Γιάννης Μπάρας: Η αναστροφή του brain drain περνάει μέσα από μία αυξημένη ανάπτυξη στην Ελλάδα

Γιάννης Μπάρας: Η αναστροφή του brain drain περνάει μέσα από μία αυξημένη ανάπτυξη στην Ελλάδα
Eirini_Provida

Ο διεθνούς φήμης Έλληνας πανεπιστημιακός μιλάει στο NEWS24/7 για τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών αλλά και για το brain drain, το επίπεδο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα αλλά και για το εάν έχουν θέση στην χώρα μας τα ιδιωτικά πανεπιστήμια

Ένας από τους πλέον διακεκριμένους παγκοσμίους Έλληνες ακαδημαϊκούς, ο Γιάννης Μπάρας (σ.σ. η πορεία του παρουσιάζεται αναλυτικά στο τέλος συνέντευξης) επέστρεψε πριν από λίγες ημέρες στην Αθήνα ως καλεσμένος του ετήσιου CSR Conference που διοργάνωσε το Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο. Το NEWS 24/7 ζήτησε από τον κ. Μπάρα, όχι μόνο να μας παρουσιάσει το πως οι τεχνολογικές εξελίξεις θα επηρεάσουν την ζωή μας, αλλά και ως Έλληνας του κόσμου να σχολιάσει σύγχρονα και διαχρονικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και παιδείας.

Στο συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού επιμελητηρίου αναφερθήκατε για το πως η δεξιότητα στον ψηφιακό κόσμο θα αλλάξει τις επόμενες γενιές. Για όσους δεν μπόρεσαν να παρεβρεθούν μπορείτε να μας δώσετε μια εικόνα του πως αντιλαμβάνεστε εσείς την πολυσυζητημένη 4η βιομηχανική επανάσταση;

Όπως έχω περιγράψει και τονίσει σε αρκετές διαλέξεις παγκοσμίως και στην Ελλάδα, αυτοί είναι προκλητικοί και μετασχηματιστικοί χρόνοι σε όλο τον κόσμο. Σημαντικές κοινωνικο- οικονομικές αλλαγές μετασχηματίζουν τον τρόπο που ζούμε, εργαζόμαστε και επικοινωνούμε. Απαιτούνται νέες στρατηγικές για την επιτυχία της νέας επονομαζόμενης “οικονομίας της γνώσης και της πληροφορίας”. Ωστόσο, πιστεύω ακράδαντα ότι οι μεγάλες προκλήσεις δημιουργούν επίσης μεγάλες ευκαιρίες.

Σε πολλές από τις σύγχρονες, νέες, και ανακαινισμένες “παλαιές” βιομηχανίες, ο σημαντικότερος ρόλος διαδραματίζεται από ICT (τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών). Αυτό αναγνωρίζεται παγκοσμίως με ονόματα όπως “Ψηφιακά- Φυσικά Συστήματα (CPS)”, “Ψηφιοποίηση (digitization)”, Βιομηχανία 4.0 (Industrie 4.0)”,”Βιομηχανικό ∆ιαδίκτυο (Industrial Internet)”, “∆ιαδίκτυο Πραγμάτων (IοΤ)”, κλπ. Έτσι, για μένα, η ερώτησή σας πρέπει να διευρυνθεί και να ερωτάται με τον εξής τρόπο: “πώς οι δυνατότητες και οι δεξιότητες στις ICT θα αλλάξουν τις μελλοντικές γενιές; “.

