Τράπεζες: Άνοιξε παράθυρο για μικρότερες αυξήσεις επιτοκίων

Τράπεζες: Άνοιξε παράθυρο για μικρότερες αυξήσεις επιτοκίων
Τράπεζες Getty Images/iStockphoto

Παρά τις πληροφορίες για μικρότερες αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ το επόμενο δίμηνο, δεδομένη θεωρείται η περαιτέρω αύξηση του κόστους δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.

Αναμενόμενες χαρακτήριζαν χθες βράδυ τραπεζικές πηγές τις πληροφορίες που μετέδωσε το Bloomberg σύμφωνα με τις οποίες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αρχίσει να μελετάει το ενδεχόμενο να προχωρήσει σε μικρότερης κλίμακας αυξήσεις επιτοκίων το δίμηνο Φεβρουαρίου – Μαρτίου.

Συγκεκριμένα η εγχώρια τραπεζική αγορά συνεχίζει να προεξοφλεί περαιτέρω άνοδο των επιτοκίων από την ΕΚΤ κατά την επόμενη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου στις αρχές Φεβρουαρίου, συμπαρασύροντας σε άνοδο του euribor, που αποτελεί τη βάση τιμολόγησης για όλα τα στεγαστικά και τα επιχειρηματικά δάνεια. Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, το κόστος χρήματος θα υπερβεί εντός του α΄ τριμήνου το 2,5% και το κατά πόσο θα φτάσουμε έως τα τέλη του χρόνου στο 3%, επίπεδο που αποτελεί το βασικό σενάριο που τιμολογούν οι αγορές, είναι συνάρτηση της εξέλιξης του πληθωρισμού και του κατά πόσον η πτωτική πορεία που καταγράφηκε στα στοιχεία του Δεκεμβρίου θα συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες.

Χθες το απόγευμα δημοσίευμα του Bloomberg, επικαλούμενο πηγές που έχουν γνώσης τους θέματος, ανέφερε ότι το επικρατέστερο αυτή τη στιγμή σενάριο κάνει λόγο για μία ακόμη αύξηση επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης το Φεβρουάριο, όπως άλλωστε είχε αφήσει να εννοηθεί στα τέλη του 2022 η Κριστίν Λαγκάρντ, ενώ κερδίζει έδαφος το σενάριο που κάνει λόγο για αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης στην επόμενη συνεδρίαση τον Μάρτιο αντί 50 μονάδων που εκτιμούσαν μέχρι πρότινος οι αναλυτές.

Υπογραμμίζουν πάντως ότι μια τέτοια εξέλιξη δεν θα έπρεπε να παρερμηνευθεί ως μια ηπιότερη προσέγγιση στην μάχη κατά του πληθωρισμού. Αντιθέτως, αν κριθεί αναγκαίο με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε μία ακόμη αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης και τον Μάρτιο.

Υπενθυμίζεται ότι η Κριστίν Λαγκάρντ είχε προεξοφλήσει από την τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ για το 2022 τον Δεκέμβριο, ότι στην επόμενη συνεδρίαση της 2ας Φεβρουαρίου θα πρέπει να αναμένουμε μία ακόμη αύξηση κατά 50 μ.β. όπως επίσης πιθανότατα και στη συνεδρίαση του Μαρτίου. Είχε υπογραμμίσει δε ότι οι αποφάσεις της ΕΚΤ θα λαμβάνονται πάντα με γνώμονα τα διαθέσιμα στοιχεία.

Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη φέρεται να έχει εισέλθει σε μια περίοδο επιβράδυνσης, με δύο διαδοχικές υποχωρήσεις, από το 10,6% τον Οκτώβριο, στο 10,1% το Νοέμβριο και στο 9,2% τον Δεκέμβριο, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat. Η μείωση των τιμών του φυσικού αερίου ενισχύει δε την αισιοδοξία των αναλυτών για περαιτέρω αποκλιμάκωση το επόμενο διάστημα.

Πόσο θα επιβαρυνθούν οι δανειολήπτες

Έμπειρος τραπεζίτης, σχολιάζοντας το δημοσίευμα του Bloomberg εκτιμά ότι η ΕΚΤ θα κινηθεί εμπροσθοβαρώς με δύο διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων από το α΄ τρίμηνο του έτους, επισημαίνοντας ωστόσο ότι το επίπεδο του 2,75% –από το σημερινό 2%– θα αποτελέσει πιθανότατα το ανώτατο όριο για το βασικό επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας και προσθέτει ότι οι εξελίξεις στην οικονομία θα κρίνουν και το κατά πόσον οι αυξήσεις των επιτοκίων θα συνεχιστούν από το β΄ τρίμηνο και μετά ή εάν θα υπάρξει σταθεροποίηση.

Σε κάθε περίπτωση, η αναμενόμενη νέα άνοδος του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ στα μέσα Φεβρουαρίου συμπαρασύρει σε περαιτέρω αύξηση του κόστους δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά και σημαντική επιβάρυνση του υφιστάμενου χρέους, που σύμφωνα με στοιχεία της ΤΤΕ ανέρχεται σε 199 δισ. ευρώ. Πρόκειται για χρέος που κατά 112,4 δισ. ευρώ βρίσκεται στα χέρια των τραπεζών και κατά 86,8 δισ. ευρώ στα χέρια των funds μέσα από τις αγορές κόκκινων κυρίως δανείων τα τελευταία χρόνια.

Βασικό ζητούμενο είναι το κατά πόσον η άνοδος του κόστους χρήματος θα αποθαρρύνει τη ζήτηση για δανεισμό, κάτι που προς το παρόν τουλάχιστον δεν φαίνεται να αγγίζει τη ζήτηση για επιχειρηματικά δάνεια.

Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία για την πιστωτική επέκταση την προηγούμενη χρονιά, που κινήθηκε με ρυθμό περίπου 10% και εκτιμάται ότι θα διατηρήσει τη δυναμική της, κυρίως σε ό,τι αφορά τις μεγάλες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις –με βάση τον ευρωπαϊκό ορισμό– βασιζόμενη κυρίως στα φθηνά δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και στα προγράμματα του ΕΣΠΑ. Οι μικρές επιχειρήσεις που θεωρούνται πιο ευάλωτες στις διακυμάνσεις των επιτοκίων θα πιεστούν σημαντικά, καθώς ήδη τα επιτόκια σε αυτή την κατηγορία δανείων κινούνται σε υψηλά επίπεδα κοντά στο 8%.

Ακόμη πιο ευάλωτα είναι τα στεγαστικά δάνεια, καθώς η άνοδος του euribor στο 2,2% υπολογιζόμενη πάνω σε ένα μέσο τραπεζικό περιθώριο 2,5%, οδηγεί σε αύξηση της μηνιαίας δόσης κατά 115 ευρώ για ένα δάνειο 100.000 ευρώ με διάρκεια αποπληρωμής τα 30 χρόνια. Η προοπτική ανόδου του euribor στο 3% οδηγεί σε αύξηση περίπου κατά 175 ευρώ τον μήνα και θα αυξήσει τον βαθμό δυσκολίας για την εξυπηρέτηση των στεγαστικών δανείων, που παραδοσιακά αποτελούν τον καθρέφτη της αγοράς και των πιέσεων που δέχονται οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί.

Εξίσου σοβαρός από την άνοδο των επιτοκίων είναι ο φόβος για τη νέα παραγωγή στεγαστικών δανείων με ανακοπή της ζήτησης εξαιτίας και των υψηλών τιμών των ακινήτων, που συνεχίζουν να ενισχύονται.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα