ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΙΟΒΑΝΟΣ: “Ο ΙΑΝΝΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΕΝΑ ΑΙΝΙΓΜΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΟΞΟ”
Ο σολίστ κρουστών Αλέξανδρος Γιοβάνος μιλά στο NEWS 24/7 με αφορμή την "Ορέστεια" του Ιάννη Ξενάκη.
Η συμπλήρωση ενός αιώνα από τη γέννηση του Ιάννη Ξενάκη, ενός προφήτη της διεθνούς μουσικής πρωτοπορίας, συνιστά μια εξαιρετική ευκαιρία αναβίωσης της συγκλονιστικής, υποβλητικής και συνάμα έντονα απαιτητικής μουσικής του.
Το εμβληματικό έργο “Μυστήριο 35 Ιάννης Ξενάκης: Ορέστεια” έρχεται στο Αμφιθέατρο Παλαιού Ελαιουργείου Ελευσίνας την Κυριακή 23 Ιουλίου από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (KOA), με τη συμμετοχή της Χορωδίας της Ε.Ρ.Τ., της Χορωδίας Δήμου Αθηναίων και της Παιδικής Χορωδίας του Ωδείου Kodály.
Πρόκειται για ένα σπάνιο καλλιτεχνικό γεγονός στο πλαίσιο του έργου παρακαταθήκης ΑΙΣΧΥΛΟΥ Project της 2023 Ελευσίς Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, που επιστρέφει για δεύτερη χρονιά στη γενέτειρα του μεγάλου τραγικού ποιητή, ως ένας άτυπος αλλά εκρηκτικός διάλογος στο πάντοτε ζωντανό και κρίσιμο στα σύγχρονα ζητήματα δικαιοσύνης, ουμανισμού και πολιτικής Αισχύλειο Δράμα.
Ο λόγος του Αισχύλου συνδυάζει αρχαϊκή μεγαλοπρέπεια, τελετουργική στιβαρότητα και διονυσιακή έκσταση. Εμπνεόμενος ευθέως από τα στοιχεία αυτά, ο Ιάννης Ξενάκης συνέθεσε την Ορέστειά του (1965-1966), ένα έργο που συμπυκνώνει την πλοκή και την ουσία της αισχύλειας τριλογίας και ταλαντεύεται ανάμεσα στην όπερα, στο ορατόριο και στο μυσταγωγικό χορόδραμα. Χωρίς ίχνος πρόθεσης να αξιοποιήσει παραδοσιακούς «καλλωπισμούς», η μουσική δίνει έμφαση στον αρχέγονο ρυθμό (εξ ου και η εκτεταμένη χρήση των κρουστών) και στην εκφραστική δύναμη του λόγου, που διαρκώς σμιλεύεται και μεταπλάθεται με ευφάνταστες σύγχρονες συνθετικές τεχνικές.
Λίγοι συνθέτες με τόσο καθολική αποδοχή έχουν ανά την ιστορία γίνει τόσο λίγο κατανοητοί
Ο κρουστός Αλέξανδρος Γιοβάνος σημειώνει χαρακτηριστικά πως “λίγοι συνθέτες με τόσο καθολική αποδοχή έχουν ανά την ιστορία γίνει τόσο λίγο κατανοητοί. Παρότι η μουσική του Ξενάκη έχει αποτελέσει (εν ζωή και μετά θάνατον του συνθέτη) αντικείμενο βαθιάς συζήτησης, πόλωσης, διαφωνίας και επανάστασης, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που είχα την τύχη να ταξιδέψω και να την παρουσιάσω σε κοινό όλων των ηλικιών και μουσικών υποβάθρων, του οποίου το ενδιαφέρον και την περιέργεια προσπάθησα να κεντρίσω, ούτως ώστε να την διερευνήσει. Κοινό το οποίο, υπό κανονικές συνθήκες, δεν επρόκειτο να ασχοληθεί με αυτήν, είτε λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της, είτε λόγω του προσωνυμίου που, αδίκως, κατά καιρούς, της έχει αποδοθεί από κόσμο με πολιτισμικές παρωπίδες, ως μερικώς δυσνόητη ή και ακατανόητη, ασύμμετρη και ανούσια, πειραματική έως και ερασιτεχνική.
Αυτό για μένα σαν άνθρωπο αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση/γόητρο· να προσπαθήσω, δηλαδή, να κατανοήσω σε τέτοιον βαθμό κάτι, ούτως ώστε να μπορέσω να το παρουσιάσω μέσα από το δικό μου καλλιτεχνικό πρίσμα, να το φέρω πιο κοντά στον ακροατή, με σκοπό να άρω τα όποια μουσικά σύνορα έχουν τεθεί στο παρελθόν”.
Πώς όμως το έργο αυτό συνομιλεί με τον λόγο του Αισχύλου;
Ο Αλέξανδρος Γιοβάνος σημειώνει πως “η ιστορία της Ορέστειας είναι η εξής: Στον απόηχο του Τρωικού Πολέμου, η χορωδία τραγουδά ένα τραγούδι θλίψης σε αναγνώριση των σκληρών επιταγών της ανθρώπινης μοίρας. Η Κασσάνδρα θυμάται πώς απέρριψε τον Απόλλωνα, ο οποίος την τιμώρησε δίνοντάς της το χάρισμα να προβλέπει το μέλλον, αλλά διατάσσοντάς την ότι δεν πρέπει ποτέ να γίνει πιστευτή.
Περιγράφει τον θάνατο του Αγαμέμνονα στα χέρια της συζύγου του, Κλυταιμνήστρας, και του εραστή της Αίγισθου, κατά την επιστροφή του στην Κρήτη μετά την καταστροφή της Τροίας. Ο χορός τον θρηνεί, ακολουθούμενος από τον γιο του, Ορέστη, ο οποίος ενθαρρυμένος από την αδελφή του Ηλέκτρα, αποφασίζει να πάρει εκδίκηση. Πηγαίνει να αποδώσει δικαιοσύνη σε εκείνους που δολοφόνησαν τον πατέρα του. Ακούγεται η θανατηφόρα κραυγή του Αίγισθου.
“Όλα είναι αριθμοί” διακήρυττε, και όμως η βαθιά γνώση των κειμένων της αρχαιότητας τον οδηγεί, όπως και εμάς, σε έναν κόσμο αντικειμενικής υποκειμενικότητας, όπου η φιλοσοφική προσέγγιση απαιτεί από τον δημιουργό να επανεφεύρει τον εαυτό του αρνούμενος προηγούμενες θεωρίες και νόμους, τόσο καθιερωμένους όσο και δικούς του.
Στους Δελφούς, ο χορός και οι Ερινύες συναντιούνται στην τρομερή πράξη του Ορέστη: ως δολοφόνος της ίδιας του της μητέρας δεν μπορεί να περιμένει τίποτα άλλο παρά θεϊκή τιμωρία. Στην πρώτη δίκη που έγινε ποτέ για αιματοχυσία είναι έτοιμος να καταδικαστεί, αλλά τότε παρεμβαίνει η θεά Αθηνά. Πρώτα ορίζει την αυλή ως μόνιμο μέσο διόρθωσης των αδικιών και πρόληψης των άλλων, στη συνέχεια κατευνάζει τις Ερινύες με πειθώ και την προσφορά ενός νέου ρόλου στις ανθρώπινες υποθέσεις, αυτού των Ευμενίδων, για να ευημερήσουν οι ευσεβείς. Οι Ευμενίδες μπαίνουν στη νέα τους κατοικία. Ένας ύμνος τραγουδιέται για να γιορτάσει αυτή τη νέα σχέση μεταξύ των ανθρώπων και των θεών.
Μελετητές του έργου του Ξενάκη θεωρούν ότι ο συνθέτης κάνει μια “αντίστιξη” μεταξύ του μύθου της Κασσάνδρας, μιας μορφής που έμεινε για πάντα κατατρεγμένη, ακατανόητη και ταλαιπωρημένη, και του ιδίου του προσωπικού του αγώνα, συνδέοντας έτσι, εμμέσως πάντα, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η ίδια με την δική του προσπάθεια για επικοινωνία”.
Πόσο απαιτητικό είναι το έργο αυτό για μία ορχήστρα;
“Το έργο της Ορέστειας είναι αρκετά απαιτητικό, διότι το σύνολο της ορχήστρας, που στο εν λόγω έργο απαρτίζεται από ομάδα πνευστών και ένα έγχορδο, καθώς και οι τρεις χορωδίες που την πλαισιώνουν, καλούνται να ανταπεξέλθουν, εκτός των συνθετικών πολυπλοκοτήτων, που η μουσική του Ξενάκη παρουσιάζει, και στον ρόλο τους ως κρουστοί, μιας που το κάθε ένα μέλος της ορχήστρας και της χορωδίας παίζει, παράλληλα, και κρουστά, ντουμπλάροντας τους, ήδη, υπάρχοντες κρουστούς του συνόλου.
Βέβαια, το πιο απαιτητικό μέρος καλείται να ερμηνεύσει ο τραγουδιστής μαζί με τον σολίστ κρουστών στο Ντουέτο Κασσάνδρα, στο οποίο ο τραγουδιστής υποδύεται τον Αγαμέμνονα, την Κασσάνδρα και τους γέροντες, παίζοντας σποραδικά ένα ψαλτήριο (αναφερόμενος στην αρχαία λύρα) ενώ ο κρουστός- άλλοτε έχοντας σολιστικό χαρακτήρα και άλλοτε σαν παρατηρητής των δρώμενων, σχολιάζει, συμβουλεύει κ υποστηρίζει τον τραγουδιστή”.
Ο ρόλος του σολίστ κρουστών…
“Πέρα από τη συχνά τρομακτική τεχνική δυσκολία, τις σωματικές και τις πνευματικές απαιτήσεις, ο ερμηνευτής πρέπει να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι η ικανότητα να κατακτήσει κανείς το καλλιτεχνικό έργο του συνθέτη στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο θα αντιμετωπίσει εγγενείς περιορισμούς, όπως πίστευε και ο ίδιος (ο συνθέτης).
Έτσι και η Κασσάνδρα, αλλά και η Αθηνά σε μικρότερο βαθμό, ανήκει δικαιωματικά σε ένα από τα αμιγώς απαιτητικά έργα του Ξενάκη, ο οποίος παραχωρώντας την πρωτοβουλία της επιλογής των τονικών υψών των κρουστών (γούντμπλοκς και δερμάτινων κρουστών – μπόνγκος κόνγκας τομς και γκραν κάσες) στην αισθητική του σολίστ, δημιουργεί ένα μοναδικό ηχητικό περιβάλλον αντιπροσωπευτικό του ατομικού γούστου του κάθε ερμηνευτή.
Το προφανές παράδοξο μεταξύ “ενός Έλληνα που ζει σε λάθος χιλιετία” (Ξενάκης) και της κλασικής αρχαιότητας, μεταξύ των μαθηματικών και της αρχαίας τέχνης της ποίησης, μπορεί να αφήσει τόσο τον ερμηνευτή όσο και τον ακροατή σε μια διαρκή κατάσταση έκπληξης.
Προφανώς και όπως και στα άλλα έργα για κρουστά του Ξενάκη, έτσι και στην Κασσάνδρα, χρειάζεται κανείς να αφιερώσει πραγματικά πολύ χρόνο, όχι μόνο για την εκμάθηση του κειμένου, αλλά για να εκγυμνασθεί το σώμα στις extreme αυτές συνθήκες που επιβάλλει ο Ξενάκης, να διαμορφώσει εκρηκτικότητα χωρίς να θυσιαστεί η μουσικότητα που επιβάλλεται, να δημιουργήσει τις νοητικές συνθήκες μέσω της σκληρής μελέτης/προπόνησης, ούτως ώστε να μπορεί κάθε φορά να αποδίδει στο καλύτερο επίπεδο δυνατόν”.
Γιατί η μουσική του Ξενάκη θεωρείται τόσο δύσκολη για το ευρύ κοινό;
“Ο Iάννης Ξενάκης παραμένει ένα αίνιγμα και ένα παράδοξο: ένα αίνιγμα, καθώς οι αναφορές του στην ελληνική μυθολογία και στους στοχαστές της κλασικής αρχαιότητας, που διαμορφώνουν την φιλοσοφική του προσέγγιση στο μουσικό υλικό, συνδυάζονται με έναν αρχιτεκτονικό ηχητικό κόσμο, όπου συνυπάρχουν η θεωρία των πιθανοτήτων, οι αλγόριθμοι και οι λογάριθμοι, σχηματίζοντας ένα μουσικό λεξιλόγιο που μοιάζει με κώδικα από τους θεούς- ένα παράδοξο, καθώς λίγοι συνθέτες με τόσο καθολική αποδοχή έχουν γίνει τόσο ελάχιστα κατανοητοί.
“Όλα είναι αριθμοί” διακήρυττε, και όμως η βαθιά γνώση των κειμένων της αρχαιότητας τον οδηγεί, όπως και εμάς, σε έναν κόσμο αντικειμενικής υποκειμενικότητας, όπου η φιλοσοφική προσέγγιση απαιτεί από τον δημιουργό να επανεφεύρει τον εαυτό του αρνούμενος προηγούμενες θεωρίες και νόμους, τόσο καθιερωμένους όσο και δικούς του.
Το προφανές παράδοξο μεταξύ “ενός Έλληνα που ζει σε λάθος χιλιετία” (Ξενάκης) και της κλασικής αρχαιότητας, μεταξύ των μαθηματικών και της αρχαίας τέχνης της ποίησης, μπορεί να αφήσει τόσο τον ερμηνευτή όσο και τον ακροατή σε μια διαρκή κατάσταση έκπληξης.
Ανεξάρτητα από τις αριθμητικές ή συμβολικές λύσεις, ο ερμηνευτής πρέπει να στηριχθεί σε μεγάλο βαθμό στις προκλήσεις που επιβάλλει ο Ξενάκης και να τις μετατρέψει σε αρετές: κυρίως την υψηλή αντίληψη, που η πολυεπίπεδη ουσία του υλικού απαιτεί. Με δικά του λόγια: “Προσπάθησα να δημιουργήσω μια νέα γλώσσα συνδυάζοντας την επιστήμη με την τέχνη, ώστε να μπορώ να αισθάνομαι, να φιλοσοφώ και να σκέφτομαι με τους ήχους”.
Συντελεστες
Έργο για βαρύτονο, μικτή χορωδία, παιδική χορωδία και ορχηστρικό σύνολο
Ιάννης Ξενάκης: Ορέστεια για βαρύτονο, μικτή χορωδία, παιδική χορωδία και ορχηστρικό σύνολο
Κασσάνδρα για βαρύτονο, ψαλτήριο και σόλο κρουστά
La Déesse Athena για βαρύτονο και 12 έγχορδα
Σολίστ: Holger Falk (βαρύτονος), Αλέξανδρος Γιοβάνος (κρουστά)
-ΟΡΧΗΣΤΡΑ: Κρατική Ορχήστρα Αθηνών
-Έργο για βαρύτονο, μικτή χορωδία, παιδική χορωδία και ορχηστρικό σύνολο
-Μουσική διεύθυνση: Μύρων Μιχαηλίδης
-Συμμετέχουν: Χορωδία της Ε.Ρ.Τ. | Διδασκαλία/διεύθυνση: Μιχάλης Παπαπέτρου, Χορωδία Δήμου Αθηναίων | Διδασκαλία/διεύθυνση: Σταύρος Μπερής, Παιδική Χορωδία του Ωδείου Kodály | Διδασκαλία/διεύθυνση: Μιχάλης Πατσέας