Μαρία Πολυδούρη Από το αρχείο του ΕΛΙΑ (Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο)

ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ “ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ” ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Ποια ήταν στην πραγματικότητα η Μαρία Πολυδούρη, η οποία γεννήθηκε, σαν σήμερα, την 1η Απριλίου του 1902.

Απρίλιος, ο μήνας της Μαρίας Πολυδούρη. Ο μήνας που γεννήθηκε, που “άνθισε” ο έρωτάς της με τον Κώστα Καρυωτάκη, και που άφησε την τελευταία της πνοή. Αν και η ζωή και το έργο της είναι πάνω-κάτω γνωστά, ας τη μάθουμε καλύτερα…

Η Μαρία Πολυδούρη αποτελεί μία από τις σημαντικότερες γυναικείες φωνές της ποίησης του 20ου αιώνα. Τις περισσότερες φορές, το όνομά της είναι συνδεδεμένο με εκείνου του Κώστα Καρυωτάκη, με το ειδύλλιό τους να επισκιάζει – όχι σπάνια – το λογοτεχνικό της έργο, ένα έργο που αξίζει να διαβαστεί, να αναγνωριστεί και να εκτιμηθεί, όπως του αρμόζει. Αδίκως θεωρείται, κάποτε, πως μιμείται τον Κώστα Καρυωτάκη, παρόλο που του έτρεφε μεγάλο θαυμασμό. Οι δύο ποιητές, μπορεί να καταπιάνονται με κοινές θεματικές, όπως τον έρωτα, τον θάνατο, αλλά και την ίδια την ύπαρξη, ωστόσο, ο καθένας το κάνει μέσα από τα δικά του “μάτια” και με τον δικό του, μοναδικό, τρόπο.

«Επικοινωνεί με την ιδιότυπη κοινωνική διαμαρτυρία του Καρυωτάκη, η ισχυρή της, όμως, ατομικότητα την προστατεύει από τη μίμηση και αυτό τη διαφοροποιεί αυτομάτως από τους ποιητές οι οποίοι εντάσσονται στην κατηγορία του καρυωτακισμού. Η Πολυδούρη γράφει για τον Καρυωτάκη, αλλά δεν γράφει όπως ο Καρυωτάκης. Στην ίδια, άλλωστε, χρωστάμε ορισμένα από τα ωραιότερα δείγματα στην ιστορία της ερωτικής ελληνικής ποίησης», έχει πει πολύ εύστοχα σε συνέντευξή της η Χριστίνα Ντουνιά, καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και μελετήτρια του ελληνικού λογοτεχνικού μεσοπολέμου.

Η ποίησή της έχει χαρακτηριστεί λυρική, ευαίσθητη, ακόμη και… γυναικεία. Κι αυτό είναι παράσημο, γιατί γράφει αυτά που την αντιπροσωπεύουν, χωρίς να προσπαθεί να ακολουθήσει την αντρική γραφή της εποχής. Η ποίησή της δεν είναι γλυκανάλατη και ρομαντική. Είναι χειμαρρώδης, άκρως συναισθηματική, βγαλμένη μέσα από την ψυχή της, ευαίσθητη, ζωντανή, ειλικρινής, παρά την απλή γλώσσα της.

Και η ίδια, δεν είναι μια ανυπεράσπιστη, ονειροπαρμένη γυναίκα, έρμαιο του έρωτά της για τον Καρυωτάκη. Είναι δυναμική, τολμηρή, είναι επαναστάτρια και φεμινίστρια. Λαμβάνοντας υπόψιν την εποχή της, παρατηρούμε πως “έσπασε” κάθε στερεότυπο που έβρισκε μπροστά της, ενώ ο κοινωνικός αντικομφορμισμός της αντανακλάται και στο έργο της. Από την “ανδροκρατούμενη” Νομική που επέλεξε να σπουδάσει (κι ας μην την τελείωσε), μέχρι την πρόταση γάμου της στον Καρυωτάκη κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του, η Μαρία Πολυδούρη διεκδίκησε τα γυναικεία δικαιώματα, πολλές φορές ασυνείδητα, τόσο στη ζωή όσο και στην λογοτεχνία.

Ο έρωτας, ο χωρισμός και η “Ωχρά σπειροχαίτη”

Τον Απρίλιο του 1922, γνωρίζεται με τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη στη Νομαρχία Αθηνών, όπου εργάζονται και οι δύο, και συνάπτουν δεσμό. Η Μαρία Πολυδούρη είναι ενθουσιασμένη, τον ερωτεύεται κεραυνοβόλα και παραδίδεται σε εκείνον. Τους ενώνουν πολλά, αλλά η μοίρα τους επιφυλάσσει μια τραγική εξέλιξη.

Λίγο καιρό αργότερα, ο Κώστας Καρυωτάκης μαθαίνει ότι πάσχει από σύφιλη, ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, που την εποχή εκείνη ήταν μη θεραπεύσιμο. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, της αφιερώνει το ποίημα «Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα…», ενώ περίπου την ίδια χρονική περίοδο της εξομολογείται την ασθένειά του, ένα μυστικό που δεν είχε μοιραστεί με τους φίλους και την οικογένειά του. Εκείνη του προτείνει να παντρευτούν και να μην κάνουν παιδιά, μια κίνηση που αποτυπώνει, όχι μόνο τον ανιδιοτελή έρωτά της για τον ποιητή, αλλά το ασυμβίβαστο πνεύμα της που πάει κόντρα σε όλες τις κοινωνικές επιταγές, οι οποίες υπάρχουν μέχρι και σήμερα. Ο Καρυωτάκης αρνείται, όντας περήφανος, και έπειτα από δική του απόφαση χωρίζουν, αν και η Πολυδούρη αρχίζει να αμφισβητεί τον έρωτά του για εκείνην. Το επόμενο διάστημα διατηρούν φιλικές επαφές, παρόλο που ο έρωτας σιγοκαίει, μέχρι που η σχέση τους φτάνει σε αδιέξοδο.

Ένα χρόνο μετά, ο Καρυωτάκης δημοσιεύει στον “Έσπερο” το «Τραγούδι της παραφροσύνης» – την πρώτη γραφή του ποιήματος «Ωχρά σπειροχαίτη» (Ωχρά Σπειροχαίτη ή Treponema pallidum ονομάζεται το βακτήριο που προκαλεί τη σύφιλη). Μόνο η Πολυδούρη μπορεί να καταλάβει το νόημα των στίχων, αφού μόνο εκείνη γνωρίζει τι του συμβαίνει.

Το ποίημα που “ταράζει τα νερά”

Μετά από τον χωρισμό τους, ο Κώστας Καρυτωάκης προσπαθεί να διαχειριστεί την ασθένειά του, ενώ εκείνη, μέσα στην απελπισία της και αποδεχόμενη την πραγματικότητα, αρραβωνιάζεται ένα νεαρό δικηγόρο, τον Αριστοτέλη Γεωργίου.

Στη διάρκεια του 1924, ενώ η φιλία τους έχει σταματήσει απότομα και δεν έχουν πια επαφές, ο Καρυωτάκης της δίνει το πεζό ποίημα “Η τελευταία”. Πρόκειται για ένα γραπτό που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα “Άπαντα” του 1966. Το συγκεκριμένο κείμενο, το εμπιστεύεται η Μαρία Πολυδούρη, λίγο πριν τον θάνατό της, στην ποιήτρια “Μυρτιώτισσα” (φιλολογικό ψευδώνυμο της Θεώνης Δρακοπούλου), η οποία είναι στο πλευρό της κατά τις τελευταίες μέρες της.

Όταν η Πολυδούρη λαμβάνει αυτό το ποίημα, αισθάνεται ενοχές, νομίζοντας πως ο Καρυωτάκης έχει απογοητευτεί από την στάση της. Τα συναισθήματα της είναι ακόμη ζωντανά. Μάλιστα, σύμφωνα με μαρτυρία της αδερφής της, Βιργινίας, έχει κρεμασμένο στο λαιμό της ένα μενταγιόν, το οποίο είχε μέσα την φωτογραφία του. Λίγο καιρό μετά, φεύγει απροειδοποίητα για το Παρίσι και διαλύει τον αρραβώνα της με τον Αριστοτέλη Γεωργίου.

Το 1928 αρρωσταίνει με αδενοπάθεια, ένα βήμα πριν από τη φυματίωση, ενώ τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς ο Κώστας Καρυβτάκης αυτοκτονεί στην Πρέβεζα.

«(Είναι εδώ; Είναι εκεί; Έφυγε; Θα ’ρθει; Πού είναι; Η τελευταία;)

Α! Το δάσος πέρα. Ένα τραπεζάκι κάτω από τ’ απόμερο πεύκο. Και η νύχτα που ερχόταν σιγά σιγά για να μην τη νιώσουμε. Η βοή του βραδινού ανέμου στα κλαδιά. Τα λόγια που έλειπαν. Τα χέρια ωχρά. Τα μάτια και τ’ αστέρια.
Μεσάνυχτα. Τίποτε απ’ όλα δεν είχε ειπωθεί.

( Ψέματα; Ψέματα; Παιχνίδι φιλαρέσκειας; Περιέργεια; Εγωισμός; )

Κι άλλοτε η θάλασσα. Τα πλοία που έφευγαν στον ορίζοντα παίρνοντας τα όνειρά μας. Ο φλοίσβος μα τις υποσχέσεις του. Εκεί πάνω στο βράχο τ’ άφθονα και ανεξήγητα δάκρυα. Η μοναξιά στο απέραντο. Τα φιλιά. Η ψυχή…

(Τίποτε; Τίποτε; Παιδικότητες; Ρομαντισμός; Αυταπάτη;)

Άλλες φορές η αυγή αναπάντεχη και προδοτική. Από δρομάκια το κουραστικό γύρισμα. Οι πρώτοι θόρυβοι της ημέρας. Η γλυκιά μεταμέλεια στο πρόσωπο που φωτιζόταν ολοένα. Το χαίρε…

(Έφυγε; Δε θα ’ρθει πια; Τελευταία;)».

Ακούστε την απαγγελία του ποιήματος από τον ηθοποιό Δημοσθένη Παπαδόπουλο, ο οποίος ενσάρκωσε τον Κώστα Καρυωτάκη στην τηλεοπτική σειρά “Καρυωτάκης” σε σκηνοθεσία του Τάσου Ψαρρά στην ΕΡΤ. Η ηθοποιός Μαρία Κίτσου υποδύθηκε τη Μαρία Πολυδούρη και, η αλήθεια είναι, πως πρόκειται για μια αξιόλογη παραγωγή, που αξίζει να παρακολουθήσει κανείς.

Η πλαστή “ανεπίδοτη επιστολή”

Εδώ και αρκετά χρόνια, κυκλοφορεί στο διαδίκτυο μία “ανεπίδοτη επιστολή”, η οποία εσφαλμένα – τελικά – αποδίδεται στη Μαρία Πολυδούρη. Το 2019, έπειτα από έρευνα των Κονδυλένιας Μπούσμπουρα, Μανώλη Καστανάκη, Φωτεινής Κανίδου, διαπιστώθηκε πως το κείμενο δεν είναι γραμμένο από το χέρι της ποιήτριας, αλλά ανήκει στον Λάκη Φουρουκλά, ο οποίος είχε δημοσιεύσει στο βιβλίο “Ωδή στο χάος” (Δημοσίευση: Λευκωσία: Γη, Απρίλιος 2000, ISBN: 9963-606-20-2), αφιερώνοντάς το στη Μαρία Πολυδούρη, στο πλαίσιο της εισαγωγής του βιβλίου – αφιερώματος. Μάλιστα, στο βιβλίο σημειώνεται στο τέλος της επιστολής «για την αντιγραφή Λ.Φ.».

Όπως σημειώνουν, ο επιμελητής μετέφερε το κείμενο ένα χρόνο αργότερα σε ιστοσελίδα του, η οποία πλέον δεν υπάρχει. Από εκεί ξεκίνησαν οι σχετικές αναδημοσιεύσεις σε διαδικτυακούς ιστότοπους, sites και blogs, που όμως παρέλειπαν την σχετική σημείωση στο τέλος της επιστολής, με αποτέλεσμα να αναπαραχθεί ανεξέλεγκτα. Πάντως, σε αφιέρωμα στη Μαρία Πολυδούρη στο περιοδικό Οδός Πανός, Νο 116 (2002), δημοσιεύεται η επιστολή μαζί με την σημείωση, αλλά και με την εξήγηση πως γράφτηκε με πρωτοβουλία του κ. Φουρουκλά.

Η επιστολή είναι «φλύαρη, με ισχυρές δόσεις μελό και επηρμένης καλολογίας, που εκείνη απεχθανόταν» σημειώνει η κ. Χριστίνα Ντουνιά σε σχόλιο της, σύμφωνα με τους ερευνητές, ενώ, όπως αναφέρουν και οι ίδιοι, η φράση «…Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε…» δείχνει από μόνη της πως η επιστολή έχει γραφτεί μετά τον θάνατό της. Επίσης, τονίζουν πως μετά τα 20 η Πολυδούρη υπογράφει ως Μαρία όχι Μαρίκα.

Διαβάστε εδώ την “ανεπίδοτη επιστολή”.

Ο αμφιλεγόμενος θάνατός της

Τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου του 1930, σε ηλικία 28 χρονών, η Μαρία Πολυδούρη αφήνει την τελευταία της πνοή στην κλινική Χρηστομάνου. Είχε μεταφερθεί εκεί με έξοδα του πρώην αρραβωνιαστικού της Αριστοτέλη Γεωργίου – χωρίς να το γνωρίζει η ίδια – και όχι με έξοδα του Άγγελου Σικελιανού, όπως κατά καιρούς γράφεται, ενώ η ίδια είχε απαγορεύσει να γίνει έρανος για τη συγκέντρωση χρημάτων, όπως είχε ζητήσει δημόσια ο Κώστας Ουράνης. Μάλιστα, η έκκληση αυτή την είχε εξοργίσει.

Στο “Σωτηρία”, όπου νοσηλευόταν προτού μεταφερθεί στην κλινική, είχε γνωρίσει πλήθος καλλιτεχνών, ανάμεσά τους και τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο, με τον οποίον είχαν αναπτύξει μια βαθιά φιλία, ενώ αντάλλαζαν μεταξύ τους ποιήματα. Αξίζει μια ματιά στο παρακάτω σπάνιο ντοκουμέντο, όπου ο Ρίτσος διαβάζει το ποίημα “Βαριά καρδιά” που του έγραψε η Πολυδούρη.

Σύμφωνα με πληροφορίες, η φωτογραφία του βίντεο τραβήχτηκε στις 21 Ιουλίου του 1926, ενώ ακούγεται ένας αυτοσχεδιασμός στο πιάνο από τον Γιάννη Ρίτσο. Για τη δημιουργία του βίντεο χρησιμοποιήθηκαν ντοκουμέντα από το αρχείο Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη.

Ο θάνατός της αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα μυστήριο, αν και υπάρχουν μερικές ενδείξεις ότι πρόκειται για αυτοκτονία, οι οποίες, ωστόσο, είναι “φτωχές”, καθώς δεν μπορούν να διασταυρωθούν. Συγκεκριμένα, η μοναδική καταγραφή που παραπέμπει σε υποβοηθούμενη αυτοκτονία, είναι εκείνη της Λιλής Ζωγράφου στο βιβλίο “Κώστας Καρυωτάκης – Μαρία Πολυδούρη Και η αρχή της αμφισβήτησης”, η οποία υποστηρίζει πως η αδελφή της ποιήτριας, Βιργινία, της είχε εξομολογηθεί ότι ένας πιστός φίλος της Πολυδούρη, της χορήγησε ενέσεις μορφίνης, έπειτα από δικό της αίτημα.

«Κάποιος μεσολάβησε, για να διευκολύνει την αυτοκτονία της Πολυδούρη. Τ’ όνομά του δε θα το μάθουμε ποτέ. Ούτε και χρειάζεται. Εξάλλου δεν ζει πιά ούτ’ αυτός. Εκτός από την αδελφή της Βιργινία, που μου το ομολόγησε, και ο πολύ ερωτευμένος με τη Μαρία Κώστας Παπαδάκης έγραψε κάποτε στον Χονδρογιάννη πως ήταν βέβαιος πως η Μαρία πήρε κάποιο δηλητήριο. Δεν ήταν δηλητήριο, αλλά μορφίνη. Και η μορφίνη μπορεί να προκαλέσει το θάνατο σε προχωρημένη φυματίωση», γράφει χαρακτηριστικά η συγγραφέας.

Η Λιλή Ζωγράφου περιγράφει με μυθοπλαστική δεινότητα το τέλος της Μαρίας Πολυδούρη, καθιστώντας δύσκολη τη διάκριση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας:

«Λίγες μέρες αργότερα, στις 28 του Απρίλη, η Μαρία, με φωνή που μόλις ακουότανε από τη βραχνάδα, αποχαιρέτησε την αδελφή της Βιργινία, όπως κάθε βράδυ. Κοντά της έμεινε ο πιστός κι αφοσιωμένος φίλος με το πρόσχημα πως θα της κρατούσε για λίγο ακόμη συντροφιά. Από καιρό είχαν συνεννοηθεί οι δυο τους. Πως όταν θα ‘φτανε το τέλος, που θα ‘ταν οδυνηρό και βασανιστικό, εκείνος δε θα την άφηνε να υποφέρει. “Με το να το παρατείνουμε” του ‘χε πει, “το ξέρεις καλά πως δε θα εμποδίσουμε το θάνατο. Μόνον εσύ, που μ’ αγαπάς τόσο, θα καταλάβεις πόσο θα με ανακουφίσεις, όταν θα αισθανθώ πως η προθεσμία έληξε”. Και του ‘δειξε τις ενέσεις μορφίνης που φύλαγε στο βάθος του συρταριού. Ο Α. της το υποσχέθηκε, χωρίς να πιστεύει ίσως πως θα ‘ρχόταν πράγματι κείνη η ώρα κάποτε. Και να που έφτασε, η νύχτα της 28 του Απρίλη. Ο Α δεν ήταν διανοούμενος ούτε και είχε κανένα δεσμό μαζί της. Έτρεφε γι’ αυτήν ένα βουβό πάθος, που η Μαρία γνώριζε και ανεχόταν, γιατί δεν την ενοχλούσε ποτέ. “Κρίμα”, του είπε, μόλις έγιναν οι ενέσεις. “Θα ‘θελα τόσο να σου ανταποδώσω τη μεγάλη αγάπη σου. Μα ήμουνα εγωίστρια, όσο ένιωθα γερή”.

Με το χέρι της μέσ’ το δικό του αποκοιμήθηκε. Ο Α. ακίνητος δίπλα της ρουφούσε την κάθε της ανάσα, ώσπου ο ύπνος της γίνηκε θάνατος. Χάραζε μόλις, σαν χτύπησε την πόρτα της αδελφής της Βιργινίας. Της τα ξομολογήθηκε όλα. “Δεν μπορούσα”, της είπε “να της αρνηθώ τίποτα, ούτε και να τη σκοτώσω”».

Ακόμη κι αν θεωρήσουμε ως πραγματικό γεγονός τη μαρτυρία την εξομολόγηση της Βιργινίας Πολυδούρη στη Λιλή Ζωγράφου, δεν μπορούμε σήμερα να επιβεβαιώσουμε με κάποιον τρόπο τη μαρτυρία, μιας και καμία από τις δυο τους δεν βρίσκεται εν ζωή. Πάντως, στις περισσότερες ακαδημαϊκές μελέτες για την ποιήτρια, αποφεύγεται η διευκρίνιση του τρόπου με τον οποίον πέθανε, αν και η ίδια σχεδόν το είχε προβλέψει στο ποίημα της “Σαν πεθάνω”.

«Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρύ θανοίγη μέσ’ στη γάστρα μου δειλά
ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σαν την ζωή μου,
που η δροσιά της, κόμποι δάκρι θα κυλάη πονετικό
στο άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζη τη γιορτή μου,
στο άγιο χώμα που θα μου είνε κρεβατάκι νεκρικό.

Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν
και θαφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.
Όσα μ’ αγάπησαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν
και χλωμά θα με φιλάνε σαν αχτίδες φεγγαριού.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θάρθη να στο πη και τότε πια,
όση σου απομένει αγάπη, θάναι σα θαμπό καντύλι
– φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά».

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα