Αυτός μέχρι μουστάκι θα σε βάλεις να ξυρίσεις
Κανείς στη Μεταπολίτευση, δεν είχε τολμήσει να αγγίξει την Εθνική Αντίσταση. Κανείς μέχρι τον σημερινό πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, που "βλέπει" στο ΕΑΜ τον διχασμό και όχι τον ηρωισμό του ελληνικού λαού απέναντι στους κατακτητές.
- 11 Φεβρουαρίου 2023 07:18
«…Εις το ΕΑΜ γίνεται ισοτίμως δεκτόν παν άλλο κόμμα ή Οργάνωση που δέχεται τας αρχάς του παρόντος Ιδρυτικού, ως και να εργασθεί διά την επιτυχίαν των σκοπών του ΕΑΜ…».
Ιδρυτικό κείμενο του ΕΑΜ, 27 Σεπτεμβρίου 1941.
Τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι έχει βάλει ο Μητσοτάκης στους παραδοσιακούς δεξιούς της παράταξης του. ΤΟΥ. Της δικής του παράταξης της προικώας που την κάνει ότι γουστάρει κι άμα θέλει της βάζει φωτιά και την καίει.
Αυτό το κόμμα είναι δικό του και δικό του δεν μπορεί κανείς να του το πάρει.
Σουτ.
Τσιμουδιά.
Λέξη μην πείτε οι νεοδημοκράτες παλαιάς κοπής. Την είχατε την ευκαιρία και την κλωτσήσατε. Όταν έπρεπε να μιλήσετε, σιωπήσατε. Όταν οφείλατε να πράξετε, αδρανήσατε. Περιμένατε, βλέπεις, τους αρχηγούς σας να δώσουν γραμμή.
Σουτ κι αυτοί.
Τσιμουδιά.
Τους τράβηξε μαζί του στον πάτο του πηγαδιού κι εκείνοι ως πρόβατα τον ακολούθησαν.
Κι αφού αποδόμησε τις αρχές του κόμματος σας και δεν κουνήθηκε βλέφαρο, τώρα δίνει μια κλωτσιά στην καρδάρα της Αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης.
Τον χαλάει ο ύμνος του ΕΑΜ. Τις χειρότερες εποχές του θυμίζει λέει. Έτσι στεγνά. Ούτε ο πατέρας του είχε τολμήσει να αδειάσει κατ’ αυτόν τον τρόπο τους αγώνες του λαού μας. Έκανε ό,τι έκανε, αλλά την Εθνική Αντίσταση δεν την άγγιζε.
Ο γιος του δεν υπολογίζει τίποτα και κανέναν. Προκειμένου, πριν τις εκλογές, να συσπειρώσει το φασισταριό που είναι διασκορπισμένο εδώ κι εκεί, στάχτη και μπούρμπερη η Ιστορία αυτού του τόπου. Ευχάριστος στους ακροδεξιούς αυτό θέλει να γίνει. Και για να το κατορθώσει, ακολουθεί την τακτική πετάει ο γάιδαρος, πετάει. Πετάει και λέει κι ένα τραγούδι – οποιοδήποτε τραγούδι εκτός από τον Ύμνο του ΕΑΜ.
Είναι γελοίο να μιλήσουμε εμείς εδώ για το τιτάνιο απελευθερωτικό έργο του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής. Καμία άλλη αντιστασιακή οργάνωση δεν έδρασε στην Ελλάδα μαζικότερα από το ΕΑΜ.
Αίμα χύθηκε, ζωές χάθηκαν, άνθρωποι θυσιάστηκαν, σπίτια ξεκληρίστηκαν για την ελευθερία της πατρίδας μας. Το ΕΑΜ άνοιξε τις φτερούγες του κι αγκάλιασε όλους τους Έλληνες ανεξάρτητα από κόμματα για να πολεμήσουν μονιασμένοι τον κατακτητή.
Το ιδρυτικό κείμενο αναφέρει ποιοι οι σκοποί του ΕΑΜ.
«..Η απελευθέρωση του Έθνους από τον ξένο ζυγό…» .
«…η κατοχύρωση του κυριαρχικού δικαιώματος του ελληνικού λαού, όπως αποφανθεί περί του τρόπου της διακυβερνήσεώς του…».
«Το ΕΑΜ» συμπληρώνει «θα ασχοληθεί με την διατήρηση ακμαίου του απελευθερωτικού πνεύματος του ελληνικού λαού […] με την εξασφάλιση κατά το δυνατόν μιας συνεργασίας με τους άλλους λαούς οι οποίοι αγωνίζονται κατά των δυνάμεων του Άξονος…».
Επίσης, μέσα από το Ιδρυτικό τους κείμενο οι ηγέτες του ΕΑΜ δήλωναν ότι «Εις το ΕΑΜ γίνεται ισοτίμως δεκτόν παν άλλο κόμμα ή Οργάνωση που δέχεται τας αρχάς του παρόντος Ιδρυτικού, ως και να εργασθεί διά την επιτυχίαν των σκοπών του ΕΑΜ…».
Μετά τα Δεκεμβριανά, οπλίστηκαν οι πένες των Ποιητών της Ήττας. Του Μανώλη Αναγνωστάκη, του Άρη Αλεξάνδρου, του Τίτου Πατρίκιου, του Τάσου Λειβαδιτη, τον Μιχάλη Κατσαρού.
Τον Γιάννη Ρίτσο δεν μπορούμε να τον συμπεριλάβουμε: όπως γράφει ο Παντελής Μπουκάλας στην «Κ» ‘’ο δικός του κριτικός και αυτοκριτικός λόγος, ο ποιητικός και ο αλληλογραφικός, δημοσιεύτηκε μετά θάνατον· με μια εσκεμμένη χρονοκαθυστέρηση που αδίκησε την ποίησή του’’.
Ο ιστορικός, δημοσιογράφος και κριτικός Τάσος Βουρνάς γραφει για την «καταραμένη γενιά» των κομουνιστών λογοτεχνών κείμενο με τίτλο «Η “ποίηση της ήττας” και η ήττα της κριτικής».
«Η ποίηση, καίγοντας τα αντιστασιακά φτερά της στη φλόγα του εμφυλίου πολέμου, χτυπημένη από την ήττα και με κλονισμένη την πεποίθησή της «για το ανεξάντλητο του ανθρώπινου δυναμικού και τού ατομικού και ομαδικού ηρωισμού» έχει αλλάξει προσανατολισμό. Και φαίνεται να πιστεύει για τους ποιητές ότι «κάποτε πολλούς τους κερδίζει η ποίηση τη στιγμή ακριβώς που πάει να τους χάσει η ιδεολογία τους».
Όμως
«… ούτε την ήττα στον εμφύλιο πόλεμο την ακολούθησε νομοτελειακά μια ιδεολογική ήττα, πράγμα που θα σήμαινε πλήρη και οριστική εξαφάνιση από τον πνευματικό μας χώρο των δυνάμεων εκείνων που διαμορφώνουν […] μια νέα παλίρροια δυνάμεων και ιδεών. Κι ούτε η ήττα είναι δυνατόν να ρίχνει πάντοτε τη βαριά σκιά της στο συσχετισμό των πολιτικών μας ροπών. Γι’ αυτό το τελευταίο δεν χρειάζονται ούτε καν επιχειρήματα την ώρα που στους δρόμους της Αθήνας και τής Ελλάδας βροντούν τα βαριά και ματωμένα βήματα της δημοκρατίας και μια οιστρηλατημένη νεότητα, γεμάτη ευθύνη και αγωνιστικό πυρετό παίρνει στα χέρια της τη σκυτάλη του παρόντος και του μέλλοντος»
Περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης», φύλο 109, Ιανουάριος του 1964.
Ο Τάσος Λειβαδίτης το 1955 μάλιστα δικάστηκε από Πενταμελές εφετείο για να αθωωθεί μετά την περίφημη απολογία του, τονίζοντας ότι ο λόγος της δίωξής του είναι μια πολιτική αντιπαράθεση απέναντι στην ποιητική ιδιότητα ενός ανήσυχου και σκεπτόμενου ανθρώπου:
«Δεν δικάζομαι για κανένα συγκεκριμένο αδίκημα, αλλά γι’ αυτήν την ίδια την ποιητική μου ιδιότητα […]. Προσπάθησα να δείξω τη φρίκη και την αθλιότητα που επισωρεύει ο πόλεμος, να δείξω τη δραματική πείρα δύο παγκόσμιων πολέμων και τα εκατομμύρια ξύλινους σταυρούς που φύτεψαν στη γη, σκόρπισαν όμως και τους σπόρους για μια πλούσια άνθιση της μεταπολεμικής λογοτεχνίας». (Από την «Απολογία» του Τάσου Λειβαδίτη).
Τα είπε όλα ο Μανώλης Αναγνωστακης.
Και τα είπε καλύτερα από μας.
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου `κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα `σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Αφιερωμένο.
Σε πρωθυπουργούς καιροσκόπους και σκοπίμως ανιστόρητους.
Και σε ψηφοφόρους με ξυρισμένο μουστάκια.