Νέες ταινίες: Σπίλμπεργκ για Όσκαρ και Τίμοθι Σαλαμέ ερωτοχτυπημένος κανίβαλος
Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 24 Νοεμβρίου 2022 07:33
Οι ταινίες της εβδομάδας:
The Fabelmans
4 / 5
(Στίβεν Σπίλμπεργκ, 2ω31λ)
Ο νεαρός Σάμι Φέιμπλμαν, δηλαδή ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, ερωτεύεται το σινεμά και από τότε τα πάντα στη ζωή του αρχίζουν να περιστρέφονται γύρω από αυτό. Η οικογένειά του βρίσκεται σε κρίση κι η σχέση των γονιών του κρέμεται από μια κλωστή, την ώρα που ο ίδιος δυσκολεύεται να μπει στο κλίμα στο σχολείο του. Οι μετακομίσεις λόγω της δουλειάς του πατέρα του (Πολ Ντέινο), που είναι μηχανικός υπολογιστών, δεν κάνουν την κατάσταση ευκολότερη. Κι η μητέρα του (Μισέλ Γουίλιαμς), περίτεχνη πιανίστα, βιώνει μια δική της υπαρξιακή και ψυχολογική κρίση.
Ο Σάμι τα διαχειρίζεται όλα αυτά, μαζί με όλα τα άγχη και τα εμπόδια του να ενηλικιώνεσαι, με τον μόνο τρόπο που κατανοεί: Μέσα από την κατασκευή κινηματογραφικών εικόνων και ιστοριών. Ελάχιστοι αφηγητές στην ιστορία έχουν τελειοποιήσει σε τέτοιο βαθμό την τεχνική της δραματικής λύσης, των φινάλε που ολοκληρώνουν υποδειγματικά τα διάφορα δραματουργικά νήματα της ιστορίας που λένε– κι εδώ εξετάζει ο ίδιος το γιατί. Αν «η αφηγηματική ολοκληρωση είναι κάτι που εφηύρε ο Σπίλμπεργκ για να πουλάει εισιτήρια», το “Fabelmans” κοιτάζει με αφοπλιστικά ειλικρινή τρόπο πίσω από τις ιστορίες, πίσω από τις αφηγήσεις και τα πρόσωπα και αναρωτιέται: Γιατί;
Σε αντίθεση με τις λογής και λογής κλισέ νοσταλγομελούρες που γιορτάζουν «την μαγεία του σινεμά», ο Σπίλμπεργκ εδώ συνδέει τις ιστορίες που λέμε με τον τρόπο που έχουμε, ως άμυνα, να επεξεργαζόμαστε την πραγματικότητα. Οι σκηνές του νεαρού Σάμι καθώς κοιτάζει το υλικό του, καθώς το μοντάρει, καθώς το γυρνάει μπρος-πίσω και συνειδητοποιεί τον τεράστιο έλεγχο που ασκεί πάνω στην ίδια την πραγματικότητα, είναι μερικές από τις καλύτερες της χρονιάς. Η κάμερά του κινείται από τη μία πλευρά στην άλλη, ελεγχόμενα αλλά και ανήσυχα, σαν η ίδια η καρδιά του φιλμ να χτυπάει καθώς ο Σπίλμπεργκ κοιτάζει τον νεαρό εαυτό του να κοιτάζει την πραγματικότητα που το φιλμ έχει καταγράψει– αποφασίζοντας τι ιστορία θα πει με αυτήν ή αν θα την καταπνίξει.
Η ταινία είναι γυρισμένη με έναν συναρπαστικά τεχνητό τρόπο, υπενθυμίζοντας διαρκώς την κατασκευή της, το ότι αποτελεί απλώς μία φαντασιακή εκδοχή της αλήθειας: Τα χρώματα είναι θαμπά, η συναρπαστικά αφοσιωμένη ερμηνεία της Μισέλ Γουίλιαμς είναι άφοβα εξογκωμένη, κι ακόμα και το φινάλε έρχεται να «διορθώσει» το κάδρο σε μια υπενθύμιση της αισθητικής αναζήτησης: Η αλήθεια είναι απλώς η καταγραφή της. Είναι το «τύπωσε τον θρύλο» που λέει και ο «Άνθρωπος που Σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς» του Τζον Φορντ, μια ταινία κι ένας σκηνοθέτης που παίζουν κεντρικό ρόλο ως προς τις αισθητικές αναφορές του “Fabelmans” (και προφανώς του ίδιου του Σπίλμπεργκ).
Σε μια εντυπωσιακή αρμονία διαδοχής επιμέρους επεισοδίων, το φιλμ ποτέ δεν κάνει κοιλιά και πάντα έχει κάτι ενδιαφέρον και θαρραλέο να αναζητήσει μέσα στις ιδέες και τις εικόνες του, μακριά από το όποιο στεγνά νοσταλγικό κομμάτι. Στην τρίτη και καλύτερη πράξη, ο Σάμι καταγράφει μια μέρα με το σχολείο στην παραλία και το αποτέλεσμα είναι ένα από τα πιο αποκαλυπτικά πράγματα που έχει αποτυπώσει ποτέ σε ταινία του: Ούτε ο ίδιος ο Σάμι δεν καταλαβαίνει γιατί αποτύπωσε την πραγματικότητα με τον τρόπο που το έκανε, γιατί «τύπωσε τον θρύλο» κατά αυτόν τον τρόπο, σε σημείο που ακόμα και το πρόσωπο-αντικείμενό να έχει παραμείνει μπερδεμένο και συγχυσμένο.
Γιατί; Γιατί λέμε τις ιστορίες όπως τις λέμε; Γιατί μία πραγματικότητα μπορούμε να την αφηγηθούμε με μυριάδες διαφορετικούς τρόπους; Έχει να κάνει με το ποιοι είμαστε, με το τι περνάμε, με το πού βρισκόμαστε, με το τι είναι αυτό που έχουμε ανάγκη να αφομοιώσουμε, να επεξεργαστούμε. Δεν έχει καν, τελικά, με το τι θέλουμε να πούμε– στις αγνότερες εκφράσεις της τέχνης της αφήγησης, αυτό είναι κάτι που (όπως ο Σάμι, όπως ο Σπίλμπεργκ) πιθανότατα δεν μπορούμε καν να συνειδητοποίησουμε.
Bones and All
4 / 5
(Λούκα Γκουαντανίνο, 2ω10λ)
Η βραβευμένη ως ανερχόμενη ηθοποιός στο φεστιβάλ Βενετίας, Τέιλορ Ράσελ, παίζει μια έφηβη κανίβαλο που, όταν την αφήνει πίσω και φεύγει ο πατέρας της, μη μπορώντας να διαχειριστεί αυτό που είναι στα αλήθεια η κόρη του, εκείνη αποφασίζει να ξεκινήσει ένα road trip για να βρει τη μητέρα της και μαζί όσο μεγάλο κομμάτι αλήθειας μπορεί, για τον εαυτό της. Στη διαδρομή θα συναντήσει διάφορες περιθωριακές φιγούρες της αμερικανικής ενδοχώρας, σε μικροεπεισοδιάκια που απαρτίζουν ένα ολοκληρωμένο ταξίδι προς μια κάποια πλήρωση, αλλά και που χτίζουν μια απολαυστική αφήγηση σε διαδοχικά κεφάλαι, όπου κανένα δεν είναι ίδιο με το άλλο κι όλα συνεισφέρουν κάτι διαφορετικό στην (σκληρή, απότομη) συναισθηματική ωρίμανση της Μάρεν.
Ανάμεσα στα άτομα που θα συναντήσει είναι και μια μυστηριώδης φιγούρα παιγμένη από τον Μαρκ Ράιλανς, ο επίσης νεαρός κανίβαλος που παίζει σε μια εντελώς ανοιχτόκαρδη ερμηνεία ο Τίμοθι Σαλαμέ, αλλά και διάφορες εφιαλτικές φιγούρες διαφορετικών background και προσωπικών ιστοριών. (Ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν παίζει εδώ κι είναι ανατριχιαστικός.)
