ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΠΟΥ ΕΙΔΑΜΕ ΣΤΙΣ ΚΑΝΝΕΣ
Ένα καθηλωτικό δικαστικό δράμα, ένα ιταλικό παραμύθι με τον πρωταγωνιστή του The Crown, ένα μάθημα σεξ γυρισμένο στην Κρήτη, κι οι υπόλοιπες ταινίες που ξεχωρίσαμε στις φετινές Κάννες.
Με ένα πολύ δυνατό Διαγωνιστικό γεμάτο ταινίες σε διαφορετικά μήκη κύματος, που ποτέ δεν ένιωσα ότι κούρασε, οι φετινές Κάννες είχαν ευτυχώς τις ταινίες να αντιπαραβάλλουν στα διάφορα άλλα προβλήματα που πλήγωσαν την διοργάνωση: Την τελετή έναρξης που ξεσήκωσε αντιδράσεις λόγω της παρουσίας (όταν το θυμόταν να έρθει) του Τζόνι Ντεπ, το φιάσκο με το σύστημα εισιτηρίων, την αποκάλυψη του θρυλικού σκηνοθέτη Βίκτορ Ερίθε πως το φεστιβάλ ουσιαστικά τον ξεγέλασε απλώς για να μην πάει η ταινία του αλλού.
Ήταν πολλή η μουρμούρα φέτος στα πηγαδάκια, όμως οι ταινίες άξιζαν τον κόπο– ακόμα κι αν θεωρήσει κανείς πως δεν υπήρξε το μεγάλο αριστούργημα (και μάλλον ισχύει), η ύπαρξη πολλών καλών ταινιών δίνει το στίγμα για μια ενδιαφέρουσα νέα σινεφλική σεζόν με ποικιλία.
Εμείς, πέρα από τους προφανείς μεγάλους τίτλους όπως τα Killers of the Flower Moon του Σκορσέζε και το Asteroid City του Γουές Άντερσον, ή το Monster του Χιροκάζου Κόρε-εντα, ξεχωρίσαμε τις ταινίες που αγαπήσαμε και συζητήσαμε περισσότερο στο φετινό φεστιβάλ. Για να ξέρετε τι έρχεται τη νέα σεζόν.
ANATOMY OF A FALL
Μια γυναίκα κατηγορείται για τον φόνο του άντρα της ο οποίος βρέθηκε νεκρός από τον γιο τους (ο οποίος δεν μπορεί να δει καλά) και τον σκύλο του, έχοντας πέσει στο έδαφος από το παράθυρο του εργαστηρίου του, στο απομακρυσμένο σπίτι τους κάπου στην γαλλική επαρχία. Όλη η ταινία παίρνει τη μορφή ενός απίστευτα έντονου δικαστικού procedural όπου παρουσιάζονται στοιχεία –είτε αδιάσειστα, είτε περιστασιακά– την ώρα που η γυναίκα αρνείται την ενοχή της και κανείς (ανάμεσά τους κι εμείς, ως θεατές) δεν γνωρίζουμε την αντικειμενική αλήθεια.
Η φοβερή Σάντρα Χίλερ (Toni Erdmann) πρωταγωνιστεί σε μια σαρωτικά παγερή ερμηνεία, καθηλώνοντας τον θεατή δίχως ποτέ να αφήσει τον εαυτό της να σπάσει ή να προδώσει το οτιδήποτε, σε ένα ψυχολογικό θρίλερ όπου η αντικειμενικότητα της αλήθειας θρυμματίζεται μπροστά σε απειράριθμα σωματίδια υποκειμενικής ανάγνωσης. Η σκηνοθέτης Ζιστίν Τριέ (του απολαυστικού Sibyl) κάνει το ένα βήμα παραπάνω στην έτσι κι αλλιώς αξιοπρόσεκτη καριέρα της παραδίδοντας ένα κομψοτέχνημα σασπένς, σαν ο Μίκαελ Χάνεκε να είχε σκηνοθετήσει κάποιο από εκείνα τα απολαυστικά δικαστικά/ψυχολογικά θρίλερ του Τζο Έστερχαζ σαν το Βασικό Ένστικτο ή την Άκρη του Νήματος.
HOW TO HAVE SEX
Γυρισμένο στα Μάλια και διαχειριζόμενο ένα τρομερά δύσκολο ζήτημα γύρω από το σεξ και τη συγκατάθεση, το φιλμ της πρωτοεμφανιζόμενης Μόλι Μάνινγκ Γουόκερ ακολουθεί τρεις νεαρές βρετανίδες που έρχονται στην Ελλάδα για να διασκεδάσουν και να ζήσουν την φάση «μεθυσμένοι τουρίστες στο νησί». Για μία εξ αυτών μάλιστα, αυτό ίσως είναι το ταξίδι όπου θα χάσει την παρθενιά της και είναι καθηλωτική η διαπίστωση πως απλώς και μόνο το να είναι η ηρωίδα κορίτσι σε μια τέτοια ιστορία (από τις αμέτρητες αντίστοιχες που έχουμε δει με έφηβα αγόρια για πρωταγωνιστές) φέρνει στην ταινία μια απροσδιόριστη αίσθηση απειλής. Τι λέει αυτό για τον κόσμο μας;
Όλο το πρώτο μέρος του φιλμ διαδραματίζεται σε μια σειρά από ξεσαλώματα, είτε έξω σε κλαμπ, είτε στην κοινή πισίνα του συμπλέγματος διαμερισμάτων, είτε απλά σε κάποιο μπαλκόνι με τα αγόρια που μένουν δίπλα. Χαρακτήρες και δυναμικές αποτυπώνονται καθαρά μέσα από κίνηση, ενέργεια και σωματικότητα, με το φιλμ να μας βάζει σε μια λογική εξερεύνησης ανθρώπων πέρα από απλώς τα λόγια. Μια αίσθηση απειλής αρχίζει να στριφογυρίζει στην ατμόσφαιρα, και όταν συμβεί κάτι που περνά τα όρια, έχει τρομερό ενδιαφέρον το πώς οι ηρωίδες δεν ξέρουν ακριβώς πώς να το αναλύσουν. Είναι άρα μια ιστορία για το πώς φτάνεις στο σημείο να αποδεχθείς κάτι τραυματικό, πριν καν αρχίσεις να το διαχειρίζεσαι. Κι είναι και μια κατάθεση ταλέντου για την Γουόκερ, που δείχνει εντυπωσιακό στιλιστικό και αφηγηματικό έλεγχο σε μια ιστορία που θα μπορούσα εύκολα να ξεδιπλωθεί με τρόπο μονότονο ή διδακτικό αλλά δεν είναι τίποτα από τα δύο.
MAY DECEMBER
Μια ηθοποιός καταφθάνει στο σπίτι μιας οικογένειας προκειμένου να γνωρίσει και να μελετήσει από κοντά τη γυναίκα, μιας και πρόκειται να την ερμηνεύσει σε επερχόμενη ταινία. Ο λόγος; Το σκανδαλώδες, πολυσυζητημένο ταμπλόιντ ρομάντσο του ζευγαριού πριν πολλά χρόνια λόγω της τεράστιας διαφοράς ηλικίας. Όμως η άφιξη της ηθοποιού, οι ερωτήσεις της, και γενικώς ο τρόπος που γίνεται κομμάτι αυτής της οικογένειας για το διάστημα που ακολουθεί, θα δημιουργήσει ρωγμές στο καλά φτιαγμένο προσωπείο– αυτή η τεταμένη αίσθηση αμήχανης ευτυχίας που βιώνει η οικογένεια, θα ζαρώσει για τα καλά.
Ο Τοντ Χέινς του Carol και του Far from Heaven επιστρέφει με ένα αναπολογητικό ‘50s αισθητικής καμπ μελόδραμα που επιτίθεται στο ένοχο παρελθόν του κεντρικού ζευγαριού ξεφλουδίζοντας στρώματα παράνοιας και ψευδούς αίσθησης ισορροπίας. Κι ανακαλύπτοντας διαρκώς όχι μόνο κομμάτια της αλήθειας και του τι όντως συνέβη– αλλά και του πώς οι δυο αυτοί άνθρωποι έχουν χτίσει μια πραγματικότητα πάνω σε τόνους αυταπάτης. Τζούλιαν Μουρ και Νάταλι Πόρτμαν (η σύζυγος και η ηθοποιός, αντίστοιχα) σε φοβερό δίδυμο κεντρικής ερμηνείας να δημιουργούν επίπεδα ερμηνειών πάνω στις ερμηνείες, την ώρα που ο Χέινς καδράρει τα πάντα σαν φλου σαπουνόπερα, με απότομα ζουμ και δραματικές μουσικές κορώνες που κάνουν το παραμικρό να μοιάζει με υστερική κρίση. Η αστειότερη ταινία του φετινού φεστιβάλ.
THE OLD OAK
Σε μια μικρή πόλη της βορειοδυτικής Αγγλίας, όπου κάποτε δέσποζε η κοινότητα των μεταλλωρύχων, σήμερα κυριαρχεί παρακμή. Η κοινότητα είναι φτωχή, το πολιτικό σύστημα τους έχει ξεχασμένους, και οι δημόσιοι χώροι έχουν ελαχιστοποιηθεί διαλύοντας ουσιαστικά την όποια αίσθηση συλλογικότητας υπήρχε κάποτε. Εδώ είναι που καταφθάνει μια ομάδα προσφύγων από τη Συρία, παρά τις αντιδράσεις μεγάλου μέρους των ντόπιων. Σταδιακά, μια κοπέλα από τη Συρία με πάθος για τη φωτογραφία, θα πείσει τον ιδιοκτήτη της τοπικής παμπ (του τελευταίου διαθέσιμου χώρου συνέλευσης σε όλη την περιοχή) να ανοίξει τον χώρο του για το κοινό καλό, οδηγώντας τον να βρει ξανά κίνητρο για ζωή.
Η τελευταία μάλλον ταινία του μεγάλου Κεν Λόουτς σε σενάριο του σταθερού συνεργάτη του, Πολ Λάβερτι, δεν προσθέτει μεν κάτι φρέσκο στο έργο και στο στυλ του –ήδη βραβευμένου με δύο Χρυσούς Φοίνικες– σκηνοθέτη, όμως αποτελεί ένα από τα τελευταία ζωντανά δείγματα αληθινού κοινωνικού, σοσιαλιστικού σινεμά. Εκεί όπου το προσφυγικό ζήτημα, η κατάρρευση των δημοσίων χώρων, ο ρατσισμός, αποτελούν ζητήματα άρρηκτα συνδεδεμένα με το ταξικό, με την πραγματικότητα της εργατικής τάξης. Είναι οπωσδήποτε γραμμένη με ευρύ και κατά τόπους απλουστευτικό τρόπο, αλλά έχει συνείδηση κι αυτό σίγουρα μετράει για κάτι. Το φινάλε είναι πολύ συγκινητικό– ένας υπέροχος τρόπος για τον Λόουτς να πει αντίο, εφόσον κάτι τέτοιο πράγματι ισχύσει.
THE ZONE OF INTEREST
Ο διοικητής του Άουσβιτς (Κρίστιαν Φρίντελ) κι η σύζυγός του (Σάντρα Χίλερ, πάλι αυτή!) προσπαθούν να χτίσουν μια ονειρεμένη ζωή για την οικογένειά τους, στο σπίτι με κήπο που βρίσκεται δίπλα στο στρατόπεδο. Στην άλλη πλευρά του τοίχου, η φρίκη παραμένει κρυμμένη, μακριά από το βλέμμα μας.
Ο Τζόναθαν Γκλέιζερ επιστρέφει μια δεκαετία μετά το Under the Skin και παραδίδει ένα ιστορικό δράμα φρίκης και τρόμου, παιγμένο στη γερμανική γλώσσα εξ ολοκλήρου, για τους τρόπους με τους οποίους ένα ανθρώπινο ον είναι ικανό να ευτελίσει ακόμα και την πιο οδυνηρή φρίκη, τη μεγαλύτερη ηθική του καταδίκη, σε μια απλή σειρά από μπανάλ διαδικασίες. Ο άντρας αυτός κινείται σα να έκανε μια τυπική δουλειά γραφείου, κρύβοντας την ίδια την φωτιά της κόλασης κάτω από μια σειρά βαριεστημένων εκφράσεων («Χάιλ Χίτλερ και τα λοιπά»), την ώρα που ο Γκλέιζερ σκηνοθετεί τα πάντα από απόσταση, κρατώντας τα πρόσωπα μακριά, και με στατικά πλάνα γεμάτα αιχμές και επιθετικές γωνίες. Σε συνδυασμό με το απόκοσμο ηχοτοπίο του φιλμ, καταφέρνει να αποδώσει την αίσθηση τρόμου και βάρους ενός εγκλήματος το οποίο ποτέ δεν βλέπουμε να συντελείται– θυμίζοντας πως δεν υπάρχει πράξη αποκομμένη από τις ηθικές της συνέπειες.
IN OUR DAY
Κάπου στη Σεούλ, δύο συζητήσεις συμβαίνουν την ίδια στιγμή. Μια ηθοποιός που σκέφτεται να παρατήσει την καριέρα της έρχεται σε επαφή με μια ερασιτέχνη, ενώ ένας ηλικιωμένος ποιητής που θέλει να σταματήσει να πίνει και να καπνίζει φέρνει έναν φαν στο σπίτι του την ώρα που μια κοπέλα γυρίζει ένα ντοκιμαντέρ για αυτόν. Οι δύο καλλιτέχνες αντιμετωπίζουν μια σειρά από υπαρξιακά ερωτήματα που τους θέτουν οι νεότεροί τους, την ώρα που η καθημερινότητα κυλά με τον πιο απλό τρόπο: Με φαγητό, με κρασί και ουίσκι, με το τάισμα μιας γάτας ή με ένα παιχνίδι πέτρα-μολύβι-χαρτί.
Ο μάστερ της απλότητας και του καθημερινού λυρισμού, Χονγκ Σανγκ-σου, που σταθερά συνεχίζει να παράγεια μία ταινία ανά μεγάλο φεστιβάλ, προσφέρει μια υπαρξιακή ανάσα σε μορφή διαδοχικών κινηματογραφικών διαλόγων. Μια γυναίκα κι η φίλη της μιλούν για το πόσο πρέπει να ταΐζουν τη γάτα. Ο ποιητής κι η σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ συζητούν για τις μπύρες χωρίς αλκοόλ. Μια εξαφάνιση. Μια απρόσμενη συνάντηση. Μια σειρά επίμονων ερωτήσεων πάνω στο νόημα της ζωής. Και μια απροσδιόριστη αίσθηση πως παντού υπάρχουν συνδέσεις, και πως παντού η ζωή ακολουθεί ένα μεγάλο, σταθερό, αλλά άγνωστο τελικά σε εμάς, μοτίβο. Τι άλλο να κάνεις, παρά να απολαύσεις τον ουρανό, κάνοντας εκείνο το πράγμα που σε γεμίζει αγνή ικανοποίηση– κι οι ταινίες του Χονγκ είναι ένα από αυτά, μαγευτικές μέσα από τις λιλιπούτειες διαστάσεις τους.
LA CHIMERA
Ένας βρετανός αρχαιολόγος επιστρέφει στην Τοσκάνη των ‘80s μετά από ένα πέρασμα από τη φυλακή, κι εκεί συναντά ξανά μια συμμορία τυμβωρύχων μαζί με τους οποίους κλέβουν αρχαία ετρουσκικά έργα τέχνης μέσα από τάφους. Ενώ ονειρεύεται ακόμα τη γυναίκα που αγάπησε και έχασε, ο Άρθουρ συνεχίζει για πάντα να αναζητά τη μυθική εκείνη πόρτα που συνδέει τον κόσμο μας με τον κάτω κόσμο. Παράλληλα, γνωρίζει την Ιτάλια– μια μαθήτρια της μητέρας του παλιού του έρωτα, κι η αγνότητά της ίσως είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να σώσει την ψυχή του, να τον βοηθήσει να ξυπνήσει για τα καλά στον δικό μας κόσμο.
Η Αλίτσε Ρορβάχερ του μαγευτικού Ευτυχισμένου Λάζαρου επιστρέφει με άλλη μια ταινία-θαύμα που την βρίσκει να αποτυπώνει την ιταλική επαρχία με μια ξεφτισμένη εσάνς απογόνου του νεορεαλισμού με διάσπαρτα φελινικά στοιχεία, αλλά και με μια στόφα σχεδόν μυθική, παραμυθένια. Κινηματογραφεί έναν ήρωα που μοιάζει σε όλη την ταινία σαν καταραμένο φάντασμα (ο Τζος Ο’Κόνορ του The Crown είναι φανταστικός, πληγωμένος και στοιχειωμένος αλλά και με καταπιεσμένο θυμό μέσα του, σε μια ερμηνεία εξ ολοκλήρου στην ιταλική γλώσσα) που διαρκώς αντικρύζει έργα που δεν φτιάχτηκαν για να τα κοιτάξει ποτέ άνθρωπος– παρά μόνο οι νεκροί.
Πανέμορφο, λυρικό και απατηλά μικρό σε διαστάσεις και διαθέσεις, το φιλμ δεν μεγαλοπιάνεται ποτέ, αποτελώντας μια στοιχειωτική αλληγορία πάνω στη σχέση μας με το παρελθόν και το παρόν– αλλά και με τη γη που πατάμε, τα κειμήλιά της, τους ανθρώπους της. Μια ταινία που δεν καταφθάνει φωνάζοντας, αλλά γνωρίζοντας πώς να μεγαλώνει διαρκώς μέσα μας, σαν ένα παραμύθι που άκουσες πολύ παλιά αλλά σου έχει αφήσει ακόμα αξέχαστες τις εικόνες του.