Όπως περιέγραψα στη διάλεξή μου στό 16ο CSR του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στις 31 Οκτωβρίου 2018, η 4η βιομηχανική επανάσταση μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή με συγκεκριμένα παραδείγματα. Έδωσα αρκετά στη διάλεξή μου, μεταξύ των οποίων: η “κοινωνία των κατασκευαστών” – που πηγαίνει από σχέδια καί προγραμματισμό μέ εργαλεία τής πληροφορικής στην παραγωγή προϊόντων, τον δικτυωμένο κόσμο – εμείς (οι άνθρωποι) είμαστε τώρα μέρος του δικτύου, “έξυπνα” σπίτια και πόλεις, τα ασύρματα δίκτυα αισθητήρων παντού, τα έξυπνα δίκτυα ενέργειας σε έναν δικτυωμένο κόσμο, σχεδίαση καί ανάλυση ενεργειακών αποδοτικά κτιρίων σάν ολοκληρωμένα συστήματα, έξυπνη παραγωγή (εργοστάσια που είναι ευέλικτα και μπορούν να κατασκευάσουν ένα διαφοροποιημένο σύνολο προϊόντων), επικοινωνούντα αυτόνομα αυτοκίνητα, κυριαρχία των κοινωνικών δικτύων στα μέσα ενημέρωσης-εκπαίδευσης-διακυβέρνησης, κοινωνικά και σκεπτόμενα ρομπότ και ανθρωπο-ρομπότ συνεργατικές ομάδες, αυτοματοποίηση της διαχείρισης της γεωργίας και της αλιείας, βιολογία συστημάτων και εφαρμογές της σε μοντέλα νόσων και νέους τρόπους παραγωγής φαρμάκων, προσωπική ιατρική, μεγάλα συστήματα ιατρικής πληροφόρησης, διαχείριση της υγειονομικής περίθαλψης. Και όλα αυτά υποστηρίζονται καί ενδυναμόνωνται από την επερχόμενη έκρηξη ευρυζωνικής συνδεσιμότητας και ευελιξίας μέσω τεχνολογιών 5G και την εικονικοποίηση δικτύων (δίκτυο ως υπηρεσία). Αυτές οι πρόοδοι θα δημιουργήσουν πολλές νέες θέσεις εργασίας (στην πραγματικότητα στις ΗΠΑ, τη Σουηδία και τη Γερμανία, όπου εργάζομαι, παρατηρούμε ήδη σοβαρή έλλειψη κατάλληλα εκπαιδευμένων υποψηφίων και πολλές θέσεις εργασίας παραμένουν κενές).

Οι ικανότητες και οι δεξιότητες που χρειάζονται, όπως τόνισα στη διάλεξή μου, και υποστηρίχθηκε και από άλλους ομιλητές, δεν είναι μόνο ψηφιακές δεξιότητες υπό τήν στενή έννοια προγραμματισμού και αντιμετώπισης μαζικών δεδομένων, αλλά μάλλον κριτική σκέψη, ικανότητα χρήσης των νέων μεθόδων και εργαλείων αποτελεσματικά για τη λήψη αποφάσεων, ευελιξία και ικανότητα να μαθαίνουν και να προσαρμόζονται καθ’ όλη τήν διάρκεια τής επαγγελματική τους καριέρας.

Στα χρόνια της κρίσης γιγαντώθηκε το φαινόμενο του brain drain. Ως ένας Έλληνας ακαδημαϊκός και επιστήμονας που ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ελλάδα και διακρίθηκε στο εξωτερικό, θεωρείτε εφικτό, με την σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, να επιστρέψει έστω και μέρος αυτής της νέας γενιάς πίσω;

Ναι, είναι δυνατόν άν ακολουθηθούν σύντομα ορισμένα κρίσιμα βήματα. Επιτρέψτε μου να προλογίσω την απάντησή μου αναφέροντας ότι αυτή είναι μια απαραίτητη και επαρκής προϋπόθεση για να μπορέσουμε να βγάλουμε την Ελλάδα από την σημερινή κατάσταση κατάθλιψης και αποδυνάμωμένης χώρας, ώστε να γίνει μια οικονομικά υγιής και παραγωγική χώρα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του κόσμου. Τό “πώς” είναι προβληματικό και δύσκολο. Πρέπει όμως να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό είναι ένα δύσκολο ζήτημα για οποιαδήποτε χώρα (και όχι μόνο για την Ελλάδα) στην τρέχουσα εποχή του παγκόσμιου ανταγωνισμού για τα καλύτερα ταλέντα και ικανότητες. Το κλειδί, φυσικά, είναι να δημιουργηθεί αυξημένη ανάπτυξη, η οποία με τη σειρά της θα δημιουργήσει ενδιαφέρουσες και υψηλής ποιότητας θέσεις εργασίας και σταδιοδρομίες. Προσφέρω παρακάτω μερικές συγκεκριμένες ενέργειες / βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.

Στην σημερινή εποχή της “οικονομία της πληροφορίας-γνώσης” ή έρευνα και τά προϊόντα της σε εφευρέσεις και καινοτομίες, διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη, την ευημερία, την ποιότητα ζωής και την εργασία σε οποιαδήποτε χώρα και κουλτούρα. Πολλές από τις πιο προηγμένες οικονομίες και χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, της Γερμανίας, της Σουηδίας, της Ελβετίας, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Κίνας, έχουν συνειδητοποιήσει αυτό το γεγονός εδώ και αρκετό καιρό και πραγματοποιούν σημαντικές επενδύσεις στην έρευνα σε Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα, καθώς και τεχνολογικά πάρκα και προγράμματα επιχειρηματικής καθοδήγησης. Είμαι συνεχώς απογοητευμένος από το γεγονός ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν εκτιμούν τον τεράστιο ρόλο που μπορούν να έχουν τα Πανεπιστήμια και τα Ερευνητικά Κέντρα στην οικονομική ανάπτυξη. Για παράδειγμα, συμμετείχα στην ανάπτυξη και τη διατήρηση κέντρων αριστείας καί συνεργασίας βιομηχανίας-πανεπιστημίου στις ΗΠΑ και σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτά τα αποκαλούμενα “Κέντρα Ικανότητας” (Competence Centers) και τα συσχετιζόμενα “Ολοκληρωμένα Συστήματα Καινοτομίας” έχουν καθιερωθεί στις ΗΠΑ και σε διάφορες χώρες παγκοσμίως, με τεράστια θετικά αποτελέσματα στην οικονομική ανάπτυξη και την ποιότητα ζωής και εργασίας. Τέτοια επιτυχημένα προγράμματα σε πολλές χώρες παγκοσμίως συνδέονται πάντοτε με συγκεκριμένες περιοχές της χώρας και με τά αντίστοιχα περιφερειακά οικονομικά και εκπαιδευτικά χαρακτηριστικά. Η Ελλάδα θα πρέπει να καταρτίσει τέτοια προγράμματα αφού προσεκτικά επιλέξει τις περιφέρειες και το τεχνικό επίκεντρο των κέντρων αυτών. Να δημιουργηθούν σε περιοχές όπου η Ελλάδα μπορεί να είναι ανταγωνιστική (όσον αφορά τα προϊόντα και τις επιχειρήσεις που τα Κέντρα αυτά θα υποστηρίξουν ή θα δημιουργήσουν). Τα Κέντρα αυτά μπορούν να έχουν εστιασμένους τομείς όπως η γεωργία, ναυπηγική – εμπορική ναυτιλία, υγειονομική περίθαλψη – τοπικές μίνι κλινικές, υποβοηθούμενη διαβίωση, εφαρμογές διαδικτύου για αρχαιολογία, τουρισμό, εστιατόρια, κλπ.

Οι βιομηχανίες και οι εταιρείες που σχετίζονται με ICT είναι απόλυτα κατάλληλες για την Ελλάδα, όπως έχω υποστηρίξει γιά πολλά χρόνια. Οι λόγοι είναι απλοί. Οι βιομηχανίες ICT απαιτούν “γερά μυαλά” και δεν απαιτούν πρώτες ύλες. Η Ελλάδα είχε επιτυχία σε αυτόν τον βιομηχανικό τομέα εδώ και πολλά χρόνια πριν από την τελευταία οικονομική κρίση. Είναι επίσης ευρέως αποδεκτό ότι η Ελλάδα έχει καλά μορφωμένους και πολύ ικανούς ανθρώπους σε αυτόν τον τομέα, αλλά δυστυχώς επέτρεψε στο πιο ταλαντούχο εργατικό δυναμικό της να εγκαταλείψει τη χώρα λόγω έλλειψης κατάλληλων ευκαιριών και απασχόλησης. Αυτό ήταν ένα τεράστιο λάθος στη στρατηγική και την κατανομή των πόρων, πιστεύω.

Πιστεύω ακράδαντα ότι η απάντησή μου και οι παραπάνω προτάσεις είναι ρεαλιστικές. Εδώ είναι μερικοί από τους λόγους για τους οποίους τέτοια προγράμματα μπορούν να αναπτυχθούν και να διατηρηθούν με επιτυχία στην Ελλάδα: Υψηλή ποιότητα ανθρώπινου κεφαλαίου, ερευνητικές και αναπτυξιακές “φωλιές αριστείας” σε πολλά μέρη – ικανές και κερδίζοντας σκληρή καί συναγωνστική EE χρηματοδότηση. Μερικές συστάσεις:

  • Πρέπει να δημιουργηθεί μια υποστηρικτική υποδομή, όχι όμως μέσω της απόλυτης εξάρτησης από την κυβέρνηση (π.χ. μπορεί η Ελλάδα να αναπτύξει κάτι σαν τον οργανισμό VINNOVA στη Σουηδία)

  • Να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες χρηματοδότησης της ΕΕ και να προσελκύσει άλλα κεφάλαια.

  • Να Εργαστεί με “συμβούλους” από επιτυχημένα προγράμματα (π.χ. από τη Σουηδία και / ή τη Γερμανία). Αποκέντρωση της ανάπτυξης και της εφαρμογής (δηλαδή οι επιλεγμένοι τεχνικοί τομείς πρέπει να έχουν ισχυρή “τοπική” συνιστώσα για τις θέσεις εργασίας).

  • Μετακίνηση σε μια πολυεπίπεδη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση (δηλαδή να δοθεί περισσότερη και ισορροπημένη έμφαση στη μικρότερης διάρκειας επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση σε σύγκριση με την παραδοσιακή πανεπιστημιακή εκπαίδευση, όπως στη Γερμανία, στη Σουηδία, στις ΗΠΑ κ.λπ.).

  • Να συμπτηχθούν τα Πανεπιστήμια και να συνδεθούν με τα διάφορα επίπεδα και με την δευτεροβάθμια εκπαίδευση

    Ορισμένα συγκεκριμένα αρχικά βήματα για την αποτελεσματικότερη σύνδεση των Πανεπιστημίων και των Ερευνητικών Κέντρων με την οικονομική 9ανάπτυξη στην Ελλάδα περιλαμβάνουν:

    • Τοποθέτηση της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας στο Υπουργείο Ανάπτυξης (και όχι στο Υπουργείο Παιδείας) όπως σε πολλές άλλες προηγμένες χώρες.

    • ∆ημιουργία μιας νέας κουλτούρας όπου η τόλμη είναι πιο σημαντική από την αποτυχία.

    • Κατάργηση ρυθμιστικών και γραφειοκρατικών περιπλοκών. Παροχή σαφών φορολογικών πλεονεκτημάτων.

    • ∆ημιουργία υποδομής για την υποστήριξη της οικονομικής ανάπτυξης, της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας (π.χ. υποστήριξη συνολικών συστημάτων καινοτομίας, συστήματα εκπαίδευσης-διδασκαλίας και καλλιέργειας επιχειρηματικότητας, κυβερνητική χρηματοδότηση πού να αντιστοιχίζει τήν βιομηχανική χρηματοδότηση για έργα έρευνας καί ανάπτυξης, φυτώρια επιχειρήσεων και τεχνολογικά πάρκα).

Τέλος, επιτρέψτε μου να προτείνω έναν πολύ καλύτερο τρόπο με τόν οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και ορισμένες από τις πιο προηγμένες οικονομίες της μπορούν να βοηθήσουν την Ελλάδα σε αυτή την προσπάθεια. Η παροχή οικονομικής βοήθειας μέσω των κονδυλίων δεν επαρκεί για μακροπρόθεσμη και βιώσιμη ανάκαμψη και επιτυχία. Έχω τονίσει αυτές τις ιδέες σε διάφορες διαλέξεις στην Ευρώπη και την Ελλάδα (πιο πρόσφατα στο Οικονομικό Φόρουμ των ∆ελφών το Μάρτιο του 2018). Επιτρέψτε μου να επικεντρωθώ ως παράδειγμα στη Γερμανία. ∆εδομένου ότι η Ελλάδα έχει τέτοιο εξαιρετικά ικανό τεχνικό ανθρώπινο δυναμικό, η Γερμανία μπορεί να επιλέξει μία γεωγραφική περιοχή και ένα τεχνολογικό πεδίο και να δημιουργήσει ένα Ινστιτούτο Fraunhofer στην Ελλάδα (έχουν δύο στις ΗΠΑ). Η Intel ελαχιστοποίησε τα R&D εργαστήρια της πριν από δύο χρόνια και δημιούργησε 14 κέντρα R&D σε Πανεπιστήμια παγκοσμίως – 5 εκτός των ΗΠΑ.

Μπορούν οι γερμανικές εταιρείες να εγκαταστήσουν παρόμοια εργαστήρια σε κατάλληλα επιλεγμένα ελληνικά Πανεπιστήμια ή Ερευνητικά Κέντρα; Μπορεί η Γερμανία σε συνεργασία με την Ελλάδα να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα μαθητείας στην Ελλάδα παρόμοιο με το εξαιρετικό γερμανικό; Οι μαθητές της ελληνικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εισάγονται στους βιομηχανικούς τομείς και εξασκούντε μέ καλοκαιρινές πρακτικές σε γερμανικές επιχειρήσεις. Γενικότερα, θα ήθελα να δω προγράμματα με τα οποία η βιομηχανική ΕΕ του “βορρά” θα δημιουργήσει προγράμματα και εγκαταστάσεις δορυφορικών εταιρειών στην Ελλάδα, τα οποία θα κρατήσουν το μεγαλύτερο μέρος του άριστου τεχνικού ανθρώπινου δυναμικού της Ελλάδας στην Ελλάδα. Η τρέχουσα μαζική “διαρροή εγκεφάλων” (brain drain) είναι φυσικά καταστροφική για την Ελλάδα, αλλά ισχυρίζομαι ότι δεν είναι επίσης καλή για μια μακροπρόθεσμη ευημερή πορεία για την Ευρώπη και τον βιομηχανικό της “βορρά”.

Συνιστώ να αναπτυχθεί και να διατηρηθεί ένα πρόγραμμα όπως η βοήθεια των Η.Π.Α. για την ανάπτυξη του Ισραήλ, όπου η πλειοψηφία του εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού (εκπαιδευμένου μέσω του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος) παραμένει και εργάζεται στην Ελλάδα για διάφορες επιχειρήσεις (συμπεριλαμβανομένων ευρωπαϊκών ή διεθνών). Το βασικό ερώτημα είναι αν οι ηγέτες της Ελλάδας (τόσο πολιτικοί όσο και βιομηχανικοί) μπορούν να διαπραγματευτούν τέτοιες συμφωνίες με τους ευρωπαίους ή διεθνείς ομολόγους τους.

Πριν από λίγους μήνες το Μετσόβιο σας τίμησε με την αναγόρευση σας ως Επίτιμο ∆ιδάκτορα στην σχολή που είχατε αποφοιτήσει πριν από 48 χρόνια. Θεωρείτε ότι η ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση, και ειδικά στους τεχνολογικούς τομείς, μπορεί να σταθεί στο επίπεδο των αντίστοιχων διεθνών ιδρυμάτων;

Ναι, μπορεί, και το έχει αποδείξει ότι μπορεί, κερδίζοντας εξαιρετικά ανταγωνιστικές και υψηλού κύρους χρηματοδοτήσεις, συμβάσεις και κέντρα που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ. Περαιτέρω αποδεικνύεται από την επιτυχία των προπτυχιακών φοιτητών της Ελλάδας σε μεταπτυχιακές σπουδές και επιτυχημένες σταδιοδρομίες στο εξωτερικό. Όπως σε κάθε άλλη χώρα, η ποιότητα μεταξύ των Πανεπιστημίων και ακόμη και στο ίδιο Πανεπιστήμιο ποικίλλει. Υπάρχουν “φωλιές” αριστείας σε όλα τα μεγάλα ελληνικά Πανεπιστήμια που γνωρίζω, και ειδικά σε βασικούς τομείς τεχνολογίας. Και πάλι, θα ήθελα να επισημάνω ότι στις ICT ειδικότερα η Ελλάδα είναι αποδεδειγμένα (και εύκολα αποδεδειγμένα) πολύ ανταγωνιστική. Προσφέρω παρακάτω μερικές ιδέες για το πώς η ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση μπορεί να βελτιωθεί περαιτέρω και να παραμείνει ανταγωνιστική, ιδιαίτερα δεδομένων των δραματικών αλλαγών που συμβαίνουν στην εκπαίδευση λόγω της χιονοστιβάδας νέων τεχνολογιών ICT.

Ο ρόλος της τριτοβάθμιας και της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στις σύγχρονες κοινωνίες έχει αλλάξει αρκετά τα τελευταία πενήντα χρόνια. Είναι ευρέως αποδεκτό ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να έχει ως έναν από τους στόχους της επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής. Αυτό σημαίνει εκπαίδευση “καλύτερων” πολιτών, που είναι μεταπτυχιακοί “παραγωγικοί” πολίτες, με επιτυχημένες σταδιοδρομίες, που επηρεάζουν την οικονομική ανάπτυξη. Τα Πανεπιστήμια πρέπει να είναι “ανοικτά” και να εντάσσονται στην κοινωνία. Τα ερευνητικά κέντρα μπορούν να αποτελέσουν κινητήρια δύναμη οικονομικής ανάπτυξης (π.χ. INRIA στη Γαλλία). Με αυτό τον τρόπο, υπάρχει άμεση ευθύνη για τις επενδύσεις της κοινωνίας στην τριτοβάθμια και πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές και η σταδιοδρομία τους πρέπει να είναι οι καλύτεροι πρεσβευτές για την τριτοβάθμια και την πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην κοινωνία γενικότερα. Επιπλέον, η τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να παράγει σπουδαστές που είναι πιο ευέλικτοι στην καριέρα τους. Πρέπει να είναι σε θέση να επιτύχουν στην παγκόσμια οικονομία. Έτσι, τα προγράμματα ανταλλαγών μεταξύ χωρών έχουν αποδειχθεί πολύ αποτελεσματικά από την άποψη αυτή. Η διεπιστημονική εκπαίδευση και η εξωσχολική συνεταιριστική εμπειρία είναι απαραίτητη. Η βιομηχανία αποτελεί σημαντικό παράγοντα αυτής της ολοκλήρωσης, τόσο προγραμματικά όσο και οικονομικά. Και εδώ με βιομηχανία εννοώ παγκόσμια βιομηχανία. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα παγκοσμίως, όπου οι εταιρείες έχουν δημιουργήσει δορυφορικά προγράμματα και συμμετείχαν σε Ερευνητικά Κέντρα λόγω πλεονεκτημάτων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο και, κυρίως, κοντά σε εξαιρετικά Πανεπιστήμια, Ερευνητικά Κέντρα και συναφές τεχνολογικά ικανό ανθρώπινο δυναμικο. ∆εν υπάρχει κανένας λόγος γιατί οι δραστηριότητες αυτές δεν μπορούν να αναληφθούν και να εφαρμοστούν με επιτυχία στην Ελλάδα. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα προγραμμάτων που προέρχονται από αυτό το σύγχρονο όραμα της ενσωμάτωσης των Πανεπιστημίων με την κοινωνία γενικότερα. Αυτά περιλαμβάνουν:

  • Πανεπιστήμια και K-12 εκπαίδευση (π.χ. ειδικά σχολεία που εισάγουν λογισμικό σε μαθητές δημοτικού).

  • Ερευνητικές εμπειρίες για προπτυχιακούς φοιτητές (π.χ. κατασκευαστικά εργαστήρια με τη χρήση προχωρημένων CAD και ευέλικτωνμηχανών και εκτυπωτών για την παρότρυνση των μαθητών να αγαπήσουν να φτιάχνουν προιόντα καί αντικείμενα – π.χ. “maker spaces”.

  • Περισσότερα μαθήματα πρακτικής άσκησης (hands-on) (δηλαδή λιγότερες διαλέξεις).

  • Ερευνητικές εμπειρίες για μαθητές γυμνασίου. Εκπαίδευση καθηγητών γυμνασίου (μαθηματικά, επιστήμη, τεχνολογία,…).

  • Πανεπιστημιακά προγράμματα για δια βίου μάθηση.

  • Τα Πανεπιστήμια ως πηγέςγνώσης.

  • Τα Πανεπιστήμια ως βασικοί συντελεστές στην επίλυση προβλημάτων με σημαντικό αντίκτυπο στην κοινωνία. Πανεπιστήμια και οικονομική ανάπτυξη (δηλ. καινοτομίες, δημιουργία επιχειρήσεων και θέσεις εργασίας). Πανεπιστημιακά προγράμματα για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και εργασίας.

  • Πανεπιστημιακά προγράμματα που συμβάλλουν στην τέχνη και τον πολιτισμό.

  • Τα Πανεπιστήμια ως παράγοντες διεθνούς συνεργασίας και ειρηνικής συνύπαρξης.

Έχοντας μια ποιο σφαιρική εικόνα αλλά και γνώση της ελληνικής πραγματικότητας θα βοηθούσε ή όχι η είσοδος των ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην χώρα μας;

Όχι μόνο θα βοηθήσει, αλλά είναι απαραίτητο, για να επιτευχθεί ο μετασχηματισμός που περιέγραψα ανωτέρω. Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, ως νέες οντότητες χωρίς προϋπάρχοντα εμπόδια και μεροληψίες, μπορούν να εφαρμόσουν ταχύτερα και ευκολότερα τις βελτιώσεις που πρότεινα στήν απάντησή μου στήν προηγούμενη ερώτηση. Το σημαντικότερο είναι ότι μπορούν να συνεργαστούν και να αλληλεπιδρούν παραγωγικά με τη βιομηχανία, την κοινωνία και την Κ-12 εκπαίδευση.

Η Ελλάδα είχε διαχρονικά πολύ καλή έως άριστη πρωτοβάθμια καί δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αυτό πρέπει να ενισχυθεί σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που πρότεινα μέσω της χρήσης εργαλείων ICT. Πιστεύω ακράδαντα, όπως ανέφερα και παραπάνω, ότι η σύνδεση των Πανεπιστημίων με τα γυμνάσια και τα δημοτικά σχολεία και οι εξωσχολικές δραστηριότητες έξω από το σχολικό περιβάλλον (όπως η μαθητεία και η πρακτική εξάσκηση) μπορούν να ενισχύσουν σημαντικά και να αναζωογονήσουν το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Επιπλέον, η μετακίνηση προς την κατεύθυνση των πρακτικών εκπαιδευτικών εμπειριών (hands-on) αντί για το παραδοσιακό σύστημα διδασκαλίας με διαλέξεις θα είναι εξαιρετικά επωφελής. Τέλος, με εκμετάλλευση τού ∆ιαδίκτυου και της γνώσης και μάθησης που μπορεί να υποστηρίξει, θα πρέπει να αναπτυχθούν σύγχρονα εκπαιδευτικά βοηθήματα και να διατίθενται σε σχολεία σε όλη την Ελλάδα. Αυτές οι προσπάθειες έχουν ξεκινήσει και ελπίζω να συνεχιστούν και να εξαπλωθούν. Τά ιδιωτικά Πανεπιστήμια θά επιταχύνουν αυτές τίς βελτιλωσεις. Αυτές οι βελτιώσεις θα αυξήσουν τόν πληθυσμό και τις δυνατότητες γενεών μαθητών που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν σταδιοδρομίες STEM και άλλα επαγγέλματα που χρησιμοποιούν τεχνολογίες ICT αποτελεσματικά.

Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια μπορούν να αποτελέσουν την αιχμή της ανάπτυξης των κέντρων ικανότητας που ανέφερα. Μια τέτοια εξέλιξη είναι εντός των δυνατοτήτων της Ελλάδας μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, και ίσως ακόμη πιο γρήγορα. Πολλά παραδείγματα υπάρχουν σε τουλάχιστον 15 ευρωπαϊκές χώρες και πολλά άλλα παγκοσμίως. Εδώ είναι μερικά επιπρόσθετα και συγκεκριμένα βήματα όπου τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια μπορούν να οδηγήσουν την προσπάθεια και να φέρουν μαζί και τα δημόσια Πανεπιστήμια:

o Μία μικρή «ομάδα εργασίας» χρειάζεται για να διερευνήσει διάφορες ιδέες και να αναπτύξει ένα σχέδιο υλοποίησης ανάπτυξης για την Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των “καλύτερων” τεχνικών τομέων για επενδύσεις στις διάφορες γεωγραφικές περιοχές.

o Χρησιμοποίηση τών ευκαιριών χρηματοδότησης της ΕΕ και τών κονδυλίων της ΕΕ γιά υποδομή.

o Χρήση Κέντρων, ή άλλων οργανισμών διεπιστημονικής έρευνας καί ανάπτυξης, για την προσέλκυση εταιρειών στην Ελλάδα παγκοσμίως.

o Χρήση τέτοιων κέντρων για τήν δημιουργία μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στις στοχευμένες περιοχές.

o Αξιοποίηση του πλούσιου διεθνούς δικτύου επιστημόνων, μηχανικών, επιχειρηματιών (π.χ. προγραμμάτων ανταλλαγής ερευνητών, συμβούλων, διεθνούς συνεργασίας, επενδύσεων) Ελληνικής καταγωγής.

o Ενθάρρυνση εθελοντών στην Ελλάδα να βοηθήσουν (π.χ. συνταξιούχους σε “καθηγητές πρακτικής” (Professor of Practice), σύμβουλοι κλπ.).

Μερικά παραδείγματα τέτοιων τοπικών τεχνικών τομέων γιά Κέντρα στην Ελλάδα περιλαμβάνουν: Εφαρμογές πληροφορικής στήν υγεία, αισθητήρες και βελτίωση των αγροτικών βιομηχανιών καί εργασιών, συντήρηση και επισκευή εμπορικών πλοίων, διατηρήσιμη διαχείριση της αλιείας, Ιντερνετ εφαρμογές για τον τουρισμό που βασίζονται σε πληροφορία τοποθεσίας, ενεργειακά φωτοβολταϊκά συστήματα, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τρένα υψηλής ταχύτητας, αποτελεσματική παραγωγή αιθανόλης από διάφορα φυτά μέσω της βιοτεχνολογίας.

Επίσης, τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια μπορούν να δημιουργήσουν διεθνή εκπαιδευτικά προγράμματα υψηλής ποιότητας, προσελκύοντας πολλούς φοιτητές που πληρώνουν δίδακτρα παγκοσμίως. Τέτοια προγράμματα θα δημιουργήσουν πολλές θέσεις εργασίας και θα δημιουργήσουν επίσης πολλά έσοδα για την Ελλάδα. Η Ελλάδα έχει το προσωπικό να δημιουργήσει καί να λειτπυργήσει τέτοια προγράμματα, ειδικά στις τεχνολογίες ICT και τις ποικίλες εφαρμογές των που ανέφερα.

Ποιος είναι ο Γιάννης Μπάρας

Ο Γιάννης Σ. Μπάρας έλαβε το Δίπλωμα Ηλεκτρολόγων και Μηχανολόγων Μηχανικών (με υψηλότερες τιμές) από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το 1970, και το M.S. και Ph.D. στα Εφαρμοσμένα Μαθηματικά από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, Cambridge, MA, ΗΠΑ, το 1971 και το 1973, αντίστοιχα.

Από το 1973 εργάζεται στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του Πανεπιστημίου του Maryland στο College Park, MD, ΗΠΑ, όπου είναι Διακεκριμένος Καθηγητής του Πανεπιστημίου. Είναι επίσης Καθηγητής στό Πρόγραμμα Εφαρμοσμένων Μαθηματικών, Στατιστικής και Επιστημονικών Υπολογισμών, και Συνεργάτης Καθηγητής στο Fischell Τμήμα Βιομηχανικής, στο Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών και στο Τμήμα Αποφάσεων, Επιχειρήσεων και Τεχνολογιών Πληροφορικής της Robert H. Smith School of Business. Από το 2013 είναι Επισκέπτης Καθηγητής στή Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Βασιλικού Ινστιτούτου Τεχνολογίας (KTH), Σουηδία.

Από το 1985 έως το 1991 ήταν ο Ιδρυτής Διευθυντής του Ινστιτούτου Έρευνας Συστημάτων (ISR) (ένα από τα πρώτα έξι Τεχνικά Ερευνητικά Κέντρα της NSF των ΗΠΑ). Το 1990, διορίστηκε στην Έδρα γιά Systems Engineering που χρηματοδοτήθηκε από την Lockheed Martin. Από το 1992 είναι Ιδρυτής Διευθυντής του Κέντρου Υβριδικών Δικτύων του Maryland (HYNET), το οποίο συνίδρυσε.

Έχει στο ενεργητικό του θέσεις επισκέπτη ερευνητικού μελετητή με: Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασσαχουσέτης. Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας Μπέρκλεϊ. Εθνικό Ινστιτούτο Ερευνών Πληροφορικής και Αυτοματισμού (INRIA), Γαλλία. Πανεπιστήμιο Linkoping, Βασιλικό Ινστιτούτο Τεχνολογίας (KTH), Πανεπιστήμιο Lund, Σουηδία. Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου, Γερμανία.

Είναι IEEE Life Fellow, SIAM Fellow, AAAS Fellow, NAI Fellow, IFAC Fellow, AIAA Associate Fellow, μέλος της Εθνικής Ακαδημίας Εφευρετών (NAI) των ΗΠΑ, και Μέλος Εξωτερικού της Βασιλικής Ακαδημίας Τεχνικών Επιστημών της Σουηδίας (IVA). Κύριες διακρίσεις και βραβεία περιλαμβάνουν το βραβείο George Axelby του 1980 από την IEEE Control Systems Society, το βραβείο Leonard Abraham του 2006 από την IEEE Communications Society, το 2014 Tage Erlander Guest Professorship από το Σουηδικό Συμβούλιο Έρευνας και την τριετή (2014-2017) Senior Hans Fischer Fellowship από το Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Μονάχου, Γερμανία. Το 2016 εισήχθη στο Πανεπιστήμιο του Maryland Α. J. Clark School of Engineering Innovation Hall of Fame. Του απονεμήθηκε το 2017 Simon Ramo Medal του Ινστιτούτου Ηλεκτρολόγων και Ηλεκτρονικών Μηχανικών (IEEE), το 2017 Richard E. Bellman Heritage Award του Αμερικανικού Συμβουλίου Αυτομάτου Ελέγχου (AACC).

Έχει συν-συγγράψει πάνω από 850 τεχνικά άρθρα σε περιοδικά και πρακτικά συνέδρίων, ένα βιβλίο (Path Problems in Networks, 2010)) και συν-σύνταξε τρία άλλα. Έχει δώσει πολλές plenary και keynote ομιλίες σε μεγάλα διεθνή συνέδρια παγκοσμίως. Έχει εκπαιδεύσει 85 διδακτορικούς φοιτητές, 112 φοιτητές MS και καθοδηγήσει 50 μεταδιδακτορικούς ερευνητές. Είναι ο αρχικός αρχιτέκτονας και συνεχής καινοτόμος του πρωτοποριακού MS προγράμματος σε Systems Engineering του ISR. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν επιστήμη συστημάτων, αυτόματο έλεγχο, βελτιστοποίηση, δίκτυα επικοινωνίας, εφαρμοσμένα μαθηματικά, επεξεργασία και κατανόηση σημάτων, ρομποτική, υπολογιστικά συστήματα, ασφάλεια καί εμπιστοσύνη γιά δικτυα, μηχανική συστημάτων γιά βιολογία, συστήματα διαχείρισης υγειονομικής περίθαλψης, σύνθεση συστημάτων βασισμένη σε μοντέλα. Του έχουν απονεμηθεί δεκαοκτώ διπλώματα ευρεσιτεχνίας και έχει τιμηθεί παγκοσμίως με πολλά βραβεία ως καινοτόμος και ηγέτης οικονομικής ανάπτυξης.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα