάποια άλλη διέξοδο για τα όνειρά τους. Μία τέτοια φιλόδοξη κοπέλα ήταν η Γιοχάνα Αλτβάτερ.
Ο πατέρας δούλευε σε εργοστάσιο και η νεαρή Γιοχάνα ένιωθε εγκλωβισμένη στην εργατική τάξη. Φοίτησε στο τοπικό δημοτικό σχολείο, αλλά όλα έδειχναν πως θα έμενε για πάντα στην περιοχή όπου γεννήθηκε. Μέχρι που άνοιξε κι εκεί ένα τοπικό παράρτημα της χιτλερικής νεολαίας. Η Αλτβάτερ έγινε μέλος πριν ακόμα ψηφιστεί ο νόμος της υποχρεωτικής συμμετοχής, το 1935. Η νεαρή σύντομα ξεχώρισε για το πάθος και την αφοσίωσή της στη χώρα.
Ψηλή, γεροδεμένη και αθλητική, η Αλτβάτερ συναγωνιζόταν τους άντρες σε δύναμη, ενέργεια, αλλά και επιθετικότητα. Από το 1935 έως το 1938, εργαζόταν ως γραμματέας, αποσπώντας εξαιρετικά σχόλια από τον εργοδότη της. Κατάφερε να ανελιχθεί επαγγελματικά, βρίσκοντας δουλειά στο δημαρχείο της πόλης Μίντεν, όπου έμενε. Τα όνειρά της όμως δεν είχαν εκπληρωθεί. Ήθελε να ταξιδέψει, να γνωρίσει κόσμο και εξωτικά μέρη. Γι’ αυτό, όταν της δόθηκε η ευκαιρία, έκανε αίτηση στο ναζιστικό κόμμα να μεταφερθεί στις κατακτημένες περιοχές της ανατολής. Η Αλτβάτερ ήταν νέα χωρίς οικογένεια και παιδιά και αφοσιωμένη στο ναζιστικό κόμμα. Ήταν η ιδανική εργαζόμενη για τους Ναζί.
Τον Ιανουάριο του 1941, η 22χρονη Γιοχάνα Αλτβάτερ εγκαταστάθηκε στην πόλη Βολοντίμιρ-Βολίνσκι στα σύνορα Ουκρανίας-Πολωνίας. Οι εχθροπραξίες των Γερμανών εναντίον του εβραϊκού πληθυσμού είχαν ήδη ξεκινήσει, μερικούς μήνες πριν από την άφιξη της Αλτβάτερ. Οι αξιωματικοί των SS διέταξαν τους Εβραίους να σχηματίσουν ένα συμβούλιο, τα μέλη του οποίου τα έθαψαν ζωντανά.
Στις 30 Σεπτεμβρίου, την ημέρα του Γιομ Κιπούρ, σφαγιάστηκαν ορισμένοι απ’ τους Εβραίους σε ένα πρώτο κύμα εκτελέσεων. Την ίδια περίοδο με την Αλτβάτερ έφτασε και ο τοπικόε επίτροπος Βίλχελμ Βεστερχάιντε, ο οποίος εγκαινίασε τη θητεία του με ασκήσεις “σκοποβολής”. Οι στόχοι φυσικά ήταν οι Εβραίοι που φόρτωναν βαρέλια με καύσιμα στον σιδηροδρομικό σταθμό. Τον Απρίλιο του 1942 το εβραϊκό γκέτο σφραγίστηκε με συρματόπλεγμα και οι Εβραίοι αναγκάστηκαν να παραδώσουν τις περιουσίες και ό,τι άλλο πολύτιμο είχαν στην κατοχή τους.
Το καλοκαίρι του 1942 ξεκίνησαν επισήμως οι μαζικές εκτελέσεις. Μέσα σε λίγους μήνες, ο εβραϊκός πληθυσμός της περιοχής μειώθηκε από τους 20 χιλιάδες σε περίπου 500 ανθρώπους. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλη αυτή την περίοδο είχε η ξανθιά γυναίκα, που ο κόσμος αποκαλούσε “Δεσποινίς Χάνα”.
Η “κακιά συνήθεια” της Δεσποινίς Χάνα
Η Αλτβάτερ συνόδευε συχνά τον προϊστάμενό της σε αποστολές στο εβραϊκό γκέτο. Αφοσιωμένη όπως πάντα, η “Δεσποινίς Χάνα” εκτελούσε με μεγάλη προθυμία τα καθήκοντά της. Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1942, η Αλτβάτερ επισκέφτηκε το γκέτο και πλησίασε δύο μικρά παιδιά. Γονάτισε και με γλυκόλογα έπεισε το μικρότερο παιδί, ένα 2χρονο νήπιο, να την πλησιάσει. Η Αλτβάτερ το αγκάλιασε, αρχικά ήρεμα, αλλά στη συνέχεια το έσφιξε με όλη της τη δύναμη. Το παιδί ούρλιαξε απ’ τον πόνο και η αφοσιωμένη “Δεσποινίς Χάνα” το άρπαξε από τα πόδια, το γύρισε ανάποδα και κοπάνησε το κεφάλι του στον τοίχο του γκέτο.
Πέταξε το άψυχο σώμα του παιδιού στα πόδια του πατέρα του, που στεκόταν λίγα μέτρα πιο δίπλα. Ο πατέρας παρακολουθούσε παγωμένος τη φρικιαστική εικόνα. Αργότερα σχολίασε ότι δεν είχε δει ποτέ τόσο σαδιστική συμπεριφορά από γυναίκα. Δεν υπήρχε κανείς άλλος Γερμανός τριγύρω. Η Αλτβάτερ δεν εκτελούσε διαταγές ανωτέρων, αλλά παρασύρθηκε απ’ την “κακιά της συνήθεια”, όπως χαρακτήρισαν ορισμένοι επιζώντες τη δολοφονική της μανία. Στοχοποιούσε πάντα τους πιο αδύναμους και αβοήθητους, δηλαδή τα παιδιά. Μία άλλη μέρα, μπήκε στο κτίριο που είχε μετατραπεί σε αυτοσχέδιο νοσοκομείο του γκέτο. Προχώρησε μέχρι την παιδική πτέρυγα και εκεί άρχισε να πηγαίνει από κρεβάτι σε κρεβάτι.
Μελετούσε προσεκτικά κάθε παιδί, μέχρι που κάποια στιγμή φάνηκε να βρίσκει αυτό που έψαχνε. Άρπαξε ένα παιδί και με δυο βήματα, πήγε στο μπαλκόνι και το πέταξε κάτω. Επέστρεψε στο δωμάτιο και έκανε το ίδιο, με άλλο παιδί. Τα μεγαλύτερα παιδιά τα ανάγκασε να περπατήσουν μέχρι το μπαλκόνι και να πηδήξουν μόνα τους. Η πτώση απ’ τον τρίτο όροφο σκότωσε τα περισσότερα. Όσα επέζησαν, είχαν τραυματιστεί πολύ σοβαρά. Ένα αγαπημένο κόλπο της Αλτβάτερ ήταν να προσελκύει παιδιά, αφού υποσχόταν ότι θα τους δώσει γλυκά. Όταν τα παιδιά την πλησίαζαν, τους έλεγε να ανοίξουν το στόμα τους για να τους δώσει το γλυκό. Αντί για καραμέλα, η Αλτβάτερ τοποθετούσε στο στόμα τους το μικρό της πιστόλι και πατούσε τη σκανδάλη.
Οι Γερμανοί οργάνωναν γιορτές κοντά στο λιβάδι Πιατίντνι, όπου πραγματοποιούνταν οι περισσότερες εκτελέσεις Εβραίων. Πολλοί συνήθιζαν να φεύγουν στη μέση του γλεντιού, εκτελούσαν λίγους ανθρώπους και επέστρεφαν για να συνεχίσουν το πάρτι. Ανάμεσα στους γλεντζέδες ήταν ασφαλώς η “Δεσποινίς Χάνα”, η οποία συνέχισε τη σαρωτική της δράση μέχρι και το τέλος του 1943, όταν μετακινήθηκε απ’ την Ουκρανία για πειθαρχικούς λόγους. Ασφαλώς η μετάθεσή της δεν αφορούσε τις σφαγές νηπίων, αλλά ένα χιουμοριστικό και σχετικά άκακο περιστατικό, όπου οδήγησε μια αγελάδα στο γκέτο.
Επέστρεψε στη Γερμανία και με το τέλος του πολέμου, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα όνειρά της για αυτό που η ίδια όριζε ως «λαμπρή καριέρα» στο εξωτερικό. Η Αλτβάτερ έγινε υπάλληλος στο τμήμα πρόνοιας νεολαίας και το 1953, παντρεύτηκε έναν άντρα με το επίθετο “Zelle”, που στα γερμανικά σημαίνει “κελί”.
Η αθώωση της “Δεσποινίδος Χάνα”
Η Αλτβάτερ ήταν μία απ’ τις λίγες γυναίκες εργαζόμενες του Τρίτου Ράιχ που δικάστηκαν για τα εγκλήματα τους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι καταδικάστηκε. Μέχρι τη δεκαετία του ’70, είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες μαρτυρίες επιζώντων που περιέγραφαν τη δράση της “Δεσποινίδος Χάνα” και του προϊσταμένου της, Βίλχελμ Βεστερχάιντε. Το φθινόπωρο του 1978 άρχισαν οι διαδικασίες εκδίκασης της υπόθεσής τους.
Η Αλτβάτερ και ο Βεστερχάιντε φάνταζαν παντελώς ατάραχοι στο δικαστήριο. Χαμογελούσαν και πόζαραν για τις κάμερες, σαν να μην κάθονταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Όταν ήρθε η ώρα να απολογηθεί, ο Βεστερχάιντε έφτασε να εκθειάζει το ναζιστικό καθεστώς σε σημείο που ο δικαστής χρειάστηκε να του υπενθυμίσει ότι δεν βρισκόταν πια στη ναζιστική περίοδο. Η Αλτβάτερ αντιθέτως παρουσίασε τον εαυτό της ως μία άβουλη, αθώα γυναίκα που αποστρεφόταν τη βία και απλώς εκτελούσε εντολές ανωτέρων της.
Δήλωσε ότι είχε μόνο ακουστά ότι γίνονταν εκτελέσεις Εβραίων και σίγουρα δεν συμμετείχε ποτέ η ίδια. Το Νοέμβριο του 1979, ο δικαστής Πάουλ Πίπερ απάλλαξε και τους δύο από τις κατηγορίες, επικαλούμενος “ελλιπή αποδεικτικά στοιχεία”. Αμέσως ξέσπασαν διαμαρτυρίες από την Ένωση Θυμάτων του Ναζισμού. Περισσότερα από 8 χιλιάδες άτομα πλημμύρισαν τους δρόμους για να εναντιωθούν στην αθώωση τους.
Την επόμενη δεκαετία, ο φάκελος της υπόθεσης άνοιξε εκ νέου. Αυτή τη φορά, οι γερμανικές αρχές συνεργάστηκαν με την ισραηλινή αστυνομία για να εξασφαλίσουν περισσότερα στοιχεία εναντίον των Αλτβάτερ και Βεστερχάιντε. Τον Δεκέμβριο του 1982 οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν για δεύτερη φορά.
Ο ίδιος ο εισαγγελέας, Χέρμαν Βάισινγκ, αμφισβήτησε την εγκυρότητα των μαρτυριών: “Παρά τις ισχυρές ενδείξεις τέλεσης εγκληματικών πράξεων, η αληθοφάνεια των επιζώντων θυμάτων τίθεται εν αμφιβόλω. Οι αφηγήσεις των επιζώντων είναι αληθινές, αλλά οι καταθέσεις τους δεν αποτελούν αντικειμενικά στοιχεία”. Η “Δεσποινίς Χάνα”, η ξανθιά δολοφόνος νηπίων, πέθανε το 2003, περίπου μία εβδομάδα πριν από τα ογδοηκοστά της γενέθλια.
Διαβάστε ακόμα στη mixanitouxronou.gr