Ασημόπουλος: “Ο φόβος της αντεκδίκησης κάνει τα θύματα σιωπηλά”

Ασημόπουλος: “Ο φόβος της αντεκδίκησης κάνει τα θύματα σιωπηλά”

Τι δείχνουν τα στοιχεία της Εταιρείας Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου (Ε.Ψ.Υ.Π.Ε.) για τον σχολικό εκφοβισμό. Ο επιστημονικός συνεργάτης και καθηγητής Χάρης Ασημόπουλος μιλά στο NEWS 247 για το πρόγραμμα "Δάφνη" αλλά και που μπορούν να απευθυνθούν παιδιά και γονείς

“To 7% – 15% των μαθητών στην Ελλάδα πέφτουν θύματα διαφόρων μορφών βίας στο σχολείο, ενώ οι μαθητές που ασκούν βία υπολογίζεται ότι ξεπερνούν το 5% του συνόλου των μαθητών”, τονίζει στο NEWS 247 ο επίκουρος Καθηγητής Κλινικής Κοινωνικής Εργασίας Τμήματος Κοινωνικής Εργασίας ΤΕΙ Αθήνας  και επιστημονικός Συνεργάτης της Εταιρείας Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου (Ε.Ψ.Υ.Π.Ε.), Χάρης Ασημόπουλος.

Τα δεδομένα έρευνας της Ε.Ψ.Υ.Π.Ε., που πραγματοποιήθηκε σε δημοτικά σχολεία το 2009, έδειξε ότι  το ποσοστό των μαθητών θυμάτων είναι 7.87 % και το ποσοστό των μαθητών που εκφοβίζουν είναι 5.61 %, υπογραμμίζει και προσθέτει ότι συγκριτικά με τις άλλες χώρες της Ευρώπης, που τα ποσοστά του εκφοβισμού και της ενδοσχολικής βίας κυμαίνονται από  7% – 35%, η Ελλάδα βρίσκεται σε ικανοποιητικό επίπεδο, κάτω από τον μέσο όρο.

“Όμως, το ανησυχητικό για τη χώρα μας σύμφωνα με τα δεδομένα πρόσφατων ερευνών είναι το γεγονός της αυξητικής τάσης που παρουσιάζει το πρόβλημα τα τελευταία έτη”, σημειώνει, κρούοντας το καμπανάκι του κινδύνου.  

“Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η συχνότητα του προβλήματος τελικά είναι μεγάλη. Εάν τα ποσοστά μετατραπούν σε απόλυτους αριθμούς φαίνεται ότι ο εκφοβισμός και η ενδοσχολική βία απασχολεί χιλιάδες παιδιά στα σχολεία, εκ των οποίων τα μισά από αυτά υποφέρουν δίχως να περιμένουν βοήθεια από κανένα. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από τα δεδομένα της έρευνας της Ε.Ψ.Υ.Π.Ε. που δείχνουν ότι οι μισοί από τους μαθητές θύματα βίας δεν αναφέρουν πουθενά το γεγονός. Μετατρέπονται δηλαδή, κάτω από καθεστώς φόβου αντεκδίκησης από τους θύτες τους και απειλών, σε σιωπηλά θύματα”.

Ο σχολικός εκφοβισμός στο Λύκειο δεν είναι συχνότερος αλλά μεγαλύτερης σοβαρότητας

“Οι έρευνες δείχνουν ότι ο εκφοβισμός και η βία μεταξύ των μαθητών αρχίζουν από το Δημοτικό σχολείο, συνεχίζουν με την ίδια συχνότητα στο Γυμνάσιο και σταδιακά μειώνονται στο Λύκειο. Δηλαδή είναι μύθος ότι τα προβλήματα εντοπίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα στα μεγάλα παιδιά και ειδικότερα στους εφήβους μαθητές στο Λύκειο”, παρατηρεί ο κ. Ασημόπουλος ενώ σπεύδει να υπογραμμίσει ότι “αυτό που παρατηρείται είναι ότι τα περιστατικά που συμβαίνουν στο Λύκειο, αν και συγκριτικά  λιγότερα, είναι διαφορετικής έντασης και μεγαλύτερης σοβαρότητας”.

“Ο εκφοβισμός και η βία μεταξύ των μαθητών φαίνεται να προσδιορίζεται και από το φύλο των εμπλεκομένων.  Έχει παρατηρηθεί ότι τα αγόρια εμπλέκονται περισσότερο σε περιστατικά βίας, και ιδιαίτερα σωματικής, σε σύγκριση με τα κορίτσια, που εμπλέκονται σε μικρότερο βαθμό και τα οποία κυρίως αναμειγνύονται σε λεκτικά περιστατικά. Ειδικότερα τα αγόρια εμπλέκονται σε περιστατικά βίας σε σχέση με τα κορίτσια σε αναλογία 3 προς 1”, λέει αναφορικά με το φύλο των εμπλεκομένων.

“Δεδομένου ότι η θυματοποίηση είναι μία κοινωνική εμπειρία, οι κοινωνικοί παράγοντες καθορίζουν σε πολλά τους τρόπους και τις μορφές εκδήλωσης του εκφοβισμού και της βίας μεταξύ των μαθητών. Οι διαφορές που παρατηρούνται σε σχέση με το φύλο φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα του τι αναμένεται κοινωνικά από τα αγόρια και τι από τα κορίτσια, καθώς και από διεργασίες κοινωνικής μάθησης.  Το γεγονός αυτό υποστηρίζεται και από τα δεδομένα των ερευνών σχετικά και με τη διαφορά που παρατηρείται στις επιπτώσεις σε σχέση με το φύλο”, προσθέτει.

“Τα αγόρια θύματα εμφανίζουν αυξημένη ευαλωτότητα σε σχέση με τα κορίτσια θύματα της ίδιας ηλικίας για την εμφάνιση ψυχικών διαταραχών (κοινωνικά αναμένεται από τα αγόρια να είναι πιο ισχυρά και δυνατά και να μην θυματοποιούνται), ενώ τα κορίτσια θύτες αντιμετωπίζουν περισσότερα ψυχοκοινωνικά προβλήματα από ότι τα αγόρια θύτες (κοινωνικά αναμένεται τα κορίτσια να είναι πιο ανίσχυρα και πιο αδύναμα και να μην ασκούν βία)”, αναφέρει μεταξύ άλλων. 

Οι συνέπειες του σχολικού εκφοβισμού

“Οι ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις του εκφοβισμού και της ενδοσχολικής βίας στα παιδιά είναι πολλές και σοβαρές. Αν δεν διαγνωσθούν και δεν αντιμετωπισθούν έγκαιρα έχουν κακή πρόγνωση”, σημειώνει  ο κ.Ασημόπουλος, ενώ μας απαριθμεί τις συνέπειες του σχολικού εκφοβισμού:

“Σύμφωνα με διάφορες μελέτες τα θύματα του εκφοβισμού  παρουσιάζουν συμπτώματα κατάθλιψης, αυτοκτονικό ιδεασμό και απόπειρες αυτοκτονίας, συμπτώματα άγχους, συναισθήματα ανασφάλειας στο σχολείο ή και συμπτώματα σχολικής φοβίας, ψυχοσωματικές εκδηλώσεις (όπως κεφαλαλγίες, κοιλιακά άλγη, κ.α.), διαταραχές ύπνου και διατροφής, μαθησιακές δυσκολίες, δυσκολίες προσαρμογής και μειωμένη αυτοπεποίθηση και χαμηλή εικόνα εαυτού”.

Και συνεχίζει, λέγοντας πως τα παιδιά θύτες βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο να απομακρυνθούν από το σχολείο, να διακόψουν την σχολική φοίτηση, να εμφανίσουν τάσεις φυγής από το σπίτι, να  αναπτύξουν ψυχικές διαταραχές και να εξελιχθούν, σε ποσοστό που προσεγγίζει το 50%, σε ενήλικες με αντικοινωνική και παραβατική συμπεριφορά.

Το πρόγραμμα “Δάφνη”

“Στο πλαίσιο της δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Δάφνη: Καταπολέμηση της Βίας στα Παιδιά και τις Γυναίκες» πραγματοποιήθηκαν δύο διακρατικά προγράμματα, τις περιόδους  2007-2008 και 2009-2010, «Διερεύνησης και Αντιμετώπισης του Εκφοβισμού και της Θυματοποίησης στο Σχολείο». Συμμετείχαν πανεπιστημιακά και ερευνητικά κέντρα καθώς και υπηρεσίες από την Ελλάδα, την Κύπρο, την Γερμανία, την Λιθουανία και την Πολωνία. Την επιστημονική ευθύνη και τον συντονισμό των διακρατικών αυτών προγραμμάτων είχε ο Αν. Καθηγητής Παιδοψυχιατρικής κ. Τσιάντης Ι., με φορέα υλοποίησης για τη χώρα μας την Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου (Ε.Ψ.Υ.Π.Ε.)”, μας λέει ο κ. Ασημόπουλος.

“Βασικοί στόχοι αυτών των προγραμμάτων ήταν η εκτίμηση των αναγκών και η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού προγράμματος πρόληψης για το δημοτικό σχολείο, καθώς και η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της εφαρμογής αυτού του προγράμματος”.

Όπως σημειώνει, το βασικό συμπέρασμα αυτών των προγραμμάτων είναι ότι ο εκφοβισμός και η βία  μεταξύ των μαθητών είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα στα σχολεία της χώρας μας, που επιφέρει σοβαρές ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις. Ότι πρέπει να αντιμετωπισθεί και ότι σήμερα έχουμε τα εργαλεία που μπορεί να αντιμετωπισθεί, συγκεκριμένα το πρόγραμμα πρόληψης της Ε.Ψ.Υ.Π.Ε. που δημιουργήθηκε, εφαρμόσθηκε και αξιολογήθηκε στο πλαίσιο αυτών των ευρωπαϊκών προγραμμάτων.

“Στη συνέχεια, εγκρίθηκε από το Υπουργείο Υγείας Δ/νση Ψυχικής Υγείας στο πλαίσιο των προγραμμάτων ΕΣΠΑ το πρόγραμμα «Stop στην ενδοσχολική βία». Το πρόγραμμα αυτό υλοποιείται από την Ε.Ψ.Υ.Π.Ε.  την τρέχουσα περίοδο 2011-2013 με βασικό στόχο την διενέργεια της πρώτης μεγάλης έρευνας με αντιπροσωπευτικό δείγμα στην Αττική για το Δημοτικό σχολείο και την αξιολόγηση της εφαρμογής του προγράμματος πρόληψης  της Ε.Ψ.Υ.Π.Ε. σε 50 δημοτικά σχολεία.

Από το 2011 και ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, το Υπουργείο Παιδείας έχει εστιάσει στην πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου του εκφοβισμού μεταξύ των μαθητών και την ενδοσχολική βία. Ειδικότερα, θεσμοθετήθηκε η 6η Μαρτίου ως ημέρα κατά της βίας στο σχολείο και εξαγγέλθηκε η υλοποίηση ειδικών προγραμμάτων και η δημιουργία Παρατηρητηρίου για τη βία στο σχολείο.  Πολλοί είναι αυτοί που ελπίζουν και εύχονται οι εξαγγελίες αυτές να μην παραμείνουν εξαγγελίες, αλλά να γίνουν σύντομα πράξεις”.

Άγνοια, έλλειψη ενημέρωσης και αποσιώπηση του προβλήματος

Ερωτηθείς για το αν δίδετε η δέουσα προσοχή στο φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού, ο κ. Ασημόπουλος παρατηρεί πως υπάρχει έλλειψη ενημέρωσης, περιορισμένη ευαισθητοποίηση και σχετική άγνοια. Οι γονείς ελάχιστα μιλούν για το πρόβλημα με τα παιδιά τους, οι μαθητές θύματα συχνά αντιδρούν με απόσυρση και αποφεύγουν να ζητήσουν βοήθεια από τους ενήλικες και οι εκπαιδευτικοί συζητούν ελάχιστα στη τάξη τις συμπεριφορές βίας και εκφοβισμού. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην δυναμική αλληλεπίδραση μίας σειράς από παράγοντες.

“Ειδικότερα, δεν υπήρχε έως πρόσφατα η απαιτούμενη γνώση και η ευαισθητοποίηση για το πρόβλημα στην χώρα  μας. Συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρώπης, έχει αρχίσει να μελετάται με σχετική καθυστέρηση και ειδικότερα μόλις την τελευταία δεκαετία. Επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις τα περιστατικά ενδοσχολικής βίας αποσιωπούνται διότι θεωρείται ότι στιγματίζουν τους μαθητές θύτες και θύματα, αλλά και το κύρος των εκπαιδευτικών και του σχολείου. Επιπλέον, κυριαρχούν στους ενήλικες λανθασμένες αντιλήψεις και μύθοι σχετικά με τον εκφοβισμό μεταξύ των μαθητών και την ενδοσχολική βία.

Αναγνωρίζουν τον εκφοβισμό σαν πρόβλημα μόνον όταν αυτός συμπεριλαμβάνει σωματική βία, ορισμένοι τον αντιλαμβάνονται σαν κάτι που βρίσκεται στα όρια του φυσιολογικού της ζωής μίας ομάδας και γενικά τείνουν να μην του δίνουν την έκταση και τον βαθμό της σοβαρότητας που του δίνουν τα παιδιά. Τέλος, το πρόβλημα ενισχύεται σε συνδυασμό και με τις σοβαρές ελλείψεις στην ανάπτυξη προγραμμάτων πρόληψης και προαγωγής της ψυχικής υγείας στο σχολείο και με τις ελλείψεις που παρατηρούνται στη χώρα ως προς την ανάπτυξη υπηρεσιών ψυχικής υγείας για παιδιά και εφήβους”. 

Παράλληλα, σημειώνει πως το Υπουργείο Παιδείας με μεγάλη καθυστέρηση, μόλις πρόσφατα πριν δύο έτη, αναγνώρισε το πρόβλημα και έστειλε στα σχολεία εγκύκλιο με γενικόλογες κατευθύνσεις για το πώς οι εκπαιδευτικοί να αντιμετωπίζουν τα περιστατικά.

“Δυστυχώς, ακόμα δεν έχουν αναπτυχθεί οι απαιτούμενες πολιτικές και οι κατάλληλες πρακτικές για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος”, τονίζει.

“Χρειάζεται άμεσα να δημιουργηθεί σύστημα υποστήριξης των σχολείων”

Σχετικά με το πώς μπορεί να ελεγχθεί το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού σε κεντρικό επίπεδο, αν όχι από τις ίδιες τις οικογένειες των μαθητών, μας απαντά πως “όλα τα σχετικά δεδομένα επισημαίνουν την ανάγκη αντιμετώπισης της βίας στα σχολεία με την εφαρμογή  πολυδιάστατων προγραμμάτων (π.χ. διερεύνηση αναγκών, παρέμβαση και ευαισθητοποίηση) σχετικά με τις ανάγκες των μαθητών με εμπειρίες βίας, την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και τις στρεσσογόνες συνέπειές τους για την ομαλή ψυχοσυναισθηματική τους εξέλιξη στο χώρο του σχολείου”.

“Χρειάζεται ως προς αυτό να αναπτυχθούν παρεμβάσεις που να επιδιώκουν: να ελαχιστοποιούν τους κινδύνους, να αυξάνουν τους προστατευτικούς παράγοντες, να διευκολύνουν την πρόσβαση σε πηγές υποστήριξης και να προωθούν δράσεις σε πολλά επίπεδα. Όπως την ανάπτυξη θετικής σχολικής ατμόσφαιρας, κατάλληλου σχολικού προγράμματος, υποστήριξης και επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, ενίσχυσης των συναισθηματικών και κοινωνικών δεξιοτήτων των μαθητών με έμφαση στη σημασία των σχέσεων φιλίας και στην κινητοποίηση των παρατηρητών, ανταλλαγής καλών πρακτικών και προώθησης συμμετοχικών προσεγγίσεων στη συνεργασία με τα παιδιά, τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς”.

Τέλος, σημειώνει πως “χρειάζεται άμεσα να δημιουργηθεί σύστημα υποστήριξης των σχολείων από υπηρεσίες κοινωνικής προστασίας και ειδικών ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων που θα λειτουργούν στο πλαίσιο εκπαιδευτικών περιφερειών. Ρόλος τους θα πρέπει να είναι η παροχή υπηρεσιών στα σχολεία με δραστηριότητες πρόληψης, με την διάγνωση και την εκτίμηση των αναγκών κατά περίπτωση, η παρέμβαση στην κρίση, η υποστήριξη των εκπαιδευτικών ατομικά και ομαδικά και η διασύνδεση με τις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας και ψυχικής υγείας της περιοχής σε περιπτώσεις που κρίνεται αναγκαία συστηματική αντιμετώπιση”.

Που μπορούν να απευθυνθούν θύματα και γονείς

“Πολλά από τα παιδιά που επηρεάζονται θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις ανησυχίες τους σε σχέση με το πρόβλημα με την υποστήριξη των εκπαιδευτικών και με τη βοήθεια των γονιών”, αναφέρει ο κ.Ασημόπουλος αλλά προσθέτει πως  ορισμένα μπορεί να έχουν πιο επίμονες και ακραίες αντιδράσεις λόγω κάποιων διαφόρων παραγόντων.

“Οι γονείς πρέπει να έρχονται σε επαφή με κάποιον επαγγελματία ψυχικής υγείας εάν τα παιδιά παρουσιάζουν μεγάλες αλλαγές στη συμπεριφορά ή εάν παρουσιάζουν συμπτώματα φόβου, ψυχοσωματικών προβλημάτων,  άγχους, σχολικής άρνησης και θλίψης. Ειδικότερα, θα πρέπει να απευθύνονται σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων (όπως Παιδοψυχιατρικά Τμήματα,  Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα, Κέντρα Ψυχικής Υγιεινής,κ.α.)”.

Για περισσότερες πληροφορίες, σε βάθος ενημέρωση και αρχική υποστήριξη και συμβουλευτική, οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί μπορούν να τηλεφωνούν στην Συμβουλευτική Τηλεφωνική Γραμμή «801 801 1177», ενώ τα παιδιά και οι έφηβοι στο «116 111». Οι γραμμές αυτές λειτουργούν από την Ε.Ψ.Υ.Π.Ε. Οι κλήσεις για τους ενήλικές χρεώνονται μία αστική μονάδα,  ενώ για τα παιδιά είναι δωρεάν τόσο από σταθερό όσο και από κινητό τηλέφωνο. 

“Οι κλήσεις μπορεί να είναι ανώνυμες και σε αυτές απαντούν στην άλλη άκρη της γραμμής σύμβουλοι από τις ειδικότητες των παιδοψυχίατρων, ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών”, καταλήγει.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα