ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ ΣΤΟ NEWS 24/7: “ΟΛΟΙ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΣΤΗ ΓΩΝΙΑ. ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΑΠΑΝΤΑΕΙ ΠΑΝΤΑ Η ΜΟΥΣΙΚΗ”

Αν κάθεσαι και σκέφτεσαι τι θα πει ο κόσμος, δεν θα μπεις ποτέ στην ουσία της δημιουργίας, λέει στο Magazine λίγο πριν ανέβει στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης. Εκεί, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη της παράστασης, Χρήστο Σαρρή, θα έχει την ευκαιρία να διασκευάσει τις ίδιες του τις διασκευές στα τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου που περιέχονται στο πολυσυζητημένο άλμπουμ «Πέρα από τη θάλασσα».

Μόλις λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του άλμουμ «Πέρα από τη θάλασσα» (United We Fly) με τις δώδεκα διασκευές σε μερικά από τα πλέον λατρεμένα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, και δεδομένου ότι ήταν ο ίδιος ο Γιάννης Μαρκόπουλος που, με αφορμή τα ογδοηκοστά γενέθλιά του, προσέγγισε πριν από 4 χρόνια τον Παύλο Παυλίδη ρίχνοντας στο τραπέζι την ιδέα ενός ομολογουμένως παράτολμου μουσικού πειράματος, δίνοντάς του μία εμφατική carte blanche για να μεταχειριστεί κατά βούληση το έργο του, είναι απολύτως λογικό να κυριαρχεί μία πολύ συγκεκριμένη απορία στο μυαλό όλων όσων σήμερα ακούνε το δισκογραφημένο αποτέλεσμα.

Πώς κρίνει ο ίδιος ο Μαρκόπουλος τις διασκευές του Παυλίδη;

Ο Παυλίδης μεταφέρει στο Magazine τα σχόλιά που άκουσε, όχι verbatim, αλλά το πνεύμα τους. «Αν πω τα πράγματα που μου είπε θα φανώ σαν κάποιος που κοκορεύεται τώρα και το απολαμβάνει. Δεν ξέρω αν δημόσια είναι καλό όλο αυτό» λέει προφανώς γιατί και ο ίδιος αντιλαμβάνεται ότι ο νέος του αυτός δίσκος συζητιέται πολύ και μάλιστα έντονα, on και offline, μόνο που online όλο αυτό αποκτά μια κάπως φαιδρή, διχαστική διάσταση, γιατί ως συνήθως online δύσκολα θα συμμετάσχει σε μία συζήτηση ακόμη και για ένα δίσκο μουσικής κάποιος που απλώς ο δίσκος μουσικής του αρέσει πολύ, λίγο ή καθόλου.

Όχι, η μη-συζήτηση θα γίνει ανάμεσα σε αυτούς που σε αποθεώνουν και το φωνάζουν, γιατί: «Ανατριχίλα, έπος, ψυχεδέλεια… Απ’ το 1995 σ’ ακούμε ρε Παύλο κι ακόμα μας εντυπωσιάζεις… Σ’ ευχαριστούμε ανείπωτα», όπως σχολιάζει κάποιος τα «Μαλαματένια λόγια» στο YouTube. Και σε εκείνους που σε «θάβουν» και το φωνάζουν γιατί: «Το άκουσε ο πατέρας μου και γέλαγε δυνατά» όπως σχολιάζει κάποιος άλλος στο ίδιο τραγούδι· ή γιατί ο Παυλίδης τόλμησε να βάλει δικούς του στίχους σε δύο τραγούδια – πάντως σε ένα από τα υπόλοιπα («Όχι δεν πρέπει») τους στίχους έγραψε κάποτε ο ποιητής Γιώργος Χρονάς, άρα έχει ενδιαφέρον και το δικό του, εγκωμιαστικό σχόλιο: «Μετατρέποντας τους χτύπους της καρδιάς του σε μονότονο ήχο, ο Παύλος Παυλίδης στο cd του με διασκευές του σε τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου, με τίτλο “Πέρα από τη θάλασσα” και μουσική που καλύπτει την μοίρα των ανθρώπων μας αφήνει να ξαναγεννηθούμε. Η φωνή του φτάνει στα αυτιά μας όπως οι Μπητλς, ο Τζων Λένον, μέσα από το υπόγειο τμήμα ενός υποβρυχίου.Το κίτρινο υποβρύχιο;».

Μόλις λίγες όμως είναι και οι μέρες που απομένουν μέχρι όλο αυτό το εγχείρημα να κορυφωθεί στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση (1-5/2) και ο Παυλίδης τονίζει ότι αυτό που θα γίνει επί της Κεντρικής Σκηνής δεν θα είναι παρουσίαση του δίσκου αλλά παράσταση, «με ό,τι σημαίνει αυτό». «Μια παράσταση στην οποία ό,τι παίζεται, υπάρχει λόγος που παίζεται» λέει ο σκηνοθέτης της Χρήστος Σαρρής. «Ο Παύλος στη Στέγη θα έχει την ευκαιρία να…διασκευάσει τις διασκευές».

Και ο Παύλος συμπληρώνει: «Υπάρχουν κοστούμια. Υπάρχει σκηνικό. Υπάρχει φωτιστής. Υπάρχει άνθρωπος που ασχολείται με την κίνηση». Προφανώς σε πρώτο πλάνο υπάρχουν οι μουσικοί: «Δεν είναι οι Hotel Alaska, ένα φωνητικό συγκρότημα και ένα κουαρτέτο εγχόρδων. Είναι πια ένα συγκρότημα με 13 μέλη, το οποίο αυτοδιευθύνεται».

Άλλη μια απορία: Να χειροκροτάει ο κόσμος ανάμεσα στα τραγούδια ή όχι; «Να χειροκροτάει, γιατί όχι; Είναι μια μουσική παράσταση».

Παύλος Παυλίδης-Χρήστος Σαρρής Ανδρέας Σιμόπουλος


Κύριοι, με το χέρι στην καρδιά, τι δουλειά έχουν δύο πάλαι ποτέ πάνκηδες με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και δη και στην κεντρική σκηνή της Στέγης;
Παύλος Παυλίδης: Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω αν θα σκεφτόμουν να το κάνω αν δεν μου είχε γίνει η πρόταση. Δεν ήμουν καθόλου σε ένα τριπ τύπου εντάξει, ας ασχοληθούμε τώρα με διασκευές παλιών συνθετών. Οπότε για μένα ήταν αιφνιδιαστικό όλο αυτό. Αλλά ταυτόχρονα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα πρόκληση. Κάποια πράγματα νομίζω ότι έρχονται προς τα σένα και τα αντιμετωπίζεις χωρίς να τα έχεις επιλέξει ακριβώς. Ευχάριστο είναι αυτό. Δηλαδή, όπως προχωράμε στη ζωή, συναντιόμαστε, διασταυρωνόμαστε με πράγματα, ανθρώπους, έργα και κάνουμε διάφορα που δεν είχαμε προγραμματίσει.

Χρήστος Σαρρής: Ο Μαρκόπουλος προφανώς παραμένει συνταρακτικά επίκαιρος. Προσωπικά όμως, αν δεν ήταν ο Παύλος, δεν θα το είχα σκεφτεί σε καμία περίπτωση όλο αυτό. Ο Παύλος με έφερε στον Μαρκόπουλο σήμερα. Αλλά ο συνθέτης υπήρχε στο αμάξι της οικογένειάς μου στα 80s, τότε που ξεκινούσα να ακούω πανκ. Δηλαδή δίπλα στις πρώτες συλλογές πανκ που αγόραζα, υπήρχαν και αυτά τα τραγούδια εξαιτίας του πατέρα μου.

Παύλο, θυμάσαι την πρώτη σου σκέψη όταν σε πήρε η κόρη του συνθέτη, Λένγκα Μαρκοπούλου;
Τι είναι όλο αυτό, από πού έρχεται; σκέφτεσαι. Και γιατί; Αλλά δεν αργείς να καταλάβεις ότι μπορεί να υπάρξει μια σύνδεση.

Δεν τη ρώτησες αμέσως: Γιατί εγώ;
Ναι, και η απάντηση ήταν: «Ο πατέρας μου διαλέγει ρόλους». Και γι’ αυτό το ρόλο θεώρησε ότι είμαι αυτός που ήθελε. Ναι, ρόλος. Κι εμένα η λέξη αυτή στην αρχή μου έκανε εντύπωση. Επίσης ήταν τόσο ευχάριστη και απολαυστική η συζήτηση με τη Λένγκα που ένιωσα ότι θέλω να έχω σχέση με τον συγκεκριμένο άνθρωπο, γιατί καταλάβαινα ότι έχει κάτι ωραίο στο μυαλό του, ένα όραμα. Και ότι δεν είναι τυχαίο όλο αυτό.

Το περίφημο τηλεφώνημα από την πλευρά Μαρκόπουλου έγινε την άνοιξη του 2019. Λίγους μήνες μετά ήρθε η πανδημία. Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι σήμερα, υπήρξαν στιγμές που το όλο εγχείρημα κινδύνεψε να μην ολοκληρωθεί;
Όχι, γιατί με το που κατάλαβα ότι θέλω να ασχοληθώ, πολύ γρήγορα είχα κάποια αποτελέσματα που με συγκίνησαν και με ενδιέφεραν. Με έκαναν να καταλάβω ότι όσο προχωράω είναι σαν να μου αποκαλύπτεται ο δρόμος. Οπότε κάπως φανατίστηκα με αυτή τη διαδικασία. Ενθουσιάστηκα βλέποντας πού οδηγούνται και πού με οδηγούν τα δυο-τρία πρώτα τραγούδια. Αρκετά γρήγορα, δουλεύοντας τότε με τον Χρήστο Λαϊνά στο ρόλο του παραγωγού, κατάλαβα ότι το πράγμα πηγαίνει καλά. Είχαμε και ανταπόκριση από το περιβάλλον του συνθέτη, ο οποίος μας έδινε την ελευθερία να κάνουμε ακριβώς αυτό που θέλουμε, να ταξιδέψουμε με τον τρόπο μας. Μέσα σε ένα μήνα παρουσίασα μερικά κομμάτια και κατάλαβα ότι ναι, το θέλουμε όλοι αυτό που πάει να γίνει, δεν είναι μια δική μου εμμονή. Προχώρησα λοιπόν σχετικά γρήγορα. Κάπου στο έβδομο κομμάτι μας φρέναρε η πανδημία, αλλά υπήρχε ήδη αρκετό υλικό για να σε κάνει να πείθεσαι ότι ο δίσκος πρέπει να ολοκληρωθεί, κι ας παρουσιαστεί όποτε έρθει η ώρα του.

Δεν πελάγωσες έχοντας μπροστά σου το υλικό αυτού του ιερού τέρατος; Δεν σκέφτηκες καν πόσοι μπορεί να σε περιμένουν στη γωνία με το τουφέκι;
Όλοι σε περιμένουν πάντα στη γωνία. Το ζήτημα είναι αν εσύ θες να μπεις σε αυτή τη διαδικασία. Η ίδια η μουσική είναι που απαντάει στο τέλος. Αν κάθεσαι και σκέφτεσαι τι θα πει ο κόσμος, δεν θα μπεις ποτέ στην ουσία της δημιουργίας. Το πώς αισθάνεσαι εσύ μέσα σε ένα ξένο έργο, αν στ’ αλήθεια δημιουργείται μία οικειότητα, αν καταφέρεις να δημιουργήσεις ένα δικό σου χώρο -μέσα στο μεγαλύτερο χώρο του έργου του συνθέτη- στον οποίο θα μπορέσεις να κινηθείς. Υπήρχε μια ευκολία ως οδηγός. Από τη στιγμή που έπρεπε να τραγουδήσω τα κομμάτια, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να βλέπω στιχουργικά με ποια μπορώ να ταυτιστώ ώστε να τα ζω καθώς τα τραγουδάω. Αυτός ήταν ο πρώτος και βασικός μπούσουλας και διευκόλυνε τα πράγματα, ξεκαθάρισε το τοπίο. Όταν ανοιγόμουν και έμπαινα στο ορχηστρικό σύμπαν, καταλάβαινα πως είναι σαν να θες να διασχίσεις μια ήπειρο με τα πόδια, ας πούμε. Πολλά έργα, διαφορετικά μεταξύ τους, σε τελείως άλλο ύφος από αυτό που λέμε τραγουδοποιία, άλλα συμφωνικά, άλλα κινηματογραφικά, όλα με πάρα πολύ ενδιαφέρουσες μελωδίες, ενορχηστρώσεις. Αλήθεια, θα μπορούσαν να υπάρξουν και vol.2 και 3 σε αυτή την ιστορία.

Από τα πρώτα δευτερόλεπτα καταλάβαινες ότι μιλάς με έναν άνθρωπο, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, ο οποίος έχει πατήσει σοβαρές κορυφές στη ζωή του και μάλλον από αυτό πηγάζει η γενναιοδωρία του. -Παύλος Παυλίδης

Τι σε δυσκόλεψε περισσότερο, το μουσικό κομμάτι ή το ερμηνευτικό;
Το μουσικό κομμάτι ήταν το πιο εύκολο. Το πιο δύσκολο ήταν το ερμηνευτικό γιατί εδώ έχουμε ένα συνθέτη ο οποίος δεν γράφει για τραγουδιστές του δικού μου ύφους που κινούμαστε σε δυο οκτάβες. Γράφει για τραγουδιστές με τεράστιες δυνατότητες οπότε κινείται αντιστοίχως. Κι όταν λέω τραγουδιστές με τεράστιες δυνατότητες, εννοώ αν μη τι άλλο με φυσιολογικές δυνατότητες. Αν πας να τραγουδήσεις ένα τραγούδι σαν το «Τη μέρα της Πεντηκοστής», είναι σαν να τραγουδάς ένα βυζαντινό ύμνο. Για ένα ψάλτη, είναι το φυσιολογικό του πεδίο. Για μένα ήταν κάτι καινούριο, με έφερε σε ένα όριο που δεν είχα δοκιμάσει άλλη φορά. Σαφώς όλο αυτό είναι τεράστιο σχολείο. Σαφώς μετά από αυτό το δίσκο τραγουδάω διαφορετικά πια και στα δικά μου τραγούδια.

Θεωρείς ότι έχεις γίνει καλύτερος τραγουδιστής;
Νομίζω πως ναι. Θα «γράψει» στους επόμενους δίσκους. Και στις συναυλίες εννοείται.

Η επικοινωνία με την πλευρά Μαρκόπουλου ήταν συνεχής μέχρι το τέλος της δημιουργικής διαδικασίας;
Ο ίδιος άκουσε κάποια δείγματα και είπε: Έχω πολλές παρατηρήσεις, αλλά επειδή έχουν τόσο ισχυρή άποψη τα πράγματα που ακούω, πιστεύω ότι δεν πρέπει να τις μεταφέρω και θέλω να ολοκληρώσετε το έργο χωρίς τη δική μου παρέμβαση σε κανένα σημείο.

Ούτε μία συμβουλή ή παραίνεση;
Όχι, τίποτα. Δεν έχω αισθανθεί μεγαλύτερη τιμή στη ζωή μου.

Μια τέτοια carte blanche τελικά απελευθερώνει ή προκαλεί περισσότερο άγχος;
Εμένα σαφώς με απελευθέρωσε.

Ποια ήταν τα σχόλια του Μαρκόπουλου όταν άκουσε ολοκληρωμένο το άλμπουμ;
Αν πω τα πράγματα που μου είπε θα φανώ σαν κάποιος που κοκορεύεται τώρα και το απολαμβάνει. Δεν ξέρω αν δημόσια είναι καλό όλο αυτό.

Είναι μεμπτό ένα κολακευτικό σχόλιο ενός καλλιτέχνη προς κάποιον που διασκευάζει το έργο του;
Μπορώ να πω σίγουρα ότι ήταν από τις πιο συγκινητικές στιγμές που έχω ζήσει μέχρι σήμερα. Ήταν γενναιόδωρος και φωτεινός, μιλούσε με έναν απίστευτα νεανικό τρόπο. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα καταλάβαινες ότι μιλάς με έναν άνθρωπο ο οποίος έχει πατήσει σοβαρές κορυφές στη ζωή του και μάλλον από αυτό πηγάζει η γενναιοδωρία του.

Ηχητικά είχες εξαρχής κάτι συγκεκριμένο κατά νου για αυτό το άλμπουμ;
Όταν φτιάχναμε τα «Μαλαματένια λόγια» με τον Χρήστο Λαϊνά, η κατεύθυνση ήταν σαφώς οι Nine Inch Nails.

Στα υπόλοιπα τραγούδια;
Όχι, τίποτα συγκεκριμένο εξαρχής.

Άρα τι σε οδήγησε στο εκάστοτε ύφος;
Αφηνόμουν να μου δείχνει το ίδιο το τραγούδι τον δρόμο του. Για παράδειγμα, αν προσέξει κανείς, η κατεύθυνση στα «Μαλαματένια λόγια» είναι Nine Inch Nails, αλλά στην ουσία είναι μία μποσανόβα. Το πρώτο πράγμα που με ενδιέφερε ήταν σε ποιο groove θα χορέψουν τα λόγια. Αυτό κάνω έτσι κι αλλιώς στα δικά μου τραγούδια. Αυτό που λέω και στους συνεργάτες μου είναι ότι τρία πράγματα έχουν σημασία: το groove, το groove και το groove.

"Αποφασίσαμε από κοινού ότι δεν θα περιγράφει η εικόνα τους στίχους. Δεν το θέλαμε. Δεν πάμε δηλαδή να οπτικοποιήσουμε τον στίχο. Αποφασίσαμε να πούμε μια διαφορετική ιστορία, η οποία ξεκίνησε στο μυαλό μου ως χρονομεταφορά."- Χρήστος Σαρρής ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ


Το είχες στο μυαλό σου εξαρχής οπτικοακουστικό όλο αυτό;
ΠΠ: Όχι, αυτή είναι μια καταπληκτική σύμπτωση, με όλα τα γράμματα της λέξης κεφαλαία. Μοιάζει στ’ αλήθεια μοιραία η συνάντηση που είχα με τον Χρήστο στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης. Με τον οποίο Χρήστο είχαμε ήδη συνεργαστεί. Είχε σκηνοθετήσει την παράσταση που κάναμε μέσα στην πανδημία με το τρίο στο Principal.

ΧΣ: Στο πλαίσιο του STAGES A/LIVE της Στέγης.

ΠΠ: Γνωριζόμασταν και από παλιότερα, από το Gagarin. Υπήρχε ήδη μια φιλική σχέση. Όταν είδα λοιπόν εκείνη τη μέρα τον Χρήστο να κάθεται έξω από το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης, το πρώτο πράγμα που του είπα, χωρίς κι εγώ να ξέρω γιατί ακριβώς, ήταν: Θες να κάνουμε ένα βίντεο κλιπ; Και χωρίς να σκεφτεί τίποτα, μου λέει: «Θέλω». Οπότε ταξιδεύοντας από τη Θεσσαλονίκη προς την Αθήνα, κουβεντιάζαμε για «Το φάντασμα της Εθνικής Οδού» από τον τελευταίο μου δίσκο. Κι επειδή είναι doer κανονικός και όχι θεωρητικός, πήγαμε όντως κάπου έξω από την Πάτρα και κάναμε αυτό το βίντεο κλιπ. Κάποια στιγμή αργότερα ήρθε ο Χρήστος στο σπίτι μου, έτσι για να κουβεντιάσουμε, και απλά με ρώτησε αν ετοιμάζω κάτι. Και του λέω ότι το επόμενο πράγμα που θα ήθελα να κυκλοφορήσω είναι ένας δίσκος με διασκευές του Μαρκόπουλου. Μου λέει: «Τι; Τι είν’ αυτό;». Από τότε που τον ξέρω έχω την αίσθηση ότι δεν εντυπωσιάζεται εύκολα. Εκείνο το βράδυ κατάλαβα πρώτη φορά ότι αυτό που του είπα του έκανε στ’ αλήθεια εντύπωση. Έβαλα λοιπόν κάποια κομμάτια, χωρίς πολλές κουβέντες, και σχεδόν αυτόματα μου είπε: «Παύλο, νομίζω ότι σε αυτό μπορώ να συμμετέχω κι εγώ». Έτσι φτάσαμε στο σημείο που είμαστε τώρα.

Χρήστο, τι σου φάνηκε τόσο ενδιαφέρον εκείνο το βράδυ;
ΧΣ: Πρώτα απ’ όλα τα ίδια τα τραγούδια. Τα οποία ναι, τα ξέρεις, αλλά όχι έτσι. Δηλαδή για να κάνω το συσχετισμό έπρεπε να γυρίσω σπίτι και να τα ξανακούσω. Ήταν σαν κάτι ολοκαίνουργιο. Όντως ήταν! Γιατί ήταν ο καινούργιος δίσκος του Παύλου. Αλλά ήταν και τόσο διαφορετικός ο ήχος. Μιας και αναφέρθηκαν οι Nine Inch Nails, νομίζω ότι αυτή η σχολή διατρέχει όλο το δίσκο. Προσωπικά αυτή η μουσική με παραπέμπει κατευθείαν σε εικόνα. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι αυτό το πράγμα θα ακουστεί χωρίς να υπάρχει εικόνα. Αυτό ακριβώς του είπα: Σε οδηγεί η ίδια η μουσική στην εικόνα.

Ήταν μεγάλη η συζήτηση με τον Παύλο για το τι είδους εικόνα θα ήταν αυτή; Ή το πήρες πάνω σου;
Αποφασίσαμε από κοινού ότι δεν θα περιγράφει η εικόνα τους στίχους. Δεν το θέλαμε. Δεν πάμε δηλαδή να οπτικοποιήσουμε τον στίχο. Αποφασίσαμε να πούμε μια διαφορετική ιστορία, η οποία ξεκίνησε στο μυαλό μου ως χρονομεταφορά. Δηλαδή τα τραγούδια του Μαρκόπουλου είναι προφανώς διαχρονικά. Ο Παύλος όμως τα φέρνει κι αυτός με τον τρόπο του στο σήμερα, δηλαδή στο μέλλον τους. Άρα θα πρέπει κι εμείς να μεταφερθούμε σε ένα μέλλον, το οποίο δεν ξέρω πόσο μακριά είναι. Αλλά πρέπει να πάμε εκεί.

Παύλο, αυτό που θα δούμε στη Στέγη έχει αρχή, μέση, τέλος, είναι δηλαδή μια μεγάλη ιστορία; Ή το κάθε τραγούδι έχει τη δική του ιστορία;
Πάνω στη σκηνή θα είναι η μπάντα με την οποία συνεργάζομαι τα τελευταία τρία χρόνια, οι Hotel Alaska. Θα είναι το γυναικείο φωνητικό συγκρότημα Διώνη που συμμετέχει και στο δίσκο. Θα υπάρχει και ένα κουαρτέτο εγχόρδων. Όπως κουαρτέτο εγχόρδων υπάρχει και στο δίσκο. Αλλά στη Στέγη θα είναι κάποια άλλα παιδιά που γνωρίζουμε. Στην ουσία, φτιάξαμε μια μεγάλη συνέχεια της μπάντας. Οι «Διώνες», ας πούμε, έδεσαν πάρα πολύ με το συγκρότημα επειδή δεν είναι η κλασική, παραδοσιακή, γυναικεία χορωδία – είναι σχεδόν το αντίθετο, ένα πειραματικό σχήμα. Προέκταση, συνέχεια της μπάντας θέλαμε να είναι και το κουαρτέτο, όχι κάτι εμβόλιμο. Δεν μας ήταν δύσκολο λοιπόν να σκεφτούμε ότι θέλουμε τον Μιχάλη Βρέττα γιατί ξέρουμε ότι είναι από τους καλύτερους πειραματικούς βιολιστές τα τελευταία 20 χρόνια και μάλιστα από τη σκηνή της Θεσσαλονίκης. Τη Σοφία Ευκλείδου στο τσέλο την ξέραμε έτσι κι αλλιώς από τις συνεργασίες της με τους Λύκους του Αγγελάκα. Η Νεφέλη Λιούτα (βιολί) συμμετείχε στο δίσκο μου και ξέρω τη σχέση που έχει με την ελληνική παραδοσιακή μουσική, είναι καταπληκτική παίχτρια. Μας έφερε και τον Στέλιο Παπαναστάση, ένα εξαιρετικό παιδί, στη βιόλα. Οπότε δεν είναι οι Hotel Alaska, ένα φωνητικό συγκρότημα και ένα κουαρτέτο εγχόρδων. Είναι πια ένα συγκρότημα με 13 μέλη, το οποίο αυτοδιευθύνεται. Είναι περίπλοκη διαδικασία αλλά φαίνεται ότι εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλο και κάπως πάει το πράγμα μόνο του. Πρέπει να τονιστεί ότι αυτό που θα γίνει στη Στέγη δεν είναι παρουσίαση του δίσκου. Είναι μία παράσταση. Με ό,τι σημαίνει αυτό. Υπάρχουν κοστούμια. Υπάρχει σκηνικό. Υπάρχει φωτιστής. Υπάρχει άνθρωπος που ασχολείται με την κίνηση.

Δεν πρόκειται δηλαδή απλά για ένα live με φαντασμαγορικά φώτα.
ΧΣ: Είναι μια παράσταση. Στην οποία ό,τι παίζεται, υπάρχει λόγος που παίζεται.

ΠΠ: Στην οποία παράσταση υπάρχει αρχή, μέση και τέλος, όπως είπες, υπάρχει δηλαδή μια συνέχεια, χωρίς όμως να υπάρχει μία μόνο ιστορία για να ειπωθεί.

Ανάμεσα στα τραγούδια, Παύλο, να χειροκροτάει ο κόσμος ή όχι;
Για να δούμε! Να χειροκροτάει, γιατί όχι; Είναι μια μουσική παράσταση. Ένα από τα πράγματα που εξαρχής συμφωνήσαμε με τον Χρήστο είναι ότι επειδή πρώτα βλέπουμε και μετά ακούμε, έτσι συμβαίνει στους ανθρώπους, φροντίσαμε πολύ να μην κυριαρχεί η εικόνα σε βάρος της μουσικής, ούτε όμως το αντίθετο. Οπότε το στοίχημα που εξαρχής είχαμε ήταν το πόσο ωραία και αρμονικά θα συνδυαστούν.

Παύλος Παυλίδης και Χρήστος Σαρρής ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ


Χρήστο, τι σε άγχωσε περισσότερο στην προετοιμασία;
ΠΠ: Εγώ!

ΧΣ: Ναι! Μερικές φορές! Να σου πω όμως κάτι; Τον τελευταίο καιρό το απολαμβάνω πραγματικά πάρα πολύ. Ήμουν εξαρχής ευχαριστημένος γιατί η ιδέα που συζητήσαμε με τον Παύλο δεν «έφυγε». Συμφωνήσαμε όχι κάνοντας υποχωρήσεις αλλά έχοντας εξαρχής το ίδιο πράγμα στο μυαλό. Ναι, ο χρόνος πάντα σε αγχώνει, ποτέ δε φτάνει. Αλλά με αυτά που ακούω στις πρόβες καταλαβαίνω ότι ο Παύλος στη Στέγη θα έχει την ευκαιρία να διασκευάσει τις διασκευές. Εκτός αυτού είμαι πολύ χαρούμενος που για το σκηνικό κάνουμε upcycling υλικών, δηλαδή χρησιμοποιήσαμε υλικά από τέσσερις προηγούμενες παραστάσεις της Στέγης, αλλά και από τα Πλάσματα, τη μεγάλη έκθεση που είχαμε κάνει στο Πεδίο του Άρεως. Παίζει δηλαδή σημαντικό ρόλο το σκηνικό. Αλλά η εικόνα πατάει πάνω σε αυτό που ακούμε. Για παράδειγμα το ΑΙ της παράστασης, είναι φτιαγμένο εξ ολοκλήρου για αυτά τα συγκεκριμένα τραγούδια. Δεν ξέρω για τον Παύλο, εγώ όμως κάθε φορά που το βλέπω όλο αυτό συγκινούμαι βαθιά, με φέρνει σε μεγάλη συναισθηματική φόρτιση.

Δηλαδή μετά από χιλιάδες live, Παύλο, θα παίξεις ζωντανά όχι απλά με κοστούμια και σκηνικά, αλλά και με τον παράγοντα της τεχνητής νοημοσύνης στην εξίσωση.
Όλο αυτό όμως υπηρετεί τη μουσική. Δεν αισθάνθηκα κάποια στιγμή ότι βγαίνω από το ρόλο μου.

Ως ροκ μουσικός;
ΠΠ: Ας μην ξεχνάμε ότι και η ροκ μουσική ανέκαθεν συνδεόταν μια χαρά με κοστούμια.

ΧΣ: Ειδικά για τα κοστούμια η αναφορά μας είναι μια φωτογραφία του Paul Simonon που φοράει μια φόρμα εργασίας.

ΠΠ: Δηλαδή δεν υπάρχει κάποια μανία «μοντερνισμού» σε αυτή την παράσταση. Κρατάμε στοιχεία που τα θεωρούμε οικεία, τα οποία όμως αν συνδυαστούν με ένα συγκεκριμένο τρόπο μπορούν να μοιάζουν ας πούμε κάπως φουτουριστικά. Αλλά δεν υπάρχει τέτοιος αυτοσκοπός. Αλήθεια, τα κοστούμια στηρίζονται περισσότερο στην αισθητική που είχαν οι Clash σε κάποιες συναυλίες στα 80s. Δεν πάμε να κάνουμε το καινούριο Blade Runner ή το Dune για να είμαστε μελλοντολογικοί. Δεν υπάρχει τέτοια πρόθεση. Είναι λίγο σαν να σχολιάζουμε και το ίδιο το rock ’n’ roll.

Πώς αντιλαμβάνεστε την καχυποψία ορισμένων απέναντι σε όλο αυτό; Αν γυρίσει δηλαδή κάποιος και σου πει: «Ρε Παυλίδη, από τους Wipers που άκουγες στα νιάτα σου, πώς έφτασες εδώ;»
Ναι, να το πει. Αλλά θα έπρεπε πρώτα να ακούσει τι παίζω σε αυτό το δίσκο. Δεν παίζω το «Κάτω στης Μαργαρίτας τ’ αλωνάκι» κατά τον τρόπο της εποχής που γεννήθηκε. Είναι σαν να χρησιμοποιείς τα συγκεκριμένα τραγούδια. Το πού θα πας δεν είναι προδιαγεγραμμένο. Αντίθετα, εκεί είναι και το ενδιαφέρον. Δηλαδή αν σου δώσουν μία Chevrolet ή μία Buick της δεκαετίας του ’60, θα πας εκεί που πήγε ο παππούς που την είχε; Μπορείς να πας όπου θέλεις. Αν δεν διαλυθείς στο δρόμο. Αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα. Αυτή είναι η ευθύνη. Να μη διαλυθείς στο δρόμο. Νομίζω είναι αφορμή τα τραγούδια του Μαρκόπουλου. Όταν έχεις όμως να κάνεις με τόσο στ’ αλήθεια εμπνευσμένα πράγματα, από εκεί και πέρα η ευθύνη σου είναι κατά πόσο θα είσαι εσύ, κατά πόσο θα είσαι ο εαυτός σου και θα τα αντιμετωπίσεις με τον τελείως δικό σου τρόπο. Είναι σίγουρα μεγάλο στοίχημα. Γιατί πρέπει και να μην προδώσεις τον «κατασκευαστή».

Είναι μεγαλύτερη η αγωνία να μην προδώσεις αυτό που έχεις στο μυαλό σου για τον Μαρκόπουλο ή για τον ήχο που εσύ θες να βγάλεις προς τα έξω;
ΠΠ: Αυτό νομίζω ότι συνέβη κατά τη διαδικασία, δεν είναι κάτι που θα το ανακαλύψω τώρα που θα βγω να παίξω. Ο δίσκος έχει κυκλοφορήσει πια. Πριν κυκλοφορήσει ήξερα ήδη πολύ καλά τι έχω κάνει. Δεν γίνονται όλα μέσα σε μια μέρα. Έχουμε το χρόνο να φέρουμε τα πράγματα εκεί που τα θέλουμε. Αν και ποτέ δε φτάνεις στο 100%. Ούτε πιστεύω ότι αυτή η παράσταση θα είναι κάποιου είδους απόλυτα τέλειο έργο.

ΧΣ: Μα δεν υπάρχει τελειότητα.

ΠΠ: Δεν είναι και ο στόχος μας. Το λέω κυριολεκτικά ότι αυτό που με ενδιαφέρει εμένα περισσότερο αυτή τη στιγμή, παρά το τι θα πει ο οποιοσδήποτε γι’ αυτό που κάνω, είναι ο τρόπος που το ζω. Κυριολεκτικά, με τη μπάντα, με τη δεκατετραμελή πια ομάδα που έχουμε, αλλά και όλους τους ανθρώπους που μας συνοδεύουν στις πρόβες, ζούμε κάτι πολύ γιορτινό. Τέτοιου είδους δηλαδή σκέψεις έχουν χαθεί από μπροστά μας. Αυτό που με νοιάζει, τώρα που κι εγώ κάπως ησύχασα ότι έχει ολοκληρωθεί η εικόνα του τι πάμε να κάνουμε, είναι να μη χάσω ούτε ένα λεπτό απόλαυσης από όλη αυτή τη διαδικασία. Γιατί δεν ξέρω αν θα μου δοθεί ξανά μια ευκαιρία σαν αυτή που μου δίνεται τώρα από τη Στέγη και την Αφροδίτη Παναγιωτάκου ως καλλιτεχνική διευθύντρια με τέτοια γενναιοδωρία, να γιορτάσω με τόσα πολλά άτομα ένα συγκεκριμένο πρότζεκτ. Χθες το βράδυ μάλιστα με τον Χρήστο κουβεντιάζαμε όσα έχουμε μάθει μέσα από όλο αυτό και πώς θα μας φανούν χρήσιμα στο μέλλον, σε επόμενες δουλειές μας. Έτσι θέλω να πιστεύω ότι θα συμβεί.

Για μένα είναι η ίδια αδρεναλίνη που με κατακλύζει όταν δουλεύω με μουσικούς. Πολλές φορές έχω πει ότι δεν θα το ξανακάνω. Πάντα όμως βρίσκομαι δίπλα σε μουσικούς. Γιατί η μουσική είναι η ζωή μου.- Χρήστος Σαρρής

ΧΣ: Η διαδικασία που προηγείται μιας παράστασης, επειδή διαρκεί πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από αυτό που είσαι στη σκηνή, μερικές φορές είναι οδηγός για τι θα κάνεις και αφού πέσει η αυλαία. Είναι πολύ σημαντικό αυτό που ανέφερε ο Παύλος. Παίρνουμε για πέντε μέρες την Κεντρική Σκηνή της Στέγης. Είναι μια πολύ σημαντική συγκυρία, όπου δεν χρειάζεται να κάνουμε καμία υποχώρηση.

ΠΠ: Αν ήταν δηλαδή διακριτική η παρουσία του Μαρκόπουλου στο δισκογραφικό κομμάτι, αντιστοίχως διακριτική, με ένα τρόπο που γεννάει έμπνευση, είναι και η στάση της κυρίας Παναγιωτάκου.

Χρήστο, στο παρελθόν έχεις γράψει πολλά χιλιόμετρα φωτογραφίζοντας πανκ μπάντες σε «καταγώγια». Πώς έχουν «γράψει» όλα αυτά τώρα που σκηνοθετείς τη συγκεκριμένη, μεγαλεπήβολη παράσταση;
Για μένα είναι η ίδια αδρεναλίνη που με κατακλύζει όταν δουλεύω με μουσικούς. Πολλές φορές έχω πει ότι δεν θα το ξανακάνω. Πάντα όμως βρίσκομαι δίπλα σε μουσικούς. Γιατί η μουσική είναι η ζωή μου. Αυτή η παράσταση είναι μεν μια πολύ διαφορετική κατάσταση για μένα γιατί προφανώς είναι κάτι που δεν έχω ξανακάνει σε μια τόσο μεγάλη σκηνή. Ταυτόχρονα όμως είναι σαν να βρίσκομαι σε ένα βαν με πέντε μουσικούς -δεκατρείς σε αυτή την περίπτωση, άρα το βαν είναι μεγάλο- και αγωνιώ για την επόμενη στάση, για να ξεφορτωθούν τα όργανα και να γίνει το soundcheck. Αυτή είναι η χαρά μου.

ΠΠ: Πρέπει να συμπληρώσω ότι όντως ο Χρήστος λειτουργεί σαν το δέκατο τέταρτο μέλος αυτής της μπάντας. Όχι σαν ένας σκηνοθέτης που έρχεται απ’ έξω.

"Δηλαδή αν σου δώσουν μία Chevrolet ή μία Buick της δεκαετίας του ’60, θα πας εκεί που πήγε ο παππούς που την είχε; Μπορείς να πας όπου θέλεις. Αν δεν διαλυθείς στο δρόμο. Αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα. Αυτή είναι η ευθύνη. Να μη διαλυθείς στο δρόμο. Νομίζω είναι αφορμή τα τραγούδια του Μαρκόπουλου"- Παύλος Παυλίδης ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ


Πόσο διαφορετικό είναι να γράφεις ένα δίσκο δικό σου από την πρώτη μέχρι την τελευταία νότα και λέξη, σε σχέση με το «Πέρα από τη θάλασσα»;
ΠΠ: Υπάρχει μία πολυτέλεια η οποία είναι ότι έχεις να κάνεις με σπουδαίους ποιητές και από την άλλη υπάρχει μια δυσκολία γιατί πρέπει να συνδυάσεις έργα από διαφορετικές δεκαετίες, με άλλο ύφος, άλλη πρόθεση. Είναι τελείως άλλο να διασκευάσεις το «Ήλιος ο πρώτος» όπου υπάρχει ένας συνθέτης με ένα ποιητή, από το να διασκευάσεις κομμάτια από διαφορετικούς στιχουργούς, διαφορετικές περιόδους του ίδιου του συνθέτη. Ο συνθέτης όταν γράφει το «Πέρα από τη θάλασσα» είναι νέος. Κι όταν γράφει τα «Μαλαματένια λόγια» έχουν περάσει χρόνια, έχουν αλλάξει οι πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις, έχει αλλάξει ο ίδιος ο δημιουργός ως προς τον τρόπο που λειτουργεί. Από τη στιγμή όμως που θα καταφέρεις να κάνεις αυτό το παζλ, αρχίζεις και παίζεις με πολύ σπουδαία «παιχνίδια». Μουσικά και στιχουργικά. Ας μην ξεχνάμε ότι δεν χρειάστηκε να γράψω στίχους για τα «Μαλαματένια λόγια».

ΧΣ: Παρ’ όλα αυτά έχεις βάλει δικούς σου στίχους σε δύο τραγούδια.

«Η Ρόζα η ναζιάρα» και «Γκρεμισμένα σπίτια». Γιατί σε αυτά τα δύο;
ΠΠ: Γιατί αισθανόμουν ότι είναι τόσο υπέροχα απλές οι στιχουργικές φόρμες που ήδη έχουν, που ήταν σαν να μου δίνουν ένα πάτημα για να κινηθώ περαιτέρω. Όπως μπορεί να κάνει ένας ράπερ παίρνοντας ένα θέμα από ένα κομμάτι και μετά να πει τα δικά του. Ας πούμε χάρηκα πολύ όταν άκουσα ότι κάποιοι hip hop μουσικοί, αρκετά γνωστοί, πήραν το «Αφού σου το ‘πα» από τα Ξύλινα Σπαθιά. Διατήρησαν τη δική μου στιχουργική ιδέα και τη χρησιμοποίησαν σαν αφορμή για να βάλουν τα δικά τους κατεβατά, τα δικά τους κείμενα. Με ενθουσιάζει σαν λογική αυτό. Οπότε τα συγκεκριμένα δύο τραγούδια αισθανόμουν ότι προσφέρονται περισσότερο σε αυτή την κατεύθυνση.

Επίσης ρόλο έπαιξε και η θεματολογία τους. Στα «Γκρεμισμένα σπίτια», ακούγοντας τώρα ένα Κώστα Χατζή συγκλονιστικό και αξεπέραστο, μπορούσα εύκολα να τον φανταστώ τη δεκαετία του ’60 και του ’70 να είναι σε πολύ δύσκολη κοινωνική θέση παρά το τεράστιο του ταλέντο, παρόλο που έκανε τομή στο νέο κύμα ως ερμηνευτής, κιθαρίστας και συνθέτης. Μπορούσα πολύ καλά να καταλάβω το πρόβλημα που είχε ως Ρομ. Επίσης, όπως είπα και στην παρουσίαση του δίσκου, όταν δούλευα αυτό το τραγούδι, αποφάσισε η τωρινή κυβέρνηση να εκκενώσει κάποιες καταλήψεις στα Εξάρχεια. Θυμάμαι ξεκάθαρα μέσα σε μια κλούβα το βλέμμα μιας μητέρας με την κόρη της, οι οποίες και πάλι ξεριζώνονταν για να πάνε πού; Ούτε αυτές ούτε εμείς είμαστε πολύ σίγουροι. Παρεμπιπτόντως μεγάλη «πλάκα» θα είχε να μάθουμε πού πήγαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Αισθανόμουν λοιπόν ότι τραγουδάω για εκείνο το παιδάκι. Σαν να με κοιτάει για να μου πει: «Μίλα. Μίλα τώρα».

Γκρεμισμένα σπίτια μέσα στο σκοτάδι, έτσι είν’ η ζωή μας μεσημέρι βράδυ.

Δεν μου ερχόταν όμως να πω μετά: «Μη ζητάς, κορίτσι μου, ένα κορδελάκι / από τα ερείπια φτιάχνω ένα σπιτάκι». Αισθανόμουν ότι ειπώθηκε τέλεια τότε. Αισθανόμουν ότι τώρα πρέπει να πω:

Στα ερείπια του κόσμου που χάνεται/ θα φυτρώσουν λουλούδια παράξενα/ θ’ ανεβούν να αγκαλιάσουν τα κτίρια/ και θα μπαίνουνε απ’ τα παράθυρα

Στα ερείπια του κόσμου που χάνεται/ τα σκυλιά θα ουρλιάξουν απόκοσμα/ θα παγώσουνε λίμνες ολόκληρες/ κι οι οθόνες θα σβήσουν απότομα

Θα χτυπάτε και θα καταστρέφετε/ θα αντέχουμε θα ξαναχτίζουμε/ όσο εσείς στα ρηχά θα μας σέρνετε/ τόσο εμείς πιο βαθιά θ’ αρμενίζουμε

Θα φυσάει ο βοριάς ασταμάτητα/ θα παγώσουν ο Τίγρης κι ο Ευφράτης/ της παλιάς μας αγάπης τα λάβαρα/ θα ανεμίζουνε πέρα απ’ τη θάλασσα/ καρφωμένα στη γη που ανάψαμε/ τη φωτιά μιας καινούριας αγάπης

Λέγκω μητέρα παράφορη/ ποια παιδιά σου πουλάς και πληγώνεις/ τα παιδιά κάποιας νύμφης σου ανύμφευτης/ τα παιδιά της μικρής Αντιγόνης

Ερχόμαστε απ’ τον ορίζοντα.

ΧΣ: Το «Ερχόμαστε απ’ τον ορίζοντα» θα μπορούσε να είναι ο εναλλακτικός τίτλος αυτού που κάνουμε.

ΠΠ: Ναι, της παράστασης και του δίσκου. Αυτή ήταν η απάντηση μου στο βλέμμα εκείνου του παιδιού. Γράφοντας αισθανόμουν ότι με αυτό το παιδί συνομιλώ. Δεν ξέρω τι είδους αυθαιρεσία είναι αυτό που έκανα. Αλλά την έχω πάρει την ευθύνη μου.

1-5 Φεβρουαρίου. Πέρα από τη θάλασσα: Ο Παύλος Παυλίδης συναντά τον Γιάννη Μαρκόπουλο στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης, σε σκηνοθεσία Χρήστου Σαρρή. Το άλμπουμ «Πέρα από τη θάλασσα» κυκλοφορεί από τη United We Fly.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα