Άγγελος Βαρβαρούσης: Κλιματικό τραύμα, ελληνικό καλοκαίρι και το τέλος των ατομικών παραδείσων

Άγγελος Βαρβαρούσης: Κλιματικό τραύμα, ελληνικό καλοκαίρι και το τέλος των ατομικών παραδείσων
Typical greek small boat in the sea. iStockphoto

Ο ερευνητής Άγγελος Βαρβαρούσης γράφει στο NEWS 24/7 για τα παρόμοια χαρακτηριστικά που φαίνεται να έχει αυτό το καλοκαίρι με εκείνο, το δραματικό, του 2021 και τις υπόσκαφες βίλες που δεν πρόκειται να περιφρουρήσουν το μέλλον μας.

Ο Ιούνιος είναι ίσως ο πιο «φορτωμένος» αλλά και πιο συναρπαστικός μήνας για τους Αθηναίους και τις Αθηναίες. Φεστιβάλ πολιτισμού αλλά και πολιτικά φεστιβάλ, αυτοοργανωμένες συναυλίες και υπαίθριες εκθέσεις βιβλίου, ατελείωτες βόλτες στα αρωματισμένα από τα γιασεμιά σκαλάκια του Λυκαβηττού, των Εξαρχείων, του Παγκρατίου, του Γκύζη ή της Κυψέλης, κοντινές αποδράσεις στα Λιμανάκια, στο Σούνιο, ή στη Βραυρώνα, ένας περίπατος στο Πεδίον του Άρεως (με plasmata ή χωρίς), θερινοί κινηματογράφοι και γενικά μια αίσθηση ευφορίας, που εν μέσω των συνθηκών που ζούμε, δεν μπορεί παρά να έχει μία και μόνο εξήγηση, το ελληνικό καλοκαίρι είναι επιτέλους εδώ. Ταυτόχρονα είναι η περίοδος που όλοι μας λίγο πολύ, άλλοι φωναχτά και άλλοι από μέσα μας, αρχίζουμε να σκεφτόμαστε την πιο κρίσιμη και συνάμα πιο δραματική ερώτηση ρουτίνας του έτους: που θα πάμε φέτος το καλοκαίρι;

Πολλά έχουν αρχίσει (ευτυχώς) να γράφονται τελευταία για τις συνέπειες του υπερτουρισμού σε όλη την Ελλάδα, τη «Μυκονοποήση» λιγότερο τουριστικών προορισμών, τις άθλιες συνθήκες γαλέρας των εργαζομένων της σεζόν, την απώλεια του δικαιώματος της μέσης ελληνικής οικογένειας στο «παράλληλο σύμπαν» ή στον «χαμένο παράδεισο» του ελληνικού καλοκαιριού, την αδυναμία να βρει κανείς έστω και ένα απλό room to let στο αρχιπέλαγος εάν δεν κλείσει από τον Μάρτιο κ.ο.κ. Παράλληλα με την απαραίτητη συζήτηση για τους μετασχηματισμούς της ίδιας τη φύσης του ελληνικού καλοκαιριού, η συντριπτική πλειονότητα των δημοσιευμάτων συνεχίζει διθυραμβικά να πανηγυρίζει την επέκταση της ξαπλώστρας, την εκτόξευση των τιμών των κλινών, τις «ισχυρές προοπτικές του πολυτελούς τουρισμού» και γενικά την περαιτέρω βιομηχανοποίηση της τουριστικής ανάπτυξης. Το αξιοπερίεργο βέβαια είναι ότι όλη η συζήτηση για το ελληνικό καλοκαίρι και τους μετασχηματισμούς του γίνεται κυριολεκτικά «χωρίς τον ξενοδόχο», που δεν είναι άλλος από την κλιματική αλλαγή και τις δραματικές επιπτώσεις που ήδη έχει στην θάλασσα, τις ακτές και γενικά σε όλα αυτά που καθιστούν την οποιαδήποτε ευχάριστη καλοκαιρινή φαντασίωση εφικτή.

Σκεφτόμενος το τι θα κάνω και εγώ στο φετινό καλοκαίρι διαπιστώνω πως έχω περισσότερη ανησυχία παρά ενθουσιασμό. Ναι είναι όλα αυτά για το οποία τόσα γράφονται που με απασχολούν, αλλά θεωρώ τον εαυτό μου καλό γνώστη του αρχιπελάγους. Σε κάθε περίπτωση, σκέφτομαι, ότι και να γίνει με τις ορδές των τουριστών που θα φτάσουν από όλα τα πέρατα της γης, γνωρίζω τα μυστικά των νησιών που αγαπώ, είμαι ιδιαίτερα λιτός και αυτόνομος στις διακοπές μου, και, όπως φημισμένα είχε γράψει ο ανώνυμος μαθητής του Ναπολιτάνου καθηγητή Marcello D’ Orta στην σχολική του έκθεση, κάπως «ελπίζω να την βολέψω». Ύστερα όμως σκέφτομαι το καλοκαίρι του 2021 και με πιάνει τρόμος. Όπως και για τους περισσότερους, ακόμα και αν η έκφραση δεν έχει κάνει την εμφάνισή της στο ελληνικό twitterverse ή στα υπόλοιπα μέσα, το 2021 ήταν η πρώτη χρονιά που ζήσαμε στο πετσί μας το πρώτο εκτενές «κλιματικό τράυμα». Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό από την ίδια του την εκφορά, το κλιματικό τράυμα συμπυκνώνει το σύνολο το ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων που έχουν τα ακραία φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής στον καθένα και στην καθεμιά μας ξεχωριστά αλλά και στην κοινωνία ως σύνολο.

Στις αρχές εκείνου του καλοκαιριού, έχοντας μόλις ολοκληρώσει ένα πολύ ενδιαφέρον πρόγραμμα συμμετοχικού σχεδιασμού στη Σαμοθράκη με το κωδικό όνομα «Νησιά της Ελπίδας», συζητούσαμε με τη σύντροφό μου που θα πάμε. Ήταν μάλιστα για μας η πρώτη χρονιά που θα κάναμε διακοπές με ένα παλιό βανάκι που με φροντίδα είχαμε ανακατασκευάσει μόνοι μας. Για όσους δεν το θυμούνται, το δράμα εκείνου του καλοκαιριού είχε ξεκινήσει με την εκ της θάλασσας του Μαρμαρά ορμώμενη θαλάσσια βλέννα στο Βόρειο και Ανατολικό Αιγαίο. Η βλέννα, παρόλο που συνειδητά είχε αποκρυφτεί από τον τοπικό τύπο για να μην πλήξει την τουριστική προσέλευση, είχε κάνει την εμφάνισή της στη Σαμοθράκη ήδη από τα μέσα Μαϊου, αρχικά ως ένα παχύ στρώμα καφέ αφρού στην επιφάνεια της θάλασσας. Σταδιακά, το στρώμα αυτό άρχισε να κατακάθεται δημιουργώντας ένα πρασίνισμα του νερού και μειώνοντας δραστικά την ορατότητα και τη διαύγεια. Εμείς, όντας και οι δύο ερασιτέχνες δύτες και μην αντέχοντας να κολυμπάμε σε αυτά τα «μεταποκαλυπτικά» νερά που περισσότερο θύμιζαν λιμνασμένο έλος και όχι το Αιγαίο, τουλάχιστον όπως το ξέρουμε, παρόλο που γνωρίζαμε τα μυστικά των καλών διακοπών στη Σαμοθράκη, αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε για άλλες παραλίες.

Επόμενος προορισμός το Πήλιο, με τα μαγευτικά δάση και τις ακτές του. Αφού περάσαμε λίγες μέρες στην Μηλίνα και το Τρίκερι, στην εσωτερική πλευρά του Πηλίου, τον Παγασητικό, ο οποίος είχε πληγεί σημαντικά εκείνο το καλοκαίρι από την εκθετική αύξηση των μεδουσών, αποφασίσαμε να βγούμε και στην εξωτερική πλευρά να απολαύσουμε τις χάρες του ανοιχτού πελάγους. Δυστυχώς, μόλις φτάσαμε στο εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου, μας περίμενε μια ακόμα δυσάρεστη έκπληξη μιας και η βλέννα, είχε σταδιακά προχωρήσει και μέχρι τα μέσα Ιουλίου είχε ήδη φτάσει στις ανατολικές ακτές της κεντρικής Ελλάδας. Όντας απολύτως απογοητευμένοι από την αναδυόμενη κλιματική χίμαιρα, παίρνουμε την απόφαση να αλλάξουμε σχεδόν «ημισφαίριο» κατευθυνόμενοι στο Ιόνιο, όπου καμιά βλέννα δεν θα μπορούσε να μας φτάσει, τουλάχιστον όχι στο άμεσο μέλλον. Μετά από δυο μέρες ανακούφισης και χαλάρωσης σε ακόμα έναν από τους καλά κρυμμένους προορισμούς της Λευκάδας και ενώ οι μνήμες του κλιματικού τραύματος είχαν αρχίσει να σιγάζουν, ξεκίνησε το απελπιστικό κύμα καύσωνα του 2021, εκείνο που κράτησε 15 συνεχόμενες μέρες, οδήγησε στην αποψίλωση της μισής Εύβοιας και μεγάλων τμημάτων της Πελοποννήσου και μαύρισε τον ουρανό της Αθήνας όταν στην περιφέρειά της καίγονταν δάση, άγρια ζώα, και ανθρώπινες περιουσίες.

Μην μπορώντας να υποφέρουμε, πόσο μάλλον να απολαύσουμε, τον κρυφό μας παράδεισο στη Λευκάδα αποφασίζουμε να κινηθούμε προς τα ορεινά της Αρκαδίας, ελπίζοντας σε λίγη δροσιά και ένα παγωμένο ποτάμι. Φτάνοντας όμως στις όχθες του ποταμού Λούσιου στην Αρχαία Γόρτυνα, όπου επισκεπτόμενοι τον τόπο για χρόνια έχουμε αποκτήσει καλή γνώση της γεωγραφίας του και των σκιερών του σημείων, σύντομα διαπιστώσαμε πως παρόλο το υψόμετρο και την ύπαρξη βουνών τριγύρω, ο καύσωνας παραμένει ανελέητος καταγράφοντας εντός του μικρού αυτοκινούμενου, τη θερμοκρασία ρεκόρ των 52℃. Ο κύβος ερρίφθη, οι ατομικοί παράδεισοι δεν κατάφεραν να λειτουργήσουν ως καταφύγια από την κλιματική αλλαγή και καταλήξαμε σε πλήρη απογοήτευση σε ένα μικρό ενοικιαζόμενο δωμάτιο με a/c στην Καλαμάτα όπου και έκλεισαν με τον πιο τραυματικό τρόπο οι διακοπές μας μετά από τρεις μέρες όταν και φεύγοντας από την πόλη, στο απόηχο του καύσωνα, μας σταμάτησε η αστυνομία σε δύο διαφορετικά σημεία για να μας προειδοποιήσει πως σχεδόν όλες οι διαδρομές που θέλαμε να πάρουμε είναι κλειστές λόγω πυρκαγιάς.

Το παραπάνω τραυματικό οδοιπορικό δυστυχώς δεν θα αποτελεί μια ιστορική εξαίρεση, μια κακιά στιγμή ή μια προσωρινή κρίση την οποία σε λίγα χρόνια θα συζητάμε ανέμελοι σε ένα πλαίσιο «επιστροφής στην κανονικότητα». Φέτος, η χρονιά παρουσιάζει παρόμοια χαρακτηριστικά με τις μέσες θερμοκρασίες να είναι αυξημένες, τις τελευταίες βροχές να παρασέρνουν στη θάλασσα τεράστιες ποσότητες φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων που μαζί με την άνοδο της θερμοκρασίας του νερού ευθύνονται για το φαινόμενο της βλέννας, η μόλυνση της θάλασσας του Μαρμαρά και του Βόρειου Αιγαίου δεν έχει βελτιωθεί με τον ποταμό Εργίνη να παραμένει μακράν το πιο μολυσμένο ποτάμι της Ευρώπης (ο δεύτερος είναι ο Πηνειός), τα αντιπυρικά έργα δεν έχουν προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό στις εναπομείνασες δασικές εκτάσεις και οι συνεχόμενες αστοχίες του κρατικού μηχανισμού με τις φωτιές, τους χιονιάδες και τα Τέμπη, αφήνουν μικρό περιθώριο επανάπαυσης και εφυσηχασμού. Όσοι πιστεύουν ότι η κλιματική κρίση θα αφήσει τους ατομικούς τους μικροπαράδεισους ανέγγιχτους ή ότι με τα λεφτά ή με την προσαρμοστική τους ικανότητα και την εθελούσια λιτότητα κάπως θα την βολέψουν, θα διαψευστούν. Το μέλλον είναι στα χέρια μας αλλά δεν περιφρουρείται ούτε με υπόσκαφες βίλες, ούτε με εφήμερες κατασκηνώσεις, ούτε και κλείνοντας τα αυτιά, την μύτη και τα μάτια μας σε αυτά που έρχονται.

** Ο Άγγελος Βαρβαρούσης είναι ερευνητής στο Ramon y Cajal και Διευθυντής στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα “Αποανάπτυξη – Οικoλογία, Οικονομικά, και Πολιτικές” του Αυτόνομου Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης (UAB).

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα