Η απενοχοποίηση του “δεν πληρώνω” και η αποδοχή του “δεν πληρώνομαι”

Η απενοχοποίηση του “δεν πληρώνω” και η αποδοχή του “δεν πληρώνομαι”

Δρόμοι παράλληλοι σε μια κοινωνία που αναπροσδιορίζει τα κεκτημένα της και νομιμοποιεί τις αδυναμίες της.

Οι οικονομικές συνισταμένες της εποχής έδωσαν στον Έλληνα εργοδότη το δικαίωμα να μην είναι συνεπής με τους εργαζόμενους της επιχείρησής του. Να μην πληρώνει και να μην αποζημιώνει με την πρόφαση της οικονομικής κρίσης. Οι ίδιες συνθήκες όμως ανάγκασαν και τον εργαζόμενο στο να αποδεχτεί την κατάσταση και να δικαιολογήσει τον εργοδότη του. Κάτι που είναι ακόμα πιο επικίνδυνο.

Εν έτει 2005, το να ελέγξεις τον λογαριασμό μισθοδοσίας και να είναι κενός μπορούσε να σημαίνει δύο πράγματα. Α) Να έχει γίνει κάποιο λάθος και Β) να είναι το αφεντικό σου ένας δακτυλοδεικτούμενος απατεώνας, τον οποίο θα συνέτιζε η Επιθεώρηση Εργασίας για να μην διωχθεί ποινικά από εσένα. Τα χρήματά σου πάντως θα κατέληγαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στην τσέπη σου.

Εν έτει 2012 οι κενοί λογαριασμοί μισθοδοσίας είναι – δυστυχώς – ένα σύνηθες φαινόμενο. Και ο απατεώνας του 2005 δεν είναι πια ούτε ένας ούτε υπόλογος. Αυτή η καταστροφολογία που συνόδεψε την οικονομική κρίση, η αδυναμία του κράτους να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του αλλά και η έλλειψη ρευστότητας των τραπεζών έδωσε στον εργοδότη ένα τρανό άλλοθι. Μια σανίδα σωτηρίας του ιδίου – και όχι της επιχείρησής του – μέχρι είτε να γυρίσει η αγορά είτε να πτωχεύσει η επιχείρηση.

“Εδώ δεν πληρώνει το κράτος, εγώ θα πληρώσω;”

Ενδεδυμένος με τον μανδύα της αθωότητας, με τον χαρακτηρισμό του “θύματος της οικονομικής κρίσης”, ο εργοδότης παρουσιάζεται μπροστά στους εργαζόμενους και δικαιούται να ξεστομίσει την αδυναμία του να πληρώσει. Η μικρή καθυστέρηση γίνεται μεγάλη, η πληρωμή του Ιανουαρίου πραγματοποιείται τον Απρίλιο και η απόσταση από την οριστική παύση πληρωμών είναι πλέον μηδαμινή.

Το “δεν πληρώνω” δεν είναι πλέον ένα πλακάτ στα διόδια των Αφιδνών. Δεν είναι ο εριστικός λόγος ενός τυραννικού αφεντικού.

Είναι η καθημερινότητα κάθε Έλληνα που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Μια καθημερινότητα για την οποία όχι μόνο δεν καθίσταται υπόλογος αλλά δεν νιώθει και υπεύθυνος.

“Τι να κάνει κι αυτός; Αφού δεν έχει να μας δώσει”

Είναι ειλικρινά αδιανόητο να μην παίρνεις τα λεφτά σου στην ώρα τους. Κι εκεί που λες ότι η κοινωνία θα αντιδράσει, εκεί που έχουν δημιουργηθεί αρκετά δυσμενείς για τον εργαζόμενο συνθήκες, η ίδια η κοινωνία δίνει άφεση αμαρτιών στον εργοδότη. Τον συγχωρεί και τον καταλαβαίνει για την αδυναμία του να πληρώσει.

Όσο φιλάνθρωπο και φιλεύσπλαχνο είναι όμως το να αντιλαμβάνεσαι το οικονομικό πρόβλημα ενός ανθρώπου και να τον συγχωρείς για την υιοθέτηση του “δεν πληρώνω”, άλλο τόσο επικίνδυνο είναι για τις δομές της κοινωνίας και το κοινωνικό συμβόλαιο.

Η συνειδητοποίηση του “δεν πληρώνομαι” και η σιωπηρή αποδοχή του είναι κατά τη γνώμη μου η πλέον επικίνδυνη σε αυτή την συγκυρία. Πολύ πιο επικίνδυνη από το “δεν πληρώνω” του εκάστοτε εργοδότη.

Η αποδοχή του “δεν πληρώνομαι” σημαίνει ότι αποδέχεσαι μια κατάσταση, παραδέχεσαι ότι δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να την αλλάξεις και περιμένεις από κάποιον άλλον να σε σώσει.

Τα όνειρα δεν χάνονται. Αναπροσαρμόζονται

Η κραυγή του γονέα αναφέρει ότι αυτό το πολιτικό και οικονομικό σύστημα “καταστρέφει τα όνειρα των παιδιών”. Ότι στερεί τους νέους από το δικαίωμα να ονειρεύονται. Μόνο που αυτό δεν είναι αληθές.

Η δίψα κάθε ανθρώπου για ανέλιξη είναι αυτή που δέχτηκε το ισχυρότερο πλήγμα σε αυτές τις οικονομικές συνισταμένες. Ο εκάστοτε υπάλληλος ή επιχειρηματίας νιώθει αδύναμος να προχωρήσει παραπέρα. Νιώθει ευχαριστημένος μόνο και μόνο επειδή καταφέρνει να επιβιώσει. Μόνο και μόνο επειδή είναι σε καλύτερη μοίρα από τους υπόλοιπους.

Γράφω θεωρητικά εκ του ασφαλούς, μιας και εργάζομαι σε μια υγιή επιχείρηση. Ξέρω όμως πολύ καλά ότι αυτό που κρατάει τον άνθρωπο σε εγρήγορση είναι η αυτή ακριβώς η δίψα του να κατακτήσει περισσότερα και να φτάσει ψηλότερα. Κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να χαθεί, όσο δυσμενείς και αν είναι οι συνθήκες.

Μια κοινωνία χωρίς κίνητρο είναι μια κοινωνία αδύναμη να αναπτυχθεί και να προοδεύσει. Δεν χρειάζονται όνειρα απατηλά. Εξάλλου ο άνθρωπος πάντα έχτιζε με αυτά που είχε. Και έτσι πρέπει να κάνουμε και εμείς τώρα.

* Ο Χρήστος Χατζηιωάννου σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών πριν μεταβεί στο Λονδίνο για μεταπτυχιακές σπουδές στις Διεθνείς Σχέσεις και την Σύγχρονη Πολιτική Θεωρία. Εργάστηκε στον Όμιλο του Πηγάσου. Από τον Μάιο του 2011 βρίσκεται στην 24 Media και αρθρογραφεί στο Oneman.gr.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα