‘Σκοτώνουν για ένα κινητό’: Ελληνίδα που έζησε 35 χρόνια στη Βενεζουέλα περιγράφει
Η Δήμητρα Δεδεμάδη μιλά στο NEWS 247 για τη ζωή στην πολυτάραχη χώρα της Λατινικής Αερικής και εξηγεί γιατί αναγκάστηκε να επιστρέψει στο μικρό χωριό της Μεσσηνίας από όπου ξεκίνησε μαζί με τον άντρα της τέσσερις δεκαετίες πριν
- 04 Μαΐου 2017 09:30
«Έζησα στη Βενεζουέλα σχεδόν 35 χρόνια. Η κατάσταση, πλέον, είχε γίνει πολύ επικίνδυνη. Δεν μπορούσαμε να ζούμε με το φόβο. Έπρεπε να φύγουμε για να μην κινδυνεύουμε». Για την 54χρονη Δήμητρα Δεδεμάδη και τον σύζυγό της Θανάση, που έστησαν τη ζωή και την οικογένειά τους στη μακρινή χώρα της Λατινικής Αμερικής, η απόφαση να πάρουν το δρόμο της επιστροφής για την πατρίδα δεν ήταν εύκολη. Ωστόσο, «στην Ελλάδα είμαστε ελεύθεροι» λέει η ίδια από το χωριό Δώριο Μεσσηνίας όπου έχει βρει καταφύγιο εδώ και μερικούς μήνες. «Μπορούμε να κυκλοφορήσουμε στην πλατεία. Μπορούμε να πάμε μια βόλτα το απόγευμα. Δεν κινδυνεύουμε να μας σκοτώσουν μέρα μεσημέρι».
Πάει αρκετός καιρός που παρακολουθούμε εικόνες βίας από την πολυτάραχη Βενεζουέλα. Ουρές χιλιομέτρων στα σούπερ μάρκετ, εγκληματικότητα στους δρόμους και διαδηλώσεις που μετρούν νεκρούς και τραυματίες. Ο πρόεδρος Νικολάς Μαδούρο αποδίδει τα προβλήματα της οικονομίας της χώρας του σε μηχανορραφίες των ΗΠΑ και της αντιπολίτευσης για την αποσταθεροποίηση και την ανατροπή της κυβέρνησής του. Στον αντίποδα, η αντιπολίτευση ζητά παραίτηση Μαδούρο με τον πρόεδρο της Εθνικής Συνέλευσης της χώρας, Χούλιο Μπόρχες, να καλεί τους πολίτες να επαναστατήσουν και να μην δεχθούν την αλλαγή στο Σύνταγμα που έχει προαναγγείλει ο πρόεδρος της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας.
Τι ακριβώς συμβαίνει, όμως, στη Βενεζουέλα του Νικολάς Μαδούρο και πώς είναι η ζωή για τους απλούς πολίτες; Η Δήμητρα Δεδεμάδη περιγράφει στο NEWS 247 τη σκληρή καθημερινότητα που η ίδια έζησε και τον αγώνα επιβίωσης που δίνουν καθημερινά όσοι μένουν μόνιμα εκεί.
Τα πρώτα χρόνια ξέραμε ότι δουλεύοντας μπορούσαμε να αποκτήσουμε κάτι
«Παντρεύτηκα το 1982. Ήμουν 19 ετών. Έπρεπε να ακολουθήσω το σύζυγό μου στη Βενεζουέλα» θυμάται η κυρία Δήμητρα. «Ο άντρας μου βρέθηκε για λίγο στον Παναμά για δουλειά. Μετακόμισε, όμως, στη Βενεζουέλα, όπου ζούσε ήδη η αδερφή του με την οικογένειά της».
Στην αρχή, ο κύριος Θανάσης εργάστηκε στο μαγαζί με ρούχα που είχε ανοίξει ο κουνιάδος του. Όταν πια είχε κάποιες οικονομίες στην άκρη, το 1984, αποφάσισαν με τη σύζυγό του να στήσουν τη δική τους επιχείρηση, ένα μαγαζί με υποδήματα και δερμάτινες τσάντες. «Τα πρώτα χρόνια η ζωή μας ήταν αρκετά καλή. Μπορεί να είχαμε δυσκολίες μέχρι να φτιάξουμε το μαγαζί μας, όμως βρίσκαμε πολύ πιο εύκολα πράγματα βασικά για την επιβίωσή μας. Δουλεύοντας ξέραμε ότι μπορούσαμε να αποκτήσουμε κάτι», λέει η κυρία Δήμητρα και συνεχίζει εξηγώντας πώς ξεκίνησαν τα πρώτα οικονομικά προβλήματα.
«Όταν ανοίξαμε το μαγαζί και για αρκετά χρόνια το εργοστάσιο που μας προμήθευε προϊόντα δεχόταν πίστωση. Δίναμε μια προκαταβολή, μας έφερναν το εμπόρευμα και ξεχρεώναμε ένα μήνα αργότερα. Τα τελευταία χρόνια, όμως, έπρεπε πρώτα να πληρώσουμε όλο το ποσό του εμπορεύματος στο εργοστάσιο για να μας το δώσουν. Δεν δέχονταν καμία πίστωση και αυτό μας κατέστρεφε οικονομικά. Αναγκαζόμασταν να αγοράζουμε το εμπόρευμα χωρίς να ξέρουμε πότε και αν τελικά θα το πουλούσαμε. Σταδιακά αρχίσαμε να μπαίνουμε μέσα καθώς ο κόσμος δεν μπορούσε να ψωνίσει. Ευτυχώς, καταφέραμε να κάνουμε κάποιες οικονομίες και να σπουδάσουμε τα δύο μας παιδιά. Και τώρα, μετά από μια σκληρή πραγματικότητα που βιώσαμε για πολλά χρόνια, αποφασίσαμε να κλείσουμε τα πάντα στη Βενεζουέλα και να γυρίσουμε στην Ελλάδα».
Τον σκότωσαν για ένα κινητό τηλέφωνο
Η Βενεζουέλα, περιγράφει η 54χρονη, έχει κηρυχθεί επανειλημμένα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Η στρατιωτική παρουσία είναι έντονη παντού, στα Μέσα Μεταφοράς, στα ταμεία των καταστημάτων, στους δρόμους. Συχνό φαινόμενο είναι και οι άνθρωποι που ψάχνουν τα σκουπίδια για λίγο φαγητό. Είναι τέτοιες οι ελλείψεις σε τρόφιμα και φάρμακα που αντιμετωπίζει ο πληθυσμός, που συχνά οδηγούν ακόμα και στο θάνατο. Στα σούπερ μάρκετ ο μέσος χρόνος αναμονής ξεπερνά τις έξι με οκτώ ώρες, ενώ ισχύει ειδικός κανονισμός προσέλευσης. Η μαύρη αγορά εξελίσσεται σε επικερδή δραστηριότητα για όλα τα κοινωνικά στρώματα. Τα δημόσια νοσοκομεία υπολειτουργούν. Η κυκλοφορία είναι σχεδόν απαγορευτική μετά τη δύση του ηλίου για όποιον δεν θέλει να προκαλέσει την τύχη του κι αυτό γιατί η εγκληματικότητα βρίσκεται στα ύψη. Σύμφωνα με την οργάνωση Παρατηρητήριο Βίας στη Βενεζουέλα, το 2016 οι δολοφονίες αυξήθηκαν σε 28.479 από τις 27.875 που είχαν καταγραφεί το 2015. «Πρόσφατα ο γιος μου έμαθε ότι σκότωσαν ένα φίλο φίλου του μέρα μεσημέρι μόνο και μόνο για να του αρπάξουν ένα καλό κινητό τηλέφωνο», μας λέει η κυρία Δήμητρα.
Απήγαγαν το γιο μου
«Τα τελευταία χρόνια δεν μπορούσαμε να ζήσουμε στη Βενεζουέλα» συνεχίζει. «Θέλαμε να νοικιάσουμε μια μονοκατοικία αλλά αν το κάναμε θα ήταν σαν να προκαλούμε ότι έχουμε λεφτά. Πολλές φορές είχαν σκοτώσει ανθρώπους, που έμεναν σε μονοκατοικίες, επειδή τους έβλεπαν να κάθονται στις αυλές των σπιτιών τους, μέρα μεσημέρι. Περνούσαν με το μηχανάκι και πυροβολούσαν χωρίς λόγο και αιτία. Σκοτώνουν για πλάκα, πλέον. Αν αντισταθείς σε μια ληστεία, κινδυνεύεις να χάσεις την ίδια σου τη ζωή. Κινδυνεύεις μόλις πέσει το σκοτάδι αλλά ακόμη και με το φως της ημέρας αν δεν είσαι προσεκτικός. Είναι πολύ επικίνδυνα τα πράγματα εκεί», σημειώνει η κυρία Δήμητρα και αναφέρει μία περιπέτεια που πέρασε η οικογένειά της πριν κάποια χρόνια. «Είχαν απαγάγει το γιο μου, τον Τάσο. Βρισκόταν σε ένα ίντερνετ καφέ με φίλους του όταν άγνωστοι μπήκαν μέσα, τον τράβηξαν έξω και τον έβαλαν στο αυτοκίνητο. Οκτώ μέρες είχαμε να μάθουμε νέα του. Μας ζήτησαν λεφτά για να δούμε το γιο μας ζωντανό. Τα δώσαμε για να γυρίσει πίσω το παιδί μας».
Σκληρός αγώνας επιβίωσης
Το καθήκον της τήρησης της τάξης και την περιφρούρηση της διανομής τροφίμων έχει εδώ και λίγο καιρό αναλάβει ο Στρατός. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Ότι κάθε φορά που τα σούπερ μάρκετ προμηθεύονται προϊόντα, μία φορά το μήνα συνήθως, ο πολίτης πρέπει να πάει εκεί από τα ξημερώματα και να δώσει την ταυτότητά του στους στρατιωτικούς προκειμένου να λάβει το χαρτί με το πολυπόθητο νούμερο για τη σειρά προτεραιότητας. Οι στρατιωτικοί κρατούν τις ταυτότητες και τις επιστρέφουν αφού στους πολίτες αφού ψωνίσουν, για να μη μπορούν να πάνε στο σούπερ μάρκετ δύο και τρεις φορές. Το κράτος, επίσης, παρέχει σε πολύ χαμηλή τιμή και ανά 15 ημέρες στους φτωχούς μια σακούλα με λάδι, αλεύρι, ζάχαρη και συνήθως κάποιο πουλερικό. Για όλους τους άλλους, όμως, που στήνονται στις ουρές των σούπερ μάρκετ και περιμένουν πότε θα ψωνίσουν, υπάρχουν δύο εναλλακτικές, σύμφωνα με την 54χρονη. «Ή περιμένεις στην ουρά με το ενδεχόμενο να μη βρεις ούτε τα βασικά που έχεις ανάγκη για την επιβίωσή σου ή καταφεύγεις στη μαύρη αγορά. Στη δεύτερη περίπτωση οι τιμές είναι εξωφρενικές».
