Η μαρτυρία ανήλικου πρόσφυγα στο δρόμο της κολάσεως από την Καμπούλ στην Αθήνα
Πάνω από 2.000 χιλιόμετρα με τα πόδια. Ο αγώνας επιβίωσης του 17χρονου ασυνόδευτου πρόσφυγα που έφτασε από το Αφγανιστάν, στην Αθήνα. Ο διακινητής, ο αποχωρισμός από την οικογένειά του και ο εφιάλτης των κέντρων κράτησης. Τι εξομολογείται στο NEWS 247 για τα μελλοντικά του σχέδια
- 20 Νοεμβρίου 2014 06:10
Αφγανιστάν – Ιράν – Τουρκία – Ελλάδα. 2.994 χιλιόμετρα με τα πόδια μέχρι την Κωνσταντινούπολη και από εκεί, με βάρκα μέχρι το κέντρο κράτησης της Μυτιλήνης. Στο κέντρο που «ξυπνούν οι χειρότεροι εφιάλτες». Εκεί που ανήλικοι στοιβάζονται στα ίδια κελιά με ενήλικες και που παιδιά έως 18 ετών αντιμετωπίζονται σχεδόν ως εγκληματίες καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους. Τα περισσότερα καταγγέλλουν πείνα, δίψα, έλλειψη θέρμανσης, ψυχολογικά βασανιστήρια, σεξουαλική κακοποίηση και ξυλοδαρμό. «Είναι κανονική φυλακή».
Ο 17χρονος Μ. πέρασε από τα «Ματωμένα Χώματα» τεσσάρων χωρών δύο φορές. Το δικό του προσφυγικό ταξίδι για ένα «καλύτερο αύριο» ξεκίνησε για πρώτη φορά το 2008. «Ήμουν πολύ μικρός τότε. Έφυγα με την οικογένειά μου από το Αφγανιστάν, με προορισμό την Τουρκία. Θέλαμε να φτάσουμε στην Ελλάδα και μετά σε άλλη χώρα της Ευρώπης. Σαν κυνηγημένοι. Θυμάμαι περπατούσαμε ώρες ανάμεσα από βουνά, χωρίς φαγητό ή νερό. Κάναμε στάση σε κάθε χώρα, αλλά ο στόχος μας ήταν ένας. Να γλιτώσουμε. Όταν φτάσαμε στην Τουρκία, ο διακινητής μάς είπε: Δεν χωράτε να μπείτε όλοι μαζί στην ίδια βάρκα! Η μητέρα μου, ο πατέρας μου και τρία αδέρφια μου, έφυγαν. Εγώ έμεινα πίσω με τον κατά δύο χρόνια μικρότερο, αδερφό μου. Ο διακινητής μάς εξήγησε ότι τα λεφτά που του δώσαμε ήταν πολύ λίγα. Πέρασαν επτά χρόνια από τότε. Δεν τους ξαναείδα ποτέ».
Πρόσφυγας σημαίνει άστεγος και εκτοπισμένος. Είναι συνώνυμο του «βιασμένου» (κυρίως, στην ψυχή), μιας και που η φτώχεια αποτελεί την πηγή για όλα τα δεινά που ακολουθούν στην πορεία μέχρι το τέλος. Και η πορεία του 17χρονου Αφγανού, όπως την αφηγείται για πρώτη φορά στο NEWS 247, δεν έχει ακόμη φτάσει στον τερματικό σταθμό.
Τον τελευταίο ενάμιση μήνα ζει στο Κέντρο Φιλοξενίας «Στέγη Plus +» της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης «PRAKSIS» (με εταίρο τον Ερυθρό Σταυρό). Στο ανακαινισμένο αρχοντικό της οδού Σκιάθου στην Κυψέλη – που λειτουργεί ήδη από τον περασμένο Ιανουάριο – στεγάζει τις ελπίδες του να ξαναβρεί άμεσα τους δικούς του και να σταθεί και πάλι στα πόδια του. Δεν βλέπει τη χώρα μας ως τόπο διαμονής, αλλά κυρίως, ως πέρασμα σε μία καινούργια ζωή με δικαιώματα, αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και εφόδια για το μέλλον.
«Οι ανήλικοι ασυνόδευτοι πρόσφυγες και ιδίως, όσοι δεν καταθέτουν αίτηση για άσυλο, είναι προσηλωμένοι σε ένα στόχο: Να φτάσουν στον προορισμό τους. Δεν μπορούν ούτε να δουλέψουν, ούτε να πάνε σχολείο. Σκέφτονται μόνο το τέλος του ταξιδιού. Την Ιθάκη τους», μάς ενημερώνει ο Αλέξανδρος Αντωνάτος που εργάζεται στο Κέντρο Φιλοξενίας και ο μεταφραστής μας, Μοχάμεντ που ανέλαβε το ρόλο του επικοινωνιακού διαύλου.
«Έμεινα πίσω. Ναι, φοβόμουν. Πάντα φοβάσαι. Έπρεπε να μείνω στην Κωνσταντινούπολη για να μαζέψω λεφτά. Δεν γινόταν αλλιώς. Ο αδερφός μου ήθελε να δει τους γονείς μας. Έμαθα ότι η μητέρα μου κατάφερε να φύγει για την Ελβετία, αλλά ο πατέρας μου έμεινε πίσω στην Αθήνα. Μάς είπε να πάμε να τον βρούμε ένας ένας και προσεχτικά. Έδωσα τα χρήματα που είχα μαζέψει στον αδερφό μου. Και έτσι έφυγε για Μυτιλήνη και μετά, για Αθήνα». Μόλις τον Ιανουάριο του 2013, όλη η οικογένεια, βάσει του Ευρωπαϊκού Κανονισμού του Δουβλίνου, κατάφερε να επανενωθεί στην Ελβετία. «Εκεί ζουν σήμερα. Το κράτος τους έδωσε ένα μικρό σπίτι και ένα επίδομα για τα απολύτως απαραίτητα».
«Και εσύ;». Ο νεαρός Αφγανός κομπιάζει και με μάτια βουρκωμένα, περιγράφει την περιπέτειά του που τον «ξέβρασε» πίσω στην Καμπούλ, μετά ως ράφτη στο Πακιστάν και ξανά πίσω στην Τουρκία. «Έπεσα στα χέρια των τουρκικών λιμενικών Αρχών και επειδή δεν είχα χαρτιά, με συνέλαβαν. Έμεινα για λίγο σε κέντρο κράτησης, ώσπου τελικά βγήκε η απόφαση της απέλασής μου. Με έστειλαν πίσω στην Καμπούλ. Αλλά δεν το έβαλα κάτω. Ξεκίνησα μόνος το ταξίδι πάλι για Τουρκία. Όταν μου είπε ο πατέρας μου, “Προσπάθησε να έρθεις”, του απάντησα: “Θα το κάνω, αλλά για τελευταία φορά”. Με πήρε δύο χρόνια. Φοβόμουν πάλι. Δεν ξέρεις τι θα σου συμβεί και τι θα συναντήσεις. Δεν ξέρεις καν αν θα καταφέρεις να φτάσεις σε ευρωπαϊκό έδαφος. Από το Αφγανιστάν στο Πακιστάν, ήταν εύκολα. Αλλά από το Πακιστάν στο Ιράν, πρέπει να προχωράς ασταμάτητα 12 – 13 ώρες το λιγότερο, μέσα από βουνά. Πολλοί δεν τα καταφέρνουν και χάνουν τη ζωή τους σε γκρεμούς. Περνάς ελέγχους, σε στριμώχνουν, σε βρίζουν. Οι διακινητές έχουν την υποχρέωση να σε πάνε σε μικρά βαν και να σε οδηγήσουν μέχρι Τουρκία. Εισπράττουν τα λεφτά και αυτό είναι όλο».
Οι δυσκολίες στον αγώνα επιβίωσης, αμέτρητες. Αλλά ο νεαρός Αφγανός πρόσφυγας επισημαίνει κυρίως, μία: «Όταν με γύρισαν πίσω στην Καμπούλ, δεν είχα πια την οικογένεια μου εκεί. Δεν είχα πού να ξεκουραστώ για να πάρω δυνάμεις. Δεν ήξερα κανέναν. Πήγα στο Πακιστάν και εκεί, δούλεψα για λίγους μήνες ως ράφτης. Έμενα σε σπίτι που μου παραχωρούσε ο εργοδότης μου. Είχα πει δεν θα φύγω. Αλλά έφυγα. Ξεκίνησα πάλι το ταξίδι. Μετά δεν μπορείς να ξαναδουλέψεις. Ο διακινητής είναι ο κύριός σου, το αφεντικό σου. Και μόνο αν του χρωστάς χρήματα, σε αναγκάζει να εργαστείς για να εισπράττει το εισόδημά σου».
Το δεύτερο κατά σειρά, ταξίδι του 17χρονου Αφγανού προς τη «Γη της επαγγελίας» κόστισε 6.000 δολάρια. «Με πήρε τηλέφωνο ο πατέρας μου, μου έδωσε ένα όνομα και έναν αριθμό τηλεφώνου. Μου είπε: “Συνεννοηθείτε πού θα βρεθείτε. Τα έχω κανονίσει όλα εγώ”». Λίγους μήνες αργότερα, επιβιβάστηκε στην πλαστική βάρκα του τρόμου για να διασχίσει το βορειοανατολικό Αιγαίο. «Σε εννιά μέτρα βάρκα, έβαλαν 39 άτομα. Στα κύματα, δίπλωνε. Άκουγες ουρλιαχτά».
Από την πλαστική βάρκα, στο κέντρο Κράτησης Μυτιλήνης για 15 ημέρες, από εκεί στον Πειραιά, τη Διεύθυνση Μεταγωγών και τελικά, στη «Στέγη Plus» με χειροπέδες. «Δεν γνώριζα πού με πάνε. Η μόνη ελληνική λέξη που έχω μάθει είναι αστυνομία. 24 ώρες πάνω από το κεφάλι μου. Αυτό θυμάμαι. Γιατί εκεί στην Μυτιλήνη συμβαίνουν διάφορα. Για ένα πιάτο φαγητό, μπορείς να δεις μαύρους να σκοτώνονται με άσπρους».
Και τώρα; «Τώρα δεν σκέφτομαι τίποτα. Μόνο να βρω τους γονείς μου. Είμαι όμως ευχαριστημένος που ζω στη Στέγη. Μετά από χρόνια ταλαιπωρίας, εδώ αισθάνομαι σαν άνθρωπος. Έχουμε ανέσεις. Περνάμε καλά. Έχουμε το φαγητό μας, τα παιχνίδια μας, το κρεβάτι μας. Είμαστε όλοι ίσοι. Ξέρεις ότι δεν θα έρθει κανένας ανώτερος να σε πιάσει από το λαιμό και να σου πει “εσύ, φύγε”!».
Η Stegi για ανήλικους πρόσφυγες έγινε PRAKSIS
Η περίπτωση του 17χρονου Μ. αποτελεί ένα από τα δεκάδες παραδείγματα ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων που φτάνουν καθημερινά στα συρματοπλέγματα του Έβρου ή παλεύουν με τα κύματα σε Ιόνιο και Αιγαίο, με στόχο (οι περισσότεροι) να περάσουν από την Ελλάδα και να ταξιδέψουν σε Γερμανία, Γαλλία ή και συχνά Σουηδία.
«Όσοι επιλέγουν το δρόμο της αίτησης ασύλου, τους συναντάς στην αρμόδια υπηρεσία της οδού Κατεχάκη, να σχηματίζουν ουρά. Ο μέσος χρόνος αναμονής για την έγκριση, χάρη στη νέα Υπηρεσία Ασύλου δεν ξεπερνά τους τέσσερις μήνες. Ωστόσο, μακρόπνοες σε αναμονή μπορεί να αποδειχτούν οι υποθέσεις ανηλίκων που λαμβάνουν επικουρική προστασία από τη χώρα μας, καθώς οι υποθέσεις επανεξετάζονται συνήθως μετά από τρία χρόνια. Για παράδειγμα επανεξέταση απαιτείται σε χώρα καταγωγής, όπου επικρατούσαν πολεμικές συρράξεις κατά το χρόνο αιτήσεως της διεθνούς προστασίας τους», μάς ενημερώνει η νομική σύμβουλος της PRAKSIS, Όλγα Παπαδιώτη και σημειώνει ότι: «Πρόκειται για μία πολύπαθη κοινωνική κατηγορία, με αδυναμία έκδοσης ακόμη και ταξιδιωτικών εγγράφων. Είναι ό, τι δηλώνουν. Δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις την πραγματική ηλικία τους ή την ιστορία ζωής τους».
Η Στέγη Plus της PRAKSIS αποτελεί ένα πρότυπο Κέντρο Φιλοξενίας, ένα καταφύγιο που λειτουργεί εδώ και μερικούς μήνες στην Κυψέλη, με στόχο την παροχή στέγασης σε αυτήν την ευάλωτη πληθυσμιακή ομάδα, σε αιτούντες άσυλο ασυνόδευτους ανηλίκους και σε ηλικίες που μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν. Αυτή τη στιγμή ο μικρότερος σε ηλικία που ζει εκεί είναι 9 ετών και ο μεγαλύτερος 17.5.
Οι περίπου δέκα υπάλληλοι και εθελοντές είναι επιφορτισμένοι να παρέχουν επίσης, ψυχοκοινωνική στήριξη, ιατροφαρμακευτική και νοσηλευτική στήριξη, υπηρεσίες διαμεσολάβησης, νομική συμβουλευτική, προγράμματα εκμάθησης ελληνικών, δημιουργικής απασχόλησης, ενισχυτικής διδασκαλίας και διαπολιτισμικών δραστηριοτήτων, κάλυψη βασικών αναγκών διαβίωσης, σίτιση, καθαριότητα, ασφάλεια, εκπαίδευση, εργασιακή στήριξη και επαγγελματικό προσανατολισμό, αλλά και υπηρεσίες ατομικής υγιεινής.
Αν και το κέντρο έχει χωρητικότητα 30 ατόμων συνολικά, σήμερα φιλοξενούνται εκεί περίπου 25 παιδιά. Συγκεκριμένα, τρεις από Ερυθραία, ένας από Γουινέα, ένας από Κονγκό, δύο από Συρία, ένας από Πακιστάν και 17 από Αφγανιστάν.«Λειτουργούμε σαν χώρος φιλοξενίας, προστασίας, φροντίδας, τα πάντα. Εδώ μπορούν να μείνουν για 49 ημέρες παιδιά από 5 έως και 18 ετών. Τόσο είναι το χρονικό πλαίσιο που ορίζει ο νόμος και στο οποίο, πρέπει να αποφασίσουν εάν θα αιτηθούν ή όχι άσυλο. Αν αιτηθούν, μένουν εδώ μέχρι και την ενηλικίωσή τους. Το ρόλο του συνδετικού κρίκου από τα κέντρα κράτησης, παίζει το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Βλέπει σε ποιο κέντρο φιλοξενίας υπάρχει κενό και αναλόγως με τη διαθεσιμότητα, στέλνει ανήλικα ασυνόδευτα σε κατά τόπους χώρους φιλοξενίας. Από την έναρξη του προγράμματος έχουν πραγματοποιηθεί 49 αιτήσεις για διεθνή προστασία και συγκεκριμένα, αυτή τη στιγμή φιλοξενούμε 14 αιτούντες για πολιτικό άσυλο», προσθέτει η κοινωνική λειτουργός, Σίσσυ Λεβαντή και σχολιάζει: «Υπάρχουν παιδιά που έρχονται εδώ, ανακτούν δυνάμεις για μικρό χρονικό διάστημα, παίρνουν απλά μία άδεια εξόδου και δεν ξαναγυρνούν πίσω ποτέ. Ένας πρόσφατα επικοινώνησε μαζί μας από τη Σουηδία. Έφτασε στους γονείς του σε δυόμιση μήνες από την ημέρα που έφυγε».
«Η μεγαλύτερη πρόκληση κατά την παραμονή τους ωστόσο, είναι να τους κάνεις να βρουν ξανά το νόημα στη ζωή τους. Να τους δώσεις κίνητρο να πάνε σχολείο, να παίξουν ποδόσφαιρο, να επισκεφτούν ένα μουσείο, να μάθουν ελληνικά και γενικά, να μάθουν ζουν. Αυτό είναι το σημαντικό», επαναλαμβάνει ο Αλέξανδρος Αντωνάτος από τον Ερυθρό Σταυρό και συμπληρώνει από την πλευρά του ότι «Το έργο της Στέγης είναι αξιοσημείωτο όχι μόνο επειδή βοηθά τα παιδιά σε αυτό το απαιτητικό στάδιο της ζωής τους, αλλά κυρίως επειδή τους βοηθά να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία και όχι να ενταχθούν. Γι’ αυτό και θεωρώ λάθος την πρόσφατη κυβερνητική απόφαση να πηγαίνουν σχολείο στο Διαπολιτισμικό Ελληνικού. Με αυτόν τον τρόπο νιώθουν πάλι μόνοι, διαφορετικοί και περιθωριοποιημένοι».
Στους διαδρόμους του διώροφου κτιρίου, ακούς παιδικές φωνές, γέλια, παιχνίδια και συνομιλίες σε διάφορες γλώσσες. Άλλοι χαζεύουν στον υπολογιστή, άλλοι παρακολουθούν τηλεόραση και άλλοι προσεύχονται στο αυτοσχέδιο «τζαμί» του δεύτερου ορόφου. «Εδώ φροντίζουμε να σεβόμαστε τα ήθη και τα έθιμα όλων χωρών προέλευσης. Γι’ αυτό και φτιάξαμε τον ειδικά διαμορφωμένο χώρο προσευχής για μουσουλμάνους. Εκτός από τους αυστηρούς κανόνες που φροντίζουμε τα παιδιά να τηρούν για την ομαλότερη παραμονή τους εδώ (όπως απαγόρευση καπνίσματος), φροντίζουμε και εμείς να σεβόμαστε τις ανθρώπινες ελευθερίες τους, τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις τους. Να φανταστείς Χριστούγεννα μαγειρεύουμε τοπικά παραδοσιακά εδέσματα άλλων χωρών και πέρυσι γιορτάσαμε το Ραμαζάν», καταλήγει η κα Λεβαντή.