ΠΩΣ ΝΑ ΖΗΣΕΙΣ ΜΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΖΩΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ
"Σε εκείνους τους ανθρώπους που με ενδιαφέρουν εύχομαι βάσανα, ερήμωση, αρρώστιες, κακομεταχείριση, ταπεινώσεις... Δεν τους λυπάμαι, γιατί τους εύχομαι το μόνο πράγμα που μπορεί να αποδείξει σήμερα αν αξίζει κανείς κάτι ή όχι -να αντέξει".
“Αυτή η αμφισβητίσιμη αντίληψη ότι η φιλοσοφία είναι ένας οδηγός για μια πιο ήρεμη ζωή είναι τόσο παλιά όσο και ο ίδιος ο κλάδος της φιλοσοφίας”, υποστηρίζει η δημοσιογράφος του Atlantic, Μπέκα Ρόθφελντ . “Για παράδειγμα, τον 4ο αιώνα ο Άγιος Αυγουστίνος περιέγραψε τη φιλοσοφία ως ένα ‘λιμάνι για ταραγμένες ψυχές’ και ο Ρωμαίος πολιτικός του 6ου αιώνα, Βοήθιος, ονόμασε την πραγματεία που έγραψε ενώ περίμενε να εκτελεστεί, ‘Η παρηγοριά της φιλοσοφίας’.
Πιο πρόσφατα, στις ‘Φιλοσοφικές Έρευνες’ (1953), ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν υποστήριξε ότι ο στόχος της φιλοσοφίας δεν είναι να αναζητήσει την αλήθεια αλλά μάλλον να προσφέρει ανακούφιση -‘να δείξει στη μύγα το δρόμο για να βγει μέσα από το μπουκάλι που την έχουν κλείσει'”.
Ο Βιτγκενστάιν δεν ασπάστηκε “μια μοναδική φιλοσοφική μέθοδο”. Αντίθετα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι “υπάρχουν πράγματι διαφορετικές μέθοδοι, διαφορετικές θεραπείες” για να καταλαγιάσουν “το βουητό της αμηχανίας μας”.
Ηλεκτροσόκ στην ψυχή
Ο Νίτσε απ’ την άλλη μεριά δεν είχε αυτήν τη διάθεση. Όπως γράφει ο Τζον Κάαγκ στο νέο του βιβλίο “Πεζοπορία με τον Νίτσε: Για να γίνεις αυτός που είσαι”, ο Γερμανός στοχαστής είχε στόχο “περισσότερο να μας τρομοκρατήσει παρά να μας διδάξει”.
Το “Γίνε αυτό που είσαι”, το απόφθεγμα που επέλεξε ο Νίτσε ως επίγραμμα της μεταπτυχιακής του διατριβής, είναι ένας στίχος από μια ωδή του Πίνδαρου, του αρχαίου ποιητή. Χωρίς να ξέρει κανείς το ευρύτερο πλαίσιο, αυτή η δήλωση μπορεί να ακούγεται τόσο κενή όσο και το περιεχόμενο ενός σύγχρονου βιβλίου αυτοβοήθειας.
Θα μπορούσε να σε κάνει να σκεφτείς “μα πώς θα μπορούσε κανείς να αποτύχει να γίνει αυτός που είναι; Υπάρχει κάποια οδηγία πιο ασήμαντη απ’ αυτήν;” Εντούτοις, το πλήρες απόφθεγμα του Πίνδαρου περιγράφει μια τρομακτική αποστολή: “Μάθετε και γίνετε αυτό που είστε”. Ο Νίτσε ήξερε ότι αν η φιλοσοφία μπορεί να χρησιμεύσει ως θεραπεία είναι με το να προσφέρει ένα ηλεκτροσόκ στην ψυχή.
Ο Κάαγκ, ο πρόεδρος του τμήματος φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, άρχισε νωρίς να πειραματίζεται με αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί “φιλοσοφία πρώτου προσώπου” -όχι μία αποξηραμένη τροφή που καταλαβαίνουν λίγοι αλλά μία δυνατή έρευνα πάνω σε αυτό που αποκαλεί “πράγματα της καθημερινής ζωής”. Έτσι προέκυψε και το βιβλίο του 2016, “American Philosophy: A Love Story”.
Αναμειγνύοντας ρομαντισμό και ακαδημαϊκές γνώσεις, ο Κάαγκ αφηγήθηκε πώς έπεσε πάνω σε μια ιδιωτική βιβλιοθήκη με φιλοσοφικά βιβλία του 20ου αιώνα, μετά από έναν άθλιο γάμο και ενώ βρισκόταν πλέον στην αγκαλιά της σημερινής συζύγου του, της Καντιανή φιλόσοφου, Κάρολ Χέι. Καθώς, λοιπόν, οι δυο τους εργάζονταν για να “σώσουν” τα βιβλία, δεν βρήκαν παρηγοριά στις σελίδες τους. Αντίθετα, διαβάζοντας πραγματιστές φιλόσοφους όπως τον Γουίλιαμ Τζέιμς, έφτασαν να θεωρούν την αγάπη ως πρόκληση και όχι ως βάλσαμο.
Απ’ την άλλη, στο βιβλίο που έβγαλε πρόσφατα, ο Κάαγκ περιγράφει την έλξη που ένιωσε από το συζυγικό ιδεώδες του Νίτσε, ότι δηλαδή πρόκειται για μία ένωση που ενσαρκώνει “τη θέληση των δύο να δημιουργήσουν κάτι το οποίο θα είναι μεγαλύτερο από αυτούς που το δημιούργησαν”, χωρίς ποτέ να καταλήξει σε “μια ατελείωτη βλακεία”.
Το τελευταίο έργο του Κάαγκ είναι μια προσπάθεια επαναφοράς της φιλοσοφίας στην προηγούμενη “λειτουργία” της -να τη δέσει με το χάος της καθημερινής εμπειρίας. Το βιβλίο εξερευνά δύο εκτιμήσεις (μία του Κάαγκ και μία του Νίτσε) που σχετίζονται μεταξύ τους αλλά παραμένουν κι εντελώς ξεχωριστές, και έχουν να κάνουν με τις ατέλειες της σύγχρονης ζωής.
Ο Κάαγκ είναι γοητευμένος με την ιδέα της “παρακμής”, την οποία ο Νίτσε εξέφρασε για πρώτη φορά στη “Γέννηση της Τραγωδίας” και που θα τον απασχολούσε για το υπόλοιπο της ζωής του: “Είναι άραγε δυνατόν να υποφέρεις από υπερβολική αφθονία;” ρωτούσε ο Νίτσε. “Υπάρχει άραγε αυτό το οποίο αποκαλούν ‘νεύρωση’;”.
Συνδυάζοντας βιογραφικά στοιχεία, κομμάτια από την ιστορία της διανόησης και προσωπικό δοκίμιο, ο Κάαγκ ακολουθεί τρία σχετικά ταξίδια: την εξέλιξη του Νίτσε από τον έφηβο στον μεσήλικα που τα βάζει με τις παγκόσμιες βεβαιότητες, τη νεανική προσπάθεια του Κάαγκ να ακολουθήσει τα βήματα του Νίτσε και την ενήλικη προσπάθεια του Κάαγκ να επαναπροσδιορίσει αυτήν τη διαδρομή, αυτήν τη φορά με τη γυναίκα του και την 3χρονη κόρη τους.
η ζωη του νιτσε
Ο Νίτσε, γεννημένος το 1844, έζησε ακριβώς αυτό το είδος της “κακής” προσαρμογής στη ζωή που οι σύγχρονες θεραπείες και τα βιβλία αυτοβοήθειας έχουν σχεδιαστεί για να αποκαταστήσουν. Ήταν ένας μοναχικός, δύστροπος νεαρός άνδρας του οποίου οι προσπάθειες να συμμετάσχει στα γλέντια γεμάτα αλκοόλ που ήταν τόσο διαδεδομένα στα δύο πανεπιστήμια του, το Πανεπιστήμιο της Βόννης και το Πανεπιστήμιο της Λειψίας, ήταν βραχύβιες και με μισή καρδιά.
“Στην πραγματικότητα δεν του άρεσε η μπίρα”, αναφέρει ο Κάαγκ. “Του άρεσαν τα γλυκά. Και του άρεσε να μελετάει -πολύ”.
Η ακαδημαϊκή καριέρα του Νίτσε σημαδεύτηκε από μια σειρά από εκθαμβωτικά πρώιμες επιτυχίες. Στα 24 του, ήταν το νεότερο μέλος ΔΕΠ στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας αλλά στα 28 είχε υποβιβαστεί από παιδί-θαύμα σε παρία, σε μεγάλο βαθμό χάρη στη δημοσίευση του πρώτου του βιβλίου, το “Η γέννηση της Τραγωδίας” (1872).
Περισσότερο έργο δημιουργικής ερμηνείας παρά ένα κομμάτι πιστής εξήγησης, το ντεμπούτο του απομακρύνθηκε απότομα από την αποδεκτή φιλολογική μέθοδο, εξοργίζοντας τους συναδέλφους του. Υποστήριξε ότι δύο αισθητικές τάσεις συναγωνίζονταν για κυριαρχία στην αρχαία Ελλάδα: η διονυσιακή, μια αρχέγονη ασάφεια μεταξύ των συνόρων που χώριζαν τον εαυτό από τον κόσμο, και η απολλώνια, ένα ορθολογιστικό παράδειγμα που τοποθέτησε την τέχνη ως μια διατεταγμένη εναλλακτική στην καταστροφή της ζωής. Αν και ο Νίτσε θεωρούσε αυτές τις δύο δυνάμεις ως αλληλοενισχυόμενες -και επαίνεσε την τραγωδία που τις πάντρεψε μεταξύ τους- η πραγματική του πίστη βρισκόταν στη διονυσιακή, όπως επιβεβαίωσαν η ζωή και το έργο του.
Η εχθρότητα που προκάλεσε το πρώτο βιβλίο του μεταξύ των φιλόλογων εδραίωσε τη ρήξη του Νίτσε με την ακαδημαϊκή κουλτούρα. Το 1879, όταν ήταν 34 ετών, η επιδείνωση της υγείας του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη θέση του στη Βασιλεία και να περιπλανηθεί στις Άλπεις, προσπαθώντας να θεραπεύσει τους χρόνιους πονοκεφάλους του για την επόμενη δεκαετία -την πιο μίζερη αλλά και παραγωγική του ταυτόχρονα.
Η μοναδική γυναίκα την οποία πόθησε ποτέ σοβαρά, η συγγραφέας Λου Σαλομέ, τον απέρριψε με πολύ σκληρό τρόπο, αρνούμενη και τις τρεις προτάσεις γάμου που της έκανε. (Η Σαλομέ, την οποία ο Νίτσε κάποτε περιέγραψε ως “το πιο έξυπνο άτομο που γνώρισα ποτέ”, είχε μια αξιοζήλευτη λογοτεχνική ερωτική ζωή: απέρριψε όχι μόνο τον Νίτσε αλλά και τον συγγραφέα Πάουλ Ρέε ενώ είχε και μια μακροχρόνια σχέση με τον ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε).
Το 1889, ο Νίτσε υπέστη την πρώτη του ψυχολογική κατάρρευση που θα τον εξουθένωνε μέχρι τον θάνατό του 11 χρόνια αργότερα. Σύμφωνα με τον Κάαγκ, ο Νίτσε “άρχισε να υπογράφει τα γράμματά του ως ‘Διόνυσος’” το 1888 και είχε μια προβληματική σχέση με το φαγητό σε όλη του τη ζωή, περνώντας από τη μια ακραία δίαιτα στην άλλη. Καθώς αντιμετώπιζε το φάσμα της παρακμής, η λιτή και πλανόδια ζωή του αντιπροσώπευε μια απόρριψη του πνεύματος που θάμπωνε την τότε υψηλή αστική τάξη της Ευρώπης.
Ακολουθώντας τον Νιτσε στις αλπεις
Στα 19 του, ο Κάαγκ συμμεριζόταν την αποστροφή του Νίτσε για τις “προκάτ” ρουτίνες και τις απολαύσεις που κάνουν τη σύγχρονη ζωή τόσο αξιοθρήνητα εύκολη. Όταν έφτασε στη Βασιλεία για ένα ερευνητικό ταξίδι, το περιβάλλον που συνάντησε του θύμισε ακριβώς όλα αυτά και για αυτό έφυγε.
Αντί να ψάξει για τον Νίτσε στη βιβλιοθήκη της Βασιλείας, αποφάσισε να ακολουθήσει την εξαντλητική διαδρομή του “είδωλου” του στις Αλπεις. “Ήθελα, γράφει, να νιώσω κάτι, να ξεπεράσω την αναισθησία, να αποδείξω στον εαυτό μου ότι δεν ήμουν απλώς ένας κοιμισμένος”.
Πώς όμως “ο Νίτσε καλλιέργησε την υπαρξιακή αντίσταση ή το θάρρος που τον οδήγησε πάνω στο βουνό;”, αναρωτιέται ο Κάαγκ.
Πιθανότατα ξεκίνησε με κάτι τέτοιο: με μια πολύ απλή άρνηση να ενεργήσει για λογαριασμό του προφανούς προσωπικού συμφέροντος κάποιου. Υπάρχει μια χαρά που παίρνει κανείς απ’ τη ζωή όταν έχει μια τέτοια άρνηση. Είναι ένας ήσυχος πειρασμός που αισθάνεται καμιά φορά ακόμη και ο πιο καλά προσαρμοσμένος άνθρωπος.
Καθώς ο Κάαγκ προχωρούσε κατά μήκος του οδοιπορικού του Νίτσε, η άρνησή του άρχισε να παίρνει τη μορφή νηστείας τόσο έντονης, που συχνά τον ζαλιζόταν. Όταν τελικά υποχώρησε, βρέθηκε σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο όπου και παρήγγειλε ένα απίστευτα πλούσιο γεύμα.
Η “αλλαγή πλεύσης” του ήταν ριζική και, κατά κάποιο τρόπο, εντελώς νιτσεϊκή. “Το ξόρκι που μάχεται για λογαριασμό μας, το μάτι της Αφροδίτης που γοητεύει και τυφλώνει ακόμη και τους αντιπάλους μας, είναι η μαγεία του ακραίου, η αποπλάνηση που ασκεί κάθε τι ακραίο”, έγραψε ο Νίτσε στο “Η Θέληση για Δύναμη”, το βιβλίο που εκδόθηκε μετά θάνατον, το οποίο πολλοί θεωρούν το magnum opus του. Αυτή η βασική πρόκληση, η καρδιά των διδασκαλιών του και το διαβόητο υπερβολικό ύφος του, είναι εκ περιτροπής συναρπαστικό και νεανικό.
Ωστόσο, “ο 37χρονος Κάαγκ γνωρίζει την ακατέργαστη, εφηβική ποιότητα ορισμένων από τις πιο ριζοσπαστικές ιδέες του Νίτσε”, σύμφωνα με τη δημοσιογράφο του Atlantic και “αναγνωρίζει επίσης ότι κατά τη διάρκεια της εμμονής του με τον ήρωά του είδε ότι ήταν ‘εντελώς ανυπόφορος’”. Εντούτοις, δεν είναι εντελώς θωρακισμένος μπροστά στην αποπλάνηση που προσφέρει η “διονυσιακή ακρότητα”.
Όταν επισκέπτεται ξανά την ελβετική πόλη Σιλς-Μαρία 18 χρόνια μετά το αρχικό του ταξίδι, θρηνεί και γιορτάζει την ωρίμανση του. Όταν επιστρέφει στην οικογένειά του μετά από μια μέρα μοναχικής πεζοπορίας, σκέφτεται: “Ίσως ένας προσκυνητής θριαμβεύει όχι στις δυσκολίες, αλλά στη σπάνια στιγμή που μαθαίνει να δέχεται κάτι γλυκό στο σπίτι”. Αυτό ακούγεται σαν ένα μη-νιτσεϊκό μάθημα, και τα κλισέ του Κάαγκ μπορεί μερικές φορές να μας αφήσουν να αναρωτηθούμε εάν τελικά ασπάζεται το όραμα της φιλοσοφίας του Βιντγκενστάιν.
“Στους ανθρώπους που με ενδιαφέρουν εύχομαι βάσανα”
Αλλά προς τιμήν του, είναι αποφασισμένος να εμποτίσει την φαινομενικά σταθερή ζωή του με λίγες δόσεις ακρότητας. Μέχρι να επιστρέψει στην Αμερική, έχει τροποποιήσει την αντίληψή του για το πώς, ακριβώς, θα πρέπει να παλέψουμε μπροστά στις παρακμιακές επιταγές ενός καταναλωτικού, κομφορμιστικού κόσμου.
“Αυτό που παρέβλεψε ο Κάαγκ στα νιάτα του, λέει η δημοσιογράφος, είναι ότι ο Νίτσε δεν συνταγογραφεί τη δυσκολία για χάρη της ίδια της δυσκολίας. Αν και η μεταφορική γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Νίτσε σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του είναι εξαιρετικά ασυνεπής, ήταν τελικά υπέρμαχος της υγείας -αλλά η υγεία, τόνισε, δεν είναι συνώνυμη με την απόλαυση. Αντίθετα, η υγεία απαιτεί τις δοκιμασίες που δημιουργούν μία καλή φυσική κατάσταση”.
Στο “Η Θέληση για Δύναμη” έγραψε:
“Σε εκείνους τους ανθρώπους που με ενδιαφέρουν εύχομαι βάσανα, ερήμωση, αρρώστιες, κακομεταχείριση, ταπεινώσεις -εύχομαι να έρθουν σε επαφή με τη βαθιά αυτοπεριφρόνηση, το μαρτύριο της μηδενικής αυτοπεποίθησης, την αθλιότητα των νικημένων. Δεν τους λυπάμαι, γιατί τους εύχομαι το μόνο πράγμα που μπορεί να αποδείξει σήμερα αν αξίζει κανείς κάτι ή όχι -να αντέξει”.
Ο Κάαγκ χρειάστηκε δύο ταξίδια στις Άλπεις για να καταλάβει ότι ο Νίτσε μας συμβουλεύει να γιορτάσουμε τα βάσανά μας γιατί μπορούμε να τα αποφύγουμε μόνο αν αποφύγουμε την εμπλοκή μας -μόνο αν απομονωθούμε από τις κακουχίες που είναι αναπόσπαστο μέρος ακόμη και της πιο ήρεμης ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Κάαγκ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ένας εορτασμός της ζωής δεν χρειάζεται να συνεπάγεται αυτοπυρπόληση, αλλά συνεπάγεται απαραίτητα δυσκολία.
“Ο εαυτός δεν περιμένει παθητικά να τον ανακαλύψουμε. Ο εαυτός γίνεται στην ενεργητική, συνεχιζόμενη διαδικασία… μέσα στο γερμανικό ρήμα “werden”, δηλαδή “γίνομαι”, θα πει.
Φυσικά, η ζωή για τον Κάαγκ συνεχίζεται και η απειλή του εφησυχασμού διαφαίνεται: “Η εξεταστική ύλη γράφτηκε με ευσυνειδησία. Τα συνέδρια οργανώθηκαν προσεκτικά. Τα μπάνια καθαρίστηκαν σχολαστικά”. Αλλά ο Κάαγκ αντιστέκεται σε όλα αυτά -όχι νηστεύοντας ή πεζοπορώντας στα βουνά με κακά παπούτσια, αλλά υπενθυμίζοντας όσο το δυνατόν συχνότερα στον εαυτό του ότι “τα πράγματα πρέπει να σκοτεινιάσουν, να χαθούν πριν ξαναζήσουν. Αυτό δεν είναι μια απόδραση ή ανάπαυλα από τη ζωή, αλλά μάλλον η υλοποίησή της”.
Ο Κάαγκ μπορεί να έχει ξεπεράσει τους νεανικούς μελοδραματισμούς του αλλά συνεχίζει να αφήνει τη φιλοσοφία να τον παθιάζει. Κάποτε τον πήγε μέχρι την άκρη ενός γκρεμού των Άλπεων, στα όρια της πείνας. Στη συνέχεια τον έκανε να διαλύσει έναν γάμο και να δημιουργήσει έναν καινούργιο. Και η φιλοσοφία συνεχίζει να θεραπεύει κι εμάς όπως κι εκείνον, όχι κάνοντάς μας να νιώθουμε καλύτερα, αλλά κάνοντας μας καλά.