Σύμφωνα με την Δήμητρα Δεδεμάδη, ο βασικός μισθός αυτή τη στιγμή στη Βενεζουέλα υπολογίζεται περίπου στα 70.000 μπολίβαρ (15 ευρώ περίπου), ενώ από την πρωτομαγιά και μετά παρέχεται κι ένα βοήθημα για φαγητό. Ένα κιλό κρέας στο σούπερ μάρκετ κοστίζει περίπου 11.000 μπολίβαρ. Για να πάρει κάποιος ένα κιλό γάλα σε σκόνη έδινε 3.000 μπολίβαρ ενώ στη μαύρη αγορά πληρώνει μέχρι και 17.000 μπολίβαρ. Για να αγοράσει 30 αυγά, πρέπει να πληρώσει 10.000 μπολίβαρ, τη στιγμή που το ημερομίσθιο είναι στα μισά λεφτά. «Μια περίοδο στη Βενεζουέλα δεν είχαμε καθόλου ζάχαρη. Ακόμη και κάτω από τις πέτρες να κοιτούσαμε, δεν είχαμε να βάλουμε ούτε ένα κουταλάκι ζάχαρης στον καφέ μας. Τότε, η ζάχαρη στοίχιζε στο σούπερ μάρκετ 25 μπολίβαρ το κιλό, αλλά λόγω της έλλειψής της μας ζητούσαν στη μαύρη αγορά 3.000 μπολίβαρ για ένα κιλό ή για 40 κιλά ήθελαν 40.000 μπολίβαρ. Μητέρες δεν είχαν πάνες να αλλάξουν τα μωρά τους και όποιος είχε, ζητούσε απίστευτα ποσά για να τις πουλήσει. Άλλοι ζητούσαν φαγητό για να σου δώσουν χαρτοπετσέτες ή χαρτιά υγείας. Ζήσαμε πολύ άσχημες καταστάσεις», περιγράφει η κυρία Δήμητρα προσθέτοντας ότι πριν φύγει η ίδια από τη Βενεζουέλα, μια οικογένεια για να νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα με ένα δωματιάκι χρειαζόταν περί τις 20.000 μπολίβαρ.
Όσο για την οικογενειακή επιχείρηση; Κάποια στιγμή εν μέσω σφοδρών διαδηλώσεων ήρθαν από την κυβέρνηση και της είπαν: «Ή θα μειώσετε τις τιμές των υποδημάτων σας κατά 30% ή θα βάλουμε εμείς τις τιμές που θέλουμε και θα μπει ο κόσμος μέσα και θα πάρει τα πάντα». «Δεν είχαμε άλλη επιλογή» εξηγεί. «Έπρεπε να ρίξουμε τις τιμές για να ξεπουλήσουμε. Πωλούσαμε δερμάτινα παπούτσια για 10.000 μπολίβαρ αλλά ο κόσμος δεν είχε λεφτά να αγοράσει, περπατούσαν με τρύπια παλιά παπούτσια. Κάπως έτσι, δώσαμε όλο το εμπόρευμά μας σε χαμηλές τιμές και φύγαμε από τη Βενεζουέλα».
Η ζωή στην πατρίδα
Μετά από λίγους μήνες στο χωριό της στη Μεσσηνία, η κυρία Δήμητρα δεν έχει πλέον καμία αμφιβολία ότι με το σύζυγό της έλαβαν τη σωστή απόφαση. «Συγγενείς που ζουν ακόμη εκεί μου λένε ότι η κατάσταση γίνεται ολοένα και χειρότερη, οι τιμές των προϊόντων είναι όλο και πιο ακριβές και ο κόσμος δεν έχει πραγματικά να φάει. Με καθησυχάζουν ότι κάναμε το καλύτερο πράγμα που φύγαμε από τη χώρα και εύχονται μια μέρα να το καταφέρουν και οι ίδιοι» σημειώνει η 54χρονη, η οποία, πλέον, έχει αλλάξει τελείως τρόπο ζωής. Ξυπνάει το πρωί με το σύζυγό της και πίνουν ανέμελοι τον καφέ τους, με τις λιγοστές οικονομίες τους και την παρέα των συγγενών τους. «Εδώ πέρα νιώθω ελεύθερη. Έχουμε βρει την ψυχική μας ηρεμία. Ευτυχώς, έφυγαν και τα δύο μας παιδιά, δουλεύουν πλέον στην Ισπανία και είμαστε ήσυχοι. Κάνουν λάθος όσοι συγκρίνουν τη Βενεζουέλα με την Ελλάδα. Είναι τελείως διαφορετική η ζωή στην πατρίδα μας. Κανείς δεν μας ενοχλεί», καταλήγει η κυρία Δήμητρα και το μόνο που ζητά από την Πολιτεία είναι «να μπορούμε σαν Έλληνες να έχουμε ιατρική περίθαλψη και να πληρώνουμε πιο φθηνά τα φάρμακά μας».