ΕΙΔΑΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΟΡΤΕΚΗ ΩΣ Κ. ΠΑΡΘΕΝΗ -ΚΑΙ ΜΠΗΚΑΜΕ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥ ΙΔΙΟΦΥΟΥΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
Παρακολουθήσαμε την παράσταση "Sognata Terra tu m'appartaments" που σκηνοθετεί ο Γιώργος Κουτλής στην Εθνική Πινακοθήκη με τον Γιάννη Τσορτέκη στον ρόλο του Κωνσταντίνου Παρθένη και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
Κοσμοπολίτης, πολύγλωσσος, με βαθιά ευρωπαϊκή παιδεία, αισθαντικός και άκρατα ριζοσπαστικός. Με την σπάνια ικανότητα να εκφράζει με δημιουργικό τρόπο σε εικαστικές μορφές τις κυρίαρχες ιδεολογικές αναζητήσεις της κοινωνίας του καιρού του.
Ο λόγος για τον Κωνσταντίνο Παρθένη, τον ζωγράφο με την πολυκύμαντη ζωή και την πολυσύνθετη καλλιτεχνική δημιουργία που υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς της ελληνικής τέχνης. Μέσα από τα υψηλής ποιότητας έργα του παρουσιάστηκαν στον ελληνικό χώρο οι τάσεις του συμβολισμού και της βιεννέζικης Secession, του ιμπρεσιονισμού και του ντιβιζιονισμού, του φωβισμού και του κυβισμού.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο αυτό που είχε πει ο ο Γιάννης Τσαρούχης, που υπήρξε και μαθητής του γι αυτόν “Δεν υπήρξε κάποιος καλλιτέχνης της εποχής του που να μην τον έλαβε υπόψη του, είτε για να τον ακολουθήσει είτε για να τον πολεμήσει”.
Στα μάτια μας έχει κυριαρχήσει η εξιδανικευμένη εικόνα του Κωνσταντίνου Παρθένη, του ελληνοκεντρικού μοντερνιστή που τιμά στο έργο του την παράδοση από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο μέχρι τις μέρες μας. Λίγοι, ωστόσο, είναι αυτοί που γνωρίζουν πως η προσωπικότητα και η τέχνη του προκάλεσαν πολλαπλές αντιδράσεις, συγκρούσεις και ρήξεις στην εποχή του. Όπως κάθε δημιουργός που πιστεύει ακλόνητα και παθιασμένα στην ανάγκη ανανέωσης των εκφραστικών του μέσων, έτσι κι ο Παρθένης, αμφισβητήθηκε και εξυμνήθηκε όσο λίγοι μέσα στην πορεία της ζωής του.
“Ένας αληθινός καλλιτέχνης δεν πρέπει να ομοιάζει με κανέναν αλλον” πρέσβευε ο Κ. Παρθένης και εφάρμοζε απόλυτα τις απόψεις του μέσα από το έργο του.
Η ματιά του Γιώργου Κουτλή
Η θεατρική περφόρμανς του Γιώργου Κουτλή – που αποτελεί πρωτότυπη καλλιτεχνική παραγωγή που σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε με ανάθεση της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου– έλαβε χώρα μέσα στην Εθνική Πινακοθήκη, στον χώρο των περιοδικών εκθέσεων «Αντώνης Κομνηνός»,
που παρουσιάζεται η έκθεση “Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967), Η ιδανική Ελλάδα της ζωγραφικής του” και καταφέρνει κάτι εξαιρετικά σπάνιο, με τρόπο άμεσο και ουσιαστικό. Βάζει τον θεατή μέσα στο μυαλό ενός ιδιοφυούς καλλιτέχνη, τον κάνει συμμέτοχο των πνευματικών του διεργασιών, αλλά και της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.
Η παράσταση βασίζεται μέσα από το ιστορικό κείμενο του Ν. Γιοκαρίνη «Αι Εξομολογήσεις των: με τον κ. Κωνσταντίνον Παρθένην διά την παλαιάν και την νέαν τέχνην». Το κείμενο αυτό -αν και γράφτηκε ως πολεμική κριτική για τον Παρθένη από έναν δημοσιογράφο και πνευματικό άνθρωπο που έμελλε να υπηρετήσει τον ολοκληρωτισμό- ιδωμένο με μία σύγχρονη οπτική από τον ίδιο τον Γιώργο Κουτλή που επιμελήθηκε τη δραματουργική του επεξεργασία- αποδεικνύεται πολύτιμο, καθώς αποκαλύπτει το βαθύ ριζοσπαστικό πνεύμα του μεγάλου αυτού Έλληνα ζωγράφου. Χωρίς ύφος ακαδημαϊσμού, αλλά με λόγο απλό και προσιτό, εγείρει ζητήματα που αφορούν το διαχρονικό νόημα της αυθεντικής και ρηξικέλευθης καλλιτεχνικής δημιουργίας, την αμφιλεγόμενη κοινωνική θέση του καλλιτέχνη, τη συνεχή πάλη για αυτοπροσδιορισμό.
Η ερμηνεία του Γιάννη Τσορτέκη και η σύνθεση το Panu
Ο Γιάννης Τσορτέκης, στον ρόλο του Παρθένη, περιφέρεται μέσα στο εργαστήριο του, παίζει με τα χρώματά του, απαντά στις κατηγορίες των πολεμίων του, σκίζει τους καμβάδες του, πίνει ακόμη και το νερό που μόλις πριν λίγο έχει ξεπλύνει τα πινέλα του. Δίνει μία ερμηνεία με πολλές διακυμάνσεις, αρχικά πυρακτωμένη και εξωστρεφή και μετά πιο ήρεμη και εσωστρεφή και μας βάζει στην ταραγμένη του ψυχοσύνθεση. Ουσιαστικά ενσαρκώνει το μεγαλείο, την πνευματικότητα και τον δημιουργικό οίστρο του καλλιτέχνη που αναζητά τη σχέση του με το παρελθόν, καθώς και τον ρόλο του στην κοινωνία και στον σχεδιασμό του μέλλοντος.
“Είναι το πνεύμα μας που κάνει τη μίξη των χρωμάτων, το πνεύμα υπαγορεύει τι πρέπει να μπει από μπλε και μαύρο ώστε να φιλοτεχνηθεί ο νυχτερινός ουρανός. Ο μεγάλος κόπος δεν είναι η εκτέλεση ενός έργου, ο κόπος και ο μόχθος είναι η εργασία του νου…ο ζωγράφος γίνεται Θεός και δημιουργεί ” λέει επί σκηνής ο Γιάννης Τσορτέκης και με αυτά τα συγκλονιστικά λόγια ουσιαστικά διατυπώσει την ουσία της δημιουργίας του. Το δικαίωμά του να μην αντιγράφει απλώς τοπία, να μη βλέπει απλώς γύρω του, αλλά να νιώθει και να αποδίδει αυτά του τα συναισθήματα στον καμβά.
Αλλά η σκέψη του είναι τόσο βαθιά που προχωρεί και σε φιλοσοφικό επίπεδο λέγοντας… “Η ομορφιά και η ασχήμια δεν υπάρχουν παρά μονάχα στο μυαλό μας. Ένα άτομο μας που φάνηκε κάποτε όμορφο, μπορεί να μας φανεί άσχημο, όταν το φως που βγαινει από μέσα μας δεν πέφτει πια επάνω του. Δεν πρέπει να βλέπουμε μόνο με την όραση, ούτε να ζωγραφίζουμε μόνο με τα μάτια…”
Η δε ριζοσπαστικότητα του πνεύματος του γίνεται διακριτή όταν προτείνει να χτιστεί ένας ουρανοξύστης απέναντι από την Ακρόπολη. “Θα ήταν το αρμονικότερο πράγμα. Δίπλα στον Παρθενώνα. Το συμπλήρωμά του”. Και αυτό το συνδέει με τους προσφυγικούς συνοικισμούς που έγιναν χιλιάδες απάνθρωπες καλύβες. Ενώ με τους ουρανοξύστες, οι άνθρωποι αυτοί θα είχαν άνεση, αέρα και όλες τις ευκολίες που συγκεντρώνονται σε ένα μεγάλο οικοδόμημα.
Η μουσική σύνθεση του Panu είναι πραγματικά σπουδαία καταρχάς σαν σύλληψη και έδεσε απόλυτα αρμονικά με το σκηνικό χώρο που δημιούργησε Άρτεμις Φλέσσα. Πραγματικά αριστουργηματική η σύλληψη του να φεύγουν από τις χορδές του ανοιχτού -πιάνο με ουρά- άλλες χορδές υψωμένες και πιασμένες στο πάνω μέρος της σκηνής δημιουργώντας μία αόρατη λύρα *. Πάνω στο πιάνο ο ίδιος ο Pany παίζει με τις χορδές αυτές και είναι στιγμές που νομίζεις πως αγγίζει τις χορδές της ψυχής του Παρθένη.
Συμπέρασμα
“Ονειρεμένη Γη, μου ανήκεις” (Sognata Terra tu m’appartaments), είναι ο τίτλος της παράστασης αυτής γραμμένος στα ιταλικά. Και όντως η γη ανήκει στον Παρθένη. Και την κατέκτησε. Γιατί, όπως “απεικονίζεται” στο εμπνευσμένο τέλος της, τελικά χάθηκε μέσα στο λατρεμένο του αττικό φως.
Η παράσταση αυτή που με μαεστρία σκηνοθέτησε ο Γιώργος Κουτλής είναι βαθιά πολιτική, γιατί ανοίγει μία μεγάλη ουσιαστική συζήτηση για το τι τελικά σημαίνει Τέχνη, τι ελευθερία, αλλά και τι εστί αισθητική. Συνιστά επίσης μία ρωγμή, καθώς είναι μία από τις λίγες φορές που ένας χώρος σαν την Πινακοθήκη ανοίγει με αυτόν τον τρόπο μία άλλη επικοινωνία με το κοινό. Και είναι εξαιρετικά σημαντικό που η πρωτοβουλία αυτή έγινε αμέσως ανάρπαστη από το κοινό.