QE: Όσο αργότερα, τόσο χειρότερα

QE: Όσο αργότερα, τόσο χειρότερα

Τι σημαίνει για την Ελλάδα η επέκταση της ποσοτικής χαλάρωσης, που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και γιατί πρέπει να ενταχθούμε όσο γίνεται πιο σύντομα. Οι παρεμβάσεις της Γερμανίας και τα οφέλη, που προσδοκά η χώρα μας

Από μακριά παρακολουθεί ακόμη η Ελλάδα τη διαμόρφωση και την εξέλιξη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης ( Quantitative Easing ) της ΕΚΤ, το οποίο παρείχε μέχρι στιγμής ρευστότητα ύψους 1,2 τρις ευρώ στις χώρες της Ευρωζώνης (πλην της Ελλάδας) και θα αρχίσει να περιορίζεται από τον επόμενο χρόνο.

Η χώρα μας θα είχε σοβαρή πιθανότητα να συμμετέχει μέχρι και το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2017, αν είχε ολοκληρώσει τη δεύτερη αξιολόγηση και πλέον μετά την απόφαση για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, είχε ανοίξει ο διάλογος και για τα μεσοπρόθεσμα, που θα έδιναν συνολική εικόνα για την ελάφρυνση του χρέους μέσα στις πρώτες εβδομάδες του επόμενου χρόνου.

Με βάση τις απαιτήσεις της ΕΚΤ, οι οποίες εκφράστηκαν από τα πιο επίσημα χείλη η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα απαιτεί δύο πράγματα:

*Μια ανάλυση βιωσιμότητας (η οποία μπορεί να γίνει και από την ίδια την ΕΚΤ), που θα καταλήγει στο ότι το ελληνικό χρέος είναι εξυπηρετήσιμο στο διηνεκές.

*Την συνεχή επιτυχή υιοθέτηση διαρθρωτικών μέτρων για τη βελτίωση της οικονομίας, που εξασφαλίζεται μέσω της υλοποίηση του τρίτου μνημονίου.

Με δεδομένο ότι οι δύο αυτές εξελίξεις καθυστερούν, η ΕΚΤ μοιραία κρατά στάση αναμονής για την Ελλάδα ασχολούμενη με τη συνέχεια του προγράμματος QE (το οποίο θεωρητικά έπρεπε να λήξει τον Απρίλιο του 2017) για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης.

Ως γνωστόν, ακόμη και αν η Ελλάδα εντάσσονταν από αύριο στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το κέρδος σε ρευστότητα θα ήταν σχετικά μικρό και δεν θα ξεπερνούσε τα 7 – 8 δις ευρώ

Ωστόσο η ένταξη στο πρόγραμμα θα σηματοδοτούσε για την Ελλάδα, μια επιστροφή σε μια περίοδο κανονικότητας, η οποία θα διευκόλυνε και τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού, αλλά και την προσέλκυση επενδύσεων.

Το πρόγραμμα δεν είναι αιώνιο

Τώρα όμως, ανάλογα με τον χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο θα ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση, η Ελλάδα έχει χάσει το χρόνο των «παχιών αγελάδων», που προηγήθηκε και πλέον θα πρέπει να περιοριστεί σε λιγότερα, ανάλογα και με τη διάρκεια του προγράμματος, το οποίο ως γνωστόν δεν θα είναι αιώνιο.

Προωθήθηκε από τον Κεντρικό τραπεζίτη του Ευρώ μέσα στο 2014 και εφαρμόζεται από το Μάρτιο του 2015 με μοναδικό στόχο να εξαντληθούν τα όπλα της νομισματικής πολιτικής, για να ξεπεραστεί ο φαύλος κύκλος του αποπληθωρισμού (δηλ. αρνητικού πληθωρισμού με αρνητική ανάπτυξη ή στασιμότητα) που είχε χτυπήσει την Ευρωζώνη.

Πρακτικά μέσω του προγράμματος, η ΕΚΤ αγοράζει κρατικά ομόλογα από τις ευρωπαϊκές τράπεζες και παρέχει ρευστότητα με αντάλλαγμα αυτές να πληρώνουν τα ετήσια κουπόνια των ομολόγων. Με την επιπλέον αυτή ρευστότητα, οι τράπεζες χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία.

Παράλληλα η «σιγουριά» της αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ βελτιώνει και τους όρους δανεισμού των κρατών μελών της Ευρωζώνης, μειώνοντας το ρίσκο και επιτυγχάνοντας χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού.

Η γερμανική παρέμβαση μείωσε την ισχύ πυρός τους συγκεκριμένου όπλου, επιβάλλοντας την ποσοστικοποίηση των αγορών ομολόγων ανάλογα με την συμμετοχή του κάθε κράτους μέλους στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης. Όπως γίνεται φανερό, τα οφέλη ήταν τεράστια για τις χώρες του Βορρά και τις μεγάλες οικονομίες αφήνοντας ψίχουλα φθηνής ρευστότητας στις υπόλοιπες μικρές οικονομίες .

Ο πρόεδρος της ΕΚΤ κ. Μάριο Ντράγκι τόνισε σήμερα, ότι θα συνεχίσει το πρόγραμμα το 2017 με μικρότερες αγορές ομολόγων από τα κράτη μέλη. Η συρρίκνωση του προϋπολογισμού της ποσοτικής χαλάρωσης θα περιορίσει το όφελος σε ρευστότητα για τα κράτη που ήταν από την αρχή QE .

Αυτονόητο είναι συνεπώς, ότι όσο καθυστερούν η Ελλάδα και οι Ευρωπαίοι εταίροι της να ξεκαθαρίσουν το τοπίο τόσο θα απομακρύνεται και το όφελος που αναμένεται για την Ελλάδα από την ένταξή της .

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα