Οι προκλήσεις και τα επίδικα της νέας χρονιάς

Οι προκλήσεις και τα επίδικα της νέας χρονιάς
Η Ελλάδα στο Μέλλον SOOC

Ο οικονομολόγος Δημήτρης Λιάκος, συμμετέχοντας στο αφιέρωμα "Η Ελλάδα στο μέλλον" γράφει στο NEWS 24/7 για τις προκλήσεις του επόμενου έτους σε μια εποχή διακινδύνευσης και γεωπολιτικής αστάθειας.

Η καταγραφή προβλέψεων για τους οικονομολόγους πάντοτε είναι μια ενδιαφέρουσα και προκλητική διαδικασία. Για αυτό αρκετοί επιλέγουν να τοποθετούν διαχρονικά και με σταθερό τρόπο εαυτόν είτε στην πλευρά των “αισιόδοξων” είτε των “απαισιόδοξων”. Οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι όταν τα δεδομένα εμπεριέχουν εντόνως το στοιχείο της αβεβαιότητας τόσο πιο δύσκολη γίνεται η κατάθεση σχετικά ορθολογικών προβλέψεων. Το 2023 συγκεντρώνει αυτά τα χαρακτηριστικά, καθώς συντρέχει ένας ιδιαίτερος λόγος που καθιστά αμφίβολες τις εξελίξεις για την χρόνια που πρόκειται να διανύσουμε.

Βασικός λόγος της αβεβαιότητας είναι η εξέλιξη του πολέμου στην ουκρανική επικράτεια. Επιχειρώντας να κατατάξουμε τις προκαλούμενες επιπτώσεις σε μια ορθολογική σειρά, οφείλουμε να εκκινήσουμε από την καταστροφή των υποδομών και της παραγωγικής δυναμικότητας της οικονομίας της Ουκρανίας και τις αρνητικότατες επιδράσεις στο ανθρωπιστικό και κοινωνικό πεδίο. Επί της ουσίας πρόκειται για μια κατεστραμμένη χώρα, που για την ανάταξη της θα απαιτηθούν τεράστια κεφάλαια που μόνο μέσω της έμπρακτης αλληλεγγύης των χωρών της Δύσης μπορούν να συγκεντρωθούν.

Οι υπόλοιπες πολλαπλές επιδράσεις που διαχέονται διεθνώς καταγράφονται καταρχάς στην σημαντική αύξηση των τιμών των ενεργειακών και αγροτικών προϊόντων, προκαλώντας αντίστοιχα την έκρηξη του πληθωρισμού. Η δεδηλωμένη πρόθεση των χωρών της ΕΕ να μηδενίσουν τις εισαγωγές φυσικού αερίου και πετρελαίου από τη Ρωσία θέτουν μετ’ επιτάσεως την επίλυση κρίσιμων επιμέρους ζητημάτων, όπως η ενεργειακή ασφάλεια, επάρκεια και μετάβαση, η κάλυψη του αυξημένου κόστους για νοικοκυριά και επιχειρήσεις που απαιτεί την δαπάνη εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ σε ετήσια βάση.

Ωστόσο την ίδια στιγμή τίθεται το θέμα της επαναφοράς της δημοσιονομικής ισορροπίας, γεγονός που περιορίζει το δυνητικό βεληνεκές των παρεμβάσεων αρκετών χωρών της Γηραιάς ηπείρου, με κίνδυνο την επιδείνωση της κοινωνικής συνοχής. Σε θεωρητική βάση η αντιμετώπιση σημαντικής έντασης ζητημάτων απαιτεί την επίδειξη ενός απαραίτητου πνεύματος κοινής ανάληψης των κινδύνων, εξέλιξη που προϋποθέτει την αλλαγή της σημερινής στάσης σημαντικών ευρωπαϊκών χωρών.

Παράλληλα η προκαλούμενη γεωπολιτική ανισορροπία επαναπροσδιορίζει το πλαίσιο των σφαιρών επιρροής και των διεθνών συνεργασιών ενώ αποφάσεις που σηματοδοτούν μια επιστροφή του προστατευτισμού και της ανάδειξης του εθνικού έναντι του κοινού στόχου προκαλούν έντονες συζητήσεις και προβληματισμούς σχετικά με την πορεία της παγκοσμιοποίησης που αποτέλεσε το βασικό στοιχείο καθορισμού των οικονομικών και πολιτικών τάσεων τις τελευταίες δεκαετίες.

Υπό αυτό το πρίσμα αποτελεί καθήκον τόσο για την Ευρώπη ως ενιαία οντότητα όσο και για τις χώρες μέλη ο ανακαθορισμός του ρόλου τους και η περαιτέρω συνεργασία τους. Κρίνοντας από την αστοχία για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης που καταγράφηκε το 2022 και τις δηλώσεις κορυφαίων αξιωματούχων, τα περιθώρια αισιοδοξίας στενεύουν.

Αν συνυπολογίσουμε στις αρνητικές επιπτώσεις της ενεργειακής – πληθωριστικής αστάθειας τις επιδράσεις και τις αδυναμίες που προκάλεσε και ανέδειξε η πανδημία σε συνδυασμό με τις πολυεπίπεδες προκλήσεις που θέτει η κλιματική αλλαγή παρατηρείτε μια ενδιαφέρουσα στροφή της παραγωγής και των εφοδιαστικών αλυσίδων από την παγκόσμια στην περιφερειακή κλίμακα.

Η πρόσφατη ισχυρή παρέμβαση του προέδρου των ΗΠΑ, με την παροχή 430 δισ. δολαρίων ως κίνητρο προς τις αμερικανικές επιχειρήσεις για την ενίσχυση της παραγωγής, της βιομηχανικής δραστηριότητας και της πράσινης μετάβασης, σε συνδυασμό με το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των φθηνότερων συγκριτικά τιμών ενέργειας, δημιουργούν ένα περιβάλλον ιδιαίτερα δύσκολο για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και κατ΄ επέκταση για τη συνολική οικονομική δραστηριότητα.

Όσον αφορά τη στάση των κεντρικών τραπεζών η επανεμφάνιση του φαινομένου του πληθωρισμού έχει προκαλέσει τη μεταβολή στην ασκούμενη πολιτική τους αλλά και στη ρητορική των ανώτατων στελεχών τους. Η ανοδική κίνηση των επιτοκίων αναμένεται να συνεχιστεί έως ότου διαφανεί η τιθάσευση των πληθωριστικών φαινομένων.

Σαφέστατα οι δικές τους ευθύνες όσον αφορά τον μη έγκαιρο περιορισμό της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης που εφάρμοσαν επί σειρά ετών και τις καθησυχαστικές δηλώσεις που καταγράφονταν το 2021 περί παροδικότητας των ανατιμητικών τάσεων, παραμερίζονται μπροστά στην αντιμετώπιση του επίκαιρου. Αρκετοί αναλυτές τονίζουν τους κινδύνους που ενδεχομένως να προκαλέσει μια μεγάλη και απότομη αύξηση των ονομαστικών επιτοκίων τόσο στην οικονομική δραστηριότητα, μέχρι του βαθμού καταγραφής ύφεσης, όσο και στο βαθμό εξυπηρέτησης του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους.

Αν διακόπταμε σε αυτό το σημείο την αφήγηση προτάσσοντας τις αντικειμενικές δυσκολίες που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Ελλάδα το 2023 και τα επόμενα έτη, το συμπέρασμα που θα εξάγονταν θα ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικό. Ωστόσο υπάρχουν αρκετά θετικά στοιχεία, που αποτυπώνονται στους ρυθμούς ανάπτυξης, το αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον, την άνοδο της εξαγωγικής και τουριστικής δραστηριότητας, τη μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ και την ευκαιρία που δίνει η εισροή σημαντικών ευρωπαϊκών πόρων.

Η ανάπτυξη του 2023 θα επηρεαστεί αρνητικά από το διεθνές περιβάλλον και τη στάση των κεντρικών τραπεζών, ιδιαίτερα όσο συνεχίζεται η γεωπολιτική αστάθεια. Ενδεχόμενη κήρυξη εκεχειρίας στο μέτωπο της Ουκρανίας θα συμβάλει στην μεταβολή επί τω θετικότερω των προοπτικών και ασφαλώς θα απελευθερώσει τις παραγωγικές δυνάμεις.

Απαραίτητη προϋπόθεση για την βιωσιμότητα θετικών ρυθμών ανάπτυξης είναι η προώθηση των απαραίτητων μετασχηματισμών – αλλαγών που θα συμβάλλουν στην ποιοτική αναβάθμιση πεδίων όπως η δημόσια διοίκηση, η δικαιοσύνη, το εκπαιδευτικό σύστημα, οι κοινωνικές υπηρεσίες. Η τελευταία διετία δεν χαρακτηρίζεται από τον κυβερνητικό μεταρρυθμιστικό οίστρο, μάλλον το αντίθετο θα λέγαμε λαμβάνοντας υπόψη τα τεκταινόμενα της διαχείρισης της υπόθεσης των υποκλοπών.

Οφείλουμε ως πολιτεία και πολίτες να συνειδητοποιήσουμε ότι η ισχυροποίηση των θεσμών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη του στόχου της συνεχούς και σταθερής ανοδικής πορείας του εθνικού πλούτου, της δίκαιης και συμπεριληπτικής αναδιανομής του και της αναβάθμισης του ρόλου της χώρας στο ολοένα πιο απαιτητικό και απρόβλεπτο διεθνές περιβάλλον. Τα διδάγματα της πανδημίας πρέπει να ενσωματωθούν στον πολιτικό σχεδιασμό μέσω της ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος υγείας και του μετασχηματισμού του αναπτυξιακού υποδείγματος με κατεύθυνση πιο εξωστρεφής και παραγωγική.

Η δημοσιονομική πολιτική οφείλει να συγχρονιστεί με τους μακροοικονομικούς – αναπτυξιακούς στόχους και ταυτόχρονα να συμβάλει στην άμβλυνση των ανισοτήτων και στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής αντί να περιορίζεται στην άσκηση μιας αναποτελεσματικής και μη στοχευμένης επιδοματικής πολιτικής και επικοινωνιακά, στη δαιμονοποίηση της φορολογίας. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας ασφαλώς αποτελεί στόχο, ιδεατά όμως ως η τελική συνισταμένη ικανοποίησης διαφορετικών κρίσιμων παραμέτρων της οικονομικής πολιτικής όπως τα δημόσια οικονομικά και η περαιτέρω ισχυροποίηση του τραπεζικού συστήματος.

Σε πολιτικό επίπεδο η διεξαγωγή των εθνικών εκλογών αποτελεί το κορυφαίο γεγονός του έτους που θα καθορίσει την πορεία της χώρας για τα επόμενα έτη. Ευχή, τα επίδικα που τέθηκαν παραπάνω να αποτελέσουν μέρος μιας δημοκρατικής διαδικασίας αντιπαράθεσης επιχειρημάτων και προγραμμάτων μεταξύ των εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων, κυρίως εκείνων που διεκδικούν να συμμετάσχουν στο επόμενο κυβερνητικό σχήμα, αντί της παρατηρούμενης τοξικότητας που δεν επιτρέπει τον ουσιαστικό δημόσιο διάλογο.

*Ο Δημήτρης Λιάκος, είναι οικονομολόγος, σύμβουλος στρατηγικής ινστιτούτου ΕΝΑ και πρώην υφυπουργός

Άρθρα σημαντικών προσωπικοτήτων που μοιράζονται σκέψεις και απόψεις για την Ελλάδα και τη θέση της στο μέλλον. Ανακαλύψτε περισσότερα στο αφιέρωμα “2023: Η Ελλάδα Στο Μέλλον”

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα