Νέες ταινίες: Στο “Inside” ο Γουίλεμ Νταφόε μένει Μόνος στο Σπίτι
Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 14 Μαρτίου 2023 00:00
To “Creed III” του Μάικλ Μπ. Τζόρνταν άνοιξε την περασμένη εβδομάδα πετυχαίνοντας το καλύτερο άνοιγμα αθλητικής ταινίας στο αμερικάνικο box office, ενώ στην Ελλάδα ξεπερνώντας τα 30.000 εισιτήρια βάζει στόχο τις επιδόσεις του προηγούμενου σίκουελ της σειράς, αρκεί να δούμε τι word of mouth θα δημιουργήσει.
Από τα οσκαρικά θεάματα, τα “Πνεύματα του Ινισέριν” συνεχίζουν καλά έστω κι αν όχι εντυπωσιακά (ξεπέρασαν επίσης τις 30.000 εισιτήρια), ενώ το “Tar” πλησιάζοντας πια τις 60.000 εισιτήρια ενδέχεται να καταφέρει ξεπεράσει την “Κβαντομανία” της Marvel, ένα απλά εκπληκτικό ενδεχόμενο. Η ταινία διαγωνίζεται στα Όσκαρ την Κυριακή– θα καταφέρει η Κέιτ Μπλάνσετ να το πάρει από την Μισέλ Γέο;
Οι ταινίες της εβδομάδας:
Inside
(Βασίλης Κατσούπης, 1ω45λ)
3 / 5
Ένας κλέφτης έργων τέχνης εισβάλει σε εντυπωσιακό διαμέρισμα ενός απόντα πλουσίου με σκοπό να κλέψει πανάκριβους πίνακες. Όμως κάτι πάει στραβά και βρίσκεται αποκλεισμένος στο ερμητικά κλειστό διαμέρισμα, το οποίο έχει στόχο να μην αφήσει κανέναν να αποδράσει από μέσα του, παρά το αντίθετο. Τι κάνεις όταν σταδιακά τα τρόφιμα τελειώνουν, οι κλιματικές συνθήκες στρέφονται εναντίον σου, και το μόνο που απομένει είναι ακίνητα κομμάτια τέχνης κρεμασμένα στους τοίχους, σα να σε κοροϊδεύουν;
Ο Βασίλης Κατσούπης (“Ο Φίλος Μου ο Larry Gus”) στην πρώτη του φιξιόν μεγάλου μήκους ταινία εκτελεί με επιτυχία ένα παράτολμο και φιλόδοξο σχέδιο, μια ιδέα δύσκολη και απαιτητική που ζητά από τον θεατή να μείνει μέσα στο ίδιο διαμέρισμα-φυλακή και να παρακολουθήσει έναν άνθρωπο να τρελαίνεται και έναν (ασφυκτικό) κόσμο να καταστρέφεται, κομμάτι κομμάτι. Είναι τα πάντα αρκετά αόριστα και δίχως context ώστε οι θεατής να μπορούν να χτίσουν την δική τους αλληγορική διάσταση σε αυτό το κομμάτι καταστροφής που παρακολουθούμε: Για έναν αδιέξοδο, αποπνικτικό κόσμο όπου η σπουδαία τέχνη μοιάζει απλά με διακόσμηση ή –πιο πρακτικά– με απλά εργαλεία πρακτικής επιβίωσης. Και άρα για το πώς η τέχνη επανανοηματοδοτείται αναλόγως αναγκών, αλλά ακόμα και μέσα από την ίδια της την καταστροφή.
Ο Κατσούπης κινείται σε έναν περιορισμένο μεν, εντυπωσιακό και φαινομενικά αχανή δε, χώρο, και το πείραμα του πετυχαίνει. Μαζί με τον σεναριογράφο Μπεν Χόπκινς, ξέρουν πώς να δομήσουν κάτι φαινομενικά μονοκόμματο, τόσο χωροταξικά όσο και αφηγηματικά. Ο φυσικός χώρος στον οποίο κινείται ο πρωταγωνιστής αποκαλύπτει νέες πτυχές του κατά τη διάρκεια της περιπέτειας, ενώ το μοτίβο κυκλικής επανάληψης κουράζει μεν σε σημεία, αλλά από την άλλη επιτρέπει στην ταινία να αναπτύξει μια αίσθηση κρεσέντου προς το ενδιαφέρον φινάλε, και μέσα από επιμέρους set pieces με μπόλικες ιδέες και ορμή– παρά τον εγκλεισμό.
Μέσα σε όλα αυτά, ο Γουίλεμ Νταφόε, ένας από τους σημαντικότερους, και πιο γενναιόδωρους ηθοποιούς της κλάσης του, παίρνει έναν από αυτούς τους ρόλους-όνειρο πολλών ηθοποιών και ξεχύνεται. Όλη η ταινία βρίσκεται πάνω του κι είναι στη δική του ευχέρεια το πώς χτίσει ερμηνευτικά αυτή τη διαδρομή ενός άντρα προς κάποιο είδος τρέλας. Το αποτέλεσμα περιέργως δεν είναι πάντα η καλύτερη δουλειά του όμως έχει μεμονωμένες στιγμές απολαυστικών highlights που καταφέρνουν να ζουν στο σύνορο της κωμωδίας με το θρίλερ. (Ας πούμε πως όταν ανοίγετε το ψυγείο σας θα ακούτε κάτι πολύ συγκεκριμένο πλέον στο κεφάλι σας, κάτι που by the way υπογραμμίζει πιο ξεκάθαρα από οτιδήποτε άλλο την ελληνικότητα του φιλμ.)
Στο τέλος της μέρας, το “Inside” ενώ θα άντεχε ένα καλό σφίξιμο και μια κάποια εστίαση (τόσο θεματική όσο και σε επίπεδο αφήγησης), πετυχαίνει κάτι από μόνο του εντυπωσιακό. Είναι μια ταινία απομόνωσης που καταφέρνει να κάνει την απομόνωση να μοιάζει με –ασφυκτική, ναι, και απεγνωσμένη– περιπέτεια, με τον Κατσούπη να επιχειρεί κάτι το θαυμαστά δύσκολο στην πρώτη του φιξιόν ταινία και, λίγο ως πολύ, να του βγαίνει το στοίχημα.
Scream VI
(Ματ Μπετινέλι-Όλπιν, Τάιλερ Γκίλετ, 2ω3λ)
3 / 5
Ένα χρόνο μετά τα γεγονότα του “Scream” (και 27 χρόνια μετά τα γεγονότα του “Scream”) (η περσινή πέμπτη ταινία του franchise είχε για κάποιο λόγο ακριβώς ίδιο τίτλο με το ορίτζιναλ του ‘96, ενώ η αρίθμηση επανέρχεται στη νέα ταινία), οι αδερφές Σαμ και Τάρα Κάρπεντερ ζουν πλέον στη Νέα Υόρκη και η δράση του franchise μετακομίζει μαζί τους, για πρώτη φορά μακριά από το Γούντσμπορο. Αυτή τη φορά, υπάρχει κάτι διαφορετικό στο πώς κινείται και πώς λειτουργεί ο νέος Ghostface, που κλασικά αρχίζει ξανά να απειλεί μέσα από μια σειρά φόνων. Κι η διαφορά δεν έχει να κάνει μόνο με την αλλαγή σκηνικού.
Αν κάτι φαινόταν στην προηγούμενη ταινία του franchise, την πρώτη που δημιουργήθηκε δίχως τους Κέβιν Γουίλιαμσον και Γουές Κρέιβεν στο τιμόνι, ήταν το πώς εκφραζόταν στην πράξη του βάρος της κληρονομιάς αυτών των εμβληματικών ταινιών τρόμου. Ο meta σχολιασμός και η συναίσθηση των ηρώων πως πρωταγωνιστούν σε ταινία, άλλαξε για πάντα τους κανόνες και ουσιαστικά έγινε το νέο κλισέ. Μια ταινία “Scream” που εκμοντερνίζεται σχολιάζοντας τις τάσεις αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό, δεν είναι πλέον κάτι το ανατρεπτικό– ειδικά από τη στιγμή που το υποτιμημένο, θαυμάσιο “Scream 4” το είχε κάνει ξανά πριν μια δεκαετία, εξετάζοντας με κυνισμό και μια κάποια απέχθεια τον ίδιο του τον εαυτό, την ίδια του την κληρονομιά.
Το “Scream” του ‘22 έφερε νέα πρόσωπα στη σειρά αλλά δεν είχε κάτι αληθινά φρέσκο να προτείνει στο τι είναι πλέον αυτές οι ταινίες και γιατί υπάρχουν. Το “Scream VI” αντιθέτως, αντί να προσπαθεί να υπακούει με απόλυτη αυστηρότητα στους κανόνες μιας “Scream”-ταινίας, παραδέχεται πως κάτι τέτοιο πλέον δεν έχει νόημα, και πετάει το βιβλίο των κανονισμών στα σκουπίδια. Καλώς ή κακώς, είναι η πιο «κανονική» από αυτές τις ταινίες, αυτή που αναγκάζει λιγότερο τον εαυτό της να Είναι Κάτι.
Το νέο σκηνικό δίνεις στο καλό σκηνοθετικό δίδυμο την ευκαιρία να δώσουν μια δική τους πλέον στάμπα, και το καταφέρνουν. Αυτή τη φορά ο Ghostface μοιάζει πιο τρομακτικός και ασταμάτητος μπαμπούλας από ποτέ. Πιο δυνατός, πιο απειλητικός, πιο βίαιος. Οι θάνατοι είναι γεμάτοι αίμα και οι μαχαιριές διαδέχονται η μία την άλλη με τρομακτική ταχύτητα. Εδώ δεν έχουμε πια αλληγορικά meta καρτούν ως απειλή, αλλά κάτι φαινομενικά πιο τραχύ.
Ήδη από την (πολύ καλή) εναρκτήρια σεκάνς, ακόμα κι από το πώς καθυστερεί να πέσει ο ίδιος ο τίτλος της ταινίας, το κλίμα είναι κάπως σαφές: Ταινίες; Ποιες ταινίες; Ακόμα με αυτά θα ασχολούμαστε; Το σινεμά φυσικά και είναι πανταχού παρόν και πάλι αλλά αυτή τη φορά με έναν τρόπο πένθιμο, μακάβριο, και καθόλου παιχνιδιάρικο. Τα κομμάτια του παρελθόντος βρίσκονται συγκεντρωμένα σε ένα κυριολεκτικό σινεμά-μαυσωλείο, κι από την μεγαλειώδη προβολή του “Stab” στο ξεκίνημα του “Scream 2” τώρα βρισκόμαστε μπροστά σε μια άλλη μεγάλη οθόνη, ξεσκισμένη, σαν κουρέλι.
Κυνισμός και ωμότητα σε μια εποχή όπου το meta έχει πλέον τερματιστεί, και όπου το σινεμά και το ίδιο το κοινό βρίσκονται μπροστά σε κάποια μορφή αδιεξόδου; Τι “Scream” μπορεί να έχει αυτή η εποχή; Ένα “Scream” όπου η ανατροπή γίνεται προς την κατεύθυνση πλέον όχι μιας όλο και πιο εξεζητημένης πραγματικότητας, αλλά μιας πιο απλής, πιο παλιομοδίτικης. Μια κατεύθυνση που στηρίζεται από μια δυνατή σχέση ανάμεσα στις κεντρικές ηρωίδες (η Μελίσα Μπαρέρα του “In the Heights” κι η Τζένα Ορτέγα του “Wednesday” δεν φοβούνται το σκοτάδι τους) αλλά και μερικές φανταστικές ιδέες για σκηνές δράσης που στήνουν οι σκηνοθέτες: Μια αγωνιώδης σκηνή επιβίωσης ανάμεσα σε αντικριστά διαμερίσματα ή μια εκπληκτική σεκάνς αγωνίας στα βαγόνια του μετρό– το ξεκάθαρο highlight της ταινίας.
Με έναν παράδοξο τρόπο, το “Scream VI” ανανεώνει ουσιαστικά τη σειρά, κάνοντάς την να μοιάζει πιο συνηθισμένη. Ίσως σε ένα meta-meta επίπεδο, αυτό να είναι που έχουν οι πάντες ανάγκη αυτή τη στιγμή.
Αρκούδες Δεν Υπάρχουν
(“No Bears / Khers Nist”, Τζαφάρ Παναχί, 1ω46λ)
4 / 5
Σε ένα χωριό κοντά στα σύνορα του Ιράν με την Τουρκία, ο Τζαφάρ Παναχί σκηνοθετεί μια ταινία από το λάπτοπ του, κάτι που παρουσιάζει τα δικά του πρακτικά προβλήματα όταν ο σκηνοθέτης διαπιστώνει πως δεν υπάρχει καν σήμα ίντερνετ. Ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα θα προκύψουν στην πορεία, καθώς ο Παναχί (παίζοντας μια εκδοχή του εαυτού του στα όρια μυθοπλασίας και πραγματικότητας) θα μπλεχτεί με τις παραδόσεις και τις οπισθοδρομικές αντιλήψεις των ντόπιων, σε μια προσπάθειά του να καταλάβει και να καταγράψει την πραγματικότητα.
Ίσως η πιο θυμωμένη και ωμή από τις θαυμάσιες meta ταινίες του Τζαφάρ Παναχί, ο οποίος έχοντας υπάρξει σε κατ’οίκον περιορισμό επί σειρά ετών (και πρόσφατα φυλακισμένος από το καθεστώς στο Ιράν) έχει δημιουργήσει ένα εντυπωσιακό σύνολο έργου το οποίο αρνείται να καταγραφεί απλουστευτικά ως αλήθεια ή φιξιόν. Εδώ ο Παναχί αναρωτιέται για τον δικό του ρόλο σε αυτό τη συνεχιζόμενη καλλιτεχνική περιπέτεια, την ώρα που σε ένα άλλο επίπεδο το φιλμ του λειτουργεί ως μια γενικότερη σπουδή πάνω στη φύση των συνόρων και των ορίων.
Ακόμα και το σύνορο ανάμεσα στις τάξεις μεγεθών τίθεται υπό αμφισβήτηση, καθώς ο Παναχί συναντά σε αυτό το μικρό χωριό τις ίδιες συμπεριφορές καταπίεσης, οπισθοδρόμησης και ελέγχου που τον έχουν οδηγήσει σε μια διαρκή αναζήτηση καταφυγίων ή/και απόδρασης. Έτσι και εδώ, από «καλός κύριος» στο διασκεδαστικό πρώτο μέρος του φιλμ εξελίσσεται σε επίκεντρο μιας πολλαπλών επιπέδων και ερμηνειών τραγωδίας. Βραβείο στο φεστιβάλ Βενετίας για ένα ακόμα σημαντικό κεφάλαιο ενός αληθινά σπουδαίου και αναγκαίου συνόλου έργου, από έναν σκηνοθέτη που δουλεύει όπως κανείς άλλος.
Έχω Ηλεκτρισμένα Όνειρα
(“Tengo Sueños Eléctricos / I Have Electric Dreams”, Βαλεντίνα Μορέλ, 1ω42λ)
2.5 / 5
Η 16χρονη Εύα ζει με τη μητέρα και την αδερφή της, όμως ο διακαής της πόθος είναι να μετακομίσει με τον αποξενωμένο πατέρα της. Θα προσκολληθεί σε αυτόν όσο εκείνος περνά μια δεύτερη εφηβεία καθώς η ίδια θα ακολουθήσει θέλοντας και μη μια διαδρομή σκληρής ενηλικίωσης που περνά από την νεανική τρυφερότητα στην ενήλικη ωμότητα. Τίμιο δράμα ενηλικίωσης που έχει τις στιγμές του (μια εξαιρετική, αξέχαστη τρίτη πράξη), όμως σε πολλά σημεία πλατειάζει χάνοντας το focus. Παρόλαυτά έχει τιμηθεί με τον Χρυσό Αλέξανδρο της φετινής Θεσσαλονίκης καθώς και με τρία(!) βραβεία στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, οπότε οι σινεφίλ θα αξίζει να το τσεκάρουν.
Κυκλοφορούν ακόμη
Τελετουργία Θανάτου: Αστυνόμος προσπαθεί να σταματήσει έναν σίριαλ κίλερ που εκτελεί τα θύματά του μέσα από μια εξαιρετική βίαιη τελετή μαύρης μαγείας. Φτηνό και κλισέ, z-επιπέδου αστυνομικό θρίλερ με τον Μόργκαν Φρίμαν, ο οποίος λογικά γύρισε όλες τις σκηνές του σε δύο απογεύματα.
Αντιγόνη: Σύγχρονη αλληγορία πάνω στην “Αντιγόνη” του Σοφοκλή. Μια ορφανή έφηβη μετανάστρια στον Καναδά, άριστη μαθήτρια και πρότυπο πολίτη, βοηθά τον αδερφό της να δραπετεύσει από τη φυλακή, όταν αστυνομικοί σκοτώνουν εν ψυχρώ τον άλλο αδερφό τους και συλλαμβάνουν τον ίδιο. Καθώς ορθώνει το ανάστημά της απέναντι στην αστυνομία, τη δικαιοσύνη και το σωφρονιστικό σύστημα, κερδίζει την υποστήριξη των συνομηλίκων της, οι οποίοι κινητοποιούνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σαν ένας σύγχρονος χορός της αρχαίας τραγωδίας.
Η Εξαφάνιση του Προέδρου: 1920. Ενάντια σε κάθε πιθανότητα, ο Πολ Ντεσανέλ, ένας ιδεαλιστής άγνωστος στο ευρύ κοινο, εκλέγεται Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας. Τα πρώτα του βήματα στην εξουσία είναι εντυπωσιακά, κάνοντας μερικές τολμηρές προτάσεις: κατάργηση της θανατικής ποινής, δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Όμως, ο κυνισμός του πολιτικού κόσμου, τα θεσμικά παιχνίδια και η αγριότητα των ΜΜΕ βρίσκονται απέναντί του.
Μούμιες: Τρεις μούμιες θα ταξιδέψουν από τα έγκατα της Αιγύπτου μέχρι το σύγχρονο Λονδίνο, για να ανακτήσουν ένα κλεμμένο δαχτυλίδι, αλλά και να έρθουν σε επαφή με έναν άγνωστο κόσμο, τον δικό μας σύγχρονο κόσμο. Παιδική περιπέτεια κινουμένω σχεδίων μετά μουσικής. Σκηνοθετεί ο Χουάν Χεσούς Γκαρσία Γκαλότσα.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις