Τι να ψηφίσεις αν νιώθεις ότι δεν σε εκφράζει κανένας

Τι να ψηφίσεις αν νιώθεις ότι δεν σε εκφράζει κανένας
Στιγμιότυπο από εκλογικό κέντρο στην Αθήνα AP / @/Thanassis Stavrakis

Υπάρχουν ανάμεσά μας άνθρωποι, οι οποίοι δεν έχουν πειστεί από καμία κομματική παράταξη ότι θα καλυτερεύσει τις ζωές τους εάν κυβερνήσει. Και δεν είναι κακό να είσαι ένας από αυτούς.

Πάντα έβρισκα ενδιαφέρον το γεγονός ότι στις εκλογικές αναμετρήσεις οι υποψήφιοι και τα media είναι σαν να εντάσσουν τους ψηφοφόρους σε… κάστες! Όπως στα σχολεία υπάρχουν τα διαβασμένα παιδιά, οι νέρντουλες -outsiders, οι βασίλισσες του χορού κ.ο.κ. έτσι κι εδώ έχουμε τους αποφασισμένους – «ταγμένους» ψηφοφόρους που θα σταυρώσουν την παράταξη της καρδιάς τους (ασχέτως πολλές φορές των εξελίξεων), τους “ανεπρόκοπους” (όπως τους βαφτίζουν κάποιοι) που ψηφίζουν παραλία, και φυσικά τους αναποφάσιστους που εν πολλοίς, γίνονται και “ρυθμιστές”.

Οι δύο τελευταίες κατηγορίες έχουν και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον: Υπάρχει μια αρνητική χροιά στο πώς παρουσιάζονται, λες και όσοι “μετέχουν” σε αυτές δεν ξέρουν τι θέλουν, αλλού πατούν κι αλλού βρίσκονται, δεν έχουν βλέμμα στο μέλλον ή ελπίδα κι άλλα τέτοια παρεμφερή.

Μήπως όμως είναι απλά άνθρωποι που έχουν τη συνειδητότητα ότι υπάρχει μια ματαιότητα πίσω από την εκλογική αναμέτρηση; Και εν τέλει το ερώτημα που τίθεται είναι: Αυτή η απαισιοδοξία πώς πρέπει να εκφραστεί;

Απαισιοδοξία υπάρχει σίγουρα σήμερα γιατί και τα δύο “φαβορί” έχουν ψηφιστεί και έχουν κυβερνήσει: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, οι πρόγονοί του και οι προκάτοχοί του αρκετές φορές (η ΝΔ είναι άλλωστε ο ένας πόλος του δικομματισμού) και ο Αλέξης Τσίπρας τη μια τετραετία κατά την οποία δοκιμάστηκε, και σε κάποιους τομείς πέτυχε, ενώ σε άλλους όχι. Και στις δύο κυβερνητικές θητείες είχαμε εθνικές τραγωδίες, παραλείψεις, επικοινωνιακά φάουλ, αυξήσεις φόρων, ακρίβεια κτλ και επιτεύγματα σε δύσκολες για διαφορετικούς λόγους συνθήκες.

Πρακτικά, θα αναρωτιόταν κάποιος αναποφάσιστος, τι περιμένουμε να αλλάξει; Γιατί να είμαστε πιο… αποφασισμένοι και παρόντες στην κάλπη;

Η απάντηση – με κριτήριο συνειδητότητας και ρεαλισμού – είναι ότι δεν πρέπει να περιμένουμε ότι θα αλλάξουν πολλά και γρήγορα. Αφενός γιατί αυτό είναι ουτοπικό – κανείς δεν ξέρει τι θα ξημερώσει αύριο και ποιες θα είναι οι προτεραιότητες (ήδη σε μια τριετία ζήσαμε παγκόσμια πανδημία, ξέσπασμα πολέμου στην Ουκρανία, εκτίναξη τιμών καυσίμων, τραπεζική κρίση κτλ) – αφετέρου γιατί όλα τα ωραία που υπόσχονται προεκλογικά οι υποψήφιοι δεν είναι πολλές φορές τίποτα περισσότερο από «τυράκι» για να έχουν τον σταυρό (κι αν αυτό φαίνεται ισοπεδωτικό, καλώ όποιον εκλεγεί, να εφαρμόσει τις προεκλογικές δεσμεύσεις του mot a mot, ιδανικά στους πρώτους μήνες της κυβέρνησής του και όχι λίγο πριν τη λήξη της 4ετίας).

Η λύση όμως σίγουρα δεν είναι να μην ψηφίσεις κάτι, υπό τον φόβο ότι δεν θα αλλάξει τίποτα. Δεν είμαι σίγουρος ότι η αποχή / το “κόμμα” του κανένα, επιφέρει κάποια ουσιαστική αλλαγή πέραν από την έκφραση δυσαρέσκειας και απαξίωσης στο πολιτικό γίγνεσθαι. Απόλυτα σεβαστή η έκφραση μεν, δεν φέρει επί του πρακτέου αποτέλεσμα, δε. Θεωρώ πως είναι η ίδια λογική με το να μην πας σε μια πορεία με το σκεπτικό ότι “δεν θα αλλάξει κάτι”. Άρα να σταματήσουμε τις πορείες; Ποιος κερδίζει από αυτό;

Κυβέρνηση θα βγει, είτε απέχουμε είτε όχι, αυτό είναι το μόνο δεδομένο.

Είμαι σίγουρος ότι μεγάλη μερίδα των απογοητευμένων που απέχουν συνειδητά (και όχι για λόγους πρακτικούς) έχουν άποψη για το τι πρέπει να γίνει στον τόπο, την οποία δεν εκφράζουν με φήφο. Όσο κλισέ κι αν ακούγεται όμως, η ψήφος παραμένει βασικό συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα που έχουμε στα χέρια μας και το οποίο μπορεί να φέρει μια διαφοροποίηση στην κοινωνία.

Αν το αποκόψουμε από την κοινωνική του διάσταση, στην τελική φέρουμε την ευθύνη του εαυτού μας, η οποία υπαγορεύει να μην αφήνουμε τους άλλους να ορίζουν τα πάντα για εμάς. Όσο κλισέ κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο. Όσο κι αν ο τρόπος για να δείξουμε τη διαφωνία μας μοιάζει να έχει μικρό αποτύπωμα. Το μικρό δεν είναι μηδενικό.

Και τι να ψηφίσω;

Αναμφίβολα η πρώτη επιλογή είναι να ψηφίσεις εκεί που πάει το χέρι σου.

Υπάρχει όμως και μια δεύτερη, πιο “στρατηγική” επιλογή που είναι να ψηφίσει κανείς, έχοντας στο μυαλό του μια κυβέρνηση συνεργασίας. Όχι βέβαια ότι από το πρόσφατο παρελθόν έχει προκύψει ότι αυτή η λύση είναι η καλύτερη (Βλέπε τις πιο πρόσφατες συγκυβερνήσεις Σαμαρά-Βενιζέλου και Τσίπρα-Καμμένου. Για να μην ανατρέξουμε σε παλαιότερες εποχές το ’89 ή πριν τη Μεταπολίτευση), σήμερα ωστόσο οι επιλογές για συμπράξεις παρουσιάζουν ενδιαφέρον καθώς – με εξαίρεση τον Αλέξη Τσίπρα – ουδείς άλλως δεν δείχνει να θέλει να συγκυβερνήσει: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει επιλέξει το αφήγημα ότι θα κερδίσει την αυτοδυναμία και ο Νίκος Ανδρουλάκης δείχνει να μη θέλει σύμπραξη ούτε με ΝΔ, ούτε με ΣΥΡΙΖΑ.

Ίσως επομένως μέσα από αυτήν την προβληθείσα “έχθρα” (αν φυσικά πιστέψουμε ότι υφίσταται και δεν πρόκειται για επικοινωνιακή στρατηγική) να βγει κάτι πιο γόνιμο… Σίγουρα πιο γόνιμο από μια ακόμη αυτοδυναμία της ΝΔ που την έχουμε ζήσει ή μια αυτοδυναμία γενικώς, που καμιά φορά οδηγεί ακόμα και σε… υποκλοπές.

Ψήφος αλλαγής

Σημαντικό κάπου εδώ είναι να μην ξεχνάμε – αποφασισμένοι και αναποφάσιστοι – ότι οι Έλληνες στις τελευταίες αναμετρήσεις τάχθηκαν υπέρ της αλλαγής: Στο δίλημμα Σαμαράς  ή Τσίπρας, έβγαλαν Τσίπρα. Στο δημοψήφισμα του 2015, στο χείλος της χρεοκοπίας, ψήφισαν “ΟΧΙ” περιμένοντας μια αλλαγή. Ένα “ΌΧΙ” που έγινε “Ναι” αλλά και πάλι: η λαϊκή ετυμηγορία δεν αναιρείται – κινήθηκε προς την ελπίδα και όχι προς την επανάληψη.

Το βασικό όμως, είναι να μην ξεχνάμε να ελπίζουμε, να μην ξεχνάμε να εκφραζόμαστε και εντέλει, με τις όποιες δυνάμεις έχουμε, να πιέζουμε τους “άνω” να πράξουν το Δίκαιο για τους “κάτω”. Γιατί όταν οι “κάτω” βιώνουν το διαρκές άδικο, μπορούν να αλλάξουν τους συσχετισμούς μέσα από τη συσπείρωσή τους.

*Σκονάκι περί αυτοδυναμίας:

Με την απλή αναλογική στις πρώτες κάλπες, δύσκολα βγαίνει κυβέρνηση (θα πρέπει το πρώτο κόμμα να λάβει ποσοστό από 45,2% έως 50,2%) κι επομένως το σενάριο των δεύτερων εκλογών μοιάζει σχεδόν βέβαιο.

Στις δεύτερες κάλπες θα ισχύσει η ενισχυμένη αναλογική, κατά την οποία αν το πρώτο κόμμα λάβει ποσοστό έως 25%, τότε θα λάβει μπόνους 20 εδρών. Οι υπόλοιπες 280 έδρες θα κατανεμηθούν αναλογικά. Για κάθε επιπλέον 0,5%, το πρώτο κόμμα θα παίρνει μπόνους μία έδρα.

Το μέγιστο μπόνους των 50 εδρών στις δεύτερες εκλογές του 2023 θα επιτευχθεί μόνο αν το πρώτο κόμμα λάβει το 40% των έγκυρων ψήφων.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα