Pairi-daéza*
Διαβάστε για ένα διαφορετικά καλοκαιρινό και δραματικά "επίκαιρο" διήγημα, στη μέση αυτού του σίγουρα διαφορετικού θέρους
- 16 Ιουλίου 2012 10:59
Δεν είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύω κείμενο του Νικήτα Κακκαβά (καλού φίλου και συναδέλφου) στο παρόν ιστολόγιο , και κάθε φορά αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά και τιμή.
Πρόκειται, κατά την ταπεινή μου γνώμη για έναν πραγματικά ταλαντούχο πεζογράφο, που συγκινεί γνήσια και ανεπιτήδευτα. Λόγος ρέων και αβίαστος, καίτοι – ή ίσως διότι- είναι εμφανώς δουλεμένος, ευαισθησία και ακρίβεια στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, βλέμμα που ακουμπάει σε «αντιηρωικές» όψεις του βίου, αναδεικνύοντας το βουβό μεγαλείο της καθημερινότητας. Eν αναμονή έκδοσης της -εξαιρετικής- συλλογής διηγημάτων του «το Ποτέ και το Τίποτα» (εκδόσεις Ιδιωτική Οδός), μπορεί κανείς να διαβάσει ένα κάπως διαφορετικά καλοκαιρινό και δραματικά «επίκαιρο» διήγημα, στη μέση αυτού του σίγουρα διαφορετικού θέρους.
Καλή σας ανάγνωση.
Pairi-daéza*
Ο Νίκος δέχεται στο γραφείο ένα τηλεφώνημα από τον Κεχαγιόγλου, κολλητό του Παναγιωτίδη, γνωστού τοκογλύφου από την Πολίχνη. Το μεσημέρι δεν γυρίζει στο σπίτι του από το γραφείο και καταλήγει στην παραλία της Άφυτου.
* στην Περσική: περίκλειστος κήπος, στα ελληνικά: παράδεισος
«…κι άλλοι, οι πιο τολμηροί, βουτάνε μέχρι το βυθό και ψάχνουν ανάμεσα σ’ αμμόλοφους και πεδιάδες ν΄ ανακαλύψουν βυθισμένα πλοία, χαμένες πολιτείες»
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΚΑΡΟΓΛΟΥ – «Λευκό του βυθού»
Η θάλασσα τελείωνε σε εκείνα τα βράχια. Περπάτησε πάνω στο ανάγλυφο σώμα τους με προσοχή, μη τυχόν και σχίσει τις γυμνές του πατούσες. Βράχια ανθοκραμβοειδή, θαλασσόβρεχτα, άσπρα-ξέξασπρα από το κύμα. «Κι από τον ήλιο ξεξασπρότερα» ρουθούνισε στο μυαλό του κάποιος παλιός, ξεχασμένος παιδικός γλωσσοδέτης.
Μια θαρραλέα συστάδα μυρμηγκιών είχε σκαρφαλώσει στο μεγαλύτερο βράχο και πλησίαζε ένα πεταμένο, μισοάδειο κονσερβοκούτι καπνιστού σκουμπριού. Με ένα προσεχτικό σάλτο τα απέφυγε, μα παραλίγο να πατήσει έναν κατάμαυρο αχινό.
Έβγαλε το πουκάμισο του, το έστρωσε κάτω και ξάπλωσε επάνω. Ντάλα μεσημέρι, ασήκωτο το φως του ήλιου. Άχνιζε ο τόπος από την κάψα, μεσαύγουστος. Κοίταξε με μισόκλειστα μάτια ψηλά τον ανοιχτό ουρανό. Στην παραλία λιγοστοί οι λουόμενοι, πράγμα περίεργο με τέτοια ζέστη. Τους έριξε μια φευγαλέα ματιά, κάτι οικογένειες με όλα τα συμπράγκαλα τους. Συγκράτησε μόνο τις ξανθές μπούκλες ενός τετράχρονου αγοριού που έριχνε λίγη θάλασσα με το κουβαδάκι του σε μια γούβα στην αμμουδιά. Έμοιαζε στο γιό του, είχαν τα ίδια γελαστά μάτια.
Τριγύρω του επικρατούσε μια γλυκιά σιωπή. Μοναχά, που και που, ένα πετάρισμα από κάτι μικρά, αδιόρατα κυματάκια – με τέτοια άπνοια πως να λικνιστεί αλλιώς το νερό; – που έσβηναν την ασθενική ορμή τους στους πρόποδες του βράχου.
Ένοιωσε υγρασία στα μάγουλα του. «Ίδρωσα κιόλας;» αναρωτήθηκε.
Έκανε να σκουπιστεί και τότε κατάλαβε πως έκλαιγε.
Κατέβασε το ακουστικό με αργές κινήσεις. «Αγόρι μου τσάγιααα!» πρόλαβε να ακούσει τον γνωστό ηλίθιο αποχαιρετισμό του Κεχαγιόγλου.
Πάντα σιχαινόταν τον Κεχαγιόγλου. Κωλόπαιδο από τα λίγα! Με το ζόρι έβγαλε το Γυμνάσιο στην Πολίχνη και μετά έμπλεξε με τα γυμναστήρια και τη νύχτα. Δέκα χρόνια πορτιέρης στον «Υδροχόο», σκυλάδικο παλιάς κοπής πάνω στη Λαγκαδά λίγο πριν την στροφή για τις Σέρρες. Μετά οι δουλειές του άνοιξαν. Πουτάνες από την Ρωσία, αλβανικό μαύρο, ξύλο επί παραγγελία, εκβιασμοί, κάνα λαθραίο…
Εν συντομία ο πλήρης κατάλογος με τις υπηρεσίες που προσέφερε.
Κωλόπαιδο από τα λίγα ο Κεχαγιόγλου! Κάποτε είχε δει τυχαία τη μάνα του σε μια κηδεία στην Τούμπα. Ήσυχη γυναικούλα του φάνηκε, ήταν δεν ήταν ενάμιση μέτρο, από αυτούς τους ανθρώπους που τζάμπα ήρθαν στη ζωή. Ποτέ του δεν κατάλαβε πως αυτή η ασθενική μήτρα έβγαλε τέτοιο κουμάσι.
Σηκώθηκε από την καρέκλα του γραφείου και πλησίασε το παράθυρο. Το μισάνοιξε και διαχύθηκε εντός ο θόρυβος της πόλης. Κόρνες, το αναίτιο γαύγισμα ενός αδέσποτου, κουδουνίσματα από κινητά τηλέφωνα, κέρματα που πέφτουν στο πεζοδρόμιο, συνομιλίες, ένας πλανόδιος μουσικός στην Αριστοτέλους, το κομπρεσέρ από την διπλανή οικοδομή… Όλα μαζί ανάκατα. Ένας στρόβιλος που παραδόξως του προσέφερε μια προσωρινή γαλήνη.
Τον Κεχαγιόγλου του τον είχε γνωρίσει ο δικηγόρος του, τον είχε κι αυτόν πελάτη. Αρχικά του φάνηκε χρήσιμος, χάρη σ’ αυτόν εξασφάλιζε πάντοτε τραπέζι στα θερινά μπουζουκτσίδικα. Τρεις-τέσσερις φορές μάλιστα που είχε μεθύσει, είχαν καταλήξει να τρώνε μαζί τα χαράματα σούπες στου Λευτέρη στις Συκιές. Ο Κεχαγιόγλου έδειχνε να τον συμπαθεί πολύ για κάποιον ανεξήγητο λόγο.
«Ό,τι γουστάρει το φιλαράκι μου ο Νίκος!» δήλωνε με την πρώτη ευκαιρία. Και είναι αλήθεια πως κάθε φορά σκίζονταν να τον εξυπηρετήσει. Στου Λευτέρη είχε πρωτοσυναντήσει και τον Παναγιωτίδη. Τον έφερε στο τραπέζι τους ο Κεχαγιόγλου. Με τις πρώτες συστάσεις δεν του είχε κάνει καμιά ιδιαίτερη εντύπωση. Μαύρο κουστούμι, μαύρο πουκάμισο, μαύρο βαμμένο μαλλί, μαύρο κομποσχοίνι στο δεξί καρπό, κοντόχοντρος, ένα μεγάλο κεφάλι ασύμμετρα τοποθετημένο σε έναν ανύπαρκτο τράχηλο που τον έσφιγγε μια χρυσή αλυσίδα και με μια έκφραση ηλιθίου στη φάτσα.
«Μεγάλη μούρη Νικολάκη» του έκλεισε το μάτι ο Κεχαγιόγλου. «Όλη η Σαλονίκη δουλεύει για πάρτη του. Από τον Δεσπότη μέχρι τον Δήμαρχο, όλοι του γλύφουν τον κώλο!».
Κοίταξε το ρολόι του τοίχου. Πλησίαζε μια, σε λίγο θα σχολούσε ο μικρός. Τηλεφώνησε στην μητέρα του να τον πάρει. «Μου έτυχε κάτι έκτακτο στο γραφείο μαμά και θα αργήσω. Πήγαινε να τον πάρεις, γιατί η Ρένα έχει γυμναστήριο» βιάστηκε να του κλείσει το τηλέφωνο.
Μετά την πρώτη γνωριμία τους στο πατσατζίδικο του Λευτέρη, είχε ξαναδεί τον Παναγιωτίδη άλλες δυο-τρεις φορές. Φρόντιζε ο Κεχαγιόγλου να τους βάζει σε διπλανά τραπέζια στο Ρομέο, όταν τραγουδούσε η Σάσα Δελλή. Ο Παναγιωτίδης δεν έπινε καθόλου αλκοόλ, πάντοτε μια σουρωτή στο τραπέζι του. Έδειχνε καψούρης με την Σάσα, που τον φώναζε πάντοτε «κύριε Μπάμπη». Πάντως στο Ρομέο ο Νίκος κατάλαβε καλά τι εννοούσε ο Κεχαγιόγλου, όταν έλεγε με νόημα «μεγάλη μούρη ο Παναγιωτίδης». Όλοι στο μαγαζί σκίζονταν ποιος θα του γλύψει πρώτος και καλύτερα από όλους τον κώλο.
Ακόμη μέχρι σήμερα δεν έχει καταλάβει γιατί ένα από εκείνα τα βράδια στο Ρομέο συμφώνησε να πάει μαζί τους για μια εβδομάδα το Άγιο Όρος. Ο Παναγιωτίδης θα το κανόνιζε, γνώριζε τον Παχούμιο, μοναχό από τη Δράμα στη Μονή Σταυρονικήτα. Ο Κεχαγιόγλου θα έβαζε το τζιπ του. Η αναχώρηση ορίστηκε για το μεσημέρι της επόμενης Παρασκευής.
Εκεί στο Περιβόλι της Παναγίας ήταν που ξανοίχτηκε στον Παναγιωτίδη. Μετά από τον Όρθρο – ο Παναγιωτίδης σταυροκοπιόταν όλη την ώρα στην Λειτουργία, μετρούσε το κομποσχοίνι του και σιγόψελνε άλλοτε το ίσο και άλλοτε τα τροπάρια – κάθισαν στο προαύλιο της Μονής. Γλυκός καιρός, από μακριά μύριζες τη θάλασσα και τις συκιές του κήπου. Κάτι τον έπιασε ξαφνικά και άρχισε να του μιλάει για τα χρέη του στις τράπεζες.
«Έχω ανοιχτεί πολύ ρε Μπάμπη για το εστιατόριο στην Σοφούλη και ζήτησα πάνω από ογδόντα εκατομμύρια. Δεν ξέρω πως την πάτησα. Εγώ είμαι νοικοκύρης, δεν είμαι κανένας μπατακτσής.
Δεν ξέρω πως έφτασα μέχρι εδώ…» ψιθύρισε, καθώς πετούσε πετραδάκια στην βρύση.
«Είναι και εκείνη η μαλακισμένη η γυναίκα μου, όλο ζητάει… Τι ήθελε τώρα το σπίτι στο Πανόραμα;» συμπλήρωσε. Ο Παναγιωτίδης τον άκουγε σιωπηλός, απροσπέλαστος. Κανένα σημείο συμπόνοιας ή αδιαφορίας στα μάτια του για τούτη την ευτελή απελπισία που εμπιστεύτηκε στα πόδια του ο Νίκος. Ή έστω μια πλάνη παρηγοριά «μην ανησυχείς θα ξελασπώσεις!».
Το επόμενο μεσημέρι χτύπησε την πόρτα του κελιού του ο Παχούμιος. Μπήκε χωρίς να του απαντήσει, μόλις που πρόλαβε να βάλει το παντελόνι του.
«Πηγαίνετε λίγο στον κύριο Μπάμπη που σας θέλει» είπε ο καλόγερος, χαϊδεύοντας τον μεγάλο σταυρό στο στήθος του. Σκυφτός όπως μπήκε, οπισθοχώρησε και χάθηκε ο μαυροντυμένος μεσημεριανός αγγελιοφόρος. Ο Νίκος δεν αργοπόρησε καθόλου. Διέσχισε το λιθόστρωτο διάδρομο του μοναστηριού όσο πιο γρήγορα μπορούσε και έφτασε στο κελί του Μπάμπη.
Είχε έρθει η δική του σειρά να γλύψει τον κώλο του Παναγιωτίδη…
Τα βράχια στην Άφυτο τα έμαθε από τον πατέρα του. Τον έπαιρνε μαζί του εδώ τα καλοκαίρια για να ψαρέψουν και να μαζέψουν πεταλίδες, «τον καλύτερο ουζομεζέ».
Ήταν το δικό τους μυστικό ακρωτήρι, τόπος απρόσιτος για την μαμά και απάτητος από την αδερφή του. Αυτές έμεναν πάντοτε πίσω στην αμμουδιά.
Θυμάται μέχρι τώρα το Ζέφυρο να τον στεγνώνει μετά την πρώτη βουτιά στη θάλασσα και να ζεσταίνει το παιδικό του σώμα, καθώς κάθονταν ημίγυμνος δίπλα στον πατέρα του.
Άπλωναν στη σειρά πάνω στο βράχο τα σύνεργα της ψαρικής: την καθετή, το πεταχτάρι, την πετονιά, τα καλάμια, τη συρτή, την απόχη. Είχε μάθει απ’ έξω και ανακατωτά όλα τα μυστικά των δολωμάτων. Ο σπάρος ήθελε σαρδέλα αποξηραμένη με μπόλικο αλάτι ή καραβιδάκι. Η τσιπούρα πλησιάζει την ακτή μόνο τον Μάιο και την πιάνει ο καλός ψαράς με πεταχτάρι και γαύρο ή σαρδέλα φρεσκοκομμένη. Σκουλήκι και μυδάκι σε πολύ ψιλό αγκίστρι και ψιλή πετονιά τον Αύγουστο, για να πιάσεις ζαργάνα. Σκουλήκι ήθελε και το μελανούρι, αλλά οι παλιοί ψαράδες λέγανε πως τσιμπάει πιο εύκολα με ζυμαράκι και τυρί. Η μουρμούρα δεν ήταν εκλεκτική, «βάζουμε ό,τι έχουμε, σαμαράκι, σωλήνα, κυδώνια, τσουτσούνι μονοδόλι, μάνα, ακόμα και μαλάγρα», του έλεγε ο πατέρας του.
Οι δυο τους κάθονταν στο βράχο για ώρες, μέχρι να πέσει ο ήλιος. Ο μπαμπάς έριχνε την πετονιά όσο πιο μακριά μπορούσε και μέχρι να τσιμπήσει κάνα ψάρι, τραγουδούσε ατελείωτα. Ωραία φωνή, αντρική, σαΐτα μονόχορδη, συμπυκνωμένο φως.
Από όλα τα τραγούδια του πατέρα αγαπούσε πιο πολύ τον Ντούλα, παλιό της τάβλας από το Παλαιοχώρι, το χωριό του παππού του στην Χαλκιδική.
«Τον Ντούλα αγόρι μου τον τραγούδησε στο καφενείο του χωριού ο ίδιος ο Αλέξης Ζορμπάς!» επαναλάμβανε συχνά ο μπαμπάς.
Θρύλος ή αλήθεια αυτό του προξενούσε πάντοτε το ίδιο δέος, απομνημόνευσε ακέραιους τους στίχους, «Τίνος μανούλα θλίβεται; Τίνος μανούλα κλαίει; Του Ντούλα η μάνα θλίβεται, του Ντούλα η μάνα κλαίει…».
Μέλος βαρύ, βυζαντινό, αργόσυρτο γλιστρούσε ανάμεσα στις σχισμές των βράχων, έφτανε στο γαλάζιο νερό και διαλύονταν στον αφρό των κυμάτων, για να χαθεί έπειτα οριστικά η ηχώ του στο βυθό.
Είχε να ’ρθει καιρό στα βραχάκια της Αφύτου. Η σημερινή επιστροφή σ’ αυτήν την λησμονημένη συντεταγμένη του παρελθόντος δεν φανέρωνε αμηχανία, ούτε έκρυβε καμιά νεόκοπη νοσταλγία. Πυρακτωμένο λίκνο ο βράχος και κάτοπτρο κάτω η θάλασσα ίσως τον βοηθούσαν να αναδυθεί από το όνειδος που ζούσε τους τελευταίους μήνες μια κάποια, έστω χλωμή και αναιμική, ανταύγεια λύτρωσης.
«Νικολάκη πολύ τον άργησες τον Παναγιωτίδη. Σε περίμενε δυο μήνες ο άνθρωπος και δεν σου είπε τίποτε. Κύριος! Αλλά εσύ δεν έδωσες τίποτα, ούτε σάλιο ρε μάγκα. Είπαμε σε γουστάρει ο Μπάμπης, σε έχει στον αφρό, αλλά μην το γαμάς κιόλας αγόρι μου!».
Άκουγε τον Κεχαγιόγλου σχεδόν μηχανικά. Δεν έβγαζε λέξη. Τον αηδίαζε! Ένα άθλιο γλοιώδες τσιράκι, ένας ακόμη ελάχιστος κομπάρσος της νύχτας…
«Καλός-καλός ο Παναγιωτίδης, αλλά αν στραβώσει…Δεν έμαθες τι είχε πάθει ο Γεωργίου, αυτός με τα σαλόνια στην Νεάπολη; Χρωστούσε στον Παναγιωτίδη καμιά εικοσαριά εκατομμύρια και έκανε το κορόιδο.
Όλοι στην πιάτσα ξέρουν πως ο Μπάμπης έβαλε να του κάψουν το μαγαζί και τη μηχανή του γιού του. Οι μπάτσοι το έκαναν γαργάρα, «βραχυκύκλωμα» και καλά, ο Διοικητής της Ασφάλειας είναι κολλητός του Παναγιωτίδη. Ο Παναγιωτίδης αγόρι μου δεν αστειεύεται. Άμα δαγκώνει, δαγκώνει άσχημα».
Κοίταξε στο ημερολόγιο του γραφείου την ημερομηνία: Πέμπτη 17 Αυγούστου.
Θυμήθηκε πως είχε ξεχάσει να αγοράσει εισιτήρια για την παιδική παράσταση της Κυριακής στο Θέατρο Δάσους. Ο μικρός το περίμενε με ανυπομονησία. Μόλις που προλάβαινε ανοιχτά τα εκδοτήρια στην Αριστοτέλους. Έπρεπε να βρει μια δικαιολογία για να κλείσει το τηλέφωνο στον Κεχαγιόγλου το γρηγορότερο δυνατόν.
«Λοιπόν Νικολάκη άκου και εμένα. Βρες τουλάχιστον κανένα τριάρι εκατομμύρια και δώστα. Τον είδα πολύ αγριεμένο με την πάρτη σου. Με έβαλε να πάρω τηλέφωνο την γυναίκα σου για να της ξεράσω από βρήκες τα μπικικίνια για το σπίτι στο Πανόραμα και το καινούργιο αυτοκίνητο σας.
Αλλά εγώ δεν το έκανα. Για σένα, επειδή είσαι παλιόφιλος… Αλλά δώσε και εσύ μια μπροστάντζα! Στο κάτω-κάτω τα λεφτά του θέλει ο άνθρωπος».
Γλοιώδες φίδι ο Κεχαγιόγλου τυλίγονταν σιγά-σιγά γύρω του και τώρα άρχισε να τον σφίγγει. Κατάλαβε πως δεν μπορούσε πλέον να του ξεφύγει. Θα περίμενε μέχρι το τέλος, μέχρι να μπήξει τα ιοβόλα δόντια του στο τελευταίο χτύπημα. Και η στιγμή αυτή δεν άργησε πολύ.
«Αυτά στα λέω, επειδή θέλω το καλό σου. Ξέρεις… Άσε δεν πρέπει να στο πω, θα σε στεναχωρήσω… Όχι θα στο πω ρε φιλαράκι. Ο Παναγιωτίδης ρωτούσε χθες για το παιδί σου.
Πόσο χρονών είναι, σε ποιο σχολείο πηγαίνει, τέτοια…Περίεργα πράγματα δηλαδή. Πρόσεχε!».
Τινάχτηκε γαλβανισμένος απ’ την καρέκλα του. Ένοιωσε παχύρευστο το δηλητήριο να φτάνει μέχρι τα μηνίγγια του. Ο κατηραμένος όφις είχε μόλις ολοκληρώσει την παράσταση του.
Μισόκλεισε τα μάτια από την αντηλιά. Στην ανοιχτοθαλασσιά του φάνηκε πως διέκρινε μια καραβέλα. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα και εξαφανίστηκε μεμιάς.
Ψευδαίσθηση που γέννησε η διάθλαση μιας βλεφαρίδας. Έστρεψε το βλέμμα του άνωθεν. Στον καθαρό ουρανό αραιά και που δυο-τρία σύννεφα, λευκός καπνός, διαχέονταν με ασύμμετρες παρυφές στο ατελείωτο γαλανό εμβαδόν.
Στο διπλανό βράχο ξαφνικά ακούστηκαν γέλια. Μια παρέα νεαρών αγοριών και κοριτσιών πετούσε τα ρούχα της εν όψει ενός αφελώς θαρραλέου γυμνισμού.
Στήθη πυραμίδες, ροδαλοί φαλλοί και πυκνότριχα εφήβαια. Αδέσποτη, απαστράπτουσα νεανική ομορφιά. Το βράδυ κάποιοι από αυτούς θα έκαναν στα σίγουρα έρωτα.
Ξαπλωμένος καθώς ήταν στο βράχο ένωσε ίσια τα πόδια, άπλωσε τα χέρια κάθετα στον κορμό του, σχηματίζοντας έναν ανθρώπινο σταυρό. Τουλάχιστον έτσι θα φαίνονταν στα θαλασσοπούλια που πετούσαν από πάνω του.
Αν και ξαπλωμένος εδώ, βρίσκονταν ήδη εξόριστος αλλού. Για μια φορά ακόμη εκτός χρόνου και τόπου…
Σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπο. Πως είχε καταλήξει έτσι, που είχε κάνει λάθος; Συνθλίβανε το λαιμό του τα ερωτηματικά, σφυροκοπούσαν το στέρνο του οι σφύξεις. Διαισθάνθηκε ωστόσο πως δεν είχε χρόνο ή λόγους για να σκεφθεί περισσότερο. Ό,τι ήταν να γίνει, έπρεπε να γίνει μια ώρα αρχύτερα!
Στα όρθια σχημάτισε στο τηλέφωνο τον αριθμό του Παναγιωτίδη. Ορθά-κοφτά, χωρίς πολλές περιστροφές είπε με σταθερή φωνή:
«Μπάμπη έχω κάτι για σένα. Πότε και που να στο φέρω;»
«Σε περιμένω στη Ρέμβη σε μια ώρα. Μην με στήσεις!».=
Το café Ρέμβη ήταν χωμένο σε ένα στενό στην Μικράς Ασίας, πίσω από το γήπεδο του ΠΑΟΚ.
Εκεί σύχναζε τα μεσημέρια ο Παναγιωτίδης. Στέκι της «Μακεδονικής Φάλαγγας», του σωματείου των πιο φανατισμένων οπαδών του Δικεφάλου. Σφηκοφωλιά…
Έφτασε γρήγορα στην Τούμπα, η Εγνατία ήταν άδεια και έτυχε όλα τα φανάρια πράσινα.
Η καλή του τύχη συνεχίστηκε. Βρήκε εύκολα πάρκινγκ κάτω από το μοναδικό δέντρο του πεζοδρομίου. Έσβησε τη μηχανή, έβγαλε τη ζώνη ασφαλείας και σήκωσε το χειρόφρενο. Άνοιξε το τσαντάκι του και έβγαλε δυο πυκνογραμμένες κόλες αναφοράς. Τις ξαναδιάβασε στα γρήγορα. Έψαξε στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και βρήκε ένα ξεχασμένο φάκελο. Τις έβαλε μέσα, τον σάλιωσε με προσοχή και τον έκλεισε.
Με τρεμάμενο χέρι έγραψε στην πρόσθια όψη:
«Ρένα ελπίζω να καταλάβεις…».
Ακούμπησε το φάκελο με προσοχή στο κάθισμα του συνοδηγού.
Κοίταξε στον καθρέπτη. Στα δήθεν ήρεμα μάτια του είδε τον ίσκιο του Κακού να ακροβατεί. Έπρεπε να βγει από το αυτοκίνητο τώρα, αμέσως! Προτού εξατμιστεί τούτο το προσωρινό θάρρος που του βρέθηκε πρόχειρο. Μπήκε μέσα στην καφετέρια και προχώρησε ανάμεσα στα πρώτα τραπέζια χωρίς να κοιτάξει δεξιά-αριστερά. Ο Παναγιωτίδης κάθονταν συνήθως στο βάθος. Είχε υποθέσει σωστά. Ο Παναγιωτίδης βρίσκονταν στο γωνιακό τραπέζι, κάτω από τη μεγάλη τηλεόραση. Η αντηλιά τον δυσκόλευε να δει καθαρά, αλλά αυτό το μαυροντυμένο, παχύσαρκο περίγραμμα ήταν σίγουρα αυτός.
«Εμοί ου λαλείς; Ουκ οίδας ότι εξουσίαν έχω σταυρώσαι ή απολύσαι σε;» πέρασε φωτοβολίδα το ευαγγελικό ερώτημα από το μυαλό του.
Δίχως να περιμένει καμιά απάντηση, έβγαλε το περίστροφο με μια βιαστική κίνηση. Έξι απανωτοί πυροβολισμοί χωρίς σημάδι, στην τύχη. Οι σφαίρες διέσχισαν σφυρίζοντας ιλλιγγιωδώς την απόσταση και ένας κόκκινος λεκές στον τοίχο επιβεβαίωσε πως είχαν βρει στόχο.
Χωρίς ελάχιστο φόβο ψυχής πλησίασε να εποπτεύσει το κυνήγι του.
Το τομάρι του Παναγιωτίδη πεσμένο στο πάτωμα σπαρταρούσε τους τελευταίους επιθανάτιους σπασμούς. Από τον τράχηλο του ανάβλυζε αρτεσιανό το αίμα.
Στο τραπέζι γερμένος ο Jeronimo, ο θρυλικός δημεγέρτης της θύρας 4. Το λευκό του μακό κοντομάνικο βάφτηκε άλικο από την αθώα παράπλευρη απώλεια του.
Έκανε να φύγει, μα με την άκρη του ματιού του είδε στο διπλανό τραπέζι τον εγγονό του Παναγιωτίδη. Τα μικρά του χεράκια κρέμονταν, πεσμένα λευκά φτερά από την καρέκλα. Τα μεγάλα μάτια του ορθάνοιχτα, αλλά το βλέμμα είχε αρχίσει ήδη να γίνεται θολό, σημάδι πως είχε ξεκινήσει και για το παιδί η κάθοδος. Δίπλα του στο πάτωμα πεσμένο ένα τεύχος Μίκυ Μάους και μισοφαγωμένο το παγωτό ξυλάκι βανίλια.
Τρεις μύγες ήδη βούιζαν πάνω από το γλυκό αναπάντεχο γεύμα.
Ταράχτηκε!
Ξεπλήρωσε το χρέος του.
Με ανόσιο τόκο…
Ξεντύθηκε το παντελόνι του. Το δίπλωσε με επιμέλεια και το ακούμπησε δίπλα στο απλωμένο πουκάμισο. Έβγαλε από την κωλότσεπη το πορτοφόλι και ένα ΠΡΟΠΟ που ξέχασε να στείλει και τα έβαλε, μαζί με τα γυαλιά του, κάτω από το καπέλο του.
Λύγισε τα πόδια του, έδωσε μια δυνατή σπρωξιά στην άκρη του βράχου και βούτηξε στη θάλασσα.
Άνοιξε τα μάτια του μέσα στο νερό.
Αμέριμνα δυο-τρία μικρά αφρόψαρα κολυμπούσαν τριγύρω του. Στη λευκή άμμο του
βυθού σχηματίζονταν εναλλάξ τεθλασμένοι αμμόλοφοι, χαράζοντας ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο χάρτη.
Ξαφνική αστραπή λάμψη η αντανάκλαση του μεσημεριανού ήλιου στο στίλβον μέταλλο μιας αξίνας που πέταξε, μάλλον πρόσφατα, κάποιος στο βυθό. Στο βάθος ασημένια αγάλματα κάτι κοράλλια. Ανάμεσα τους ένας μικρός ιππόκαμπος – τι απρόσμενη τύχη! – τρεμόπαιζε σύγκορμος. Χτύπησε απότομα με το χέρι του και το νερό θρυμματίστηκε σε δεκάδες, στρόγγυλες, διαφανείς φούσκες. Έμεινε για λίγη ώρα ακίνητος να τις χαζεύει, καθώς ανέβαιναν προς την επιφάνεια. Έκανε προς τα δεξιά για να αποφύγει κάτι δίχτυα. Ένοιωθε να του σφίγγει το στήθος η έλλειψη αέρα. Έδωσε μια με τα πόδια του στο νερό και βυθίστηκε ακόμη πιο βαθειά.
Μπροστά του έχασκε το άνοιγμα της θαλασσινής σπηλιάς που από παιδί ήθελε να εξερευνήσει. Το διάβηκε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Το φως σιγά-σιγά λιγόστευε. Η θάλασσα γίνονταν πιο κρύα.
Εντός του νερού ησυχία. Ή καλύτερα μια ήρεμη βοή, η ηχώ του βυθού.
Τα πνευμόνια του έκαιγαν. Δεν θ’ άντεχε ακόμα για πολύ. Τα μέλη του βάρυναν.
Ένοιωθε να τον τυλίγει ο ύπνος.
Ξαφνικά στο βάθος τούτης της αχαρτογράφητης στοάς φάνηκαν λιγοστές αχτίδες πορφυρού φωτός, κάνοντας το σκοτάδι ασυνεχές.
Με όση δύναμη του απέμεινε, κολύμπησε μαγνητισμένος προς τα ’κει.
Το φως ενός νέου κόσμου τον καλούσε…
Υ.Γ. Προτεινόμενη από τον συγγραφέα μουσική συνοδεία του κειμένου …
και ο …Ντούλας.
* Ο Σταμάτης Κυρζόπουλος είναι ιατρός καρδιολόγος, στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο και συγγραφέας του βιβλίου “Μονόδρομοι και αδιέξοδα: Πολιτών υπέρβαση”. Εκτός από το News247 αναλύει και εκφράζει τις σκέψεις του μέσα από το προσωπικό του blog sxoliopoliti.blogspot.gr