Μηχανή του Χρόνου: Η Μπριζίτ Μπαρντό παράτησε το γιο της, απειλήθηκε από τρομοκράτες και κάνει ρατσιστικές δηλώσεις
Η πολυτάραχη ζωή της πανέμορφης Μπριζίτ Μπαρντό. Από την απόπειρα αυτοκτονίας έως τον γάμο με τον σύμβουλο του ακροδεξιού πολιτικού Ζαν Μαρί Λεπέν
- 22 Νοεμβρίου 2014 18:37
Η Μπριζίτ Μπαρντό δεν ήταν ποτέ ένα ασχημόπαπο. Γεννήθηκε «κύκνος» και η ομορφιά της απλώς γινόταν όλο και πιο έντονη όσο μεγάλωνε.
Οι συμμαθήτριές της την αποκαλούσαν « μικρή ελαφίνα» για τα μακριά, λεπτά της πόδια και τα μεγάλα, αμυγδαλωτά μάτια. Σε ηλικία 15 ετών, όταν άλλα κορίτσια περνούσαν την αδέξια φάση της εφηβείας, η Μπαρντό βρισκόταν ήδη στα εξώφυλλα περιοδικών μόδας.
Ροζέρ Βαντίμ: Ο άντρας που έπλασε την Μπριζίτ Μπαρντό
Στις 8 Μαρτίου του 1950 την είδε για πρώτη φορά ο άντρας που θα την έκανε σταρ. Το όνομά του ήταν Ροζέρ Βαντίμ και αντίκρισε το πρόσωπο της έφηβης Μπαρντό στο εξώφυλλο του περιοδικού «ELLE». Ο Βαντίμ ήταν μόλις 21 χρονών και εργαζόταν ως βοηθός του σκηνοθέτη Μαρκ Αλεγκρέ, στον οποίο έδειξε το περιοδικό και πρότεινε να χρησιμοποιήσουν το μοντέλο στην ταινία. Ο Αλεγκρέ ανέθεσε στον νεαρό βοηθό του να την βρει και να την πείσει να συνεργαστούν. Ήταν μια αποστολή που ο Βαντίμ εκπλήρωσε με περίσσιο ενθουσιασμό. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά.
Η Μπαρντό ήταν πανέμορφη, αθώα και επιθυμούσε όσο τίποτα άλλο να ξεφύγει από την αυστηρή της οικογένεια. Ο Βαντίμ ήταν ο άντρας που θα μπορούσε να της γνωρίσει τον κόσμο. Ασφαλώς, οι γονείς της Μπαρντό δεν ήθελαν να τον βλέπουν ούτε ζωγραφιστό. Κάθε φορά που έφευγε από το σπίτι τους, η μητέρα της Μπριζίτ μετρούσε τα ασημικά για να σιγουρευτεί ότι δεν τους έκλεψε. Όταν η Μπριζίτ ανακοίνωσε στους γονείς της ότι θα τον παντρευόταν, ο πατέρας της απείλησε τον μελλοντικό του γαμπρό με όπλο.
Τελικά αποφάσισαν να περιμένουν έως την ενηλικίωση της Μπριζίτ. Παντρεύτηκαν στις 21 Δεκεμβρίου του 1952, όταν η Μπαρντό ήταν 18 χρονών και 3 μηνών. Ο πατέρας της ανάγκασε τους νιόπαντρους να κοιμηθούν σε διαφορετικά κρεβάτια την πρώτη νύχτα του γάμου. Δεν ήξερε ότι η κόρη του και ο σύζυγός της είχαν «ολοκληρώσει» τον γάμο τους πριν από χρόνια. Ο Βαντίμ λειτούργησε περισσότερο ως μάνατζερ της Μπαρντό, παρά ως σύζυγός της
Είχε αντιληφθεί την αξία της πανέμορφης νεαρής και ήταν αποφασισμένος να την κάνει σταρ. Το 1952 της εξασφάλισε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Μανίνα, ο γυμνός θησαυρός». Η Μπαρντό υποδυόταν, όπως ήταν φυσικό, τον «γυμνό θησαυρό» ντυμένη με ένα αποκαλυπτικό μπικίνι. Μέχρι το 1956, το όνομά της είχε συνδεθεί με σέξι κωμωδίες, αλλά δεν ήταν ακόμη μια ηθοποιός παγκόσμιας απήχησης.
Η ταινία που απογείωσε την καριέρα της ήταν δημιουργία του συζύγου της, ο οποίος είχε πια ολοκληρώσει την μεταμόρφωση της Μπριζίτ από μία πανέμορφη «ελαφίνα» σε ένα σύμβολο του σεξ. Με την ταινία «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», η Μπαρντό έγινε η φαντασίωση κάθε άντρα.
Η απελευθερωμένη Μπριζίτ
Η Μπαρντό ξεχώρισε επειδή εκπροσωπούσε τη νέα, απελευθερωμένη γυναίκα. Φορούσε τζιν παντελόνια αντί φορέματα και κορσέδες, εμφανιζόταν γυμνή στις ταινίες της, άφηνε τα μακριά μαλλιά της αχτένιστα και κυνηγούσε τον έρωτα και εκτός του γάμου της. Στα γυρίσματα της ταινίας «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», η Μπαρντό διατηρούσε δεσμό με τον συμπρωταγωνιστή της, Ζαν Λουί Τρεντινιάν. Ήταν ο ίδιος ο Βαντίμ που τους προέτρεψε να έρθουν πιο κοντά για να είναι πιο ρεαλιστική η ερμηνεία τους.
Το 1957 η Μπαρντό άφησε τον Βαντίμ για τον νέο εραστή της, τον ηθοποιό Ζακ Σαριέ. Παντρεύτηκαν το 1959 και απέκτησαν ένα γιο, τον Νικολά. Η απόφαση της Μπαρντό να αφήσει τον γιο της στους γονείς του συζύγου της εξόργισε την κοινωνία της εποχής. Ήταν έτοιμοι να δεχτούν μία σεξουαλικά απελευθερωμένη γυναίκα, αλλά όχι μία γυναίκα που εγκατέλειπε το παιδί της για να ζήσει την ανέμελη ζωή της. Η Μπαρντό δήλωσε ότι δεν ένιωθε έτοιμη να γίνει μητέρα και ποτέ δεν μετάνιωσε για την απόφασή της.
H «Β. Β.» έγινε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος για άντρες και γυναίκες
Οι άντρες την ποθούσαν και οι γυναίκες τη ζήλευαν ή επεδίωκαν να της μοιάσουν. Κάποιες όμως την μισούσαν για τον τρόπο ζωής που ακολουθούσε. Η Μπορντό δεχόταν απειλητικά τηλεφωνήματα, ενώ άγνωστοι την έβριζαν στο δρόμο. Μία γυναίκα προσπάθησε να τη μαχαιρώσει, λέγοντας ότι «η Μπαρντό γινόταν πλούσια βγάζοντας τα ρούχα της, ενώ οι γιοι της Γαλλίας σκοτώνονταν στον πόλεμο εναντίον της Αλγερίας». Η Μπαρντό δεν άντεξε την πίεση και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, κόβοντας τις φλέβες της. Οι τίτλοι των εφημερίδων είχαν μια υπόνοια ειρωνείας: «Το Τίμημα της Δόξας», έγραφαν.
Το 1961, η σκληρή πραγματικότητα έφτασε μέχρι και την προστατευμένη σφαίρα που ζούσε η Μπαρντό. Η τρομοκρατική ομάδα «O. A. S.» που εμπλεκόταν με τον πόλεμο στην Αλγερία, της ζήτησε 50 χιλιάδες φράγκα για να μην ανατινάξουν το σπίτι της. Η Μπαρντό αρνήθηκε να τα δώσει και η οργάνωση δεν πείραξε ούτε τρίχα απ’ τα μαλλιά της. Όμως η είδηση ότι είχε απειληθεί η Μπριζίτ Μπαρντό, η καλλονή που εκπροσωπούσε τη σύγχρονη Γαλλία,κέρδισε τη συμπάθεια του κόσμου και η δημοτικότητα της ηθοποιού ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Το 1966, παντρεύτηκε τον Γερμανό πολυεκατομμυριούχο Γκούντερ Σακς, ο οποίος φημιζόταν για τις σχέσεις του με τις ομορφότερες γυναίκες του κόσμου.
Η Μπαρντό αποτελούσε τη μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής του. Δεν του έλειπαν ούτε τα χρήματα ούτε η φαντασία και γρήγορα την έπεισε να τον παντρευτεί. Ο Σακς την κατέκτησε καλύπτοντας το σπίτι της με ροδοπέταλα, τα οποία πετούσε απ’ το ελικόπτερό του. Χώρισαν τρία χρόνια αργότερα, όταν η Μπαρντό ένιωσε ότι είχε εξαντληθεί απ’ την επιφανειακή ζωή της.
Οι κατηγορίες για ρατσισμό
Το 1972 η Μπαρντό ανακοίνωσε ότι θα αποσυρόταν από τη δημοσιότητα για να αφοσιωθεί στον φιλοζωικό ακτιβισμό. Όμως η Μπαρντό, που ανέκαθεν προκαλούσε αντιδράσεις με τις δηλώσεις της, δεν έμεινε για πολύ καιρό στο παρασκήνιο. Το 1992 παντρεύτηκε τον Μπερνάρντ Ντ’Ορμάλ, που είχε υπάρξει σύμβουλος του ακροδεξιού πολιτικού Ζαν Μαρί Λεπέν.
Το 1999 εκδόθηκε το βιβλίο της «Le Carré de Pluton», στο οποίο αναφερόταν με πολύ αρνητικούς χαρακτηρισμούς στον μουσουλμανικό πληθυσμό της Γαλλίας. Πλήρωσε πρόστιμο 30 χιλιάδες φράγκα για τις δηλώσεις της, αλλά εκφράστηκε παρομοίως και στο επόμενο βιβλίο της, «Un cri dans le silence». Το 2004 πλήρωσε το τέταρτο πρόστιμο που της έχει επιβληθεί για ρατσιστικές δηλώσεις, το οποίο έφτανε τα 5 χιλιάδες ευρώ.
Το 2008, πλήρωσε 15 χιλιάδες ευρώ πρόστιμο, για ρατσιστική επιστολή που έστειλε στον Γάλλο πρόεδρο, Νικολά Σαρκοζί, για να παραπονεθεί για τους μουσουλμάνους της Γαλλίας. Τα ποσά είναι ασήμαντα για την οικονομική της επιφάνεια, αλλά ο μύθος της πια αμφισβητείται, καθώς πολλοί την κατηγορούν ότι είναι μια γυναίκα που νοιάζεται περισσότερο για τα ζώα παρά για τους ανθρώπους.
Διαβάστε ακόμη στη mixanitouxronou.gr