ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΟΛΩΝΟΥ: ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΚΔΙΚΕΙΤΑΙ ΤΟ 12ΧΡΟΝΟ ΘΥΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ
Ο κρατικός μηχανισμός στη συγκεκριμένη περίπτωση τα έκανε όλα λάθος. Αβλεψία, ανεπάρκεια ή συστηματικοποίηση φίμωσης των θυμάτων.
Στην εποχή του metoo το κράτος έχει γεμίσει τα γραφεία των υπηρεσιών του με αφίσες που καλούν τα θύματα «να σπάσουν τη σιωπή». Διαφημίζει πολυδάπανα την έγκληση στο λόγο. Υπόσχεται βροντερά ότι θα σταθεί αρωγός στη μάχη κατά της έμφυλης βίας και της παιδικής κακοποίησης. Στην πραγματικότητα παραπλανά.
Η ασυνέπεια ανάμεσα στις στιβαρές διακηρύξεις και στο βίωμα των επιζωσών είναι τρομερή. Όχι μόνο δε στηρίζει γυναίκες, θηλυκότητες, ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, παιδιά που αποφασίζουν να καταγγείλουν την κακοποίηση τους αλλά διαμορφώνει τη συνθήκη για δευτερογενή θυματοποίηση. Το έχουμε διαπιστώσει σχεδόν σε όλες τις υποθέσεις που έχουν φτάσει στη δημοσιότητα και μάλλον η υπόθεση του Κολωνού είναι η πιο κραυγαλέα και εξοργιστική, αφού αφορά σ’ ένα παιδί. Ο κρατικός μηχανισμός στη συγκεκριμένη περίπτωση τα έκανε όλα λάθος και μάλιστα με ένταση και επαναληψιμότητα που δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς ότι πρόκειται για απλή αβλεψία ή για τη συνήθη ανεπάρκεια. Μοιάζει περισσότερο με μια μεθοδευμένη απόπειρα τιμωρίας του θύματος και παραδειγματισμού των μελλοντικών θυμάτων.
Πριν από έξι μήνες αποκαλύφθηκε η δράση κυκλώματος τράφικινγκ και παιδοβιασμών στον Κολωνό εις βάρος ενός 12 χρονου κοριτσιού. Την καταγγελία έκανε η μητέρα του παιδιού μόλις πληροφορήθηκε τα γεγονότα, ακολούθησε η σύλληψη του Ηλία Μίχου και στη συνέχεια άλλων εμπλεκόμενων. Το θέμα για ένα διάστημα μονοπώλησε τη δημόσια ατζέντα, δυστυχώς, όμως με όρους κιτρινισμού που παραβίασαν κάθε έννοια δεοντολογίας και προστασίας των δικαιωμάτων του παιδιού.
Η δικογραφία μοιράστηκε σα φει- βολάν στα τηλεοπτικά δίκτυα που την αναπαρήγαγαν άκριτα, εξοικοιώνοντας το κοινό με τις φρικιαστικές λεπτομέρειες και αδιαφορώντας για το κόστος που έχει αυτό στο θύμα και την οικογένεια του. Κάμερες στρατοπέδευσαν κάτω από το σπίτι του παιδιού. Η οικογένεια διασύρθηκε. Η μητέρα στοχοποιήθηκε και προφυλακίστηκε, χωρίς να προκύπτουν ισχυρά τεκμήρια για την ενοχή της και παρά τις διαβεβαιώσεις του κοριτσιού και των υπόλοιπων μελών της οικογένειας ότι δεν είχε καμία σχέση με την εγκληματική δράση του κυκλώματος. Το κορίτσι σύρθηκε πολλές φορές σε ακατάλληλα γραφεία να πει ξανά και ξανά τι πέρασε. Αφού ξεζούμισαν την υπόθεση και λαφυραγώγησαν κάθε ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο, έχασαν το ενδιαφέρον τους. Έλιωσε κι αυτό, όπως το πρώτο χιόνι. Έτσι, μια πάμφτωχη, πολυμελής, πολλαπλώς ευάλωτη οικογένεια στην πιο επώδυνη στιγμή της κατακερματίστηκε, στιγματίστηκε και διαλύθηκε. Κι ένα παιδί – θύμα ενός στυγερού εγκλήματος εγκαταλείφθηκε στην τύχη του.
Ο Κώστας, ο μεγάλος αδερφός της 12χρονης μιλάει για το πώς αισθάνονται στην καρδιά μιας τόσο μεγάλης πληγής: «Είμαστε όλοι στεναχωρημένοι. Η αδερφή μου είναι σε άσχημη κατάσταση, εκτός από αυτά που έχει περάσει, στεναχωριέται επιπλέον επειδή είναι στη φυλακή η μητέρα μας. Το ξέρουμε ότι δε φταίει η ίδια και της λέμε διαρκώς να μην αισθάνεται τύψεις. Την έχουνε τρομοκρατήσει. Θέλουν να κλείσει το στόμα της. Εμείς προσπαθούμε να την κρατάμε ήρεμη. Θέλουμε να αποκαλυφθούν όλα. Τα μικρά μου αδέρφια ζητάνε συνέχεια τη μητέρα μας. Ειδικά η μικρή μου αδερφή ξυπνάει τις νύχτες και κλαίει, φωνάζει τη μητέρα της. Ελπίζω να εγκριθεί η αίτηση αποφυλάκισης και να την έχουμε πάλι κοντά μας. Από το κράτος δεν έχουμε λάβει καμία ουσιαστική βοήθεια, μόνο κάποια λίγα τρόφιμα. Προσπαθούμε να τα βγάλουμε πέρα κυρίως με της στήριξη των αλληλέγγυων. Αλλά κάποια στιγμή πρέπει και το κράτος να ξυπνήσει. Για πόσο καιρό θα μπορούν να μας στηρίζουν απλοί άνθρωποι; Σαν οικογένεια μάς πλήγωσαν ανεπανόρθωτα. Τα κανάλια είχαν έρθει κάτω από το σπίτι μας, μετά πήγαν και στο σπίτι της γιαγιάς μου. Μιλάμε για απίστευτες καταστάσεις. Εγώ πήγα στο σπίτι της φίλης μου να μείνω. Ήταν απαράδεκτα αυτά που έγιναν. Το Μίχο έκαναν 40 μέρες να τον συλλάβουν που σημαίνει ότι του έδωσαν περιθώριο να καταστρέψει στοιχεία και το δικό μας σπίτι το έκαναν άνω – κάτω» λέει.
Η 12χρονη έχει καταθέσει μέχρι στιγμής πέντε φορές σε πολύωρες και εξοντωτικές διαδικασίες. Αυτό από μόνο του είναι απαράδεκτο, αφού κάθε τέτοια επανάληψη σκαλίζει οδυνηρές εμπειρίες και δεν αφήνει το άτομο να προχωρήσει, προσπαθώντας να επουλώσει το τραύμα του. Πολλώ δε μάλλον όταν μιλάμε για ένα παιδί, όπου η επιβάρυνση είναι πολλαπλάσια και θα έπρεπε να αξιοποιούνται οι διεθνείς καλές πρακτικές για την αποφυγή επαναθυματοποίησης. Παραμένει απορίας άξιο γιατί δε χρησιμοποιήθηκε το «Σπίτι του Παιδιού», η εξειδικευμένη δομή για τα ανήλικα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και αντ’ αυτού το κορίτσι εκτέθηκε με σαδιστική εμμονή σε χειρισμούς, οι οποίοι πλήττουν μια ήδη εύθραυστη ψυχολογία. Κι ενώ είναι αυτονόητο πως θα έπρεπε το θύμα αλλά και ολόκληρη η οικογένεια να στηριχτούν οικονομικά και ψυχοκοινωνικά για να μπορέσουν να αντέξουν το σοκ που υφίστανται και να ορθοποδήσουν, έχουν παρατηθεί στη φτώχεια και τη μοναξιά τους. Καμία ουσιώδης πρωτοβουλία σε αυτή την κατεύθυνση δεν έχει ληφθεί από την Πολιτεία.
Το γεγονός ότι δόθηκε η δυνατότητα για ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες στο κορίτσι σε απόσταση 50 χιλιομέτρων από τον τόπο διαμονής του και με το κόστος μετακίνησης να βαραίνει την άνεργη θεία της, απλά επιβεβαιώνει την ανικανότητα ή την αδιαφορία αυτών που το σκέφτηκαν. Η θεία με την οποία μένει η ίδια και ένα από τα αδέρφια της είναι άνεργη, η γιαγιά με την οποία ζουν τα υπόλοιπα τέσσερα παιδιά παίρνει μια πενιχρή σύνταξη και ο πατέρας της οικογένειας είναι επίσης άνεργος. Προφανώς κανένας αξιωματούχος δεν αναρωτήθηκε πως τα βγάζουν πέρα και πως θα ανταπεξέλθουν στα δικαστικά έξοδα. Τουλάχιστον το έκανε η αλληλέγγυα κοινωνία που για μια ακόμα φορά δεν έμεινε ασυγκίνητη μπροστά στην αδικία και τον πόνο. Συλλογικότητες γειτονιάς, εκπαιδευτικές κινήσεις, φεμινιστικές ομάδες συσπειρώθηκαν και έφτιαξαν την Επιτροπή αλληλεγγύης στη 12χρονη, αναπτύσσοντας μια πολύμορφη δάση και χρήσιμη δράση σε διάφορα επίπεδα.
Το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα έχει καταρρεύσει
Σ’ ένα τέτοιο μετερίζι, ο Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου, ψυχίατρος με σπουδαία κοινωνική δράση, ήταν από τα πρόσωπα που ενεργοποιήθηκαν για να βοηθήσουν την οικογένεια.
«Έχω βρεθεί κοντά στην οικογένεια όχι σ’ ένα ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο με τεχνικούς όρους αλλά στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κίνησης συμπαράστασης από τη Λαϊκή Συνέλευση Κολωνού. Έχω συζητήσει επανειλημμένα με το μεγάλο γιο, τον μικρότερο, τη γιαγιά και τη θεία. Ήταν μια οικογένεια με τεράστια προβλήματα. Ο πατέρας ήταν αδρανοποιημένος κοινωνικά εξαιτίας της εξάρτησης και των ψυχολογικών προβλημάτων. Όλη η οικογένεια στηριζόταν στη μητέρα, αυτή ήταν το σημείο αναφοράς. Τα παιδιά είχαν μαθησιακές δυσκολίες που δεν αντιμετωπίστηκαν όπως πρέπει, ούτε τώρα γίνεται. Οι θεραπείες τους έχουν παραπεμφθεί στον ιδιωτικό τομέα που πρέπει πρώτα να πληρώσεις και μετά να πάρεις πίσω κάποια λεφτά. Προσπαθούμε να βρούμε λύση. Δεν υπήρξε ούτε καν μια πρόνοια να βρει δουλειά ο πατέρας. Κανένα ενδιαφέρον. Κάναμε παρεμβάσεις στο δήμο Αθηναίων και μας κοιτούσαν με εχθρικό βλέμμα. Το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα έχει καταρρεύσει. Επομένως, έχουμε ένα σπίτι με απλήρωτους λογαριασμούς, τον πατέρα άνεργο και τη μητέρα στη φυλακή. Οι κοινωνικές υπηρεσίες πηγαίνουν μια φορά το μήνα μόνο για έλεγχο, να τσεκάρουν αν τα παιδιά φοιτούν κανονικά στο σχολείο. Αν δεν υπήρχε μια ενίσχυση από το κίνημα αλληλεγγύης, οι άνθρωποι θα ήταν εντελώς ξεκρέμαστοι.
Ζω τις δυσκολίες τους καθημερινά. Θα είναι άθλος αυτή η οικογένεια να απεγκλωβιστεί από το στιγματισμό που της προκάλεσαν τα ΜΜΕ. Ήταν σκανδαλώδης η μιντιακή διαχείριση. Δεν επιδείχθηκε κανένας σεβασμός ούτε από τα μίντια, ούτε από την κυβέρνηση. Τα παιδιά έχουν πληγεί επιπρόσθετα από την προφυλάκιση της μητέρας. Αυτή ήταν μια ξεκάθαρη προσπάθεια των αρχών να μοιράσουν τις ευθύνες μεταξύ Μίχου και μητέρας. Η ίδια η μητέρα ήταν πολλαπλώς ευάλωτη, είχε βαρύ ιστορικό, έκανε το πρώτο της παιδί στα 17. Προφανώς χρειάζονται βοήθεια όλοι, ειδικά η μικρή που πέρα από τη βία του παιδοβιασμού, επανατραυματίζεται από τον τρόπο που τις συμπεριφέρονται οι αρχές», υποστηρίζει.
Σα να μην έφταναν τα παραπάνω, η Επιτροπή καταγγέλλει πως το κύκλωμα επιχειρεί να τρομοκρατήσει το κορίτσι. Μια σειρά από γεγονότα συντείνουν ως προς αυτό. Συγκεκριμένα την Πέμπτη 2 Μάρτη, σε ώρα που η θεία απουσίαζε, «άγνωστοι» πέταξαν μια μεγάλη πέτρα στη τζαμαρία του σπιτιού που μένει η 12χρονη με τον αδερφό της, προκαλώντας τον εύλογο πανικό τους. Ούτως ή άλλως τα στοιχεία διαμονής του θύματος που με κόπο προσπάθησε η δικηγόρος της οικογένειας να διαφυλάξει μυστικά, τα δημοσιοποίησε μέχρι και η Υφυπουργός Εργασίας Δόμνα Μιχαηλίδου. Σαφώς πρόκειται για μια ανεκδιήγητη και επικίνδυνη κίνηση που πέρασε αψήφιστα, χωρίς η Υφυπουργός να επωμίζεται την πολιτική ευθύνη που της αναλογεί. Ήταν το τρίτο περιστατικό εκφοβισμού που καταγράφηκε. Είχε προηγηθεί η παρακολούθηση του σπιτιού της θείας από κουκουλοφόρο. Ενώ μετά την πέμπτη κατάθεση της, καθώς μετέβαινε στον τόπο διαμονής της με αυτοκίνητο της ασφάλειας, ένα άλλο όχημα της ασφάλειας αποτελούμενο από άνδρες με full face και όπλα, τους κάνει έλεγχο και τους κατεβάζει με φωνές από το αμάξι.
Ως προς την κρατική μέριμνα εδώ και 10 μέρες έχουν ξεκινήσει τα μαθήματα κατ’ οίκον για το κορίτσι και μια φορά την εβδομάδα επισκέπτεται ψυχολόγο που είναι 50 χιλιόμετρα μακριά.- Ασπασία Ταραχοπούλου, δικηγόρος της 12χρονης
«Υπάρχουν συμβάντα εις βάρος της 12 χρονης, τα επιβεβαιώνω. Τώρα είναι στην κρίση του καθενός για ποιο λόγο συμβαίνουν. Έχουν καταγγελθεί στην Αστυνομία και μέχρι στιγμής δεν έχουμε λάβει καμία απάντηση. Το παιδί λεει ότι υπάρχουν κι άλλοι εμπλεκόμενοι στο κύκλωμα κι είναι πρόθυμη να καταθέσει ξανά παρότι είναι ιδιαίτερα επαχθές για εκείνη. Έχουμε κάνει σχετικό αίτημα στην ανακρίτρια. Κάθε φορά, όμως, που εξετάζεται είναι ένα πισωγύρισμα στην ψυχολογική της κατάσταση. Η προφυλάκιση της μητέρας είναι επιβαρυντική. Τα παιδιά όλα φωνάζουν, λένε ότι τους λείπει κι ότι την έχουν ανάγκη. Τώρα που συμπληρώνεται το εξάμηνο θα τεθεί ξανά το αίτημα αποφυλάκισης της. Ως προς την κρατική μέριμνα εδώ και 10 μέρες έχουν ξεκινήσει τα μαθήματα κατ’ οίκον για το κορίτσι και μια φορά την εβδομάδα επισκέπτεται ψυχολόγο που είναι 50 χιλιόμετρα μακριά. Έπρεπε να προβλεφθεί μεγαλύτερη στήριξη», σημειώνει η Ασπασία Ταραχοπούλου, δικηγόρος της 12χρονης.
Έχουμε δηλαδή ένα παιδί – θύμα τραφικινγκ απέναντι σ’ ένα κύκλωμα που δεν έχει εξαρθρωθεί πλήρως και δε γνωρίζουμε τις διασυνδέσεις του κι ένα κράτος που το αφήνει απροστάτευτο. Δεν προνοεί για την αποκατάσταση του και τη στήριξη μιας ρημαγμένης οικογένειας, επανατραυματίζει και δεν εγγυάται καν την ασφάλεια του. Όλο αυτό αναδύει έναν ρεβανσιστικό χαρακτήρα, είναι σα να τιμωρείται το παιδί επειδή μίλησε και λειτουργεί γεωμετρικά. Με ποια εμπιστοσύνη θα απευθυνθεί μια θηλυκότητα στις αρχές για να καταγγείλει την κακοποίηση της, όταν βλέπει την αναλγησία με την οποία έχουν αντιμετωπιστεί δεκάδες γυναίκες και παιδιά σε αστυνομικά τμήματα, ανακριτικά γραφεία και δικαστικές αίθουσες; Δεν είναι η πρώτη φορά που εντοπίζεται η προβληματική απόκριση του κρατικού μηχανισμού στα ζητήματα πατριαρχικής βίας, δεν παύει όμως κάθε φορά να είναι θλιβερή.
Συστηματοποιείται η φίμωση όσων καταγγέλλουν τους κακοποιητές τους
Η Μαρίνα Σιούτη, μέλος της Ανοιχτής Φεμινιστικής Συνέλευσης που παρακολουθεί την Επιτροπή στήριξης, βάζει μια φεμινιστική ματιά στην υπόθεση, συνδέοντας την και με άλλες υποθέσεις που επέφεραν ματαίωση και πίκρα στις επιζώσες:
«Υπάρχει ένα νήμα που συνδέει τον τρόπο που η αστυνομία και η δικαιοσύνη χειρίζονται τόσο την υπόθεση της 12χρονης, όσο και τις τελευταίες υποθέσεις που έχουν απασχολήσει το φεμινιστικό κίνημα, την καταγγελία βιασμού της Γεωργίας Μπίκα και την υπόθεση τραφικινγκ στην Ηλιούπολη. Στην περίπτωση της Ηλιούπολης, ο αστυνομικός– μαστροπός είναι ελεύθερος, αν και καταδικασμένος από το δικαστήριο, ενώ η επιζώσα κρύβεται. Η Γεωργία Μπίκα μετά από σειρά μεθοδεύσεων και παραλείψεων εις βάρος της απευθύνθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για να δικαιωθεί. Η ίδια τακτική συγκάλυψης ακολουθείται και εδώ. Συστηματοποιείται η φίμωση όσων καταγγέλλουν τους κακοποιητές τους, ενώ υποκριτικά καλούν τα θύματα να σπάσουν τη σιωπή. “Και αυτή γιατί δεν μίλησε; Γιατί κάθισε;” αναρωτιούνται ασκώντας κριτική και επαναθυματοποιούν τα επιζώντα, παρακάμπτοντας τα όσα έχουν διαδραματιστεί στα δικαστήρια και στα αστυνομικά τμήματα σε θέματα έμφυλης και σεξουαλικής βίας.
Οι χειρισμοί που έχουν γίνει στην υπόθεση της 12χρονης συντείνουν στη συγκάλυψη του κυκλώματος και συνιστούν εκδικητική πολιτική εις βάρος του παιδιού και της οικογένειάς του. Δεν είναι τυχαία η στοχοποίηση της μητέρας, παρ΄όλο που μόλις εκείνη πληροφορήθηκε την κακοποίηση του παιδιού της επιχείρησε να το καταγγείλει στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, από όπου την έδιωξαν δύο φορές. Και βέβαια ούτε μια ΕΔΕ, ούτε μια διερώτηση δεν έχει γίνει για τη στάση των αστυνομικών του τμήματος. Καμία διερεύνηση δεν έγινε ούτε για τους αστυνομικούς που με παρατεταμένα όπλα πραγματοποίησαν έλεγχο στο αυτοκίνητο της ασφάλειας κατά τη μεταφορά του παιδιού στην κατοικία του, μετά από μια ακόμη μαραθώνια κατάθεση του στη ΓΑΔΑ. Ούτε λόγος για αποπομπή της υφυπουργου Δόμνας Μιχαηλίδου μετά την αποκάλυψη λεπτομερειών για την ταυτότητα της 12χρονης. Κι ούτε φυσικά έχουν διερευνηθεί οι συσχετίσεις της police greek mafia με τη συγκεκριμένη υπόθεση ή με την υπόθεση της Ηλιούπολης. Τα μέλη του κυκλώματος οφείλουν να είναι υπόλογα, όχι η μητέρα.
Η επίθεση, που γίνεται στο 12χρονο κορίτσι και την οικογένεια της είναι μια επίθεση προς όλες τις επιζώσες και τις θηλυκότητες που στο μέλλον θα θελήσουν να απεγκλωβιστούν από την πατριαρχική βία. Μικροί θάνατοι συντελούνται διαρκώς στην πλάτη μας. Η 19χρονη στην Ηλιούπολη είναι αδερφή μας, το 12χρονο κορίτσι στον Κολωνό κόρη μας, τα θύματα στο εγκληματικό δυστύχημα των Τεμπών συμφοιτητές/τριες μας. Το συλλογικό τραύμα πρέπει να γίνει προσωπική υπόθεση αντίδρασης και αλληλεγγύης για όλες-ους μας.»