Άγγελος Βαρβαρούσης: Αποτουρισμός – Από τη μονοκαλλιέργεια της ξαπλώστρας στις ποικίλες μορφές της λιτής αφθονίας

Άγγελος Βαρβαρούσης: Αποτουρισμός – Από τη μονοκαλλιέργεια της ξαπλώστρας στις ποικίλες μορφές της λιτής αφθονίας
istock

Ο ερευνητής στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, Άγγελος Βαρβαρούσης αναρωτιέται αν είναι βιώσιμο ο τουρισμός να αποτελεί τη μοναδική αναπτυξιακή διέξοδο μιας χώρας και με τι κόστος.

Το 2022, η Ελλάδα ήταν ο «μεγάλος νικητής» στην ευρωπαϊκή αλλά και διεθνή κούρσα της προσέλκυσης τουριστών, αφού η Κρήτη ανταγωνίζεται ευθέως τη Μαγιόρκα και τα νησιά του Αιγαίου, συνολικά, ξεπέρασαν τις Βαλεαρίδες Νήσους σε κρατήσεις. Η Ελλάδα διαθέτει, σύμφωνα με το γερμανικό δίκτυο RND, το πιο ποιοτικό «τουριστικό προϊόν» στη Μεσόγειο, πάνω από την Ιταλία και την Ισπανία. Ταυτόχρονα, στον απόηχο των παραπάνω διθυραμβικών δημοσιευμάτων, ανακοινώνεται η νέα πρωτοβουλία «Athens. The city is the museum», αποτέλεσμα της κοινοπραξίας του Υπουργείου Τουρισμού, του Δήμου Αθηναίων και της Google, που στοχεύει στη διεύρυνση του τουρισμού σε κάθε γωνιά της πόλης.

Παράλληλα με όλα αυτά, πολλοί Έλληνες και πολλές Ελληνίδες, περίπου το 50% σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών, θα θυμούνται το 2022 ως την πρώτη χρονιά που δεν μπόρεσαν να πάνε καθόλου διακοπές ή ως τη χρονιά που τελικά, με πολλές δυσκολίες, κατάφεραν να πάνε κάπου αλλά πολύ σύντομα κατάλαβαν πως αυτό το «κάπου» δεν τους χωρά πια, είτε λόγω ακρίβειας είτε λόγω της αφόρητης πολυκοσμίας. Άλλοι πάλι, ιδίως οι κάτοικοι της Αθήνας και των άλλων city-break προορισμών, θα θυμούνται το 2022 ως τη χρονιά που τους εκδίωξαν από το σπίτι που νοίκιαζαν για να το μετατρέψουν σε «Airbnb» ή ως τη χρονιά που αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο γονεϊκό σπίτι λόγω της δυσκολίας όλο και μεγαλύτερων μερίδων του ελληνικού πληθυσμού να αποκτήσουν στεγαστική αυτονομία. Η μεγάλη «νίκη» της Ελλάδας για το 2022 σε ότι αφορά στην τουριστική ανάπτυξη, συνδυάστηκε με την ένταξη της χώρας, για πρώτη φορά στην ιστορία, στην έβδομη θέση του Annual Global Retirement Index του Forbes, το οποίο αποτελείται από ένα κλειστό γκρουπ δέκα χωρών που είναι κατάλληλες για την πρόωρη συνταξιοδότηση των Αμερικανών πολιτών. Και εάν κανείς αναρωτιέται για τον ενδεχόμενο αντίκτυπο μιας τέτοιας «επιβράβευσης», δεν έχει παρά να μελετήσει τα αποτελέσματα που ήδη έχει στην πρώτη στη λίστα Πορτογαλία όπου κεντρικές γειτονιές της Λισαβόνας και του Πόρτο έχασαν το 95% του ντόπιου πληθυσμού τους μέσα σε λίγα μόλις χρόνια.

Είναι πλέον σαφές σε όλους μας πως το νέο οικονομικό μοντέλο της Ελλάδας είναι βασισμένο σχεδόν αποκλειστικά στον τουρισμό, ο οποίος ταυτόχρονα αποτελεί την ιερή αγελάδα της δημόσιας διαβούλευσης, καθώς οποιαδήποτε αμφισβήτησή του ισοδυναμεί με εθνική προδοσία. Έτσι, η συζήτηση δεν γίνεται με πολιτικούς όρους καθώς δεν περιλαμβάνει το εάν αυτήν η κατεύθυνση είναι σωστή και κοινωνικά επωφελής, αλλά περιορίζεται στο πώς θα μπορέσει να γιγαντωθεί όλο και περισσότερο η τουριστική ανάπτυξη ενώ, στην καλύτερη περίπτωση, περιλαμβάνει και κάποια πιο ποιοτικά στοιχεία όπως το τι είδους τουρίστες θέλουμε να προσελκύσουμε ή πώς μπορεί η ανάπτυξη αυτή να συμβαδίσει με την περιβαλλοντική βιωσιμότητα και τη διατήρηση των ιδιαίτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών των προορισμών. Είναι όμως στα αλήθεια βιώσιμο ο τουρισμός να αποτελεί τη βασική, αν όχι μοναδική, αναπτυξιακή διέξοδο μιας ολόκληρης χώρας; Με τι κόστος;

Στο παρόν άρθρο το επιχείρημά είναι πως μια τέτοια προσέγγιση είναι στην καλύτερη περίπτωση μυωπική και στη χειρότερη υποκριτική. Η μελέτη τόσο της διεθνούς όσο και της εγχώριας εμπειρίας δείχνει πως η ξέφρενη τουριστική ανάπτυξη, όποια μορφή και αν πάρει, θα είναι μονάχα επιζήμια για τη χώρα -το περιβάλλον και τον πολιτισμό της- ενώ θα οδηγήσει σε ολοένα και μεγαλύτερες κοινωνικές ανισότητες και κοινωνική απορρύθμιση, καθώς τα όποια οφέλη της είναι ασήμαντα μπροστά σε αυτά που θυσιάζονται στον βωμό της. Τέλος, προτείνω τον αποτουρισμό, ο οποίος είναι ο περιορισμός, ρύθμιση και ένταξη του τουριστικού φαινομένου σε ένα ολοκληρωμένο πλάνο οικονομικού και χωρικού σχεδιασμού, με έμφαση στη διαποικίληση της ανάπτυξης, ως την πιο εύφορη εναλλακτική στον παραπάνω μονόδρομο. Στόχος του αποτουρισμού δεν είναι απλά η αντιμετώπιση των επιπτώσεων του υπερτουρισμού αλλά και η αναζήτηση νέων βιώσιμων μορφών κοινωνικής ευημερίας.

Ας δούμε όμως πώς ο τουρισμός έφτασε να αποτελεί τη «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας. Σε αντίθεση με μια αφήγηση που κυκλοφορεί ευρέως στα ελληνικά ΜΜΕ, η οποία προσπαθεί να παρουσιάσει το φαινόμενο ως ένα ελληνικό επίτευγμα των κυβερνήσεων της τελευταίας δεκαετίας, η στρατηγική και δομική σύζευξη του τουρισμού με την καπιταλιστική ανάπτυξη, είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που επιταχύνθηκε και ολοκληρώθηκε ως αντίδοτο στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Τότε, στον απόηχο της κατάρρευσης των τιμών των ακινήτων και της ανάπτυξης, ο τουρισμός αποτέλεσε στρατηγική επιλογή του παγκόσμιου κεφαλαίου για την αναθέρμανση του real estate και της οικονομίας, μετατρέποντας τη βιομηχανία του τουρισμού από ένα ακόμα εργαλείο καπιταλιστικής ανάπτυξης σε κεντρική αιχμή της συνολικής αρχιτεκτονικής του (Murray 2015). Αυτό συνέβη κυρίως με δύο τρόπους. Από τη μια πλευρά, υπήρξε η στρατηγική άρση όλων των γραφειοκρατικών και φορολογικών περιορισμών που σχετίζονται με τον τουρισμό και από την άλλη, ο τουρισμός αποτέλεσε σημαντικό πεδίο της ψηφιακής στροφής του συστήματος, το οποίο επενδύοντας στα data προσπάθησε να μετριάσει τις απώλειες που μετρούσε στο πεδίο της υλικής παραγωγής (Fletcher et al 2019).

Η άρση των περιορισμών έγινε κεντρικά και καθολικά κατόπιν σύστασης του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού (UNWTO), ο οποίος, ήδη από το 2009, στο υπόμνημά του με τίτλο «Ο δρόμος για την ανάκαμψη» καλούσε τις κυβερνήσεις να άρουν όλα τα μέτρα που πιθανόν να δυσκόλευαν την τουριστική ανάπτυξη. Η ψηφιακή στροφή του συστήματος έγινε στο πεδίο του τουρισμού κυρίως μέσα από το φαινόμενο του «καπιταλισμού της πλατφόρμας» και το καθεστώς των βραχυχρόνιων μισθώσεων που, χρησιμοποιώντας ήδη υπάρχουσες υποδομές (ιδιωτικές κατοικίες και γαίες), κατόρθωσαν σε πάρα πολύ βραχύ χρονικό διάστημα να επεκτείνουν δραματικά τις τουριστικές εμπορευματικές μεθορίους σε τόπους, εντός και εκτός των πόλεων, που μέχρι πρότινος ήταν έξω από τις τουριστικές ροές. Φυσικά, η επέκταση αυτή ακολουθήθηκε από μεγαλύτερες επενδύσεις οι οποίες πάτησαν πάνω σε αυτές τις, αρχικά, πιο πειραματικές νέες χαρτογραφήσεις των τουριστικών προορισμών.

Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε το φαινόμενο του υπερτουρισμού το οποίο πλέον πλήττει μια σειρά από τόπους σε όλον τον πλανήτη, συμπεριλαμβανομένων και των πιο “απίθανων” προορισμών όπως είναι το Έβερεστ, οι κοραλλιογενείς ύφαλοι του Ειρηνικού, ή το Γαϊδουρονήσι. Οι συνέπειες του υπερτουρισμού είναι ποικίλες και πολύ καλά ερευνημένες ήδη πριν από την εμφάνιση του όρου. Ενδεικτικά αναφέρονται η περιβαλλοντική υποβάθμιση και η μόλυνση, η εξάντληση των πόρων λόγω της ασύμμετρης κατανάλωσής τους μέσα στο έτος, η απώλεια βιοποικιλότητας και ο αφανισμός σπάνιων ειδών, η αύξηση των ανισοτήτων και ο εκτοπισμός των ντόπιων, ο παραμερισμός της δημοκρατίας και η απομάκρυνση του κέντρου των αποφάσεων, η απώλεια της παραδοσιακής γνώσης και των τοπικών τεχνικών και τελικά η πολιτισμική ισοπέδωση μέσω της πρόσδεσης σε μια κομφορμιστική παγκοσμιοποίηση. Με λίγα λόγια, ο (υπερ)τουρισμός καταστρέφει το ίδιο το αντικείμενο του πόθου του, όπως πολύ εύστοχα είχε επισημάνει εδώ και χρόνια ο John Urry (1990). Ιδιαίτερα όταν μιλάμε για φαινόμενα υπερτουρισμού εκτός των χωρών του παγκόσμιου Βορρά, σε χώρες «δεύτερης ταχύτητας» σχετικά με το επίπεδο της οικονομίας τους, οι παραπάνω συνέπειες εντείνονται ακόμα περισσότερο, δημιουργώντας συνθήκες νέο-αποικισμού (Mowforth and Munt 2016).

Γιατί λοιπόν να επιθυμούμε μια τέτοια ανάπτυξη για την Ελλάδα και τι άλλο μπορούμε να κάνουμε εκτός από να αναπτυχθούμε τουριστικά;

Τα προβλήματα του υπερτουρισμού δεν είναι άγνωστα στους πολιτικούς και στους ιθύνοντες για τον σχεδιασμό του νέου αυτού οικονομικού μοντέλου της χώρας, κατά τον ίδιο τρόπο που η κλιματική κρίση δεν είναι άγνωστη στους παγκόσμιους ηγέτες. Ωστόσο, οι απαντήσεις που δίνονται σε αυτά τα προβλήματα, οι οποίες περιστρέφονται γύρω από τις ιδέες του βιώσιμου τουρισμού, του οικοτουρισμού, του αργού τουρισμού κ.ο.κ., είναι το ίδιο αναποτελεσματικές και προβληματικές όσο και η γενικότερη ιδέα της επίλυσης της κλιματικής κρίσης με περισσότερη “πράσινη ανάπτυξη”. Όλα τα προαναφερθέντα είδη εναλλακτικού τουρισμού, παρά τα σημαντικά σημεία που αναδεικνύουν, επικεντρώνονται στη μεταστροφή της συμπεριφοράς του ατόμου ή, στην καλύτερη περίπτωση, στην προσέλκυση άλλου είδους τουριστών -πιο εύπορων, κάτι που τελικά εντείνει ακόμα περισσότερο κάποιες από τις πλευρές του προβλήματος (π.χ. εκτοπισμός), ενώ αποτυγχάνει να συλλάβει και να διευθετήσει τα δομικά προβλήματα που έχει η καπιταλιστική τουριστική ανάπτυξη, όπως τα αναλύσαμε παραπάνω.

Ο αποτουρισμός, σε αντίθεση με τα παραπάνω, αλλά και με το αφοριστικό κίνημα του αντιτουρισμού που στρέφεται ενάντια στους τουρίστες και όχι ενάντια στο σύστημα που παράγει τον υπερτουρισμό, το οποίο και βλέπουμε να μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο στην Ευρώπη, προτείνει μια οργανωμένη έξοδο από την τουριστική μονοκαλλιέργεια, μέσω μιας πολυδιάστατης οικονομίας και μιας πολυεπίπεδης στρατηγικής σταδιακής αποσύζευξης του τουρισμού και της κινητικότητας από τον μοναδικό στόχο της οικονομικής μεγέθυνσης. Κατά αυτόν τον τρόπο, αποτελεί μια ιδιαίτερη αιχμή του συνολικότερου αιτήματος για βιώσιμη από-ανάπτυξη. Η στρατηγική του αποτουρισμού θα μπορούσε να αρθρωθεί σε τρία διακριτά επίπεδα τα οποία αλληλοτροφοδοτούνται και δεν μπορούν να λειτουργήσουν από μόνα τους.

Στο πρώτο επίπεδο βρίσκεται μια συλλογική προσπάθεια αναστοχασμού και επαναπροσδιορισμού του τι είναι καλή ζωή, πέρα από τον καταναλωτισμό και τον διαρκή αγώνα για περισσότερη δύναμη και εξουσία. Αυτή η προσπάθεια περνά απαραίτητα μέσα από αναγνώριση των τοπικών μας ιδιαιτεροτήτων, την (επανα)σύνδεση με την ιστορία και τον πολιτισμό μας, καθώς και με τα πιο δημιουργικά και θετικά στοιχεία που έχουν προκύψει μέσα από τη σύνδεση του τοπικού με το παγκόσμιο. Μόνο μέσα από τη δημιουργία νέων αφηγήσεων και προτύπων λιτής αφθονίας και ευημερίας μπορούμε να επιτύχουμε μια ευρεία, δίκαιη και συμπεριληπτική πορεία που να συμβαδίζει με την ανάγκη για πιο συνετή διαχείριση των περιβαλλοντικών πόρων που επιτάσσει η κλιματική κρίση.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, θα πρέπει να εξεταστεί ένα στρατηγικό πλάνο αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας που να είναι ποικίλο και συμβατό, τόσο με τα γεωγραφικά, πολιτισμικά και οικονομικά χαρακτηριστικά της χώρας, όσο και με την παραπάνω νέα αφήγηση της καλής ζωής. Για παράδειγμα θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε την αρχιπελαγική φύση της χώρας μας, όχι απλά προσθέτοντας νέους κόμβους τουριστικής ανάπτυξης στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη, αλλά αξιοποιώντας τον πλούτο και την ποικιλία που αυτή η γεωγραφία προσφέρει σε φυσικούς πόρους, τεχνικές και τρόπους ζωής. Θα πρέπει να επενδύσουμε σε μορφές παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας που να είναι κατάλληλες για το μεσογειακό και δη νησιωτικό τοπίο. Θα πρέπει να ενισχύσουμε τις συμμετοχικές διαδικασίες του χωρικού και οικονομικού σχεδιασμού ώστε να προωθηθεί η κοινωνική καινοτομία και να ενδυναμωθούν οι τοπικές κοινότητες. Θα πρέπει να διερευνηθούν τα αίτια της υπεραστικοποίησης και να σχεδιαστούν βιώσιμες μορφές επιστροφής των νέων στην ύπαιθρο και στα νησιά. Μόνο μέσω μιας ισόρροπης πληθυσμιακής ανάπτυξης μπορούμε να έχουμε ποικίλες οικονομίες και να αποφύγουμε την τουριστική μονοκαλλιέργεια. Τέλος, θα πρέπει να επανεξετάσουμε τις εδαφικές δικτυώσεις και συνολικά τη γεωπολιτική κατεύθυνσης της χώρας, ενισχύοντας ενδεχομένως αυτό που ο Λατούς (2008) ονόμασε «μεσημβρινή συμμαχία», εννοώντας μια καλύτερη διασύνδεση των χωρών της Μεσογείου.

Σε ένα τρίτο και τελευταίο επίπεδο, ο αποτουρισμός περιλαμβάνει τη θέσπιση μια σειράς μέτρων που μπορούν να ρυθμίσουν με νέους όρους το φαινόμενο που συνειδητά απορρυθμίστηκε όπως είδαμε παραπάνω μετά το 2008. Η λίστα με αυτές τις ρυθμίσεις είναι μακρά και πρέπει να σχηματιστεί μέσα από ευρεία διαβούλευση και μελέτη άλλων τέτοιων προσπαθειών παγκοσμίως. Ενδεικτικά, ωστόσο, αναφέρω τη θέσπιση απόλυτων ορίων στην τουριστική προσέλευση ανά περιοχή, την προστασία των κοινών και του δικαιώματος ελεύθερης πρόσβασης στις ακτές, στα δάση κ.ο.κ., την προώθηση εναλλακτικών συνεργατικών πλατφορμών έναντι του καπιταλισμού της πλατφόρμας που θα επιστρέφουν στις τοπικές κοινωνίες κομμάτι των κερδών τους, τη φορολόγηση της ρύπανσης και των κενών κατοικιών σε τουριστικούς προορισμούς, την εφαρμογή μέτρων που θα διασφαλίζουν την ποιότητα ζωής στους επαγγελματίες που ασχολούνται με μη τουριστικά επαγγέλματα σε τουριστικές περιοχές (π.χ. δασκάλους, επαγγελματίες υγείας, τεχνικούς κ.λπ.), τη θέσπιση κινήτρων για διακοπές σε κοντινά μέρη και για τη χρήση πιο βιώσιμων τρόπων μετακίνησης κ.ά.

Δεν είναι εύκολα τα παραπάνω, έχουμε όμως άλλη επιλογή;

Βιβλιογραφικές αναφορές:

Fletcher, R., Murray Mas, I., Blanco-Romero, A., & Blázquez-Salom, M. (2019). Tourism and degrowth: an emerging agenda for research and praxis. Journal of Sustainable Tourism, 27(12), 1745-1763.

Λατούς, Σ. (2008). Το στοίχημα της αποανάπτυξης. Αθήνα: Βάνιας

Mowforth, M., & Munt, I. (2016). Tourism and sustainability: Development, globalisation and new tourism in the Third World (4th ed.). London: Routledge.

Murray, I. (2015). Capitalismo y turismo en Espana: Del “milagro economico” a la “gran crisis”. Barcelona: Alba Sud Editorial.

Urry, J. (1990). The tourist gaze. London: Sage Publications

Ο Άγγελος Βαρβαρούσης είναι ερευνητής στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος Degrowth: Ecology, Economics and Policy – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #8», που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα