Οι ευτυχισμένες πρωτεύουσες της Ευρώπης και η ‘μίζερη’ Αθήνα

Οι ευτυχισμένες πρωτεύουσες της Ευρώπης και η ‘μίζερη’ Αθήνα

Πόσο ικανοποιημένοι είναι οι πολίτες των ευρωπαϊκών πρωτευουσών από την κατάσταση που αντιμετωπίζουν σε διάφορους τομείς της καθημερινής τους ζωής, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat

Την “Ημέρα Θετικής Σκέψης” γιόρτασε η στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat) και επ’ ευκαιρία έδωσε στη δημοσιότητα στοιχεία, που δείχνουν πόσο ικανοποιημένοι είναι οι πολίτες των ευρωπαϊκών πρωτευουσών από την κατάσταση που αντιμετωπίζουν σε διάφορους τομείς.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την Eurostat, από τη διαβίωση τους στην πόλη, πιο ικανοποιημένοι δηλώνουν οι πολίτες του Βίλνιους σε ποσοστό 98% και ακολουθούν από απόσταση αναπνοής αυτοί της Κοπεγχάγης και της Στοκχόλμης με 97% και του Λουξεμβούργου και της Βιέννης με 96%. Όσον αφορά στους Αθηναίους, είναι οι λιγότεροι ευχαριστημένοι, καθώς είναι στην τελευταία θέση με 67%.

Στην ερώτηση για τους δημόσιους χώρους της πόλης, δηλαδή τις πλατείες, τις υπαίθριες αγορές και τους πεζόδρομους, πιο ικανοποιημένοι δηλώνουν οι πολίτες του Λουξεμβούργου και της Βιέννης (88%), της Στοκχόλμης (87%) και της Λιουμπλιάνας (86%). Και σ’ αυτή την κατηγορία, η Αθήνα είναι τελευταία με 36%.

Όσον αφορά στην καθαριότητα, οι πολίτες του Λουξεμβούργου δηλώνουν ικανοποιημένοι σε ποσοστό 95% και ακολουθούν αυτοί της Βιέννης με 90% και της Λιουμπλιάνας με 88%. Οι κάτοικοι της Αθήνας σε ποσοστό 30% είναι ευχαριστημένοι σ’ αυτό τον τομέα, καταλαμβάνοντας την 25η θέση σε σύνολο 28 πρωτευουσών.

Περισσότεροι ικανοποιημένοι από τις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης δηλώνουν οι πολίτες του Άμστερνταμ (91%), των Βρυξελλών (89%) και της Βιέννης (88), με αυτούς της ελληνικής πρωτεύουσας να είναι οι λιγότεροι ευχαριστημένοι με ποσοστό 33%.

Στην ερώτηση για τα σχολεία της πόλης, περισσότεροι ευχαριστημένοι δηλώνουν οι κάτοικοι του Δουβλίνου (83%) και ακολουθούν αυτοί της Λευκωσίας, της Λιουμπλιάνας και του Ελσίνκι (88%) και του Λουξεμβούργου (785). Οι Αθηναίοι είναι ικανοποιημένοι σε ποσοστό 50%.

Πηγή: Eurostat

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα