ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΗΣΙΩΝ: 4 ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΑ ΠΟΥ ΑΝΤΕΧΟΥΝ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ
Πολίτικα γλυκά, αρωματικά τσουρέκια, καϊμάκι παγωτό και καριόκες Ξάνθης σε μία βόλτα από τη Βικτώρια μέχρι την πλατεία Αμερικής.
Προσπαθούμε να βρούμε σημεία αναφοράς στις γειτονιές που μεγαλώσαμε. Και η γεύση αποτελεί πάντα έναν συνδετικό κρίκο με τις μνήμες μας, με διαφορετικές περιόδους στη ζωή μας, με όμορφες στιγμές και χαρούμενα συναισθήματα. Ύστερα είναι οι άνθρωποι, αυτοί που μένουν πίσω όταν μια γειτονιά αλλάζει.
Η Πατησίων είναι ένας από τους κεντρικότερους άξονες της Αθήνας και ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς δρόμους της πόλης. Την τελευταία δεκαετία, ο άλλοτε εμπορικός δρόμος με τα ωραία μαγαζιά άλλαξε δραματικά. Κατά την περίοδο της κρίσης, μπήκε λουκέτο σε πολλά καταστήματα, ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων που ζούσε στα πέριξ της έφυγε για άλλες πιο “ασφαλής” περιοχές και τα στενά που οδηγούσαν στην κεντρική οδό σκοτείνιασαν.
Σήμερα όμως, γειτονιές όπως η πλατεία Βικτωρίας και Αμερικής έχουν ζωντανέψει ξανά. Οι μετανάστες άφησαν το δικό τους αποτύπωμα καθώς δραστηριοποιήθηκαν επαγγελματικά (βλέπε τον γεωργιανό φούρνο στην Αριστοτέλους και τα ασιατικά μίνι μάρκετ) και πολλοί Αθηναίοι είδαν με διαφορετική ματιά αυτές τις off-Broadway περιοχές του κέντρου.
Κάποιοι όμως δεν έφυγαν ποτέ, έμειναν στη θέση τους, θεματοφύλακες της γειτονιάς τους και μιας άλλης ζωής.
Κάτω από την Πατησίων, ξεκινώντας από την πλατεία Βικτωρίας και φτάνοντας μέχρι τη Λευκωσίας, εκεί που στέκει ακόμα η μεσαιωνική εκκλησία του Αγίου Ανδρέα, δεν έχουν μείνει πολλά μαγαζιά που να συνδέουν το χθες με το σήμερα. Το 1964 ο Γιάννης Μαγκλάρας έφυγε με τους τελευταίους διωγμούς από την Κωνσταντινούπολη για την Ελλάδα, απορρίπτοντας μια πρόταση για δουλειά σε ξενοδοχείο της Ελβετίας. Του άρεσε η αρχοντική αίσθηση που απέπνεε η γειτονιά στην πλατεία Βικτωρίας, με τα θέατρα της, κι έτσι άνοιξε το Πετέκ (στα τουρκικά σημαίνει κηρήθρα). Αρχικά, το μαγαζί λειτούργησε ως μεζεδοπωλείο – το μαρτυρούν οι παλιοί κατάλογοι που κρέμονται στους τοίχους – για να κερδίσει τελικά η ζαχαροπλαστική. “Ο παππούς φημιζόταν για το παγωτό καϊμάκι. Η ουρά έφτανε μέχρι κάτω. Και μάλιστα ήταν πρωτοπόρος για την εποχή. Έφτιαχνε γεύσεις παγωτό ουίσκι και μουστάρδα με χρώμα” θυμάται η Έρη, που ανήκει πλέον στην τρίτη γενιά.
Ο πατέρας της, Γιώργος Μαγκλάρας ενίσχυσε την γκάμα των γλυκών και έτσι πλάι στα πολίτικα και το ξακουστό καϊμάκι μπήκαν πάστες και τούρτες. Το παγωτό φτιάχνεται ακόμα στο χέρι, στην παλιά μηχανή, όλες κι όλες δέκα γεύσεις – οι πιο κλασικές. Το Πετέκ ισορροπεί την ποικιλία του ανάμεσα στα ρετρό βουτήματα και τα πτι-φουρ, όπως τα παλμιέ και τις πιο σύγχρονες δημιουργίες, όπως η πάβλοβα. Γίνεται πόλος έλξης για τους τουρίστες της περιοχής, οι οποίοι “εισέρχονται κατά ομάδες, φωτογραφίζουν και κάνουν ερωτήσεις”, όπως περιγράφει γελώντας η Έρη.
“Έρχονται πελάτες που θυμούνται τον παππού, μας λένε ότι τους κέρναγε. Άλλοι μας στέλνουν μηνύματα. Σήμερα, μετά από τα χρόνια της κρίσης και της υποβάθμισης, ανοίγουν πάλι μαγαζιά. Με διαφορετικό ύφος, αλλά είναι καλό που ανοίγουν. Έτσι κι αλλιώς η Αθήνα έχει αλλάξει πολύ και πιστεύω στα επόμενα χρόνια θα δούμε ακόμα περισσότερες αλλαγές”. Όση ώρα μιλούσαμε, δύο κυρίες ήρθαν μόνο και μόνο για το γαλακτομπούρεκο με φύλλο κανταΐφι. Ένας ηλικιωμένος κύριος μπήκε μέσα για να πει μία “καλημέρα” κι ένας άλλος για να ξορκίσει τη μουντάδα της ημέρας με παγωτίνια. Και κάπως έτσι, κυλάει η καθημερινότητα, κάπου ανάμεσα στη συνήθεια και τις καινούργιες ημέρες που έρχονται.
Στην οδό Σπάρτης, λίγα μέτρα πιο κάτω από την πλατεία Αμερικής, ένας άλλος Πολίτης, ο Γιώργος Παπαγιάννης άνοιξε το ζαχαροπλαστείο Πελίτ (βελανίδι στα τουρκικά). Με καταγωγή από τη Χίο, οι γονείς του πέρασαν στην Κωνσταντινούπολη και εργάστηκαν στο περίφημο Μπαϊλάν, βάζοντας και τον ίδιο να μάθει την τέχνη της ζαχαροπλαστικής.
Σήμερα, η κόρη του Ειρήνη συνεχίζει την παράδοση, με την πελατεία να έρχεται από κάθε γωνιά της Αθήνας για το τσουρέκι, το κίφελ, το εκμέκ κανταΐφι, το καζάν ντιπί, το μιλφέιγ με τη βραστή κρέμα που στήνεται τη στιγμή της παραγγελίας και τη βασιλόπιτα που βγαίνει όλο τον χρόνο και που συνοδεύει το τσάι μαζί με τα γιαγλίδικα.
“Η γειτονιά έχει αλλάξει πολύ αλλά με γνωρίζουν προσωπικά οι πελάτες. Μας ξέρουν από παιδιά. Ανανεώνεται βέβαια η πελατεία, έρχονται και ταξιδιώτες λόγω του ξενοδοχείου απέναντι και γράφουν καλά σχόλια για εμάς” λέει η Ειρήνη. Μία κυρία περνάει έξω από το ζαχαροπλαστείο, κάνει στάση για να χαιρετίσει και πριν φύγει τονίζει πώς διαβάζει όσα γράφονται για το Πελίτ, τονίζοντας με καμάρι το όνομα του ζαχαροπλαστείου.
Το μαγαζί, όπως και τα υπόλοιπα που θεωρούνται πλέον ιστορικά για την περιοχή, είναι μια σύνδεση με την οικογένεια και τις μνήμες, τόσο για τους συνεχιστές τους όσο και για όλους εμάς. Είναι τα ζαχαροπλαστεία από όπου αγοράζαμε τα γλυκά των γιορτών στο σπίτι και των κερασμάτων για να πάμε στο σχολείο όταν είχαμε γενέθλια ή γιορτή. Είναι αυτά που θα πάρω πάντα ταρτάκια, σαν κι αυτά που μου έφερνε ο πατέρας μου.
Στα 53 χρόνια που λειτουργεί το Μαρτίν στη Μοσχονησίων, η κυρία Έφη θυμάται όλη την ξεχωριστή της πελατεία. “Ο Καζαντζίδης και ο Πολυκανδριώτης περίμεναν στην ουρά. Ο Γιάννης Σπανός ερχόταν με τις σαγιονάρες και έπαιρνε ουίσκι. Παλιά είχαμε και ποτά, τα πήγαιναν και δώρο τότε, αλλά μία – δύο μάς άδειασαν τα ράφια και δεν ξαναβάλαμε” λέει. Η διακόσμηση έχει μείνει αναλλοίωτη στον χρόνο, το ίδιο και οι γεύσεις. Το Μαρτίν φημίζεται για το φοβερό πολίτικο τσουρέκι του, τα αμυγδαλωτά και φυσικά τις περίφημες καριόκες που η κυρία Έφη τυλίγει μία – μία στο χέρι.
Τη μαστοριά τους την έμαθε ο σύζυγός της Δημήτρης Πιρουνίδης στο Παπαπαρασκευά της Ξάνθης, καθώς ο πατέρας του ήταν από εκεί. “Ιδού το χαρτί, το μαχαίρι μου και τα αυτοκόλλητα” λέει και σχεδόν με παίρνει από το χέρι να μου δείξει τη θέση από όπου βγαίνει όλη αυτή η παραγωγή. Το καλοκαίρι το ψυγείο γεμίζει με φρέσκο, χειροποίητο παγωτό, με πρώτα και καλύτερα το καϊμάκι και τη φράουλα.
Όσο συζητάμε, μου βάζει στις χούφτες καριόκες, μην τυχόν και ξεμείνω. “Άμα σου δίνουν φαΐ να τρως, άμα σου δίνουν ξύλο φεύγα” είναι η απάντησή της στη δήθεν γκρίνια μου. Η κυρία Έφη είναι το Μαρτίν και το Μαρτίν είναι η κυρία Έφη, πάντα κοκέτα, παρά τα 59 απαιτητικά χρόνια δουλειάς που κουβαλάει στην πλάτη της. Στο πρόσωπό της και στο ζαχαροπλαστείο που έχει μείνει ίδιο εδώ και μισό αιώνα, οι παλιές πελάτισσες της βλέπουν τα νιάτα τους.
“Έρχονται εδώ και κλαίνε. Μου λένε ‘μην αλλάξεις τίποτα στο μαγαζί’. Βλέπεις, νομίζουμε ότι ξαναγεννιόμαστε κι εμείς εδώ”.
Επί της οδού Λευκωσίας στα Πατήσια, στη γειτονιά του Αγίου Ανδρέα, είχε ανοίξει τη δεκαετία του ‘90 το Παγκόσμιον, ένα από τα πρώτα μεγάλα καταστήματα με σπορ ρούχα και παιχνίδια που στα μάτια μου φάνταζε σαν εμπορικό κέντρο. Σήμερα, έχει μείνει κλειστό και ερειπωμένο.
Το εργαστήριο με τα λαχταριστά ταρτάκια δεν υπάρχει πια, τη θέση του πήρε ένα βιντεοκλάμπ που έκλεισε κι αυτό με τη σειρά του. Ούτε θυμάμαι επίσης πόσες φορές άλλαξε όνομα το σουβλατζίδικο στην πλατεία. Κατά κάποιον τρόπο, το μόνο που μένει ίδιο είναι το εκκλησάκι.
Και το Saray, το πολίτικο ζαχαροπλαστείο που άνοιξε το 1968 και συνεχίζει μέχρι σήμερα, με μία μικρή και ποιοτική παραγωγή. “Η γειτονιά έχει αλλάξει αρκετά, πολλοί έχουν φύγει, πολλοί έχουν έρθει” λέει ο Ιωσήφ Λαγκαδάκης, ο οποίος ανέλαβε την επιχείρηση από την πρώτη γενιά. Στο πλάι του, η πάντα χαμογελαστή Μαργαρίτα, που κάθε φορά έχει κάτι να πει για να σου φτιάξει τη διάθεση.
Για τους παλιούς, το Saray είναι σημείο αναφοράς για τη γειτονιά. Τα μοσχομυριστά τσουρέκια του, τα – πιο πετυχημένα και στο γούστο μου – κίφελ, το προφιτερόλ, το καζάν ντιπί, το ταού κιοκσού και τα σιροπιαστά, όλα φτιάχνονται καθημερινά με αληθινές πρώτες ύλες, στον αντίποδα των βιομηχανοποιημένων γλυκών. Υπάρχουν πελάτες που έρχονται αποκλειστικά για την πάστα-φλώρα με τη βουτυρένια ζύμη κι άλλη για τα αλμυρά βουτήματα – απαραίτητα για την ιεροτελεστία του τσαγιού.
Καθόλου τυχαία δεν είναι τα πολίτικα μαγαζιά στην περιοχή, αφού πολλοί ήταν αυτοί που την προτίμησαν με τον ερχομό τους από την Κωνσταντινούπολη, πριν κατηφορίσουν στο Φάληρο. “Οι περισσότεροι που ήρθαν εδώ είχαν περάσει από το Μπαϊλάν και ήταν καλοί σε όλη την γκάμα της ζαχαροπλαστικής. Τότε μάθαινες μέσα στα μαγαζιά. Έμπαιναν μικρά παιδιά και έβγαιναν ζαχαροπλάστες. Εμείς εδώ, μπορούμε να φτιάξουμε άλλα τόσα αλλά δεν το κάνουμε. Θέλουμε να κρατάμε τον αυθεντικό χαρακτήρα” εξηγεί ο Ιωσήφ.
Σκέφτομαι πόσο δύσκολο είναι να κρατήσεις μια μικρή επιχείρηση, όπου εκτός από όλες τις πρακτικές δυσκολίες έχεις να κάνεις συχνά με την υποβάθμιση της περιοχής. “Έχει δυσκολίες σίγουρα, αλλάζουν οι εποχές παντού. Είναι κάπως σύνθετο. Κι εμείς αλλάξαμε και ο κόσμος. Κάποτε πέντε το απόγευμα εδώ ήταν η ώρα του τσαγιού και τώρα πίνουμε εσπρέσο. Αν κι εγώ πίνω το τσάι μου” καταλήγει γελώντας. Τι θα απογίνει άραγε το Saray στο μέλλον; “Το μέλλον παιδί μου δεν το ξέρει κανείς” θα μου απαντήσει. Συμφωνούμε όμως ότι τα μαγαζιά είναι η συνέχεια των ανθρώπων που έφυγαν.
Διευθύνσεις των καταστημάτων: Πετέκ, 3ης Σεπτεμβρίου 81, Αθήνα / Πέλιτ, Σπάρτης & Λευκωσίας 1, πλατεία Αμερικής / Μαρτίν, Μοσχονησίων 10, Αθήνα / Saray, Λευκωσίας 45, Αθήνα