CLAUDIA SCHMUCKER ΣΤΟ NEWS 24/7: Η ΑΠΕΙΛΗ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΗΠΑ-ΕΕ ΚΙ Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ
Τα προβλήματα στο παγκόσμιο εμπορικό περιβάλλον εξακολουθούν να δυσχεραίνουν εμπορευόμενους, καταναλωτές και κυβερνήσεις, ιδίως μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η επομένη ημέρα, οι σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ και η Κίνα.
Ενα και πλέον χρόνο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και, καθώς διανύουμε τη δεύτερη χρονιά του πολέμου, οι οικονομίες ανά τον κόσμο και η παγκόσμια οικονομία μετρούν τις πληγές που τους άφησε, με την ενεργειακή ασφάλεια να έχει καταστεί ένα από τα πιο καθοριστικά θέματα για την επόμενη ημέρα, όπως παρατηρεί στο Magazine η συν-επικεφαλής του Προγράμματος Γεωπολιτικής, Γεωοικονομίας και Τεχνολογίας στο Γερμανικό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, κ. Claudia Schmucker, η οποία αναμένεται να είναι ομιλίτρια στο Φόρουμ των Δελφών, στις 26-29 Απριλίου.
Η ίδια κάνει λόγο για σημαντική αβεβαιότητα που επικρατεί στο παγκόσμιο εμπόριο, στην οποία βεβαίως έχουν συντελέσει κι άλλοι παράγοντες, επισημαίνοντας πως οι προβλέψεις για την ανάπτυξη το 2023 αναθεωρούνται προς τα κάτω.
Αναφερθείσα δε στην αντιπαράθεση ΗΠΑ-ΕΕ, εκτιμά πως, αν και υπαρκτό, το ενδεχόμενο εμπορικού πολέμου φαίνεται να απομακρύνεται.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία μεταβάλλει ήδη δραστικά την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων. Αποτελεί συστημικού χαρακτήρα σύγκρουση που, ασχέτως αποτελέσματος επί του πεδίου, θα μεταβάλει την τάση πολυπολικότητας της παγκόσμιας κατανομής ισχύος. Μολονότι μια στρατιωτική αντιπαράθεση Ρωσίας – ΝΑΤΟ φαίνεται να αποκλείεται, αυτό που λαμβάνει χώρα στο οικονομικό επίπεδο στις σχέσεις Ρωσίας – Δύσης και ειδικότερα Ρωσίας – ΕΕ ισοδυναμεί με έναν άνευ προηγουμένου και σχεδόν ολοκληρωτικό οικονομικό πόλεμο από την πλευρά των ΗΠΑ, της ΕΕ και μεγάλου μέρους των συμμάχων τους στο G7;
Η ρωσική επίθεση κατά της Ουκρανίας συνιστά παραβίαση του διεθνούς Δικαίου. Έχουμε έναν από τους χειρότερους πολέμους από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που μαίνεται στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η G7, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και της ΕΕ, και οι σύμμαχοί της, όπως η Αυστραλία, απάντησαν σε αυτή την επίθεση με γρήγορες και αυστηρές κυρώσεις και ελέγχους εξαγωγών. Υπάρχουν δύο στόχοι σε αυτού του είδους τον οικονομικό πόλεμο: Πρώτον, να πληγεί το στρατιωτικά και βιομηχανικά η Ρωσία ούτως ώστε να μειωθεί η ικανότητά της να πολεμήσει. Και δεύτερον, να επιτευχθεί ο στρατηγικός στόχος για τον τερματισμό του πολέμου.
Αυτές οι οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κυρώσεις και οι έλεγχοι των εξαγωγών είναι σημαντικές, καθώς επιβλήθηκαν από τη G7 και τους συμμάχους της ενιαία.
Ωστόσο, το αποτύπωμά τους εξακολουθεί να είναι πιο περιορισμένο από ό,τι για παράδειγμα οι αμερικανικές κυρώσεις κατά της Βόρειας Κορέας ή του Ιράν. Πολλά καταναλωτικά αγαθά εξαιρούνται. Επιπλέον, οι ΗΠΑ δεν επέβαλαν δευτερεύουσες κυρώσεις για να εμποδίσουν άλλες χώρες να συναλλάσσονται με τη Ρωσία.
Η τρέχουσα κρίση ανέδειξε μια κρίσιμη παράμετρο της ενεργειακής πολιτικής, αυτή της ενεργειακής ασφάλειας. Την παράμετρο αυτή οι πολιτικές ηγεσίες των περισσότερων χωρών στη Δύση επέλεγαν πολύ διακριτικά και βολικά για αυτές να αποκρύπτουν συστηματικά από τους πολίτες. Θεωρείτε πως η ανάγκη ισχυροποίησης της ενεργειακής ασφάλειας επανέρχεται, πλέον, ως πρώτη προτεραιότητα στη χάραξη πολιτικής;
Η ενεργειακή ασφάλεια έχει καταστεί ένα από τα πιο καθοριστικά θέματα ως απόρροια της ρωσικής επίθεσης. Κυριαρχεί στην ατζέντα των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν μικρότερο πρόβλημα με το συγκεκριμένο θέμα λόγω των δικών τους ενεργειακών πόρων. Σε αντίθεση για παράδειγμα με τη Γερμανία που κλήθηκε να μειώσει την εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο από το 55% των εισαγωγών της στο μηδέν, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2022.
Η πεποίθηση ότι η ενέργεια από τη Ρωσία είναι δεδομένη δεν υπάρχει πια. Αυτό οδήγησε σε αναδιάρθρωση της πολιτικής εισαγωγών της Γερμανίας, θέτοντας το ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας ψηλά στην ατζέντα.
Αν και οι προβλέψεις ήταν αρνητικές, καθώς υπήρξε μείωση στις εξαγωγές τροφίμων και πρώτων υλών από τη Ρωσία και την Ουκρανία, το εμπόριο αναπτύχθηκε θετικά το 2022, σύμφωνα με έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Πού οφείλεται αυτή η εξέλιξη;
Στις αρχές του 2022, το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών γνώρισε ισχυρότερη ανάπτυξη από την αναμενόμενη. Ωστόσο, το παγκόσμιο εμπόριο έχασε τη δυναμική του κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022 και οι προβλέψεις για την ανάπτυξη το 2023 αναθεωρούνται προς τα κάτω.
Ο ΠΟΕ αναμένει τώρα αύξηση μόνο 1% στις εμπορικές συναλλαγές, η οποία είναι σημαντικά μικρότερη από την προηγουμένως αναμενόμενη αύξηση του 3,4%. Συνεπώς, δεν μπορούμε να μιλάμε για αξιοσημείωτη αύξηση στο εμπόριο.
Δεν είναι, όμως, μόνο ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας που δημιουργεί σημαντική αβεβαιότητα στο εμπόριο. Σε αυτό προστίθενται οι υψηλές τιμές ενέργειας στην Ευρώπη, οι οποίες επιβαρύνουν τα ιδιωτικά νοικοκυριά και αυξάνουν το κόστος παραγωγής. Οι αυξήσεις των επιτοκίων στις ΗΠΑ και στην ΕΕ θα επηρεάσουν επίσης τις επενδύσεις και την κατανάλωση. Το αυξανόμενο κόστος των εισαγωγών καυσίμων, τροφίμων και λιπασμάτων εξαιτίας του πολέμου οδηγεί σε επισιτιστική ανασφάλεια και προβλήματα χρέους στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτό, επίσης, περιορίζει το παγκόσμιο εμπόριο.
Την ίδια στιγμή, έχουμε τον νόμο του Τζο Μπάιντεν για την καθαρή ενέργεια, ο οποίος έχει παρασύρει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μία κούρσα επιδοτήσεων. Είναι ικανός να πυροδοτήσει εμπορική σύγκρουση ΗΠΑ – Ευρώπης;
Ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού (Inflation Reduction Act – IRA), μέσω του οποίου η αμερικανική κυβέρνηση σχεδιάζει να επενδύσει 369 δισεκατομμύρια δολάρια σε αμερικανικά προγράμματα για την ενεργειακή ασφάλεια και κλιματική αλλαγή τα επόμενα δέκα χρόνια, έχει προκαλέσει μεγάλη διαμάχη μεταξύ των διατλαντικών εταίρων.
Λόγω αρκετών διατάξεων που προβλέπονται, ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού των ΗΠΑ θέτει σε κίνδυνο τη μελλοντική ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας μέσω εθνικών φορολογικών ελαφρύνσεων, χαμηλότερου κόστους ενέργειας και υψηλότερων προβλέψεων οικονομικής ανάπτυξης.
Ως εκ τούτου, η απειλή ενός εμπορικού πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ φάνταζε πολύ πιθανή. Ωστόσο, οι συνομιλίες που ξεκίνησαν πρόσφατα σχετικά με μια κρίσιμη συμφωνία για τα ορυκτά μεταξύ του προέδρου Μπάιντεν και της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, πιθανότατα θα αποτρέψουν μια τέτοια έκβαση.
Σε ό,τι αφορά τη διαμάχη ΕΕ-Κίνας, παρατηρούμε ότι οι Βρυξέλλες είναι αρκετά θορυβημένες από το εμπορικό μπλόκο που επέβαλε το Πεκίνο στη Λιθουανία και θέλουν να σκληρύνουν τη στάση τους. Το Politico έγραψε πρόσφατα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση «θέτει στο τραπέζι ένα εμπορικό όπλο» και διερωτάται «αν θα πυροβολήσει ποτέ». Η πιθανότητα να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός «εμπορικής άμυνας» φαντάζει πλέον ρεαλιστική;
Η ΕΕ πρέπει να είναι σε θέση να αμυνθεί έναντι αθέμιτων εμπορικών πρακτικών. Για τον σκοπό αυτό, διαθέτει ήδη ένα ισχυρό οπλοστάσιο, που περιλαμβάνει μέτρα αντιντάμπινγκ και αντεπιδοτήσεων και τον νεοσυσταθέντα θεσμό του Επικεφαλής για την Επιβολή των Εμπορικών συμφωνιών.
Βασισμένη σε αυτό, η ΕΕ έχει ήδη κινήσει αρκετές φορές διαδικασίες εμπορικής προστασίας, ενώ έχει προβεί σε καταγγελίες στον ΠΟΕ για να προστατεύσει τις εταιρείες από αθέμιτους ανταγωνιστές από τρίτες χώρες.
Ταυτόχρονα, η ΕΕ έχει αυξήσει σημαντικά τα αμυντικά της εργαλεία στην εμπορική και επενδυτική πολιτική. Ως εκ τούτου, η ΕΕ εργάζεται τώρα για να υιοθετήσει ένα νέο μέσο κατά του εξαναγκασμού (ACI) για να της επιτρέψει να επιβάλει οικονομικά αντίμετρα. Η νομοθεσία αναμένεται να περάσει αυτό τον χρόνο.
Ο στόχος είναι η αντιμετώπιση οικονομικών μέτρων από τρίτες χώρες που αποσκοπούν να παρέμβουν στη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ και των κρατών – μελών της. Ο κινεζικός εξαναγκασμός κατά της Λιθουανίας είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Ο κύριος σκοπός του μέσου κατά του εξαναγκασμού είναι η αποτροπή. Η υιοθέτηση ενός τέτοιου μέσου από μόνη της θα εμποδίσει άλλες χώρες να επιβάλλουν εξαναγκαστικά μέτρα. Ωστόσο, η εφαρμογή είναι πιο δύσκολη: τα κράτη – μέλη πρέπει να συμφωνήσουν με την ανάλυση της Επιτροπής ότι μια πράξη τρίτης χώρας ισοδυναμεί με εξαναγκασμό.
Αυτό αφήνει περιθώριο για πολιτικούς ελιγμούς και καθιστά την εφαρμογή λιγότερο πιθανή. Ως εκ τούτου, η ερώτηση “θα πυροβολήσει ποτέ” είναι δικαιολογημένη. Θα ήταν λάθος, πάντως, να μην χρησιμοποιηθεί αυτό το μέσο, το οποίο θα πρέπει να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις οικονομικού εξαναγκασμού. Η εφαρμογή του θα είναι απόδειξη ότι η ΕΕ αποτελεί σοβαρό γεωοικονομικό παράγοντα.