Είδαμε το οσκαρικό φαβορί “Fabelmans” του Σπίλμπεργκ – Και δεν είναι (μόνο) αυτό που φαίνεται
Η νέα, αυτοβιογραφική ταινία του Σπίλμπεργκ είναι πολλά περισσότερα από μια «ερωτική επιστολή στο σινεμά».
- 25 Νοεμβρίου 2022 06:59
Με βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Τορόντο (μια πανίσχυρη ένδειξη για τις οσκαρικές διαθέσεις της κάθε χρονιάς) και με δεδομένο πως ένας από τους διασημότερους σκηνοθέτες στην ιστορία του σινεμά κάνει μια ταινία για το σινεμά, είναι προφανές το πώς το “Fabelmans” συζητιέται ως μεγάλο φετινό οσκαρικό φαβορί. Όμως πάντα σε μια τέτοια κουβέντα μπορεί εύκολα να χαθεί η πολύ πιο ουσιώδης συζήτηση που αφορά το ίδιο το περιεχόμενο της ταινίας.
Από την περιγραφή και μόνο, πόσο μάλλον από το τρέιλερ, μπορεί κανείς να πάρει μια πρώτη ιδέα για το τι είναι το “Fabelmans”.
Όμως δε θα ήταν η απολύτως σωστή, δε θα ήταν πλήρης. Γιατί πολύ περισσότερο από μια αυτοβιογραφική ιστορία, από μια ταινία για τις ταινίες, από μια νοσταλγική διαδρομή στο χρόνο, το “Fabelmans” είναι και μια ειλικρινής, διεισδυτική ματιά στην ψυχολογία του παιδικού τραύματος που κουβαλάμε πάντα μαζί μας, αλλά και στο πώς οι ιστορίες που λέμε σχηματίζουν την αλήθεια που (θέλουμε να) επικοινωνούμε.
Τι συμβαίνει λοιπόν σε αυτή την ταινία;
ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΕ ΚΡΙΣΗ
Ο νεαρός Σάμι Φέιμπλμαν, δηλαδή ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, ερωτεύεται το σινεμά και από τότε τα πάντα στη ζωή του αρχίζουν να περιστρέφονται γύρω από αυτό. Η οικογένειά του βρίσκεται σε κρίση κι η σχέση των γονιών του κρέμεται από μια κλωστή, την ώρα που ο ίδιος δυσκολεύεται να μπει στο κλίμα στο σχολείο του. Οι μετακομίσεις λόγω της δουλειάς του πατέρα του (Πολ Ντέινο), που είναι μηχανικός υπολογιστών, δεν κάνουν την κατάσταση ευκολότερη. Κι η μητέρα του (Μισέλ Γουίλιαμς), περίτεχνη πιανίστα, βιώνει μια δική της υπαρξιακή και ψυχολογική κρίση.
Ο Σάμι τα διαχειρίζεται όλα αυτά, μαζί με όλα τα άγχη και τα εμπόδια του να ενηλικιώνεσαι, με τον μόνο τρόπο που κατανοεί: Μέσα από την κατασκευή κινηματογραφικών εικόνων και ιστοριών. Ελάχιστοι αφηγητές στην ιστορία έχουν τελειοποιήσει σε τέτοιο βαθμό την τεχνική της δραματικής λύσης, των φινάλε που ολοκληρώνουν υποδειγματικά τα διάφορα δραματουργικά νήματα της ιστορίας που λένε– κι εδώ εξετάζει ο ίδιος το γιατί. Αν «η αφηγηματική ολοκλήρωση είναι κάτι που εφηύρε ο Σπίλμπεργκ για να πουλάει εισιτήρια», τότε το “Fabelmans” κοιτάζει με αφοπλιστικά ειλικρινή τρόπο πίσω από τις ιστορίες, πίσω από τις αφηγήσεις και τα πρόσωπα και αναρωτιέται: Γιατί;
Σε αντίθεση με τις λογής και λογής κλισέ νοσταλγομελούρες που γιορτάζουν «την μαγεία του σινεμά», ο Σπίλμπεργκ εδώ συνδέει τις ιστορίες που λέμε με τον τρόπο που έχουμε, ως άμυνα, να επεξεργαζόμαστε την πραγματικότητα. Οι σκηνές του νεαρού Σάμι καθώς κοιτάζει το υλικό του, καθώς το μοντάρει, καθώς το γυρνάει μπρος-πίσω και συνειδητοποιεί τον τεράστιο έλεγχο που ασκεί πάνω στην ίδια την πραγματικότητα, είναι μερικές από τις καλύτερες της χρονιάς. Η κάμερά του κινείται από τη μία πλευρά στην άλλη, ελεγχόμενα αλλά και ανήσυχα, σαν η ίδια η καρδιά του φιλμ να χτυπάει καθώς ο Σπίλμπεργκ κοιτάζει τον νεαρό εαυτό του να κοιτάζει την πραγματικότητα που το φιλμ έχει καταγράψει– αποφασίζοντας τι ιστορία θα πει με αυτήν ή αν θα την καταπνίξει.
«ΤΥΠΩΣΕ ΤΟΝ ΘΡΥΛΟ»: ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΛΕΜΕ
Η ταινία είναι γυρισμένη με έναν συναρπαστικά τεχνητό τρόπο, υπενθυμίζοντας διαρκώς την κατασκευή της, το ότι αποτελεί απλώς μία φαντασιακή εκδοχή της αλήθειας: Τα χρώματα είναι θαμπά, η συναρπαστικά αφοσιωμένη ερμηνεία της Μισέλ Γουίλιαμς είναι άφοβα εξογκωμένη, κι ακόμα και το φινάλε έρχεται να «διορθώσει» το κάδρο σε μια υπενθύμιση της αισθητικής αναζήτησης: Η αλήθεια είναι απλώς η καταγραφή της. Είναι το «τύπωσε τον θρύλο» που λέει και ο «Άνθρωπος που Σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς» του Τζον Φορντ, μια ταινία κι ένας σκηνοθέτης που παίζουν κεντρικό ρόλο ως προς τις αισθητικές αναφορές του “Fabelmans” (και προφανώς του ίδιου του Σπίλμπεργκ).
Σε μια εντυπωσιακή αρμονία διαδοχής επιμέρους επεισοδίων, το φιλμ ποτέ δεν κάνει κοιλιά και πάντα έχει κάτι ενδιαφέρον και θαρραλέο να αναζητήσει μέσα στις ιδέες και τις εικόνες του, μακριά από το όποιο στεγνά νοσταλγικό κομμάτι. Στην τρίτη και καλύτερη πράξη, ο Σάμι καταγράφει μια μέρα με το σχολείο στην παραλία και το αποτέλεσμα είναι ένα από τα πιο αποκαλυπτικά πράγματα που έχει αποτυπώσει ποτέ σε ταινία του: Ούτε ο ίδιος ο Σάμι δεν καταλαβαίνει γιατί αποτύπωσε την πραγματικότητα με τον τρόπο που το έκανε, γιατί «τύπωσε τον θρύλο» κατά αυτόν τον τρόπο, σε σημείο που ακόμα και το πρόσωπο-αντικείμενό να έχει παραμείνει μπερδεμένο και συγχυσμένο.
Γιατί; Γιατί λέμε τις ιστορίες όπως τις λέμε; Γιατί μία πραγματικότητα μπορούμε να την αφηγηθούμε με μυριάδες διαφορετικούς τρόπους; Έχει να κάνει με το ποιοι είμαστε, με το τι περνάμε, με το πού βρισκόμαστε, με το τι είναι αυτό που έχουμε ανάγκη να αφομοιώσουμε, να επεξεργαστούμε. Δεν έχει καν, τελικά, με το τι θέλουμε να πούμε– στις αγνότερες εκφράσεις της τέχνης της αφήγησης, αυτό είναι κάτι που (όπως ο Σάμι, όπως ο Σπίλμπεργκ) πιθανότατα δεν μπορούμε καν να συνειδητοποίησουμε.
*Το “Fabelmans” του Στίβεν Σπίμπεργκ κυκλοφορεί στις αίθουσες.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις