Ο ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ : Η ΜΑΚΑΒΡΙΑ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ

14 ώρες και 10 λεπτά ήταν αρκετά για να διαγράψουν Βρετανοί και Αμερικάνοι μία ιστορική πόλη μαζί με 135.000 κατοίκους της

Τη νύχτα της 9ης Μαρτίου, μία αεροπορική επίθεση στο Τόκιο από αμερικανικά βαρέα βομβαρδιστικά που χρησιμοποιούσαν εμπρηστικές και υψηλής εκρηκτικής ισχύος βόμβες, προκάλεσε το θάνατο 83.793 ανθρώπων. Ηατομική βόμβα που έπεσε στην Χιροσίμα σκότωσε 71.379 ανθρώπους. Τα συμβατικά όπλα που χρησιμοποιήθηκαν στον βομβαρδισμό της Δρέσδης στοίχησαν την ζωή σε πάνω από 135.000 ανθρώπους. Η Γερμανία πληρώθηκεέντοκα και με το ίδιο νόμισμα για όσα είχε πράξει καθ’όλη την διάρκεια του πολέμου.

Η Δρέσδη, ή η «Βενετία του Έλβα» όπως την αποκαλούσαν για τα μοναδικά μνημεία που διέθετε βρέθηκε ξαφνικά απροετοίμαστη στο μάτι του κυκλώνα. Στον στρατηγικό σχεδιασμό των ναζιστών δεν συμπεριλαμβάνονταν ανάμεσα στις πόλεις που δημιουργήθηκαν ενισχυμένα καταφύγια και η πολιτική της άμυνα ήταν στο χαμηλότερο επίπεδο καθώς πίστευαν ότι δεν θα πλήττονταν από τους συμμάχους μιας και δεν είχε σημαντική συμβολή στην πολεμική βιομηχανία της Γερμανίας. Όντως οι δυνάμεις κατά του άξονα είχαν αφήσει ανέπαφη την ιστορική πόλη καθ’όλη την διάρκεια του πολέμου (σ.σ. είχε προηγηθεί μόνο τον Οκτώβριο του 1944 μία αεροπορική επιδρομή των Αμερικανών στην βιομηχανική της ζώνη). Ο λόγος αυτός ήταν που στην Δρέσδη είχαν βρει καταφύγιο και δεκάδες χιλιάδες Γερμανοί από το ανατολικό τμήμα της χώρας που τις τελευταίες εβδομάδες είχαν καταληφθεί από τους Σοβιετικούς.

Λίγο πριν την συμφωνία της Γιάλτας και καθώς ο Στάλιν πίεζε για ένα ισχυρό χτύπημα που άνοιγε τον δρόμο από το Ανατολικό μέτωπο ο Τσόρτσιλ δίνει την εντολή για τον βομβαρδισμό της πόλης που στους 642.143 κατοίκους που είχε στην απογραφή του 1939 είχαν προστεθεί περίπου 1.000.000 κυρίως από την Ανατολική Πρωσία.

Ο ιστορικός Ντέιβιντ Ίρβινγκ μετά από πολυετή έρευνα για την επιδρομή στην Δρέσδη στις 13 και 14 Φεβρουαρίου συγκέντρωσε όλο το υλικό στο βιβλίο « Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης – Η αποκάλυψη των γεγονότων 1945» το οποίο μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ιωλκός. Ο συγγραφέας για να καταγράψει όσο καλύτερα γίνονται τα γεγονότα του Φεβρουαρίου του 1945 συγκέντρωσε πληροφορίες από 200 Βρετανούς και 100 Αμερικανούς αεροπόρους καθώς και από τους ελάχιστους που είχαν απομείνει από την Λουφτβάφε και είχαν αναλάβει το δύσκολο έργο της αμυντικής θωράκισης της Δρέσδης. Παράλληλα συνομίλησε με κατοίκους που ζούσαν την περίοδο εκείνη στην πόλη και οι μαρτυρίες τους ήταν σημαντικές για την βιομηχανική και στρατηγική της σημασία. Τέλος – και καθώς πλέον είχαν πλέον περάσει δεκαετίες από το γεγονός και φάκελοι αποχαρακτηρίζονταν από απόρρητοι – σημαντική πηγή ήταν τα αρχεία της RAF και των αμερικανικών αεροπορικών αρχών.

Για να καταλάβουμε ακριβώς το μέγεθος της επίθεσης αρκεί να ρίξουμε μία ματιά στην συνοπτική έκθεση Διοίκησης Βομβαρδιστικών της RAF για τις νυχτερινές επιχειρήσεις στις 13 και 14 Φεβρουαρίου του 1945, όπως αυτές συνάπτονται στο βιβλίο του Ίρβινγκ: «Η Δρέσδη δέχτηκε την πρώτη επίσκεψη του πολέμου από τη Διοίκηση Βομβαρδιστικών. Δύο δυνάμεις Λάνκαστερ, συνολικά 805 αεροσκάφη την βομβάρδισαν κατά κύματα με ενδιάμεσο διάκενο τριών ωρών και ισοπέδωσαν το 85% της περιοχής πλήρους δόμησης. Σιδηροδρομικές και βιομηχανικές εγκαταστάσεις έπαθαν τεράστιες ζημιές.

Άλλη δύναμη 368 αεροσκαφών, κυρίως Χάλιφαξ, επιτέθηκε στα διυλιστήριο συνθετικού πετρελαίου του Μπέλεν, κοντά στη Λειψία, αλλά ο βομβαρδισμός διεσπάρη. Οι νεφώσεις, καθώς και επιτυχημένα αντίμετρα ξεγέλασαν πλήρως τα γερμανικά καταδιωκτικά και χάσαμε μόνο 6 από τα 1.407 αεροσκάφη που αποστείλαμε, ενώ άλλα 3 συνετρίβησαν από πτώσεις».

Οι παραπάνω αριθμοί αφορούν μόνο την βρετανική συμμετοχή και όχι την αμερικανική που ήρθε απλώς να αποτελειώσει ότι είχαν αφήσει οι σύμμαχοι τους. Υπολογίζεται ότι χρησιμοποιήθηκαν περίπου 3.500 εμπρηστικές βόμβες και νάρκες αέρος υψηλής περιεκτικότητας. Αμερικανικές πηγές αναφέρουν πως ρίχτηκαν 2.659,3 τόνοι από τα βρετανικά και 4.441,2 τόνοι από τα αμερικανικά αεροπλάνα.

14 ώρες και 10 λεπτά, και τρεις διαδοχικές επιδρομές (δύο των Εγγλέζων και μια των Αμερικάνων) ήταν αρκετές για να εξαφανίσουν το σύνολο του ιστορικού της κέντρου και να στοιχίσουν την ζωή σε 135.000 ανθρώπους. Γερμανούς που πίστευαν ότι η πόλη τους δεν θα βρισκόταν ποτέ στο στόχαστρο. Είναι χαρακτηριστικό όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Ιρβίνγκ «Όταν είχε ανακοινωθεί στα τέλη του 1944 ότι στο πλαίσιο του “διευρυμένου προγράμματος του Φύρερ” θα δαπανιόταν  και ένα ποσό σε μέτρα πολιτικής άμυνας, ο πληθυσμός της πόλης αντέδρασε με κάποια ευθυμία και δυσπιστία».

Οι βομβαρδισμοί προκάλεσαν μία πύρινη κόλαση που στην καρδιά του χειμώνα οι θερμοκρασίες στην καρδιά της πόλης ξεπερνούσαν κατά πολύ τους 600 βαθμούς κελσίου. Οι περισσότεροι κάτοικοι προσπαθούσαν απεγνωσμένα να βρουν διαφυγή σπάζοντας με αξίνες τα ενδιάμεσα κελάρια στα υπόγεια των πολυκατοικιών τους να βρουν διέξοδο όσο πιο μακριά γινόταν.

Για πρώτη φορά στην ιστορία του πολέμου μία αεροπορική επιδρομή κατέστρεψε τον στόχο σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν υπήρχαν αρκετοί αρτιμελείς επιζώντες για να θάψουν τους νεκρούς. «Οι αστυνομικές αρχές είχαν αποφασίσει να υιοθετήσουν ένα πιο δυσάρεστο μέτρο απ’ όσα είχαν εφαρμοστεί σε οποιοδήποτε άλλο στάδιο των βρετανικών επιθέσεων εναντίον κατοικημένων περιοχών. Τα εναπομένοντα πτώματα – και υπήρχαν ακόμη χιλιάδες που ξεθάβονταν καθημερινά – δε θα μεταφέρονταν πλέον στα πευκοδάση και σε τόπους ομαδικής ταφής. Ο κίνδυνος διάδοσης επιδημιών από εκείνα τα μακρά καραβάνια των αποσυντεθειμένων πτωμάτων πάνω στα κάρα, ήταν υπερβολικά μεγάλος.

Ήδη ολόκληρο το κέντρο της πόλης γύρω από την πλατεία Αλτμάρκτ είχε αποκλειστεί. Συγγενείς που περπατούσαν τρεκλίζοντας στους αδιάβατους ακόμη δρόμους της “παλιάς πόλης” απομακρύνονταν από τους αστυνομικούς και τους κομματικούς αξιωματούχους. Μέλη της ΥΔΑ και των συνεργείων καταναγκαστικής εργασίας έφερναν πλέον τα κάρα με τα πτώματα στα όρια της αποκλεισμένης περιοχής και εκεί τα παρέδιδαν σε οδηγούς και αξιωματικούς του στρατού. Εκείνοι οδηγούσαν τα κάρα στο κέντρο της Άλτμαρκτ και εκεί έριχναν τα φρικτά φορτία τους πάνω στο λιθόστρωτο.

Εδώ εργάζονταν πολλοί αστυνομικοί, σε μία τελευταία προσπάθεια αναγνώρισης των θυμάτων, έχοντας ορκιστεί να κρατήσουν μυστικά τα όσα συνέβαιναν. Από τα ερείπια του πολυκαταστήματος Ρένερ στην Άλτμαρκτ είχαν αφαιρέσει τις χαλύβδινες δοκούς και τις είχαν τοποθετήσει πάνω από στοιβαγμένες αμμόπετρες, τις οποίες είχαν διαλέξει πρόχειρα (από τα γύρω γκρεμισμένα κτήρια). Είχαν στήσει έτσι μία πελώρια ψησταριά πάνω από 7 μέτρα μήκος, κάτω από τις χαλύβδινες δοκούς είχαν χώσει δεμάτια από ξύλα και άχυρα. Πάνω στη σχάρα της ψησταριάς στοίβαζαν τα πτώματα 400 – 500 τη φορά, προσθέτοντας κι άλλα άχυρα ανάμεσα τις επάλληλες στρώσεις των πτωμάτων. Οι στρατιώτες ποδοπάτησαν αυτές τις στρώσεις των αποσυντιθέμενων κορμιών, πατικώνοντας τα θύματα, σε μία προσπάθεια να χωρέσουν και άλλα. Πολλά νεκρά παιδιά, που συνθλίβονταν σ’ αυτή τη φρικαλέα στοίβα καύσης νεκρών, φορούσαν ακόμη τα πολύχρωμα αποκριάτικα κουστούμια τους, που τα είχαν βάλει με ενθουσιασμό δύο εβδομάδες νωρίτερα.

Τέλος, έχυσαν πάνω στα πτώματα ολόκληρα γαλόνια βενζίνης, που τόσο είχαν ανάγκη σε ολόκληρο το Ράιχ. Ένας ανώτερος αξιωματικός έδιωξε από την πλατεία Άλτμαρκτ όλους τους μη απαραίτητους θεατές και άναψε ένα σπίρτο στη στοίβα. Για άλλη μία φορά αναδύθηκε πυκνός μαύρος καπνός από το κέντρο της πλατείας Άλτμαρκτ της Δρέσδης, όπως είχε συμβεί δύο εβδομάδες νωρίτερα αλλά και το 1349. Η ιστορία αναφέρει ότι σχεδόν 600 χρόνια νωρίτερα, ο μαργκράβος (κληρονομικός τίτλος ηγεμόνων) του Μάισεν, Φρειδερίκος Β’, έκαψε τους εχθρούς τη στην πυρά, εδώ στην Άλτμαρκτ, ήσαν Εβραίοι που κατηγορήθηκαν ότι έφεραν την πανώλη.Κατά φρικαλέα σύμπτωση, η πυρά είχε συμπέσει και τότε με την Καθαρά Τρίτη, την τελευταία ημέρα της Αποκριάς.

Αργά το βράδυ ξαναστήσαν την ψησταριά σε διαφορετικό μέρος της πλατείας. Στο μεταξύ οι αξιωματικοί του Ναζιστικού Κόμματος φρόντισαν να συγκεντρωθούν η τέφρα και τα καμένα κόκαλα και να σταλούν στο νεκροταφείο για ταφή».

Τις επόμενες ημέρες τα νέα έφθασαν στις πατρίδες των συμμάχων και υψώθηκαν αρκετές φωνές που κατηγορούσαν τις ηγεσίες ότι προχωρούσαν σε εκδικητικά αντίποινα σκοτώνοντας δεκάδες χιλιάδες άοπλους πολίτες. Από την πλευρά της Βρετανίας η πολιτική ηγεσία – βλέπε Τσόρτσιλ – προσπάθησε να ρίξει το βάρος στον αντιπτέραρχο Σερ Ρόμπερτ Σόντμπι όμως καθώς είναι γνωστό ότι οι στρατιωτικοί εκτελούσαν διαταγές ο Τσόρτσιλ αναγκάστηκε να αποσύρει αρχικό υπόμνημα που είχε στείλει στην αρχή για να το αντικαταστήσει από ένα ηπιότερο και πιο γενικόλογο που ανέφερε: «Πρέπει να φροντίσουμε ώστε οι επιθέσεις μας να μην ζημιώνουν μακροπρόθεσμα εμάς περισσότερο από όσο την άμεση πολεμική προσπάθεια του εχθρού».

Ο αεροπορικός βομβαρδισμός της Δρέσδης δεν καταγράφηκε ποτέ επίσημα ως έγκλημα πολέμου επαληθεύοντας τον κανόνα που θέλει την ιστορία να την γράφουν οι νικητές. Άλλωστε η νίκη που γράφηκε δυόμιση μήνες μετά την πτώση του Βερολίνου δεν άφηνε αρκετά περιθώρια σε ηττημένους και σε αυτούς που επιδιώκουν την δικαιοσύνη να ξύσουν παλιές πληγές.

– Το βιβλίο Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης του David Irving κυκλοφορεί στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Ιωλκός.

 

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα