ALEXANDRE DESPLAT ΣΤΟ NEWS 24/7: ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΟΣΚΑΡ ΗΤΑΝ ΤΟ “ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ”
Ο Alexandre Desplat, ο σπουδαίος οσκαρικός συνθέτης, λίγο πριν ανέβει στη σκηνή του Ηρωδείου μίλησε στο NEWS 24/7.
Λίγοι είναι οι μουσικοί με ελληνική καταγωγή που καταφέρνουν να “χτυπήσουν” την εξώπορτα του Χόλιγουντ κι ακόμα λιγότεροι εκείνοι που όχι μόνο μπαίνουν, αλλά κερδίζουν Όσκαρ και αφιερώνουν το αγαλματίδιο στην Ελληνίδα μητέρα τους.
Ο διεθνούς φήμης πολυβραβευμένος συνθέτης Alexandre Desplat είναι αυτό το πρόσωπο και ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής στον κόσμο. Δύο βραβεία Όσκαρ, τρία Σεζάρ, τρία BAFTA, δύο Χρυσές Σφαίρες, δύο Γκράμι και δεκάδες άλλες διακρίσεις και αντίστοιχες υποψηφιότητες, είναι μέχρι στιγμής, στα 61 του χρόνια, η εντυπωσιακή αποτίμηση του έργου του.
Ένα έργο που ξεκίνησε με ένα παιδάκι 5 ετών να μαθαίνει βιολί και συνεχίστηκε με έναν διψασμένο έφηβο 14 ετών που “καταβρόχθισε” μανιωδώς κινηματογραφικές ταινίες και “έντυνε” νοερά τις εικόνες με μουσική.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 έως σήμερα έχει συνδέσει το όνομά του με τα σάουντρακ ταινιών του αμερικανικού και ευρωπαϊκού κινηματογράφου που έχουν κάνει τεράστια επιτυχία (Ο Χάρι Πότερ και οι κλήροι του θανάτου, Ξενοδοχείο Grand Budapest, Η μορφή του νερού, Η απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον, The Twilight Saga: Νέα Σελήνη, Επιχείρηση: Argo, Zero Dark Thirty, Η βασίλισσα, Μικρές κυρίες, Ο λόγος του βασιλιά, και Το παιχνίδι της μίμησης, μεταξύ πολλών άλλων).
Σήμερα ο Alexandre Desplat, τον οποίο κάποιοι αποκαλούν “τον πιο παραγωγικό συνθέτη στο Χόλιγουντ” (καθώς υπήρχε περίοδος που έγραφε μουσική για 6 ταινίες κατά μέσο όρο τη χρονιά) βρίσκεται στην ακμή της καριέρας του και στοχεύει στο … τρίτο Όσκαρ.
Ο Desplat έρχεται στο Ηρώδειο το Σάββατο 1 Ιουλίου 2023 και θα διευθύνει την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ σε μια συναυλία με τις σημαντικότερες συνθέσεις του για τον κινηματογράφο.
Όταν γράφει μουσική σκέφτεται χρώματα και υφές
“Ο βασικός μου στόχος είναι να μπορώ να γράφω μουσική που είναι αφιερωμένη σε μία ταινία, αλλά στέκει ωραιότατα και μόνη της. Δεν θέλω να είμαι μία μηχανή που γράφει νότες. Όταν πηγαίνω σε ένα κοντσέρτο δεν μου αρέσει ένας σολίστας που παίζει απλώς και διεκπαιρεωτικά τις νότες, θέλω να ακούσω έναν σολίστ που παίζει μουσική. Αν μπορέσει να κάνει την καρδιά μου να πάλλεται, τότε έχει πετύχει” έχει δηλώσει ο Ντεσπλά σε συνέντευξή του στους NYTimes όταν είχε πάρει το πρώτο του Όσκαρ. Ενδεικτικές οι απόψεις του για την πορεία που ακολούθησε.
Η Ελληνίδα μητέρα του (με καταγωγή από Σμύρνη) γνώρισε τον Γάλλο πατέρα του στις Ηνωμένες Πολιτείες, φοιτητές και οι δύο το Berkeley. Παντρεύτηκαν στο Σαν Φρανσίσκο και κατόπιν μετακόμισαν στο Παρίσι όπου γεννήθηκε ο Αλέξανδρος, το 1961. Ξεκίνησε να παίζει πιάνο σε ηλικία 5 ετών, ενώ αργότερα ξεκίνησε τρομπέτα και φλάουτο. “Μεγάλωσα περίπου σαν αμερικανάκι” έχει πει σε παλαιότερη συνέντευξή του, μιας και από τα 14, 15 αφιερώθηκε στον… Κόπολα, τον Σκορσέζε, τον Χίτσκοκ και τον Σπίλμπεργκ – βλέποντας με δέος τις ταινίες τους. Τότε γεννήθηκαν τα πρώτα όνειρά του για το Χόλιγουντ.
Έκανε κλασικές μουσικές σπουδές στη Γαλλία και στα 20 έπιασε δουλειά, ως μουσικός και συνθέτης, σε μία θεατρική ομάδα που ταξίδευε. Όταν ένας από τους ηθοποιούς έκανε ένα μίνι φιλμ και χρειάστηκε μουσική, ο Desplat άρπαξε την ευκαιρία. Και τότε ξεκίνησαν όλα.
Στην τελική ευθεία για την εμφάνισή του στο Ηρώδειο ο Alexandre Desplat μας μίλησε μέσα από το στούντιο στο οποίο συνθέτει τις υπέροχες μουσικές του.
Ρεπό, μια άγνωστη λέξη
Είναι η ημέρα που έχει ρεπό. Αλλά το ρεπό είναι μία άγνωστη λέξη, όπως μας εξηγεί τηλεφωνικά, γιατί ακόμα και στον ελεύθερο χρόνο του εκείνος βρίσκεται στο στούντιο και δουλεύει κάποιο επόμενο πρότζεκτ. Μας λέει ότι αυτό είναι κάτι που συμβαίνει εδώ και χρόνια. Από τότε που γνώρισε μεγάλους σκηνοθέτες, οι δουλειές έρχονται back to back και είναι αδύνατον να τις αφήσει να … προσπεράσουν. Ζει άλλωστε το μεγάλο του όνειρο.
Η ημέρα του θα τελείωνε πολλές ώρες αργότερα, όμως φαινόταν ότι είχε διάθεση να αναπολήσει στιγμές των παιδικών του χρόνων στην καλοκαιρική Ελλάδα όπου ένιωθε ότι η ζωή είναι ανοικτή για να παιχτούν όλα τα σενάρια. Και εκεί ανάμεσα στα αγγλικά με γαλλική προφορά, και στα ελληνικά με γαλλική προφορά επανέλαβε ότι περιμένει πρόταση από Έλληνα σκηνοθέτη για να γράψει μουσική για ελληνική ταινία. Διαδώστε το!
Η συζήτησή μας ξεκίνησε από τους σπουδαίους Έλληνες τραγουδοποιούς που τον έχουν εμπνεύσει, τον έχουν ταξιδέψει, και έχουν διαμορφώσει τα ακούσματά του σε μικρή ηλικία. Πίσω από την αγάπη του για την Ελλάδα βρίσκεται η Ελληνίδα μητέρα του.
“Ήρθα σε επαφή με την ελληνική μουσική από μικρή ηλικία. Μεγάλωσα με τραγούδια [και τονίζει διπλά τη λέξη γιατί έχει βαρύτητα για εκείνον αυτή η έννοια] του Ξαρχάκου, του Θεοδωράκη, του Τσιτσάνη. Βέβαια εκτιμώ πολύ το ρεμπέτικο και τους ερμηνευτές του. Αλλά όπως έχω ξαναπεί θαυμάζω απεριόριστα τον Χατζιδάκι, που είχε μία πραγματικά τεράστια μουσική κουλτούρα.
Αναφορικά με την παραδοσιακή ελληνική μουσική μάς λέει ότι έχει χρησιμοποιήσει τη λύρα, το σαντούρι και το μπουζούκι και σε κάποιες συνθέσεις του.
Μου αρέσει ο τρόπος που τραγουδούν οι ερμηνευτές παραδοσιακής μουσικής και ο τρόπος που για παράδειγμα στην εκκλησία η φωνή των ψαλτών ακούγεται σαν να είναι μουσικό όργανο. Και θαυμάζω το πόσο έντονο συναίσθημα διοχετεύουν μέσα από τη φωνή τους. Άλλο ένα πράγμα που μου αρέσει είναι ότι οι Έλληνες τραγουδιστές σπάνια βάζουν περιορισμούς στον εαυτό τους και έχουν πολύ πάθος. Για παράδειγμα με εντυπωσιάζει η ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη.
Γενικά υπάρχει μία ιδιαίτερη ενέργεια [και τονίζει τη λέξη] στην ελληνική μουσική, η οποία με αγγίζει βαθιά μέχρι και σήμερα. Η μητέρα μου ήταν παιδική φίλη με την παλιά Ελληνίδα τραγουδίστρια Μαίρη Λω, πολύ γνωστή τις δεκαετίες του ‘60 και ‘70. Όλα αυτά τα τραγούδια ήταν πολύ ζωντανά στην παιδική μου ηλικία. Υπήρχε πολλή μουσική στο σπίτι μας όχι μόνο ελληνική.
Μεγαλώνοντας άκουγα και πολλή κλασική μουσική γιατί τη λάτρευαν οι γονείς μου. Οι δύο μεγαλύτερες αδελφές μου έπαιζαν πιάνο και έτσι από μικρός είχα εμπεδώσει όλα τα γνωστά κλασικά κομμάτια μεγάλων συνθετών. Ο πατέρας μου από την άλλη ήταν λάτρης της όπερας και της τζαζ. Οι γονείς μου έζησαν για πολύ καιρό στην Αμερική και στην Καλιφόρνια και ήταν εκλεκτικοί στα μουσικά τους ακούσματα και στους δίσκους που είχαμε στο σπίτι. Είχαμε δηλαδή από κλασικούς Αμερικανούς, όπως τον Φρανκ Σινάτρα μέχρι κινηματογραφική μουσική και από δίσκους Ελλήνων καλλιτεχνών, μέχρι και Αιγύπτιων, όπως της Ουμ Καλσούμ. Ήταν ένας πραγματικός Πύργος της Βαβέλ.
Πώς φτάσαμε από εκεί στην κινηματογραφική μουσική;
Η μετάβαση ήταν μία μακρά διαδικασία ανακάλυψης του υπέροχου κόσμου που λέγεται κινηματογράφος και του τρόπου που η μουσική και το σινεμά συναντιούνται. Έβλεπα ταινίες και καταλάβαινα πόσο πολύ επηρέαζε η μουσική το συναίθημα. Και φυσικά πόσο πλούσια και τι ποικιλία θα μπορούσε να έχει, από τον έναν σκηνοθέτη στον άλλον.
Με συνάρπαζε το γεγονός ότι μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει τη μουσική με τόσους διαφορετικούς τρόπους, να συνδυάσεις διαφορετικά όργανα και μελωδίες. Αν ας πούμε ακούσεις τα κινηματογραφικά κομμάτια σε ταινίες του Χίτσκοκ γραμμένα από τον Bernard Herrmann και ακούσεις τα κινηματογραφικά scores του Fellini από τον Nino Rota, θα καταλάβεις ότι είναι τελείως διαφορετικά, αλλά απόλυτα συμβατά με τις ταινίες για τις οποίες δημιουργήθηκαν.
Αγαπώ αυτήν την ανοικτή λογική στη σύνθεση για το σινεμά, γιατί είδα ότι μπορώ να χρησιμοποιήσω μία χορωδία ή μία συμφωνική ορχήστρα ή ένα κουαρτέτο εγχόρδων ή μία τζαζ μπάντα ή τελοσπάντων ό,τι μου αρέσει για να βγάλω το αποτέλεσμα που θέλω, αρκεί βέβαια να ταιριάζει με την ταινία και να είναι ανάλογο με το στίγμα μου ως συνθέτης.
Αυτό το “στίγμα” ήταν που έπρεπε αρχικά να ανακαλύψω. Γιατί δεν το ήξερα στο ξεκίνημά μου. Έπρεπε να μάθω πώς να συνθέτω για το σινεμά. Να κατανοήσω τη γλώσσα του σινεμά και τους κώδικες της κινηματογραφικής μουσικής, κάτι που είναι μία τελείως διαφορετική σπουδή .
Είστε ένας από τους πιο εργατικούς συνθέτες στο Χόλιγουντ. Δεν υπάρχουν στιγμές brain fog;
[Γελάει] Κοιτάξτε, έφτασα στο κατώφλι του Χόλιγουντ, αφού είχα γράψει 50 scores για το σινεμά και μιλάμε για πολλές ταινίες. Δεν έγινε ξαφνικά. Είχα εργαστεί πολύ στην τηλεόραση σε τηλεοπτικές παραγωγές και short stories και ταινίες μικρού μήκους και είχα γράψει εκατοντάδες scores για μικρές παραγωγές και διαφημιστικά. Ήμουν λοιπόν πολύ πολύ απασχολημένος από πάντα.
Οπότε όταν έκανα το “μπαμ” και μπόρεσα να πραγματοποιήσω το όνειρό μου, να γράφω μουσική για το Χόλιγουντ δηλαδή, δεν υπήρχε γυρισμός. Θυσίασα τους φίλους, τις διακοπές και τον χρόνο που θα ήθελα να περάσω με την οικογένειά μου. Ήταν μια δύσκολη φάση, αλλά ήμουν πολύ τυχερός που με βρήκαν πολύ σημαντικοί σκηνοθέτες και μου ζήτησαν να γράψω μουσική για τις ταινίες τους.
Έχετε πει ότι ζείτε με τη μουσική εδώ και πολλά χρόνια, τη σκέφτεστε όλη την ημέρα και είναι η καθημερινή σας εμμονή; Με την επιτυχία πώς τα πάτε;
Η επιτυχία είναι μία δύσκολη λέξη. Δεν αλλάζει τη ζωή σου όσο νομίζεις. Για παράδειγμα, σήμερα που ο κόσμος δεν εργάζεται στη Γαλλία, έχω έρθει στο στούντιο από τις 8.30 το πρωί, είναι ήδη 4:00 το απόγευμα και εγώ συνεχίζω. Και θα συνεχίζω για τουλάχιστον άλλες τέσσερις ώρες. Άρα θα έλεγα, από αυτή την άποψη, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά πριν και αφού κερδίσεις ένα Όσκαρ. Και μετά έρχεται και το δεύτερο Όσκαρ και είναι ακόμα χειρότερα γιατί τότε έχεις μπρανταριστεί ως “πολύ καλός συνθέτης” και έτσι η μουσική σου πρέπει να είναι πολύ καλή. Πέρα από αυτό, ναι η ζωή είναι πιο εύκολη από άλλες απόψεις. Η επιτυχία μού επέτρεψε να χτίσω ένα σπίτι στην Ελλάδα (στην Πάρο), που ήταν ένα όνειρο που είχα από καιρό και τελικά το έκανα πραγματικότητα.
Τι κάνετε όταν έρχεστε στην Ελλάδα για διακοπές;
Απολύτως τίποτα! Θάλασσα, ήλιος, φαγητό. Αυτές είναι οι τρεις επιλογές και τίποτε άλλο. Υπάρχουν φορές που δουλεύω λίγο, αλλά όχι υπερβολικά. Απολαμβάνω να κοιτάω τη θάλασσα, να κοιτάω τον ορίζοντα, να πηγαίνω σε μια ταβέρνα που είναι κοντά. Πηγαίνω για κολύμπι και ακούω τα τζιτζίκια (το λέει στα ελληνικά). Ξαναγυρνάω δηλαδή στην συναισθηματική οικεία σχέση που είχα με την Ελλάδα από τότε που ήμουν παιδάκι.
Όταν έρχομαι στην Ελλάδα νιώθω Έλληνας. Τα ελληνικά μου δεν είναι τόσο καλά, αλλά καταφέρνω να πάω στα μαγαζιά να ψωνίσω αυτά που θέλω. Πιστεύω ότι έχω καλή προφορά γιατί ακούω αυτή τη γλώσσα από τότε που ήμουν μικρός.
Πώς έχει αλλάξει η κινηματογραφική μουσική και ποια η γνώμη σας για το AI που (θα) παράγει τραγούδια και συνεργασίες με καλλιτέχνες που δεν έχουν στην πραγματικότητα συναντηθεί ποτέ….
Στα ‘80ς και στα ‘90s υπήρχαν πολλά ηλεκτρονικά στοιχεία που έβρισκαν τον δρόμο τους μέσα στα τραγούδια και σήμερα είναι ακόμα πιο έντονο. Και εγώ χρησιμοποιώ την τεχνολογία με φειδώ σαν ένα ‘ηχητικό αντικείμενο’ που μπορώ να μιξάρω με πραγματικά όργανα. Προέρχομαι, όμως, από μια κουλτούρα ήχου που χρησιμοποιεί αληθινά όργανα. Θέλω και μου αρέσει να ακούω το βιολί, το φλάουτο ή τα ντραμς μέσα στη σύνθεση. Δυσκολεύομαι να ακούω μόνο ηλεκτρονική μουσική που θεωρώ ότι βάζει περιορισμοί στους ήχους, αλλά και στους ρυθμούς. Η ηλεκτρονική μουσική που ακούω στις ταινίες έχει ουσιαστικά ένα συνεχόμενο beat. Είναι ωραίο για να χορέψεις, αλλά δεν είναι καλή ιδέα όταν θέλεις να συνθέσεις κινηματογραφική μουσική.
Εγώ γράφω μουσική που ακολουθεί τη δραματουργία και συνοδεύει τους χαρακτήρες σε ένα κινηματογραφικό σύμπαν και φυσικά χρησιμοποιώ τα εργαλεία που θεωρώ ότι ταιριάζουν. Τα εργαλεία είναι η ενορχήστρωση. Είτε χρησιμοποιείς ηλεκτρονικά στοιχεία, είτε βιολί, τσέλο ή φλάουτα, όλα εξαρτώνται από τη δομή και το τι θέλει να περάσει η ταινία και ο σκηνοθέτης, όχι από εμένα και το τι θέλω εγώ.
Για να γυρίσω στην Τεχνητή Νοημοσύνη, έχω επιλέξει συνειδητά να γράφω μουσική για ταινίες, γιατί δημιουργώ μια πολύ πολύ προσωπική επαφή με τον σκηνοθέτη. Καθόμαστε μαζί στο στούντιό μου, συζητάμε για το φιλμ και τους χαρακτήρες, γράφω κάτι και το ακούει, ξανασυζητάμε για τις ανάγκες της ταινίας και πώς μπορούμε να βγάλουμε αυτό που θέλουμε σε σχέση με τη δομή.
Αυτή είναι η διαδικασία που μου αρέσει και αυτό θέλω να κάνω. Μπορεί να το κάνει αυτό ένα μηχάνημα; Ας το κάνει, αλλά για ποιο λόγο; Ο τρόπος που υπάρχει αυτή η δημιουργική διαδικασία είναι γιατί διαπνέεται μέσα από ανθρώπινα όντα και όχι μέσα από μηχανές. Μπορεί να είναι το μέλλον. Αλλά σίγουρα δεν είναι το δικό μου!
Πώς νιώθετε που θα βρεθείτε στο Ηρώδειο αυτό το καλοκαίρι και τι μουσικές εικόνες από τον κινηματογραφικό σας κόσμο να περιμένουμε να δούμε;
Καταρχάς, και μόνο να βρίσκομαι κοντά στον Παρθενώνα είναι ήδη ένα εκπληκτικό ταξίδι για μένα. Να έχω τη δυνατότητα να παίξω στη σκιά της Ακρόπολης είναι μαγικό. Το δεύτερο είναι ότι θα φροντίσω να υπάρχει μια ισορροπία ανάμεσα στα πολύ γνωστά scores, όπως το “Girl with a Pearl Earring” ή τον Χάρι Πότερ που θα ακούσετε και στις πιο καινούργιες συνθέσεις που θα παρουσιάσω στο Ηρώδειο. Στα πιο καινούργια μου κομμάτια η ενορχήστρωση περιλαμβάνει και ελληνικά όργανα για να συνδεθώ και με τις ελληνικές μου ρίζες.
Αυτό μπορεί να γίνει ακόμα καλύτερα γράφοντας μουσική για μία ελληνική κινηματογραφική παραγωγή – όπως έχετε αναφέρει και στο παρελθόν!
Σε αυτά τα πάρα πολλά χρόνια που δίνω συνεντεύξεις στην Ελλάδα λέω συνεχώς ότι θέλω να γράψω μουσική για ελληνικές ταινίες, αλλά κανείς δεν με έχει προσεγγίσει. Δεν ξέρω γιατί (γελάει δυνατά). Πείτε στους Έλληνες σκηνοθέτες να με πάρουν τηλέφωνο!
Μιλήστε μας λίγο για το επόμενό σας πρότζεκτ…
Το επόμενο πρότζεκτ το οποίο θα ηχογραφήσω στο Λονδίνο είναι μία ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί η Κέιτ Γουίνσλετ (Kate Winslet) και πρόκειται για τη ζωή της σπουδαίας φωτογράφου Lee Miller, που ήταν η πρώτη γυναίκα που κάλυψε τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο, μια εκπληκτική καλλιτέχνιδα, φίλη του κινήματος των σουρρεαλιστών και μια υπέροχη κυρία. Πάνω σε αυτό δουλεύω το τελευταίο διάστημα.
[H Lee Miller (1907-1977) είναι μία γυναίκα- σύμβολο που έζησε πολλές συναρπαστικές ζωές. Φωτογράφος, μοντέλο, πολεμική ανταποκρίτρια για τη Vogue, κάλυψε τους γερμανικούς βομβαρδισμούς του Λονδίνου και τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Μαθήτρια, σύντροφος και μούσα του διάσημου καλλιτέχνη Μαν Ρέι (δικά της είναι τα μάτια με τις τεράστιες βλεφαρίδες και το δάκρυ στην εμβληματική του φωτογραφία), μπήκε στον κύκλο των σουρεαλιστών και έκανε παρέα με τον Πικάσο, τον Κοκτώ και τον Ελιάρ. Η πιο γνωστή φωτογραφία της είναι μία πόζα στην μπανιέρα του διαμερίσματος του Χίτλερ, στον αριθμό 16 της οδού Prinzregentenplatz, μια μέρα μετά την αυτοκτονία του.]
Ο επίλογος της σύντομης τηλεφωνικής μας συνομιλία γράφτηκε με μία φράση της μητέρας του που του θυμίζει την οικογενειακή ατμόσφαιρα των παιδικών του χρόνων – και μας την τραγούδησε στα ελληνικά, με κέφι.
“Κούνια μπέλα κούνια μπέλα, όμορφη κοπέλα” τραγουδούσε πολύ συχνά η μητέρα μου ανέμελα, και τώρα την τραγουδάω συνεχώς στις δύο κόρες μου. Πέρασε στην επόμενη γενιά. Σας περιμένω στο Ηρώδειο. Geia sas!”