ΜΑΚΗΣ ΜΑΛΑΦΕΚΑΣ ΣΤΟ NEWS 24/7: ΤΑ ΕΞΑΡΧΕΙΑ ΔΕΝ ΤΑ ΓΟΝΑΤΙΣΕ Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΒΙΑ ΑΛΛΑ ΙΣΩΣ ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΤΟ AIRBNB

Μια συζήτηση με τον Έλληνα συγγραφέα για το τελευταίο του βιβλίο, την ασφαλή παρακμή που ψάχνουν οι τουρίστες και το κόστος να εκφράζεσαι δημόσια πολιτικά.

Στη “Μεσακτή” σε αρπάζει απ’ τα μαλλιά, με μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο που δεν σου αφήνει περιθώριο να μην ακολουθήσεις αυτήν τη φωνή που τρυπώνει μέσα στο κεφάλι σου, όπου αυτή έχει σκοπό να σε πάει: στα Εξάρχεια, στην Ικαρία, σε πανηγύρια και απομονωμένες ακτές, σε παρέες που θα ‘θελες και δεν θα ‘θελες να είσαι.

Σε κερδίζει αμέσως με τον λόγο του και δεν σε προδίδει ούτε με την ιστορία του. Είναι ωραία περίπτωση συγγραφέα ο Μάκης Μαλαφέκας, και θα τον αδικούσαμε αν στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, περιοριζόμασταν μόνο στο τελευταίο βιβλίο του. Ξεκινήσαμε απ’ αυτό πάντως.

Η “Μεσακτή” είναι ένα βιβλίο που μιλάει για το σήμερα, για το τώρα, το πιάνει και το ακτινογραφεί ανελέητα. Πόσο δύσκολο είναι αυτό; Π.χ. τα 90s, τα ξέρουμε, βάζεις τρία συστατικά (π.χ. Nirvana, Σημίτη, Κλαμπ Μερσέντες) και μεταφέρεσαι εκεί, τα στήνεις. Το σήμερα πώς το οριοθετείς που ακόμα διαμορφώνεται; Το έκανες με φοβερή ακρίβεια.
Αυτή ακριβώς είναι η πρόθεσή μου εδώ, και χαίρομαι πολύ που αυτό είναι το πρώτο πράγμα που ρωτάς. Είναι πολύ σημαντικό θέμα αυτό, ξέρεις. Το πρόβλημα δεν είναι η “εποχή” αλλά ο ίδιος ο συγγραφέας. Εφόσον ο ίδιος δεν έχει ξαγρυπνήσει μια ολόκληρη νύχτα κοιτάζοντας τους παίχτες κάποιου ριάλιτι, κάποιου Big Brother, να μην κάνουν τίποτα, να τα ξύνουν ή να κοιμούνται, ΔΕΝ μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει το σήμερα, τι είναι ο κρυφός θρασύδειλος πόθος να δεις την κοινωνία να φλέγεται σε έκτακτο δελτίο ειδήσεων. Κάθονται και αντικαθιστούν το “τηλέφωνο” με ένα “κινητό”, και τη λέξη “φίλος” με τη λέξη “κολλητός”, και νομίζουν ότι όλα οκέι, κάναμε το καθήκον μας, περιγράψαμε την εποχή με ένα-δυο γκατζετάκια.

Το ’95 και το 2000, προσπαθούσαν να μιμηθούν το hype του Μπρετ Ήστον Έλλις. Ευτυχώς αυτό σταμάτησε σε κάποια φάση, μόνο που τώρα έχουμε αυτούς που προσπαθούν να μιμηθούν αυτούς που είχαν τότε μιμηθεί τον Έλλις. Κάπου εκεί είμαστε. Και μετά αναρωτιούνται “τι είναι η τραπ” ξέρω ‘γω… Αυτό είναι, λοιπόν, το θέμα. Για να γράψεις το τώρα πρέπει να υπάρχεις στο τώρα. Αν δεν το κάνεις, τότε είσαι καταδικασμένος να φτιάχνεις χαρακτήρες που μισούν την εποχή τους –διότι εσύ την αρνείσαι. Η εποχή είναι αυτή που είναι. Δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή: είναι η πραγματικότητα.

Αποτυπώνεις πολύ πετυχημένα την προφορικότητα στον γραπτό λόγο. Πώς το δουλεύεις αυτό; Και τεχνικά ακόμα. Μοιάζει σαν να απλά να καταγράφεις ό, τι σκέφτεσαι, να μεταφέρεις απλώς τον τρόπο που μιλάς, αυτόματα, αλλά κάτι μου λέει ότι είναι εκατό φορές πιο δύσκολο.
Ναι, δεν είναι τόσο απλό. Γιατί οι σκέψεις και το χαρτί δεν είναι από το ίδιο υλικό. Το ένα είναι ζωντανό πράγμα και το άλλο νεκρό. Και για να γίνει η μεταφορά του ενός στο άλλο ώστε να το κάνει να φαίνεται ζωντανό, χρειάζεται αυτό το κάτι που δεν εξηγείται με τίποτα. Είναι τεχνικό, πολύ, αλλά ξεκινάει από μια απλή ιδέα, μια θέση που πρέπει να καταφέρεις να τη διατηρήσεις μέχρι τέλους. Να είναι διαρκής. Ακόμη κι αν μπορούσα να περιγράψω σε μια συνέντευξη πώς γίνεται, σε μένα, αυτή η διαδικασία, σίγουρα δεν θα το έκανα. Αλλά μάλλον δεν μπορώ κιόλας, οπότε όλα καλά.

Η Ικαρία είναι ακόμα αυθεντική; Δεν είναι και εκεί μία αναπαράσταση του πώς ζούσαν κάποτε οι άνθρωποι; Ένα τουριστικό theme park; Τι την κάνει να διαφέρει απ’ τα υπόλοιπα νησιά;
Στη “Μεσακτή” μιλάω και για τις δύο αυτές εικόνες, που υπάρχουν παράλληλα. Η αυθεντικότητα και η αναπαράσταση συχνά δεν απέχουν και πολύ, ξέρεις. Αλλά όχι η Ικαρία δεν είναι τουριστικό theme park, παρά μόνο σε πολύ συγκεκριμένους κύκλους, και για καμιά εικοσαριά μέρες τον Αύγουστο. Κατά τα άλλα είναι ένα πολύ ιδιαίτερο και άγριο μέρος, με έξι χιλιάδες κατοίκους και δεκαοχτώ χιλιάδες κατσίκια. Το σώζει η απόστασή του, η “άγονη γραμμή”, η εκκεντρικότητα των ανθρώπων του που είναι πραγματική πέρα απ’ τα κλισέ, οι κακοί δρόμοι, ο ανελέητος βοριάς που βαράει κατακούτελα το μισό νησί καθώς δεν υπάρχει τίποτα από πάνω μέχρι τη Χίο, και πολλά άλλα.

Πιστεύεις ότι αυτό ισχύει για τα Εξάρχεια σήμερα; Ότι έρχονται οι Γερμανοί, οι βορειοευρωπαίοι προκειμένου να βιώσουν αυτήν την ασφαλή παρακμή που προσφέρει το μέρος για κατανάλωση;
Για τα Εξάρχεια ισχύει σίγουρα. Εκεί ο αέρας κόβει. Στον βαθμό που ακόμα κι αυτοί που λες αρχίζουν και το καταλαβαίνουν και προτιμούν πλέον τις συνοικίες. Έρχονται για την ασφαλή παρακμή και παίρνουν παρακμιακή ασφάλεια.

Απ’ την άλλη, μην είμαστε και τόσο σίγουροι. Η συγκεκριμένη γειτονιά έχει δεχτεί πολλά χτυπήματα, κι έχει επιζήσει: την ηρωίνη, την αστυνομική βία, το όλα καφέ-μπαρ των 90s… Παίζει να επέζησε και του “New Berlin” και του “Greek Riviera”. Αλλά το Airbnb και τα νοίκια φαίνεται να την βάζουν κάτω. Θα δείξει.

Είσαι λίγο επικριτικός και με τη σημερινή φυλή των φασέων. Ικαρία, πανηγύρια, Εξάρχεια… Οι περισσότεροι ήρωές σου τα ζουν εντελώς επιφανειακά όλα αυτά. Γιατί; Βγάζεις πάντως και μια αγάπη για αυτά τα πρόσωπα, δεν είσαι και τόσο σκληρός, είναι οι ήρωές σου στο κάτω κάτω.
Έτσι όπως το λες είναι. Τους περιγράφω με λεπτομέρειες –και πρέπει, γιατί έχουν κάτι το άορατο. Περιγράφω το φέρσιμο, την εκφορά, την αισθητική… Αλλά απ’ την άλλη δεν μπορείς να είσαι ποτέ εκατό τοις εκατό επικριτικός προς ένα κοινωνικό φαινόμενο, όσο θλιβερό κι αν είναι. Ειδικά όταν, κατά στιγμές, είσαι αναγκαστικά μέρος του.

Εγώ δηλαδή, που έχω μια καταγωγή από Ικαρία κι αυτή η ιδιότητα κι αυτή η φράση κάπως με “προστατεύουν” ας πούμε, έχω επίγνωση ότι πηγαίνω εκεί και ως φασέος. Αθηναίος είμαι στην τελική, ηλιοθεραπεία κάνω, ένα καλό μέρος να φάω ψάχνω… Δεν ζω συνέχεια στο βάθος και στην αλήθεια των καταστάσεων. Κι όποιος διατείνεται το αντίθετο μάλλον κάτι δεν μας λέει καλά.

Η παραλία της Μεσακτής μέσα από την κάμερα του συγγραφέα.


Ο ήρωας ερωτεύεται μια τύπισσα από μια φωτογραφία σε ένα σπίτι. Υπάρχει σύνδεση εδώ και με αυτό που συμβαίνει να ερωτεύονται σήμερα και μέσα από μια φωτογραφία στα σόσιαλ;
Δεν είναι σχόλιο για τα σόσιαλ, όχι. Εξάλλου ο ήρωας, ο Κρόκος, είναι σχετικά off και δυσλειτουργικός με τα σόσιαλ. Φαντάσου ότι μπαίνει στο Ίνστα το ’18, κι αυτό κατά τύχη. Είναι όμως παιδί τής τηλεόρασης, των περιοδικών, της εικόνας. Είναι ένα σχόλιο πάνω στην εμμονή, και μια μελέτη του Ντε Πάλμα των 80s –και του Χίτσκοκ μέσα από το βλέμμα του Ντε Πάλμα.

Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισες γράφοντας αυτό το βιβλίο;
Η πρόκληση κι η δυσκολία είναι πάντα να μπορέσεις να κρατήσεις τον ήρωα. Να μην τον χάσεις στιγμή. Όλα τα άλλα μπορούν να πάνε να πνιγούν, να μην στέκουν καθόλου, αλλά ο ήρωας πρέπει να στέκει. Στην αφήγηση στο πρώτο πρόσωπο, είσαι μέσα στο κεφάλι κάποιου. Μια λάθος φράση, ή και λέξη ακόμα, ακυρώνουν όλη την υποκειμενικότητα του χαρακτήρα, δηλαδή όλου του βιβλίου. Αν τον βάλω π.χ. να σκεφτεί ότι πεινάει “σαν λύκος”, τότε αυτόματα έχει εξαφανιστεί. Και για πάντα. Σαν λύκος.

Άσχετο, αλλά τι κάνει έναν συγγραφέα καλό;
Μακάρι να ‘ξερα. Από ό,τι μπορώ να καταλάβω, να μη σε νοιάζουν οι συνέπειες αυτού που θα γράψεις. Να είσαι εσύ, όσο πιο κοντά στον αληθινό εαυτό σου γίνεται. Και να λες αυτό που θες, με τον δικό σου τρόπο. Να έχεις βρει ποιος είναι αυτός ο δικός σου τρόπος, κάπως, μη με ρωτάς πώς, και να υπάρχεις μέσα σε αυτή την αλήθεια.

Στις λίγες φορές που σε είδα στην τηλεόραση, εξέφραζες πολιτική άποψη (όχι κομματική). Ήταν ξεκάθαρο σε ποιον πολιτικό χώρο ανήκεις. Φοβάσαι ότι μπορεί αυτό να μειώσει την διείσδυσή σου στο αναγνωστικό κοινό;
Δεν ξέρω τι εννοείς, εγώ Νέα Δημοκρατία ψηφίζω. Γι’ αυτό και με έχεις δει λίγες φορές στην τηλεόραση και όχι πολλές, τελούμε υπό φάτουα στην Ελλάδα οι φιλελεύθεροι άνθρωποι.

Πιο σοβαρά: ο φόβος να μειωθεί η διείσδυση σε κάποιο αναγνωστικό κοινό, πραγματικό ή φαντασιακό, λόγω του ποιος είσαι και τι κάνεις είναι ο πιο λάθος μπούσουλας για έναν καλλιτέχνη. Η κριτική σου σκέψη οφείλει να είναι αδιαπραγμάτευτη. Να δημιουργείς ταυτόχρονα στην εποχή σου και παρά την εποχή σου, και όχι με αυτήν. Είναι μια μυστική θέση ισορροπίας που πρέπει να βρεις και να κατακτήσεις.

Ποια βιβλία θα πρότεινες σε κάποιον να διαβάσει μόλις τελειώσει το δικό σου; Ποια θα ταίριαζαν;
Προτείνω τα διηγήματα του Χέμινγουεϊ, τα ποιήματα και τα περισσότερα μυθιστορήματα του Μπουκόφσκι, τις “Πόλεις της κόκκινης νύχτας” του Μπάροουζ, το παλιό καλό cyberpunk στην Επιστημονική Φαντασία, Γκίμπσον, Σπίνραντ… Ανεπιφύλακτα Ντικ, Μπάλαρντ… Οτιδήποτε έχει γράψει ο Τσάντλερ. Πολλά της Χάισμιθ. Και του Μανσέτ, σε τελείως διαφορετικό ταμπλό. Και πιο φτηνά ακόμα, Μίκι Σπιλέιν ας πούμε. Δεν ξέρω αν όλα αυτά “ταιριάζουν” με τα βιβλία μου, αλλά είναι γραπτά στα οποία εγώ επιστρέφω ξανά και ξανά για να καταλάβω τι κάνανε, και πώς το κάνανε. Και κυρίως, μην τρελαθούμε, για να περάσω ωραία.

Γράφεις κάτι τώρα;
Ναι, την τρίτη συνέχεια των περιπετειών του Κρόκου. Εκτυλίσσεται σε παρόντα χρόνο αυτή τη φορά, δηλαδή στο 2022, με τον ήρωα σε σύνδρομο λευκής σελίδας. Ελληνική alt right, Αθήνα εκντουμπαϊσμένη μείον το πετρέλαιο, και τον ίδιο να αποφασίζει να τα παίξει όλα για όλα σε μια αλλόκοτη αποστολή Gonzo. Τα υπόλοιπα, ελπίζω σύντομα. Γράφω αργά, αλλά γράφω.

Άσχετο, αλλά με όλη αυτήν την άνθιση στις ελληνικές σειρές (μάλλον σε ποσότητα, όχι ποιότητα) θα το τολμούσες/θα σε ενδιέφερε να γράψεις κάτι;
Ναι. Μου έχει προταθεί από διάφορες μεριές να μεταφέρουμε τον Κρόκο σε σειρά. Άλλες προτάσεις σοβαρές άλλες όχι, με εμένα στη διασκευή σεναρίου ή όχι… Το συζητάω. Και όταν και αν γίνει, πρέπει να γίνει σωστά. Με ποιότητα, όπως θα ‘λεγε κι ο Τσιτσιπάς.

Τα βιβλία του Μάκη Μαλαφέκα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μελάνι.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα