Τρεις συστημικές απειλές για την οικονομία – Η μετεκλογική “προίκα” και το προεκλογικό “ροζ συννεφάκι”

Τρεις συστημικές απειλές για την οικονομία – Η μετεκλογική “προίκα” και το προεκλογικό “ροζ συννεφάκι”
Ελληνική οικονομία ISTOCK

Το μέσο κόστος νέου δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις αυξήθηκε για ένατο συνεχόμενο μήνα τον Απρίλιο, στο 5,7% κι εύλογα τίθεται το ερώτημα για το πώς οι επιχειρήσεις θα μπορέσουν να κινηθούν δυναμικά στο μέτωπο των επενδύσεων.

Μπορεί η συζήτηση ενόψει των εκλογών να έχει διολισθήσει σε ζητήματα που ελάχιστα αναδεικνύουν τις σημαντικές προκλήσεις που την επόμενη μέρα αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, ωστόσο αυτό δε σημαίνει ότι τα προβλήματα δεν υπάρχουν. Αντίθετα είναι εκεί και περιμένουν λύσεις αλλά και συγκροτημένες πολιτικές. Η “προίκα”, ουσιαστικά, για την επόμενη κυβέρνηση είναι “βαριά” και βέβαια η ανάδειξή της διαλύει το “ροζ συννεφάκι” που εν πολλοίς καλλιεργείται για λόγους προεκλογικούς.

Μόνο αν αναλογιστεί κάποιος/α ότι το μέσο κόστος νέου δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις αυξήθηκε για ένατο συνεχόμενο μήνα τον Απρίλιο, στο 5,7%, εύλογα αναρωτιέται το πώς οι επιχειρήσεις για να “ωθήσουν” και την διόγκωση του ΑΕΠ, θα μπορέσουν να κινηθούν δυναμικά στο μέτωπο των επενδύσεων και της ενίσχυσης της εξωστρέφειας τους, πέρα από όσες, βέβαια, έχουν πρόσβαση στο Ταμείο Ανάκαμψης. Ήδη, δε, με βάση την ΕΛΣΤΑΤ, καταγράφεται ένα “φρένο” στο σχηματισμό παγίων.

Χαρακτηριστική, μάλιστα, για τα στοιχήματα της συγκυρίας ήταν τα όσα ανέφερε ο κ. Νίκος Βέττας, Γενικός Δ/ντης του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) & Καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, το βράδυ της Δευτέρας, στην Ανοιχτή Συνεδρίαση της Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων & Ποτών, στην Αθήνα.

Οι τρεις προκλήσεις

Όπως τόνισε ο κ. Βέττας πλέον η οικονομία αντιμετωπίζει τρεις εγγενείς, δομικές προκλήσεις. αυτές είναι τα “δίδυμα ελλείμματα”, (δηλαδή, τη διεύρυνση ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που το 2022 βρέθηκε σε υψηλό 11 ετών και το δημοσιονομικό έλλειμμα), τον υψηλό πληθωρισμό σε αγαθά πρώτης ανάγκης, αλλά και τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα, που εν πολλοίς οφείλεται στην υστέρηση της χώρας σε θέματα καινοτομίας, ψηφιακού μετασχηματισμού κτλ.

Σε συνδυασμό, δε, όπως ανέφερε, με τις εξωτερικές πιέσεις που υπάρχουν και έχουν να κάνουν με τη στροφή στη νομισματική πολιτική, με χαρακτηριστικά διαρκείας, όπου το χρήμα γίνεται ακριβότερο και πιο εκλεκτικό, τις αναταράξεις στο διεθνές τραπεζικό σύστημα να είναι συνεχείς και την ενεργειακή κρίση και τη ρωσική εισβολή να συνεχίζονται, οι αβεβαιότητες εντείνονται.

Όπως είπε ο κ. Βέττας, ενώ η ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας, που παρατηρείται τα χρόνια μετά το 2009, επιδρά αναμφίβολα θετικά στον ρυθμό μεγέθυνσης μιας οικονομίας, όταν αυτή συνοδεύεται με διερευνόμενα εξωτερικά ελλείμματα τότε ενδέχεται να καταστήσει την εγχώρια οικονομία ευάλωτη στους εξωτερικούς κραδασμούς. Στην περίπτωση της Ελλάδας όπου οι εισαγωγές παρουσιάζουν υψηλή ελαστικότητα ως προς την κατανάλωση, και η τελευταία αντιπροσωπεύει μεγάλο μέρος του εγχώριου προϊόντος, η ενίσχυση του ρυθμού μεγέθυνσης της εγχώριας οικονομίας επιφέρει την αύξηση της εξωστρέφειας αλλά ταυτόχρονα και την επιδείνωση του ελλείματος του εξωτερικού ισοζυγίου, σημείωσε ο κ. Βέττας, Ωστόσο, η μεγάλη αύξηση της εξωστρέφειας που παρατηρείται τα τελευταία δύο χρόνια έχει οδηγήσει σε μικρότερα ελλείμματα συγκριτικά με τον μικρότερο βαθμό εξωστρέφειας και τα μεγαλύτερα εξωτερικά ελλείμματα που παρατηρήθηκαν το 2007, σημείωσε.

Οι δράσεις

Γι’ αυτό απαιτείται, όπως υπογράμμισε ο κ. Βέττας, δημοσιονομική σύνεση και αξιοπιστία, διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα, απεξάρτηση από έκτακτες επιδοματικές πολιτικές και ορθή στόχευση μέτρων. Παράλληλα, η ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας, ο αποτελεσματικός χειρισμός πληθωρισμού, η ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές, βελτίωση επενδυτικού περιβάλλοντος με “θεραπεία” χρόνιων ζητημάτων, όπως π.χ. η δικαιοσύνη, το χωροταξικό κτλ. η διευκόλυνση εξαγωγών, η σταθερότητα οικονομικής πολιτικής, η αποτελεσματική αξιοποίηση χρηματοδοτικών εργαλείων της ΕΕ, η προώθηση μεταρρυθμίσεων σε δημόσιο τομέα, δικαιοσύνη, εκπαίδευση, αλλά και μέτρα για στροφή της άτυπης προς την επίσημη οικονομία είναι εξ των “ων ουκ άνευ” για να μπορέσει η χώρα να βαδίσει στη νέα οικονομική φάση που αναδύεται διεθνώς.

Ο πληθωρισμός

Ειδικά, το θέμα του πληθωρισμού θέτει σύμφωνα με τον κ. Βέττα μια σειρά από ζητήματα. “Οι δύο αιτίες πυροδότησης του πληθωρισμού: νομισματική πολιτική τη περίοδο της κρίσης covid και ενεργειακή κρίση, έχουν δρομολογήσει μια αυτόνομη πορεία των τιμών δημιουργώντας ένα σπιράλ και με τους μισθούς”, επεσήμανε ο κος Νίκος Βέττας. Σύμφωνα με τον ίδιοεάν τα επόμενα τρία με τέσσερα χρόνια ο ρυθμός πληθωρισμού εγχωρίως δεν είναι χαμηλότερος από το ρυθμό πληθωρισμού στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα χάνουμε ανταγωνιστικότητα. Οι εξαγωγές του κλάδου τροφίμων τα τελευταία χρόνια κινούνται ανοδικά, ωστόσο το επίπεδο εξακολουθεί να είναι μικρότερο στα αντίστοιχα προϊόντα που εξάγουν άλλες χώρες. Είναι δύσκολο να κρατήσεις υψηλούς ρυθμούς εξαγωγών όταν τα μακροοικονομικά των αγορών-στόχων, που προορίζεις τις εξαγωγές σου, περιορίζονται” είπε ο επικεφαλής του ΙΟΒΕ στο φόντο και των φαινομένων ύφεσης κρατών όπως η Γερμανία.

Μάλιστα, ο κος Βέττας αναφέρθηκε και στον θετικό αντίκτυπο του πληθωρισμού στα μακροοικονομικά μεγέθη, που ωστόσο, όμως, ναρκοθετεί την όλη πορεία. Όπως είπε ο πληθωρισμός μπορεί να είναι κάτι “καλό” γιατί πληθωρίζει τα ιδιωτικά και δημόσια χρέη και φέρνει μη αναμενόμενα κέρδη στο δημόσιο μέσω των αυξήσεων των τιμών και των έμμεσων φόρων, ωστόσο “μακροπρόθεσμα θα είναι λάθος για την οικονομική πολιτική να στηρίξει πολιτικές πληθωρισμού γιατί μεγάλο μέρος των νοικοκυριών που δε θα το αντέξειανέφερε. “Προσωρινά σίγουρα σου “αγοράζει” τόνισε με νόημα.

Από την πλευρά του και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ), κος Ιωάννης Γιώτης ανέφερε ότι οι καταναλωτές έχουν υποστεί μείωση στο εισόδημά τους, τονίζοντας ότι η διασφάλιση της επισιτιστικής επάρκειας παραμένουν βασική προτεραιότητα για την ελληνική βιομηχανία τροφίμων και ποτών, επισήμανε κατά τη ετήσια Γενική Συνέλευση του ΣΕΒΤ.

Ωστόσο επεσήμανε “δυστυχώς, όμως, οι γεωπολιτικές αναταράξεις έχουν παγιωθεί, ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις συνεχίζουν να αφήνουν το αποτύπωμά τους. Οι αρνητικές επιπτώσεις από τις κρίσεις δεν είναι εύκολο να αντιστραφούν άμεσα”. Παράλληλα, επισημαίνοντας ότι “οι επιχειρήσεις του κλάδου βρίσκονται αντιμέτωπες με ζητήματα βιωσιμότητας παρόμοια με την περσινή χρονιά, όπως είναι τα αυξημένα κόστη σε ενέργεια και πρώτες ύλες, η μειωμένη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και καθυστερήσεις στην απορρόφηση χρηματοδοτικών εργαλείων” τόνισε ότι “θέλουμε την πολιτεία αρωγό και όχι απέναντί μας”.

Ακρίβεια σε βασικά είδη

Αξίζει να σημειωθεί ότι κ. Παναγιώτης Μπορέτος διευθύνων σύμβουλος της Circana (πρώην IRI) παρουσιάζοντας σχετικά στοιχεία για την πορεία της αγοράς και των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας σημείωσε ότι την περίοδο Ιανουάριος – Απρίλιος 2023 το συνολικό μερίδιο των private label έφτασε στο 19,3%, όταν το αντίστοιχο τετράμηνο του 2022 ήταν στο 16%. Όπως, σημείωσε, ο ρυθμός ανάπτυξης των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας είναι υψηλότερος συγκριτικά με το σύνολο της κατηγορίας τροφίμων, με τον τζίρο στα βασικά καταναλωτικά είδη στο τετράμηνο Ιανουάριος – Απρίλιος 2023 να ανεβαίνει 9,3%, ενώ στα τρόφιμα η ανάπτυξη είναι 8,2% σε αξία αλλά οι όγκοι υποχωρούν κατά 0,9%, όταν η μέση ανατίμηση κυμαίνεται στο 9,2%. Προφανώς οι καταναλωτές στράφηκαν σε πιο φτηνές λύσεις για να μπορέσουν να αντέξουν το κύμα ακρίβειας.

Ωστόσο και οι τιμές των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας καταγράφουν υψηλή αύξηση της τάξεως του 13%, με ενδεικτικές τις ανατιμήσεις στα γαλακτοκομικά που ξεπέρασαν το 15,7%. Παρά ταύτα, σημειώνεται σημαντική ενίσχυση στις πωλήσεις σε όγκο, καθώς η διαφορά τιμής σε σχέση με τα επώνυμα παραμένει μεγάλη.

Σε επίπεδο όγκου, τα επώνυμα προϊόντα καταγράφουν πτώση (στο –0,7%), ενώ οι πωλούμενες ποσότητες των ειδών ιδιωτικής ετικέτας ενισχύονται κατά περίπου 5%. Τα επώνυμα προϊόντα αυξάνουν τις τιμές τους κατά 9,3% όταν τα PL εμφανίζουν αύξηση τιμής κατά 14,4%. Όπως μάλιστα αναφέρθηκε καλάθι των 60 επώνυμων προϊόντων πέρυσι κόστιζε 190 ευρώ ενώ φέτος το ίδιο καλάθι ανέρχεται στα 207 ευρώ.

Αντίστοιχα, το ίδιο καλάθι με private label από 131 ευρώ πέρυσι φέτος κοστίζει 139 ευρώ, με την διαφορά στις τιμές να παραμένει μεγάλη. Σημαντικός παράγοντας για την αύξηση μεριδίων των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, όπως σημείωσε ο κ. Μπορέτος, ήταν το “καλάθι του νοικοκυριού” καθώς “τα επώνυμα προϊόντα που δεν είχαν μείωση τιμής και μπήκαν στο καλάθι του νοικοκυριού δεν είχαν σχεδόν καθόλου ανάπτυξη”.

Ακολουθήστε το News 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα