Fiat 500
Το νέο Fiat 500 το είδατε. Πόσα πράγματα γνωρίζετε όμως, για το πρώτο μοντέλο (1957);
- 08 Απριλίου 2007 21:46
Κάποια αξίζουν να αναφερθούν για το ρόλο που έχουν διαδραματίσει στην καθημερινή ζωή μιας ολόκληρης χώρας. Ελάχιστα όμως πετυχαίνουν να συνδυάσουν το -θεωρητικά- ακατόρθωτο, τεχνολογία και συναίσθημα. Με άλλα λόγια, να αφήσουν στις ψυχές των ανθρώπων ένα ανεξίτηλο σημάδι, που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πορείας της ζωής τους.
Tο Fiat Nuova 500, αναμφίβολα είναι ένα από αυτά! Ο λόγος γι’ αυτό, είναι πολύ απλός: κατά τη 18χρονη σταδιοδρομία του πούλησε 3.893.294 μονάδες, προσφέροντας με τη προσιτή τιμή πώλησης του, τόσο στον Ιταλικό λαό, όσο και στους υπόλοιπους Ευρωπαίους, τη δυνατότητα της ελευθερίας που εξασφαλίζει η αυτοκίνηση. Επίσης το Nuova 500, περισσότερο ακόμα κι από το 600 (που παρουσιάστηκε το 1955), σηματοδοτεί το τέλος της περιόδου «έκτακτης ανάγκης» για την αυτοκινητοβιομηχανία στη μεταπολεμική περιόδου, όπου προτεραιότητα ήταν η διάδοση της αυτοκίνησης, και το ξεκίνημα μιας προσπάθειας για περισσότερες ανέσεις, πάντα μέσα σε οικονομικά προσιτά πλαίσια. Πέραν αυτών όμως, σε πρακτικό επίπεδο, συντέλεσε τα μέγιστα στην αναγέννηση της Fiat, ύστερα από τη συρρίκνωση και τον οικονομικό μαρασμό στον οποίο είχε περιέλθει, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Dante Giacosa, ο «πατέρας» του Nuova 500, του προγενέστερου 500 Topolino και πολλών άλλων μοντέλων της εταιρίας, αναφέρει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του “Progeti alla Fiat prima del computer” (σχέδια της Fiat πριν από τον υπολογιστή): «με τη παρουσίαση του 500 στις 4 Ιουλίου 1957, η Fiat ξεκίνησε την υλοποίηση ενός προγράμματος ανανέωσης των μοντέλων της, αντικαθιστώντας όσα από αυτά είχαν γεννηθεί πριν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».
Για τη κατασκευή του Nuova 500 έγινε μία επένδυση ύψους 7 δισεκατομμυρίων λιρετών, προβλέποντας μια παραγωγή 300 αυτοκινήτων την ημέρα. Έτσι, το καλοκαίρι του 1957 το πρώτο Nuova 500 κύλησε πάνω στους τροχούς του, ξεκινώντας μία διαδρομή που έμελε να το οδηγήσει στις πιο λαμπρές κορυφές της ιστορίας της αυτοκίνησης.
4 Αυγούστου 1975, το τελευταίο αυτοκίνητο της σειράς Fiat 500 , εγκατέλειψε τη γραμμή παραγωγής του εργοστασίου, όχι στο Mirafiori όπου ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του, αλλά στο Termini Imerese, στο Παλέρμο της Σικελίας.
Οι εκδόσεις από το 1957 ως το 1975
Nuova 500(1957 – 1960)
Παραγωγή: πάνω από 181.000 μονάδες (συμπεριλαμβανομένων των εκδόσεων: economica, normale και sport)
To Nuova 500 έκανε το ντεμπούτο του με υπερβολικά λιτό εξοπλισμό και εξαιτίας αυτού του γεγονότος δεν έτυχε, αρχικά τουλάχιστον, της ενθουσιώδους αποδοχής του αγοραστικού κοινού. Έτσι παρουσιάστηκαν στη συνέχεια, οι εκδόσεις ‘Normale’ και ‘Economica’, που προσέφεραν υψηλότερο επίπεδο εξοπλισμού. Στο εσωτερικό του υπήρχαν δύο καθίσματα και ένας πάγκος στο πίσω μέρος της καμπίνας του. Έτσι μπορούσε να φιλοξενήσει μόνο οδηγό και συνοδηγό και 70 κιλά αποσκευών.
Το εξωτερικό του μήκος ήταν μόλις 2,97 μ., το πλάτος του 1,32 μ., το ύψος του 1.32μ., ενώ το μεταξόνιο του ήταν 1,84 μ. Κενό ζύγιζε 470 κιλά ενώ με πλήρες φορτίο, 680 κιλά. Οι στρογγυλεμένες γραμμές του θύμιζαν αυγό, οι πόρτες του άνοιγαν με φορά από εμπρός προς τα πίσω, ενώ η υφασμάτινη οροφή του παρέπεμπε στο 500 Topolino. Το σχέδιο του Nuova 500, χάρισε το 1959 στο δημιουργό του Dante Giacosa, το βραβείο “Golden Compass”.
Ο κινητήρας του ήταν δικύλινδρος και αερόψυκτος (ο πρώτος αερόψυκτος κινητήρας της Fiat), με χωρητικότητα 479 κ.εκ. και ισχύ 13 ίππων, προσδίδοντας στο αυτοκίνητο τελική ταχύτητα 85 χλμ./ώρα. Το κιβώτιο ταχυτήτων διέθετε 4 σχέσεις και το σύστημα πέδησης ήταν υδραυλικό. Η κίνηση μεταδιδόταν στους πίσω τροχούς, ενώ και ο κινητήρας ήταν τοποθετημένος πίσω.
Η ανάρτηση ήταν ανεξάρτητη περιλαμβάνοντας «διπλά ψαλίδια» εμπρός, όπου το ρόλο του κάτω ψαλιδιού τον έπαιζε ένα εγκάρσιο φύλλο σούστας, ενώ στο πίσω άξονα υπήρχε ανεξάρτητη ανάρτηση με εγκάρσιους συνδέσμους, μεγάλα ελικοειδή ελατήρια και τηλεσκοπικά αμορτισέρ. Επειδή δεν υπήρχε πουθενά αλλού διαθέσιμος χώρος, το ρεζερβουάρ βενζίνης των 20 λίτρων ήταν τοποθετημένο κάτω από το μπροστινό καπό.
Nuova 500 Sport saloon & open roof (1958 – 1960)
Το καλοκαίρι του 1958 η Fiat προώθησε τη σπορ έκδοση του μοντέλου, για να ενισχύσει εμπορικά τη σειρά 500. Το αυτοκίνητο είχε αρχικά αμάξωμα σε κλειστή έκδοση, με μία κόκκινη ρίγα στην οροφή, ενώ κατόπιν παραγγελίας το αμάξωμα προσφερόταν με διχρωμία. Ο κινητήρας του είχε μεγαλύτερη χωρητικότητα (499,5 κ.εκ.) και απέδιδε 21 ίππους προσδίδοντας στο μοντέλο τελική ταχύτητα 105 χλμ./ώρα. Η διθέσια διαμόρφωση του εσωτερικού παρέμεινε όμως ίδια, όπως και ο πίσω πάγκος. Το 1959 εμφανίστηκε και η ανοικτή έκδοση του μοντέλου.
500 Giardiniera (1960 – 1977)
Παραγωγή: 458,000 μονάδες (περιλαμβάνει και αυτοκίνητα κατασκευασμένα από την Autobianchi)
Το Giardiniera, η «στέισον» έκδοση του 500, παρουσιάστηκε τον Μάιο του 1960. Το αυτοκίνητο είχε δικύλινδρο κινητήρα 499,5 κ.εκ., που απέδιδε 17,5 ίππους και το κινούσε με μέγιστη ταχύτητα 95 χλμ./ώρα.
Το σημαντικότερο στοιχείο, από τεχνική σκοπιά, ήταν η διαφορετική αρχιτεκτονική του κινητήρα, που διέθετε επίπεδη διάταξη, διευκολύνοντας την τοποθέτηση του κάτω από το χώρο αποσκευών.
Το 500 Giardiniera, διέθετε επίσης μεγαλύτερο μετατρόχιο κατά 10 εκ.(1,94μ.), αυξάνοντας σημαντικά τη χωρητικότητα του χώρου αποσκευών. Το μήκος του αμαξώματος έφτασε στα 3,18 μ., το πλάτος 1,32 μ. και το ύψος 1,354 μ. Όσον αφορά στα υπόλοιπα μηχανικά μέρη (αναρτήσεις, φρένα, κιβώτιο ταχυτήτων), δεν διαφοροποιείτο από το μοντέλο της 1ης γενιάς.
Το Giardiniera, μπορούσε να φιλοξενήσει στο εσωτερικό του 4 ενήλικες και 40 κιλά αποσκευών, επιπρόσθετα δε, το πίσω κάθισμα (που είχε αποκτήσει στο μεταξύ πιο παχιά επένδυση) αναδιπλώνονταν για να αυξηθεί η χωρητικότητα του πορτ μπαγκάζ.
500 D (1960 – 1965)
Παραγωγή: πάνω από 642.000 μονάδες
Η νέα σειρά 500D προωθήθηκε το φθινόπωρο του 1960. Η χωρητικότητα του κινητήρα αυξήθηκε στα 499,5 κ.εκ., κληρονομώντας ουσιαστικά τον κινητήρα της sport έκδοσης, η οποία πλέον είχε αποσυρθεί από την αγορά.
Διέθετε την ίδια ιπποδύναμη (17,5 ίππους) και είχε την ίδια τελική ταχύτητα (95χλμ./ώρα).
Το αυτοκίνητο μπορούσε να μεταφέρει 4 επιβάτες και 40 κιλά αποσκευών. Η εξωτερική του εμφάνιση παρέμεινε αναλλοίωτη, όμως άλλαξε η σχεδίαση των πίσω φωτιστικών σωμάτων και η υφασμάτινη οροφή διέθετε ισχυρότερη κατασκευή, ενώ άνοιγε και πιο εύκολα.
500 F (1965 – 1972)
Παραγωγή: 2,272,000 μονάδες (συμπεριλαμβανομένων των 500 L)
Το 500 F έκανε το ντεμπούτο του τον Μάρτιο του 1965 και ήταν η πρώτη έκδοση που απέκτησε μπροστινές πόρτες ανοιγόμενες από πίσω προς τα εμπρός (για πρώτη φορά, 8 χρόνια μετά την πρώτη σειρά των 500), γεγονός που το καθιστούσε πιο ασφαλές σε περίπτωση ατυχήματος. Όσον αφορά στα μηχανικά του μέρη, ο κινητήρας απέδιδε την ελάχιστα μεγαλύτερη ισχύ των 18 ίππων, ενώ ενισχύθηκε το σύστημα μετάδοσης για μεγαλύτερη αντοχή και αξιοπιστία.
500 L –‘Lusso’ (1968 – 1972)
Παραγωγή: 2.272.000 μονάδες (συμπεριλαμβανομένου του 500F)
Αυτή η έκδοση, που εμφανίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1968, είχε μια σαφή αποστολή: να ικανοποιήσει τα αιτήματα μιας πελατείας που ψάχνει ένα αυτοκίνητο πρακτικό και περισσότερο πολυτελές. Το 500 L δεν διαφοροποιήθηκε από τα προγενέστερα μοντέλα, όσον αφορά στα μηχανικά του μέρη. Αυτή την αποστολή την ανέλαβαν η εξωτερική του σχεδίαση (με τη παρουσία χρωμίου σε διάφορα τμήματα του αμαξώματος), αλλά και το υψηλό επίπεδο εξοπλισμού του. Επίσης στη συγκεκριμένη έκδοση τοποθετήθηκε το νέο λογότυπο της εταιρίας με ορθογώνια διάταξη.
500 R(1972-1975)
Παραγωγή: πάνω από 340.000 μονάδες
Ταυτόχρονα, με την παρουσίαση του διαδόχου 126, η τελευταία σειρά του 500 παρουσιάστηκε το 1972 στην Έκθεση Αυτοκινήτου του Τορίνο. Τα τελευταία τρία χρόνια της σταδιοδρομίας του, το 500 R (R εκ του Rinnovata, δηλ. ανανεωμένο) χρησιμοποίησε το κινητήρα των 594 κεκ. του 126 (με μειωμένη ιπποδύναμη στους 18 ίππους αντί των 23 του 126), διατηρώντας όμως το παλαιό κιβώτιο ταχυτήτων του 500. Η τελική ταχύτητα αυξήθηκε στα 100 χλμ./ώρα, όμως ο εξοπλισμός του ήταν υποδεέστερος του 500L, υποδηλώνοντας έτσι την ολοκλήρωση του κύκλου ζωής του μοντέλου.
Autobianchi
Το 1967 η Autobianchi ενσωματώθηκε στη Fiat. Όταν η επιχείρηση μετασχηματίστηκε στη μέση της δεκαετίας του ’50, σταμάτησε να παράγει τα δικά της μοντέλα και παρήγαγε παραλλαγές, λίγο ακριβότερες, των μοντέλων της Fiat. Μια τέτοια περίπτωση ήταν το Bianchina, το οποίο ήταν βασικά ένα τροποποιημένο 500, επίσης σχεδιασμένο από τον Giacosa, που έκανε το ντεμπούτο του το 1957, κοστίζοντας λίγο ακριβότερα από την αντίστοιχη πρόταση της Fiat. Κάτι ανάλογο συνέβη με την έκδοση saloon, καθώς και το επόμενο μοντέλο, Bianchina Panoramica, το οποίο ουσιαστικά ήταν ένα επανασχεδιασμένο από την Autobianchi, 500.
Τα 500 Giardiniera κατασκευάζονταν στις εγκαταστάσεις της Autobianchi στο Desio, μέχρι τη δεκαετία του ’70.
Τα Abarth
Στην Έκθεση Αυτοκινήτου του Τορίνο, το 1957, ο Carlo Abarth παρουσίασε μια ισχυρότερη κατά 7 ίππους έκδοση του Fiat 500, που απέδιδε 20 ίππους αντί των 13 της νορμάλ έκδοσης, επιτυγχάνοντας τελική ταχύτητα 100χλμ./ώρα. Στην ίδια έκθεση, ο Abarth συνεργάστηκε με τον Pininfarina, στην κατασκευή της coupe έκδοσης 500. Το 1958 παρουσίασε το 500 GT (προϊόν συνεργασίας με το Zagato), ενώ το 1963 παρουσίασε την έκδοση 595 saloon, με τον κινητήρα του 500 D, που απέδιδε 30 ίππους. Το 1964 ακολούθησε ακόμα μία βελτιωμένη έκδοση του 595 ανοικτή αυτή τη φορά, το 595 SS saloon, για να ακολουθήσουν το 1965 το μοντέλο 695, και το 1966 το 695 SS.
Βελτιωμένες εκδόσεις του Fiat 500
Πολυάριθμοι βελτιωτές και στιλίστες χρησιμοποίησαν ως πλατφόρμα το 500. Mεταξύ αυτών ξεχωρίζουμε τους: Vignale που προώθησε το Gamine, το οποίο βασιζόταν στο 500F, Moretti (που εξέλιξε μία ηλεκτροκίνητη έκδοση), Francis Lombardi με το Coccinella (ένα 2+2κουπέ) και τον Fissore, που παρουσίασε μία έκδοση coupe. Ο ίδιος παρουσίασε το 1966 μία εκτός δρόμου (!) έκδοση, το 500 Ranger, που χρησιμοποιούσε μηχανικά μέρη από τα μοντέλα 500 και 600, με τη κίνηση να μεταδίδεται, όμως, μόνο στους πίσω τροχούς.