Μέσα όμως από αυτή την διαδοχή τοποθεσιών και συναντήσεων, που δίνει στην ταινία μια άπταιστα κατασκευασμένη επεισοδιακή δομή, αυτό που αναδεικνύεται είναι η ανάγκη για κατανόηση και για συντροφικότητα καθώς έρχεται όλο και πιο κοντά με τον Λι του Σαλαμέ. (Με μόνη παραφωνία θα έλεγα τον τρόπο που επανεμφανίζεται ένας χαρακτήρας κλείνοντας κάπως άτσαλα την δική του ηθική διαδρομή.) Εδώ, ο Γκουαντανίνο μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας του Αρσένι Κασατουράν επιλέγουν να αποτυπώσουν την ιστορία χρησιμοποιώντας απαλές, λυρικές χρωματικές πινελιές που παραπέμπουν περισσότερο στον Μάλικ του “Badlands” παρά σε οποιοδήποτε αστραφτερό, χιπ φίλτρο που συχνά συνδυάζεται με την αισθητική του νεανικού δράματος.
Ταυτόχρονα, εμποτίζει την αφήγηση με αρκετές ματωμένες σκηνές gore και ωμότητας χωρίς ποτέ όμως να προσπαθεί να το κάνει με τρόπο παρεμβατικό. Σχεδόν σε κάθε σεκάνς αγριότητας καταλήγουμε στην βία λες και κυλήσαμε προς τα εκεί, κάτι που μετατρέπει κάθε ματωμένη (και σαρκική) έκρηξη σε κάτι απρόσμενα εσωτερικό: Η Μάρεν πάντα αναρωτιέται, αμφισβητεί, φοβάται κι εμείς είμαστε δίπλα της σε κάθε βήμα.
Η αισθητική και ρυθμική τοποθέτηση του φιλμ το απεμπλέκει από κάθε τι μοντέρνο, αφήνοντας τον τεχνίτη και αφηγητή Γκουαντανίνο να λειτουργήσει επιτέλους ως καθαρόαιμος αφηγητής, διασκευάζοντας με μια συναισθηματικά americana νοσταλγία ένα βιβλίο που θα μπορούσε να είναι απλώς ένα ακόμα “Twilight”. Είναι αυτό τελικά που συνδέει τη νεότητα του “Call Me By Your Name” με τη νεότητα του “Bones and All”; Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε εφηβικές ιστορίες αφύπνισης που μοιάζουν να υπακούν στους δικούς τους κανόνες αισθητικής τρυφερότητας.
Σε αυτή την αβίαστη προσέγγιση του Γκουαντανίνο, η αλληγορία κι η κυριολεξία μέσω της αφήγησης είδους, βρίσκουν ένα ιδανικό σημείο ένωσης. Διότι έχουμε εδώ μια ιστορία που τελικά παρουσιάζεται πλήρως αφοσιωμένη στα φαντασιακά της στοιχεία (με κανόνες, και με την ηθική γύρω από αυτούς, με εικονογραφία, με τα πάντα) τη στιγμή που λειτουργεί ιδανικά και ως αλληγορία.
Το “Bones and All” είναι σκληρό, αιμοβόρο, αλλά και τρυφερό και λυρικό επιτρέποντας στις εξάρσεις των ηρώων του να το καθοδηγήσουν ηθικά και συναισθηματικά– αλλά διαθέτοντας το ίδιο μια πάρα πολύ σαφή αίσθηση της αισθητικής και του κόσμου του. Στο κατά Γκουαντανίνο “Bones and All” η νεότητα είναι κάτι το αιχμηρό, κάτι το πανέμορφο, κάτι το ασχημάτιστο. Αλλά, κι εκεί είναι η τελική νότα του θριάμβου του. Γιατί δεν υπάρχει μόνο ένας τρόπος να προσεγγίσεις τη νεότητα και τις ιστορίες της, κι ο Ιταλός σκηνοθέτης την αποτυπώνει με όρους διαχρονικούς. Ο φόβος και η τρυφερότητα δεν έχουν εποχή, εξάλλου.
Πινόκιο του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο
3 / 5
(“Guillermo del Toro’s Pinocchio”, Γκιγιέρμο ντελ Τόρο & Μαρκ Γκούσταφον, 1ω57λ)
Κατά την περίοδο της ανόδου του φασισμού στην Ιταλία του Μουσολίνι, η μαριονέτα που σκαλίζει ο μαραγκός ενός χωριού έρχεται στη ζωή. Όμως η τεράστια θλίψη στην καρδιά του Τζεπέτο, χάρη στην απώλεια του γιου του πριν χρόνια, δεν είναι εύκολο να γιατρευτεί ακόμα και τώρα. Ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο εμπνέεται από το κλασικό παραμύθι και παραδίδει μια πιο ευθέως πολιτική και αντι-φασιστική εκδοχή του που παρόλαυτά κρατά αρκετά μεγάλο μέρος του γνώριμου ντισνεϊκού σκελετού. (Υπάρχουν ακόμη και τραγούδια!)
Η επεισοδιακού χαρακτήρα αφήγηση κάπου εν τέλει χωλαίνει στο δεύτερο μισό και κάποιες ιδέες δεν προσγειώνονται με το μεγαλείο που θα τους ταίριαζε (η ιδέα των αμέτρητων ζωών ας πούμε δεν αναπτύσσεται όσο θα άξιζε) όμως η ταινία δε φοβάται να κοιτάξει κατάματα το γκροτέσκο της εμπόλεμης καθημερινότητας καθώς και το να πει μια βαθύτατα θλιμμένη ιστορία για την απώλεια και το μεγάλο κενό που αφήνει πίσω της. Και το κάνει με τη χρήση ενός πανέμορφου stop motion animation που όχι απλά δε στρογγυλεύει τις ατέλειες αλλά τις αγκαλιάζει κιόλας.
Παράξενος Κόσμος
2 / 5
(“Strange World”, Ντον Χολ, 1ω42λ)
Πέρα από τα χαρτογραφημένα σύνορα του κόσμου, μια οικογένεια εξερευνητών ταξιδεύει έχοντας αναλάβει μια τεράστιας σημασίας αποστολή που θα κρίνει το μέλλον του κόσμου. Αυτό που δεν ξέρουν, είναι το πώς αυτή η περιπέτεια θα αλλάξει τους ίδιους και τις ίδες, και τις μεταξύ τους σχέσεις. Ντισνεϊκή περιπέτεια κινουμένων σχεδίων και θαυμαστά ακραίων περιβαλλοντικών προβληματισμών, που όμως σκοντάφτει στην εντελώς συμβατική και προβλέψιμη αφήγησή της. Με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που οι διάφορες οπτικές ιδέες πάνω στην απεικόνιση αυτού του άγνωστου κόσμου, θα μπορούσαν να είναι αληθινά όμορφες κι εντυπωσιακές αν το όχημά τους δεν ήταν το παντοτινά ανέκφραστο και «ρεαλιστικά» πληκτικό CGI animation της ντισνεϊκής αισθητικής. (Η ελευθερία κι αποδέσμευση από τον ρεαλισμό που θα επέτρεπε εδώ το χέρι, πραγματικά μπορούσε να απογειώσει το συγκεκριμένο φιλμ.)
Ενώ λοιπόν στα περιθώρια του στόρι ελλοχεύουν διάφορες όχι ακριβώς τολμηρές αλλά τελοσπάντων πιθανώς αιχμηρές ιδέες (από την mixed οικογένεια με τον γκέι γιο μέχρι την περιβαλλοντική αλήθεια πίσω από την μεγάλη απειλή, αλλά και το αισθητικό επίπεδο με τα χρώματα και τα παράλογα πλάσματα), στην πραγματικότητα η κεντρική αφηγηματική οδός είναι απολύτως, και αταίριαστα, ασφαλής. Πώς συμβαδίζουν αυτά; Πιθανώς και δεν γίνεται– περάσαμε καλά με αυτό τον “Παράξενο Κόσμο” αλλά ποτέ δε μας απογείωσε με τον τρόπο που μοιάζει να επιθυμεί.
Κυκλοφορούν ακόμη
Τέλος Χρόνου: Μέσα από τα μάτια των νεαρών πρωταγωνιστών, ένα ντοκιμαντέρ καταγράφει την εφηβική και μαθητική πραγματικότητα στην σημερινή Ελλάδα.
Το Λευκό Περιστέρι: H ποιητική ιστορία ενός περιστεριού που χάνει το δρόμο του προς τις ακτές της βαλτικής καθώς πυροβολείται από ένα αγόρι, που μαζί με έναν φίλο του καλλιτέχνη, περιθάλπτουν το περιστέρι. Την ώρα που ένα κορίτσι, περιμένει την επιστροφή του. Το ντεμπούτο του Φράντισεκ Βλάσιλ, χρόνια πριν τη “Μαρκέτα Λαζάροβα”.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις