Ομαδικές απολύσεις: Τι κρύβει η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Ποιες διεργασίες θέτει σε κίνηση η απόφαση του δικαστηρίου για την υπόθεση της ΑΓΕΤ Ηρακλής; Έχει λόγους η κυβέρνηση να επιχαίρει και τι κρύβεται πίσω από τις σκληρές πιέσεις δανειστών; Αναλύει η εργατολόγος Μ. Στεφανάτου και ο γραμματέας Τύπου της ΓΣΕΕ Δ. Καραγεωργόπουλος
- 22 Δεκεμβρίου 2016 13:06
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την υπόθεση της ΑΓΕΤ Ηρακλής φέρνει και πάλι επιτακτικά στο επίκεντρο το ζήτημα των ομαδικών απολύσεων. Το σκεπτικό της δικαστικής απόφασης διαβάστηκε ως νίκη από το υπουργείο Εργασίας, καθώς πράγματι δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση η παρέμβαση μιας δημόσιας αρχής σε περίπτωση πρόθεσης ομαδικών απολύσεων από μια εταιρεία. Την ίδια ώρα όμως, η Ευρώπη στέλνει μήνυμα στην Ελλάδα, πως ο νόμος δεν είναι σαφής και περιέχει αοριστολογίες, επί των οποίων δεν γίνεται να ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση.
Η επόμενη μέρα πιέζει λοιπόν την κυβέρνηση έτι περαιτέρω να φέρει αλλαγές στο νομικό πλαίσιο της χώρας, ώστε να συμμορφώνεται με την κοινοτική οδηγία. Γιατί ανάγεται σε μείζον ζήτημα, τόσο για τη διαπραγμάτευση, όσο και από σειρά επιχειρηματιών το θέμα των ομαδικών απολύσεων, σε μια χώρα που το 95% των επιχειρήσεών της είναι μικρές και μικρομεσαίες; Ποιοι οι κίνδυνοι για τους εργαζόμενους από λάθους χειρισμούς ή οπισθοχωρήσεις στο θέμα αυτό από την κυβέρνηση στο πλαίσιο της β’ αξιολόγησης;
Το NEWS 247 επικοινώνησε με την εργατολόγο Μαριετίνα Στεφανάτου, αλλά και με τον γραμματέα Τύπου & Δημοσίων Σχέσεων της ΓΣΕΕ Δημήτρη Καραγεωργόπουλο προκειμένου να φωτίσει περισσότερες πτυχές πίσω από την απόφαση, αλλά και την πραγματική σημασία των ομαδικών απολύσεων και της προσπάθειας απελευθέρωσής τους στην Ελλάδα.
Μια μικρή νίκη και μια επίσης μικρή ήττα
Η πολυαναμενόμενη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αναφορικά με την υπόθεση της ΑΓΕΤ Ηρακλής προκάλεσε πολλή συζήτηση και ποικίλες αντιδράσεις. Η εργατολόγος Μαριετίνα Στεφανάτου σχολιάζει: “Είναι εν μέρει νίκη και εν μέρει ήττα της ελληνικής πλευράς. Κατ’ αρχήν κρίνει ότι είναι συμβατό με την κοινοτική οδηγία να υπάρχει μια εθνική ρύθμιση, όπου μια δημόσια αρχή να επιτρέπει ή να μην επιτρέπει τις ομαδικές απολύσεις”.
“Είναι εν μέρει νίκη και εν μέρει ήττα της ελληνικής πλευράς. Κατ’ αρχήν κρίνει ότι είναι συμβατό με την κοινοτική οδηγία να υπάρχει μια εθνική ρύθμιση, όπου μια δημόσια αρχή να επιτρέπει ή να μην επιτρέπει τις ομαδικές απολύσεις”
Με άλλα λόγια, η απόφαση δεν θίγει το δικαίωμα της κυβέρνησης να παίρνει την τελική απόφαση επί των ομαδικών απολύσεων σε μια επιχείρηση. “Κατά τούτο, το να υπάρχει ο νόμος 1387/83 που δημιουργεί ένα πλαίσιο, υπό ποιες προϋποθέσεις επιτρέπονται οι απολύσεις και ότι τελούν υπό την έγκριση μιας δημόσιας αρχής, εν προκειμένω ο υπουργός Εργασίας, αυτό είναι συμβατό με την κοινοτική οδηγία” προσθέτει η κα Στεφανάτου.
Εκεί που υπάρχει το “αγκάθι” είναι στους λόγους που μπορεί να προβάλει το Δημόσιο και συγκεκριμένα ο εκάστοτε υπουργός Εργασίας, προκειμένου να απαγορεύσει τις απολύσεις. Θα πρέπει η όποια απόφαση να είναι δικαιολογημένη. “Εκεί που μας βρίσκουν φάουλ είναι ότι τα κριτήρια επί των οποίων αποφασίζει η δημόσια αρχή είναι ασαφή και αόριστα”, σημειώνει η εργατολόγος.
“Εκεί που μας βρίσκουν φάουλ είναι ότι τα κριτήρια επί των οποίων αποφασίζει η δημόσια αρχή είναι ασαφή και αόριστα”
Ο νόμος 1387/83 περιγράφει τα τρία κριτήρια αναχαίτισης μαζικών απολύσεων, δηλαδή, το συμφέρον της εθνικής οικονομίας, την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων και την προστασία της απασχόλησης. “Το στοιχείο που αφορά την προστασία της εθνικής οικονομίας είναι αόριστο και σε κάθε περίπτωση ασύμβατο με την επιχειρηματική ελευθερία” διαπιστώνει η κα Στεφανάτου. Έτσι, το δικαστήριο έκρινε πως δεν μπορεί η εθνική οικονομία να αποτελεί κριτήριο για το πλάνο βιωσιμότητας μιας επιχείρησης. “Γιατί πράγματι, κατά πόσο μπορεί μια επιχείρηση να φτιάχνει το επιχειρηματικό της πλάνο με βάση τις ανάγκες της εθνικής οικονομίας;” αναρωτιέται η κα Στεφανάτου.
Τροποποιήσεις ναι, όμως προς ποια κατεύθυνση;
Η εργατολόγος εκτιμά πως μια τροποποίηση στην ελληνική νομοθεσία θα μπορέσει να συμβάλει στην εξομάλυνση της κατάστασης. “Εν όψει της β’ αξιολόγησης, θα υπάρξει μια τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου που θα κάνει πιο συγκεκριμένα τα κριτήρια και θα αφαιρεί εκείνο της εθνικής οικονομίας” σημείωσε.
“Είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για την κυβέρνηση να θέσει ένα πλαίσιο για τον αδύναμο κρίκο αυτής της αλυσίδας, που είναι ο εργαζόμενος”
“Είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για την κυβέρνηση να θέσει ένα πλαίσιο για τον αδύναμο κρίκο αυτής της αλυσίδας, που είναι ο εργαζόμενος. Το δικαστήριο δεν το απαγορεύει” σχολιάζει από την πλευρά του ο γραμματέας Τύπου & Δημοσίων Σχέσεων της ΓΣΕΕ, Δημήτρης Καραγεωργόπουλος. Από τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιδιώξεις ορισμένων επιχειρηματικών κύκλων αναφορικά με το πλαίσιο των ομαδικών απολύσεων. “Αυτό που επιθυμούν οι εργοδότες είναι αναιτιολόγητα, χωρίς κριτήρια και χωρίς πολλές διατυπώσεις ή ελέγχους, να προχωρούν σε ομαδικές απολύσεις. Όμως μια κοινωνία ευνομούμενη πρέπει να απλώνει ομπρέλα προστασίας σε όλες τις τάξεις. Πρέπει να υπάρχουν κανόνες και ρυθμίσεις για να μην επικρατεί ζούγκλα” σημειώνει ο κ. Καραγεωργόπουλος και προσθέτει:”Αυτό λέμε, δεν ζητάμε να υπάρχουν εμπόδια στην επιχειρηματικότητα. Σε καμία περίπτωση”.
“Αν το ίδιο το κράτος δεν ενισχύσει τις διατάξεις που προστατεύουν τα δικαιώματα των εργαζομένων, εκείνοι πού θα απευθυνθούν για να προστατευθούν από την καταχρηστική συμπεριφορά ενός εργοδότη;
Τα συνδικάτα εργαζομένων εκφράζουν ανησυχίες, σε περίπτωση τροποποίησης του νόμου, “πολλοί εργοδότες στο πλαίσιο μιας καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων τους, να κάνουν αυθαίρετες ερμηνείες των νομικών διατάξεων και να υποβάλλουν συνεχή αιτήματα για ομαδικές απολύσεις”. Ο γραμματέας Τύπου & Δημοσίων Σχέσεων τονίζει ότι “αν το ίδιο το κράτος δεν ενισχύσει τις διατάξεις που προστατεύουν τα δικαιώματα των εργαζομένων, εκείνοι πού θα απευθυνθούν για να προστατευθούν από την καταχρηστική συμπεριφορά ενός εργοδότη;”
Από τη ΓΣΕΕ κρίνουν πως η κυβέρνηση μπορεί να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε., θωρακίζοντας με το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο τους εργαζόμενους. “Να λάβει υπόψη της και τη γραπτή συμφωνία των εργοδοτικών οργανώσεων ότι δεν επιθυμούν κάποια αλλαγή στο πλαίσιο των ομαδικών απολύσεων και τη συμφωνία εργοδοτών και εργαζομένων για αναβάθμιση των αρμοδιοτήτων και του ρόλου της Ολομέλειας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας (ΑΣΕ) στο ζήτημα των ομαδικών απολύσεων”.
Μένει ο έλεγχος του υπουργού
“Είναι σημαντικό ότι πάλι θα τελεί υπό τον έλεγχο της δημόσιας αρχής η τήρηση των δεσμεύσεων και των κριτηρίων. Από εκεί και πέρα η δημόσια αρχή επί τη βάση ποιων κριτηρίων θα αποφασίσει;” σχολιάζει η Μαριετίνα Στεφανάτου για το τι μέλλει γενέσθαι από εδώ και πέρα. Η εμπειρία της έχει δείξει πως οι εκάστοτε υπουργοί, προφανώς μπροστά στο πολιτικό κόστος, σταματούσαν κάθε διαδικασία με ή χωρίς πραγματικά επιχειρήματα.
“Είναι σημαντικό ότι πάλι θα τελεί υπό τον έλεγχο της δημόσιας αρχής η τήρηση των δεσμεύσεων και των κριτηρίων. Από εκεί και πέρα η δημόσια αρχή επί τη βάσει ποιων κριτηρίων θα αποφασίσει;”
Στην Ελλάδα τις κρίσης, οι μαζικές απολύσεις κάθε άλλο παρά ευχάριστο γεγονός μπορούν να αποτελούν, όμως είναι αναγκαίο να εξετάζεται κάθε περίπτωση ξεχωριστά. “Το να απαγορεύεις στον εργοδότη να απολύσει, όταν δεν έχει τη δυνατότητα να διατηρήσει τον αριθμό εργαζομένων που απασχολεί, είναι μια ομηρία και για τους εργαζόμενους” παρατηρεί η εργατολόγος.
Στο ζήτημα αυτό, και αναφερόμενη συγκεκριμένα στο θέμα που εξέτασε το δικαστήριο, δηλαδή την προσφυγή της ΑΓΕΤ Ηρακλής, η ΓΣΣΕ υποστηρίζει πως από τη διοίκησή της δεν προσκομίστηκαν επαρκή στοιχεία που να δικαιολογούν τις απολύσεις. “Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι αποφασίζουν αν θα βρίσκονται σε αυτό το καθεστώς ή όχι. Είναι απόφασή τους μέσω των γενικών συνελεύσεων. Συνεπώς γνωρίζουν εκείνοι πολύ καλύτερα ποιο είναι το δικό τους το συμφέρον, προτιμούν να είναι γαντζωμένοι πάνω σε αυτή την εταιρεία στην οποία έχουν δουλέψει 30 και 40 χρόνια και έχουν δώσει τη ζωή τους όλη, παρά να περιφέρονται άνεργοι κάθε πρωί έξω από ένα κουφάρι εργοστασίου που δεν θα λειτουργεί” αναφέρει ο κ. Καραγεωργόπουλος και σημειώνει πως οι εργαζόμενοι στο εργοστάσιο της Χαλκίδας που έκλεισε “ισχυρίζονται ότι υπήρξε μεθόδευση της εταιρείας για να ξεφορτωθεί τους εργαζόμενους και, αφού δεν το κατάφερε αυτό, υπέβαλε το αίτημα για ομαδικές απολύσεις”.
Σε μια χώρα με μικρές επιχειρήσεις
Η οδυνηρή εμπειρία των χρόνων της κρίσης, έχει δείξει πάντως πως το μεγάλο πρόβλημα για τις αμιγώς ελληνικές επιχειρήσεις υπήρξε πως αδυνατούσαν να πραγματοποιήσουν ακόμη και απολύσεις. “Εδώ στην Ελλάδα οι ντόπιες επιχειρήσεις έχουν το εξής πρόβλημα: Δεν μπορούν να κάνουν ομαδικές απολύσεις, γιατί δεν διαθέτουν τα κεφάλαια για να δώσουν τις αποζημιώσεις” παρατηρεί η Μαριετίνα Στεφανάτου, αναφέροντας ως παράδειγμα δεκάδες επώνυμες επιχειρήσεις που έβαλαν λουκέτο τα τελευταία χρόνια και προσθέτει: “Συνεπώς οι εργαζόμενοι δεν μπορούσαν να απολυθούν και παρέμεναν απλήρωτοι. Ακόμη και στο 5% του προσωπικού το μήνα (ποσοστό που προβλέπεται με την παρούσα νομοθεσία), οι εταιρείες δεν μπορούσαν να καταβάλουν τις αποζημιώσεις”.
“Στη χώρα μας το 95% των επιχειρήσεων είναι διαρθρωμένο σε μικρές επιχειρήσεις από 1 έως 10 εργαζόμενους. Για ποιες ομαδικές απολύσεις μιλάμε;”
“Στη χώρα μας το 95% των επιχειρήσεων είναι διαρθρωμένο σε μικρές επιχειρήσεις από 1 έως 10 εργαζόμενους. Για ποιες ομαδικές απολύσεις μιλάμε;” προσθέτει ο γραμματέας Τύπου της ΓΣΕΕ. Προς τι λοιπόν όλη αυτή η πίεση δανειστών και επιχειρήσεων για την απελευθέρωση; “Πρόκειται για μια εξυπηρέτηση που αφορά στο 5% της επιχειρηματικότητας στη χώρα μας. Δεν είναι καν αντιπροσωπευτικό αυτό το αίτημα” σημειώνει ο κ. Καραγεωργόπουλος.
Απολύσεις και πολυεθνικές
Οι ανησυχίες των εργαζομένων στρέφονται ως εκ τούτου σε μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, που και την οικονομική ρευστότητα έχουν ώστε να πραγματοποιήσουν μαζικά απολύσεις εργαζομένων και την ευελιξία να εκμεταλλευτούν μια τέτοια εξέλιξη για την “αντικατάσταση” του προσωπικού, με φθηνότερα εργατικά χέρια. Αν για παράδειγμα μια τέτοια εταιρεία κατόρθωνε να προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις, θα είχε τη δυνατότητα να προσλάβει νέους εργαζόμενους με πολύ μικρότερο μισθολογικό κόστος. “Σε αυτό θα μπορούσε να υπάρξει νομοθετική πρόβλεψη, ότι δεν χωρεί αντικατάσταση εντός των προσεχών τριών ετών για παράδειγμα” σημειώνει η κα Στεφανάτου, που όμως παρατηρεί: “Θα βρουν όμως το παραθυράκι, διότι μπορούν να συστήσουν μια άλλη εταιρεία και θα προσλάβουν μέσω εκείνης”.
“Επενδυτές πιέζουν πολύ για άμεση και μαζική αντικατάσταση του υφιστάμενου προσωπικού, χωρίς να δώσουν κίνητρα για εθελούσια, που ενδεχομένως να είναι πιο αυξημένα από αυτό που προβλέπει ως ελάχιστη αποζημίωση ο νόμος”
“Τέτοιου είδους σχεδιασμοί έχουν φτάσει ως πληροφορίες και στην ΓΣΕΕ και είναι ένας από τους λόγους που υπάρχει αυτή η επιμονή” επιβεβαιώνει ο Δημήτρης Καραγεωργόπουλος και συμπληρώνει: “Κυρίως ξεκινά και εκπορεύεται από το τραπεζικό σύστημα, από κάποιους που εισέρχονται τώρα σε αυτό. Επενδυτές που πιέζουν πολύ για άμεση και μαζική αντικατάσταση του υφιστάμενου προσωπικού, χωρίς να δώσουν κίνητρα για εθελούσια, που ενδεχομένως να είναι πιο αυξημένα από αυτό που προβλέπει ως ελάχιστη αποζημίωση ο νόμος”.
“Καθένας από αυτούς που επιθυμούν να εισέλθουν στην αγορά, είτε πρόκειται για νερό, για ρεύμα, για τραπεζικό σύστημα, θα ήθελε να έχει φτηνό εργατικό δυναμικό προκειμένου να κάνει απόσβεση πολύ σύντομα”
“Το ζήτημα αφορά τραπεζικό σύστημα, ΔΕΚΟ και κάποιες πολύ μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες οι οποίες έχουν συμφέρον να προχωρούν σε μια τέτοια διαδικασία ανέλεγκτα και χωρίς κανόνες. Αυτά τα συμφέροντα εκπροσωπούνται και μέσα από ένα μέρος των δανειστών” συνεχίζει ο κ. Καραγεωργόπουλος. Πίσω από την πίεση αυτή, στη ΓΣΕΕ διακρίνουν επενδυτές που επιθυμούν να εισέλθουν στην ελληνική αγορά και, μειώνοντας το εργατικό και μισθολογικό κόστος, να κάνουν άμεση απόσβεση της επένδυσής τους. “Υπάρχουν μεγάλες επιχειρήσεις-φιλέτα που είναι κερδοφόρες και έχουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας, για τις οποίες οι δανειστές πιέζουν την εκάστοτε κυβέρνηση να προχωρήσει σε εκποίηση” αναφέρει χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος της ΓΣΕΕ και προσθέτει: “Καθένας από αυτούς που επιθυμούν να εισέλθουν στην αγορά, είτε πρόκειται για νερό, για ρεύμα, για τραπεζικό σύστημα, θα ήθελε να έχει φτηνό εργατικό δυναμικό προκειμένου να κάνει απόσβεση πολύ σύντομα”.
Μια τέτοια στόχευση θα μπορούσε ενδεχομένως να εξηγήσει και την παράλληλη επιμονή των Θεσμών και κυρίως του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για περαιτέρω πάγωμα των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας στη χώρα μας. Η διαπραγμάτευση με τους Θεσμούς φαίνεται πως θα κρατήσει τουλάχιστον ένα μήνα ακόμη και από αυτή θα εξαχθούν πολύτιμα συμπεράσματα, που θα επιβεβαιώσουν ή θα διαψεύσουν την εν λόγω “απειλή”, όπως την περιγράφει η ΓΣΕΕ.
ΦΩΤΟ SOOC