Σπύρος Μιχαλόπουλος: “Πόσος πολιτισμός χωρά στις προεκλογικές καμπάνιες των τελευταίων 45 ετών;”

Σπύρος Μιχαλόπουλος: “Πόσος πολιτισμός χωρά στις προεκλογικές καμπάνιες των τελευταίων 45 ετών;”
Ο Σπύρος Μιχαλόπουλος

Ο σκηνοθέτης Σπύρος Μιχαλόπουλος ετοιμάζει την τηλεοπτική μεταφορά των "Πανθέων" του Τάσου Αθανασιάδη και γράφει στο NEWS 24/7 για τον "πολιτισμο" που διέπει τις προεκλογικές καμπάνιες των τελευταίων 45 χρόνων.

Οι προεκλογικές καμπάνιες των τελευταίων 45 χρόνων στηρίχτηκαν σε υποσχέσεις, σε υποσχέσεις που ξεχνιούνται την επομένη των εκλογών. Το φαινόμενο αυτό δεν παρουσιάστηκε μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά κυρίως στην επαρχία, όπου η έννοια του πολιτευτή ήταν συνώνυμη με την έννοια του ρουσφετιού.

Τον 20 αιώνα οι ιστορικές στιγμές του διχασμού, των θριάμβων και των καταστροφών, άμβλυναν κατά κάποιον τρόπο την πελατειακή συμπεριφορά. Η πρόταξη της έννοιας του έθνους, σε συνδυασμό με τη μόνιμη εξ ανατολών απειλή, έβαλαν στην άκρη τα μικροκομματικά τουλάχιστον μέχρι την απελευθέρωση το 1944.

Από το 1950, έως την δικτατορία του 67, το «μπαλκόνι» έγινε θεσμός. Ο πολιτικός, εξ ορισμού, ήταν αυθεντία και σωτήρας. Ακούσαμε για ποτάμια που θα ερχόντουσαν σε μέρη που δεν έχουν, για γεφύρια που θα χτιζόταν χωρίς λόγο, για νοσοκομεία ανύπαρκτα, για δρόμους, λιμάνια, αλλά και διορισμούς σε δημόσιες θέσεις σαν αποτέλεσμα της εξασφάλισης μιας «δια βίου» οικονομικής ευμάρειας.

Τα προγράμματα των κομμάτων περιορίζονταν σε λέξεις, όπως ανασυγκρότηση, μεταρρύθμιση, εκσυγχρονισμός κλπ. Βαθυστόχαστες έννοιες που δήλωναν μόνο έναν στόχο. Ψηφίστε με για να τα κάνω όλα. Γίνεται αυτό; Όχι, αλλά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η εκλογή.

Δίπλα στους πολιτευτές στριμώχτηκαν οι κομματάρχες. Οι κομματάρχες ήταν επιφορτισμένοι με τη «βρώμικη δουλειά». Δηλαδή με το «μάντρωμα» των ψηφοφόρων και την είσοδο νέων, οι οποίοι θα επιλέξουν αυτόν που το κόμμα επιτάσσει.

Για να γίνει αυτό δύο ήταν οι άξονες. Προσφορά με αντάλλαγμα, και υπόσχεση με αντάλλαγμα. Οι υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν, δημιούργησαν έννοιες όπως, «κομμένο χέρι αν ξαναψηφίσω», «μαύρο την επόμενη φορά» και αλλαγή κόμματος.

Η προεκλογική καμπάνια όμως χρειάζεται και εργαλεία. Αυτά της διαφήμισης. Οι πολιτευτές ξόδευαν απίστευτα πολλά χρήματα σε αφίσες, σημαιάκια, εγκαίνια και θεμελιώσεις έργων, σε τραπέζια και κεράσματα, σε συγκεντρώσεις, μικρές ή μεγάλες ανάλογα το βαλάντιο, σε εμφανίσεις σε εφημερίδες και περιοδικά, έως την εμφάνιση της τηλεόρασης.

Με την εμφάνιση της τηλεόρασης οι προεκλογικές καμπάνιες άλλαξαν μορφή, αλλά όχι ουσία. Τη δεκαετία του 80 έκαναν την εμφάνισή τους οι image makers. Διαφημιστικοί κολοσσοί έπαιξαν τον ρόλο του αναβαθμισμένου κομματάρχη. Ένα επιτελείο «λευκών κολάρων», οι οποίοι με την κατάλληλη αμοιβή, μπορούσαν να μεταστρέψουν την κοινή γνώμη ακόμη κι αν επρόκειτο για εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου.

Οι image makers δημιούργησαν το σπουδαιότερο εργαλείο της χειραγώγησης. Τη δημοσκόπηση.

Η δημοσκόπηση είναι η ικανότητα ανάλυσης απαντήσεων σε προκαθορισμένες αμφίσημες ερωτήσεις. Πεδίο δόξης λαμπρό για κάθε πολιτευτή που κατά κανόνα δεν έχει ιδέα πού απευθύνεται, πώς θα απευθυνθεί, τι θα πει και κυρίως τι θα πράξει. Η επιρροή της κοινής γνώμης προεκλογικά μέσω των δημοσκοπήσεων γίνεται ολοένα και πιο έντονη. Και όσο το χρήμα ρέει, τόσο η αλλοίωση πιάνει τόπο.

Θα αναφέρω κάτι που μου διηγήθηκε ο Περικλής Κοροβέσης, όταν κατέβηκε υποψήφιος στην Α Αθηνών το 2015: «Δεν έκανα καμία καμπάνια, ούτε αφίσες, ούτε ομιλίες, μόνο μια μάζωξη σε ένα καφενείο στο κέντρο. Όταν εκλέχθηκα και έπρεπε να παρουσιάσω τα τιμολόγια της προεκλογικής μου εκστρατείας, στην επιτροπή διαφάνειας στη Βουλή, παρουσίασα ένα τιμολόγιο από το καφενείο με το ποσό των 195 ευρώ. Ο υπάλληλος με κοίταξε περίεργα και είπε: κύριε Κοροβέσση εδώ έρχονται βουλευτές που έχουν ξοδέψει το λιγότερο 500 χιλιάδες ευρώ. Τι να κάνω, απάντησα, τόσα ξόδεψα. Και πώς εκλεγήκατε; μου είπε. Δεν ξέρω πώς, αλλά αυτά ξόδεψα».

Η προώθηση του ονόματος και της φυσιογνωμίας κάποιου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιλεκτική και τη μαζική προβολή του. Βομβαρδισμός αφισών με το πρόσωπο και το σύνθημά του, που κατά κανόνα περιορίζεται σε πέντε λέξεις, αγώνας, μέλλον, τιμιότης, εμπιστοσύνη, όραμα. Αυτά σε όποια σειρά και να μπουν, με τις κατάλληλες υπόλοιπες λέξεις, δημιουργούν ένα προφίλ άξιο να εκλεγεί. Κι αυτό σημαίνει πολλά χρήματα.

Οι φωτογραφίσεις των προσώπων γίνονται με κανόνες. Η κάμερα ελαφρά χαμηλά, για δείξει ανωτερότητα και ηγετικά προσόντα, το βλέμμα επικεντρωμένο στο μέλλον, ελαφρύ χαμόγελο σιγουριάς και εμπιστοσύνης. Και τι μένει μετά απ’ όλα αυτά; Μόνο σκουπίδια και ρύπανση.

Στους σύγχρονους καιρούς, τον ρόλο της αφίσας, του συνθήματος του φυλλαδίου θα παίξει η social πλατφόρμα. Εκεί οι αναρτήσεις δίνουν και παίρνουν, οι εμφανίσεις πολλαπλασιάζονται και οι πολιτευτές, στο όνομα της απευθείας επικοινωνίας, γίνονται στολίδια του scroll, με αποτέλεσμα η μάχη να γίνεται πιο έντονη. Δεν φτάνει ο συνήθης μήνας του προεκλογικού αγώνα για αυτό. Η πλατφόρμα «πουλάει» στο κοινό και ιδιαίτερα στη νεολαία. Τα social παίζουν τον ευρύτερο γνωστό ρόλο του κομματάρχη, αλλά αυτή τη φορά απρόσωπα.

Τα τελευταία χρόνια οι καμπάνιες επικεντρώνονται στο ποσοστό ανηθικότητας ή ηθικής. Πόσο κάθε πολιτευτής δεν κατηγορήθηκε για σκάνδαλο, για σεξουαλική κακοποίηση ή προσβολή, πόσο άντεξε στους εκβιασμούς της λάσπης. Οι «δίκες» γίνονται στα social, βγαίνουν αποφάσεις και οι image makers έχουν δουλίτσα, και κέρδη.

Οι κινήσεις γίνονται στοχευμένες σε συγκεκριμένο εκλογικό κοινό, με επιστημονικό τρόπο, έχοντας έναν μόνο στόχο, την εκλογή. Τι κι αν ο «πελάτης-υποψήφιος» είναι ανήθικος ή «λίγος», θα εκλεγεί πάση θυσία. Ποιο είναι το θύμα σ’ αυτή τη θυσία; Σκεφτείτε το.

Ο Σπύρος Μιχαλόπουλος συστήνεται με δικά του λόγια

Γεννήθηκα στη Πρέβεζα το 1959.Σε μια απομακρυσμένη επαρχία των δυόμισι χιλιάδων κατοίκων. Από μικρός με γοήτευε το σινεμά που έβλεπα τις Κυριακές πρωινές στους 3 κινηματογράφους της πόλης.

Το 1971 μετακομίσαμε οικογενειακώς στην Αθήνα. Παιδί επιπλοποιού και μιας μοδίστρας, που από έρωτα ζήσανε μαζί 60 χρόνια. Μεγάλωσα σαν έφηβος στη μεταπολίτευση και στη πολιτικοποίηση ακολούθησα με ζήλο το δίκιο και την ορθότητα.

Τελειώνοντας το Λύκειο στη Κυψέλη βρέθηκα το 1978 στη Πολωνία για σπουδές στο πολυτεχνείο, αλλά με κέρδισε η σκηνοθεσία και η Σχολή κινηματόγραφου του Λοτζ. Είχα τη τύχη και τη χαρά να γνωρίσω τον Kieslowski στα βήματα του πριν τον Δεκάλογο, τον οποίο θεωρώ και μέντορα μου.

Επέστρεψα στη Ελλάδα μετά από 5 χρόνια και άρχισα το μακρύ μου ταξίδι σ’ αυτό που λέγεται Τέχνη του σινεμά. Δούλεψα σαν βοηθός σκηνοθέτη δίπλα σε μεγάλους σκηνοθέτες όπως ο Αγγελόπουλος, Σταμπουλόπουλος, Πανουσόπουλος και στις αρχές της δεκαετίας του 90 μπήκα στο σκληρό χώρο της διαφήμισης σαν σκηνοθέτης. Έχω στη πλάτη μου αμέτρητα διαφημιστικά, καθώς και κάθε είδους μέσο προώθησης προϊόντων.

Στην τηλεόραση αποφάσισα να μπω σαν σκηνοθέτης το 2004 και είχα τη τύχη μέχρι τώρα να είμαι σε αξιόλογες δουλειές όπως: Βέρα στο δεξί, Έρωτας, Πολυκατοικία, Επιστροφή, Άγριες Μέλισσες. Πέρσι, σκηνοθέτησα τον Όρκο που προβλήθηκε από την ΕΡΤ1. Τώρα ετοιμάζω την τηλεοπτική μεταφορά των “Πανθέων” του Τάσου Αθανασιάδη που θα προβληθεί από την τηλεοπτική συχνότητατου ΣΚΑΙ.

Στο διάστημα από το 2010 έως και το 2017 έζησα στη Κύπρο όπου σκηνοθέτησα 6 σειρές για τη Κυπριακή Τηλεόραση. Σε ένα τρίχρονο διάλειμμα από την Κύπρο δημιούργησα τη πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία μου ΛΟΥΝΑ ΜΠΑΡ.

Παράλληλα σκηνοθέτησα και πέντε θεατρικές παραστάσεις μεταξύ των οποίων το “Τζόρνταν” και το “Τάνγκο Μπάρ” του Περικλη Κοροβέση.

Βλέποντας στη πορεία μου ότι η Γνώση είναι αυτό που κερδίζει πάντα έκανα τρία σεμινάρια στο ΕΚΠΑ (κινηματογραφοθεραπεία, Εγκληματολογία, Θέατρο-Φιλοσοφική κριτική) απ’ όπου αποφοίτησα με άριστα και στα τρία. Παράλληλα έκανα δύο σεμινάρια στο ΜΟΜΑ που αφορούν στη σύγχρονη Τέχνη. Οι πιο πρόσφατες σπουδές μου είναι στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο σχετικά με την Ιστορία του Ελληνικού Πολιτισμού. Είμαι μέλος του Ινστιτούτου Θεάτρου και μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών.

Ακολουθήστε το News 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα