Ευρωπαϊκή ακροδεξιά: Η επανάληψη της ιστορίας ως τραγωδία
Η εκλογική ενίσχυση της ακροδεξιάς ανά την Ευρώπη μέσα στο 2022, έρχεται από το παρελθόν και προκαλεί αγωνία για το μέλλον
- 28 Δεκεμβρίου 2022 17:15
Το 2022 υπήρξε η χρονιά που η Ιταλία απέκτησε την πρώτη γυναίκα πρωθυπουργό στην ιστορία της. Η 45χρονη Τζόρτζια Μελόνι, επικεφαλής του δεξιού συνασπισμού που νίκησε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, με πολιτική καταγωγή από το φασιστικό Ιταλικό Κοινωνικό Κϊνημα, καταγράφει πλέον την μεγαλύτερη επιτυχία της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, η οποία ενισχύεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια, συμπαρασύροντας επί το δεξιότερον το σύνολο του πολιτικού πεδίου.
Στην Σουηδία η ανάδειξη των “Σουηδών Δημοκρατών” σε δεύτερη δύναμη και ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων καθώς στηρίζει, χωρίς να συμμετέχει, την κυβέρνηση συνεργασίας, είχε ήδη σημάνει “καμπανάκι συναγερμού” στους δημοκρατικούς πολίτες που έβλεπαν ένα κόμμα στενά συνδεδεμένο με τον σουηδικό ναζισμό να τετραπλασιάζει την δύναμή του από το 2010.
Είχαν, φυσικά, προηγηθεί οι γαλλικές προεδρικές εκλογές με την Μαρίν Λεπέν να αυξάνει για μία ακόμη φορά την δύναμή της, ξεπερνώντας το 40% και παγιώνοντας την εκλογική δύναμη της ακροδεξιάς στην γαλλική πολιτική σκηνή.
Οι επιτυχίες αυτές για την ευρωπαϊκή ακροδεξιά δεν ήρθαν ως κεραυνός εν αιθρία. Σε μία γηραιά ήπειρο που την τελευταία δεκαπενταετία βιώνει αλεπάλληλες κρίσεις, πολιτικά μορφώματα όπως “Τα αδέλφια της Ιταλίας” ή οι “Σουηδοί Δημοκράτες” καταφέρνουν να εκμεταλλευτούν την λαϊκή δυσαρέσκεια και να παρουσιαστούν ως σωτήρες μιας Ευρώπης τα παραδοσιακά κόμματα της οποίας -συνυπεύθυνα για την κατάσταση- αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις των καιρών.
Ένδοξο παρελθόν
Και αν αυτού του τύπου τα πολιτικά μορφώματα γιγαντώθηκαν μέσα στην οικονομική και την προσφυγική κρίση, ήδη από τις αρχές του αιώνα ή και νωρίτερα είχαν κάνει την εμφάνισή τους πολιτικοί σχηματισμοί που έμελε να παίξουν καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Στα καθ’ημάς, της εκλογικής “έκρηξης” των νεοναζιστών εγκληματιών της Χρυσής Αυγής είχε προηγηθεί το ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη, μεγάλο μέρος του οποίου συναντάμε πλέον στην ελληνική κυβέρνηση. Η Λεπενική Εθνική Συσπείρωση αποτελεί συνέχεια του Εθνικού Συναργερμού του πατρός Λεπέν, ενώ στην Ιταλία η Λέγκα, πρώην Λέγκα του Βορρά, υφίσταται στην κεντρική πολιτική σκηνή από τα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Η υποχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας και η σταδιακή ενσωμάτωσή της τα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η υποχώρηση του κοινωνικού κράτους, η οποία εντάθηκε με την οικονομική κρίση και η διεύρυνση των ανισοτήτων έστρωσαν το χαλί σε αυτό που ελπίζουμε ότι δεν θα αποδειχθεί η επανάληψη της ιστορίας ως τραγωδία.
Από κρίση σε κρίση
Η στροφή σε ακροδεξιά κόμματα υπήρξε αποκούμπι για όσους ανθρώπους της εργατικής τάξης θέλγονται από εύκολα ρητορικά σχήματα και που η Αριστερά είχε αποτύχει να προσελκύσει ή είχε απογοητεύσει.
Η προσφυγική κρίση ήρθε να προστεθεί στην οικονομική διευκολύνοντας ακόμη περισσότερο την ξενοφοβική και “νατιβιστική” ρητορική των ακροδεξιών κομμάτων που θέλουν κοινωνικό κράτος και ευκαιρίες μόνο για τους ιθαγενείς πληθυσμούς των χωρών τους. Το “αντιεμβολιαστικό κίνημα” που προέκυψε με την πανδημία της Covid-19 έθεσε ακόμη ένα βέλος στην φαρέτρα των ακροδεξιών, που βρήκαν και πάλι πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη θεωριών συνωμοσίας, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις -με προεξάρχουσα αυτή της Μελόνι- μεταφράστηκαν σε ψήφους.
Και ύστερα ήρθε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Είτε υπέρ του Πούτιν, είτε σφόδρα εναντίον, ανάλογα με το target group, η μανιχαϊστική προσέγγιση της ακροδεξιάς φαίνεται πως καταφέρνει να συσπειρώσει μεγαλύτερα ακροατήρια από το αντιπολεμικό κίνημα, αφού “όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας”.
Και τώρα;
Η ακροδεξιά στην Ευρώπη έχει καταφέρει εδώ και χρόνια να παίζει σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της ατζέντας. Αποτέλεσμα η εκλογική ενίσχυση τέτοιων σχηματισμών. Με τις κυβερνήσεις και τους διεκδικητές της εξουσίας να σέρνονται πίσω από αντιμεταναστευτικές πολιτικές και αμφιλεγόμενες τοποθετήσεις προσπαθώντας να διατηρήσουν την δύναμή τους “κλείνοντας το μάτι” στους δυνάμει ψηφοφόρους, τους στέλνουν όλο και πιο κοντά στους αυθεντικούς εκφραστές ακραία συντηρητικών θέσεων.
Ταυτόχρονα, βλέπουμε πως όσο πιο κοντά στην εξουσία βρίσκονται αυτά τα μορφώματα, τόσο “λειαίνουν” την ρητορική τους και δείχνουν να ενσωματώνονται στο πολιτικό σύστημα. Εμφανίζονται πιο ευρωπαϊκοί, πιο συναινετικοί και με λιγότερους βερμπαλισμούς.
Επί της ουσίας όμως δεν αλλάζει κάτι. Ήδη η ακροδεξιά έχει καταφέρει να εκμεταλλευτεί τις συνθήκες και να συμβάλει στην δημιουργία μιας Ευρώπης πιο φοβικής, πιο κλειστής, μίας Ευρώπης πιο διχασμένης. Φυσικά το αφήγημα περί “δύο άκρων” σε συνδυασμό με τον βαθύτατο αντικομμουνισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόνο αποτρεπτικά δεν λειτούργησαν σε αυτή την κατεύθυνση.
Η ακροδεξιά, που μέχρι πρότινος εμφανιζόταν ως μία δύναμη που στέκεται απέναντι στην “συστημική” πολιτική της Ε.Ε., έχει την ευκαιρία να συνεχίσει, “από τα μέσα” πλέον, να προωθεί τις θέσεις της με τις -όποιες- ευρωπαϊκές αξίες να υποχωρούν μπροστά στο μικροπολιτικό όφελος εκείνων που υποτίθεται πως τις εκφράζουν.
Και αυτό θα συμβαίνει σε βάρος της ευρωπαϊκής συνοχής, των ανθρωπιστικών αξιών και -στην τελική- των ίδιων των ευρωπαίων πολιτών.