Χατζηδάκης: Τα “μηνύματα – διαπιστευτήρια” σε εταίρους και οίκους αξιολόγησης για πλεονάσματα και χρέος

Χατζηδάκης: Τα “μηνύματα – διαπιστευτήρια” σε εταίρους και οίκους αξιολόγησης για πλεονάσματα και χρέος
Κωστής Χατζηδάκης intime news

Πλεονάσματα, μεταρρυθμίσεις και βιώσιμο χρέος είναι πυλώνες που "βάζουν" στο μικροσκόπιο εταίροι και οίκοι αξιολόγησης.

Την ώρα περίπου που ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, ένας από τους μακροβιότερους στη θέση και με περγαμηνές ως προς την έξοδο της χώρας από το μνημόνιο ανακοίνωνε την υποψηφιότητά του για την ηγεσία της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ο νυν υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης έδινε τα πρώτα διαπιστευτήριά του στα ευρωπαϊκά όργανα οικονομικής διακυβέρνησης, το Eurogroup και το Ecofin, έχοντας ένα ξεκάθαρο στόχο. Να στείλει ένα “διπλό” μήνυμα.

Αφενός, ότι θα τηρηθούν απαρέγκλιτα οι δημοσιονομικοί στόχοι για πλεονάσματα και αφετέρου ότι θα προχωρήσουν υπεσχημένες και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, ώστε να ενισχυθεί η προσπάθεια για ισχυρή ανάπτυξη, άνω του 2%, που σε συνδυασμό με την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων άνω του 2% δίνουν εχέγγυα βιωσιμότητας στο βαρύ χρέος της χώρας.

Χαρακτηριστικά, όπως αναφέρθηκε στη σχετική ανακοίνωση, στις συνεδριάσεις του Eurogroup και του Ecofin στις Βρυξέλλες ο κ. Χατζηδάκης παρουσίασε τις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης, υπογραμμίζοντας ότι η Ελλάδα βασιζόμενη στην πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια θα παραμείνει στο δρόμο της δημοσιονομικής σταθερότητας και θα προχωρήσει με αποφασιστικότητα τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που πρέπει να ολοκληρωθούν, εστιάζοντας στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας.

“Μετά το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών έχουμε μπροστά μας ένα ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας το οποίο είμαστε αποφασισμένοι να εκμεταλλευτούμε προς όφελος των Ελλήνων πολιτών” σημείωσε ο κ. Χατζηδάκης που τόνισε ότι “η Ελλάδα έχει πάψει πλέον να αποτελεί το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης και όλοι μιλούν θετικά για την πρόοδο της χώρας τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

Παρουσίασα τις προτεραιότητες της οικονομικής μας πολιτικής και κατέστησα σαφή την δέσμευση μας για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων με στόχο μια ακόμα πιο δυναμική, παραγωγική και εξαγωγική ελληνική οικονομία που θα δημιουργεί τις προϋποθέσεις έτσι ώστε κανένας να μην μένει πίσω. .

Όσον αφορά την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων πάγια θέση μας είναι ότι η διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας είναι απολύτως αναγκαία, αλλά δεν θα πρέπει υπονομεύει την οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης. Παράλληλα θα πρέπει να υπάρχει η απαραίτητη ευελιξία για την αντιμετώπιση εξωγενών κρίσεων, όπως αυτές που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια” τόνισε ο κ. Χατζηδάκης ακολουθώντας μια βασική, διακομματική, γραμμή του υπουργείου Οικονομικών, τα τελευταία χρόνια, που δεν είναι άλλη, πέρα από την εμπέδωση εικόνας αξιοπιστίας έναντι των εταίρων και σαφούς δήλωσης στην προσήλωση στη συμφωνία που επετεύχθη για το χρέος, ήδη από το 2019.

Στο πλαίσιο αυτό η πρώτη παρουσία του υπουργού Οικονομικών στα ευρωπαϊκά όργανα συνδυάστηκε με την υπόμνηση προς τους εταίρους ότι η χώρα βαδίζει στο δρόμο της δημοσιονομικής σταθερότητας και δε ζητά “χάρες” δημοσιονομικής χαλάρωσης,”¨ξυπνώντας” μνήμες του χτες.

“Προϋπόθεση για κάθε θετικό αναπτυξιακό βήμα είναι η δημοσιονομική σταθερότητα. Διότι μία ανεύθυνη δημοσιονομική πολιτική θα μπορούσε να εκτροχιάσει την ανάπτυξη” ήταν η αναφορά στις Προγραμματικές Δηλώσεις της Κυβέρνησης του Κωστή Χατζηδάκη, κάτι που τονίστηκε και στα ευρωπαϊκά όργανα, όπως και η προσήλωση στην τήρηση των εθνικών δημοσιονομικών στόχων, με έμφαση στην επίτευξη λογικών πρωτογενών πλεονασμάτων και συέχιση της προσπάθειας για τη μείωση του δημοσίου χρέους.

Υπενθυμίζεται ότι οι διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας είναι για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, δηλαδή στο 2,1% του ΑΕΠ το 2024, στο 2,3% του ΑΕΠ το 2025 και στο 2,5% του ΑΕΠ το 2026, όπως περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας. Επίσης από την κυβέρνηση έχει τεθεί ο στόχος για συνέχιση της πτωτικής πορείας του δημοσίου χρέους ώστε, να βρεθεί αρκετά κάτω του 140% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2027.

Τα δυο αυτά συνδυαστικά οδηγούν σε μια διαδικασία βιωσιμότητας του χρέους, απαραίτητης για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Δηλαδή, όπως είναι το περίγραμμα της συμφωνίας του 2019, εάν η Ελλάδα παράγει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 2-2,3%, μπορεί να καλύπτονται οι τόκοι εξυπηρέτησης του χρέους και άρα το χρέος θα σταματήσει να αυξάνει σε ονομαστικό επίπεδο. Δηλαδή, το χρέος θα σταματήσει να παράγει χρέος. Παράλληλα έτσι στέλενται και το μήνυμα στους οίκους αξιολόγησης, για να δώσουν την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα, αλλά και στους ευρωπαίους εταίρους ότι πλέον η Ελλάδα δεν είναι το “κακό παιδί” που θα πρέπει συνεχώς να τιμωρείται με σκληρούς όρους στο πλαίσιο ειδικά και των “διμερών συμφωνιών” που, όλα δείχνουν ότι θα προβλέπονται κι από το νέο σύμφωνο σταθερότητας.

Απαραίτητος “πυλώνας” μιας τέτοιας πολιτικής, βέβαια, είναι και η συνέχιση μεταρρυθμίσεων, κάτι που αποτελεί “αστερίσκο”. Γιαυτό ο κ. Χατζηδάκης φρόντισε να το υπενθυμίσει τονίζοντας ότι μετά τις εκλογές θα συνεχιστεί η “μεταρρυθμιστική ορμή”

Να σημειωθεί ότι το πλέγμα μεταρρυθμιστικών προκλήσεων που έχουν αναδείξει οι εταίροι, πολλοί αναλυτές αλλά και οι οίκοι αξιολόγησης είναι πολλαπλο. Χαρακτηριστικά να σημειωθεί η τελευταία αναφορά του ΚΕΠΕ “

Προκειμένου να αποκτήσει η οικονομική σταθερότητα χαρακτηριστικά βιωσιμότητας αλλά και να αναστραφούν η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός, θα χρειαστούν μεταρρυθμίσεις.

Ξεχωρίζουν τρεις:

(α) Επιτάχυνση του χρόνου απονομής δικαιοσύνης. Στην Ελλάδα η οριστική επίλυση μιας δικαστικής διαφοράς για τις επιχειρήσεις ξεπερνάει τα 4,5 χρόνια (στοιχεία 2020). Πρόκειται για τον μεγαλύτερο χρόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών-μελών, ο οποίος είναι υπερδιπλάσιος ακόμη και σε σύγκριση με την Πορτογαλία και τη Σλοβακία, που έχουν εκσυγχρονίσει τα συστήματά τους. Οι δύο αυτές χώρες προσεγγίζουν, πλέον, τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (455 ημέρες). Το γεγονός ότι η Δικαιοσύνη παραμένει ακόμη στην «εποχή του χαρτιού» περιορίζει τη δυνατότητα διαχείρισης του απαραίτητου αριθμού υποθέσεων, με αποτέλεσμα ο ρυθμός επίλυσης αστικών και εμπορικών υποθέσεων να διαμορφώνεται στην 24η θέση στην Ε.Ε. Οι καθυστερήσεις που δημιουργούνται στα πρωτοβάθμια δικαστήρια μεταφράζονται σε τρεις εκκρεμείς υποθέσεις για κάθε 100 πολίτες στο τέλος κάθε χρονιάς (21η θέση της Ε.Ε.), δεδομένου ότι συχνά απαιτούνται 18 μήνες για μια αστική ή εμπορική υπόθεση. Η μεγάλη αναμονή για εκδίκαση δυσχεραίνει τις ελληνικές επιχειρήσεις αλλά και την επενδυτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Λειτουργεί σε βάρος των φτωχών και υπέρ των πλουσίων, αφού χρειάζεται να έχει κάποιος χρόνο, χρήματα και αντοχές για να πληρώνει δικηγόρους.

(β) Φορολογική μεταρρύθμιση με ταυτόχρονη «κήρυξη πολέμου» στη φοροδιαφυγή. Το σημερινό φορολογικό σύστημα είναι άδικο και αναποτελεσματικό. Φορολογεί υπέρμετρα τη μισθωτή εργασία από την οποία αντλεί και τα περισσότερα φορολογικά έσοδα, ενώ αποτυγχάνει παταγωδώς να αντλήσει έσοδα από τους αυτοαπασχολούμενους. Βασίζεται επίσης σε πολύ υψηλούς συντελεστές έμμεσης φορολογίας, ενώ η φοροδιαφυγή έχει γίνει δομικό στοιχείο πλουτισμού (και όχι επιβίωσης) της οικονομικής δραστηριότητας.

(γ) Μεταρρύθμιση του κράτους. Τα τελευταία χρόνια έγιναν αποφασιστικά βήματα για την επιτάχυνση της ψηφιοποίησης του δημόσιου τομέα. Όμως, χρειάζονται περισσότερες στοχευμένες δράσεις στην Υγεία, την Παιδεία και τους Θεσμούς. Η βελτίωση της Υγείας δεν σημαίνει μόνο ποιοτικότερες υπηρεσίες στους πολίτες αλλά και δημιουργία ενός ανθεκτικού κράτους που μπορεί να εξασφαλίσει δισεκατομμύρια στο ελληνικό ΑΕΠ. Η μεταρρύθμιση της Παιδείας, με την ενίσχυση της ανεξαρτησίας των δημοσίων πανεπιστημίων και την εκμετάλλευση του τριγώνου της γνώσης (εκπαίδευση-έρευνα-καινοτομία), μπορεί να φέρει μια νέα γενιά επιστημόνων στη χώρα, αλλά και να δώσει σημαντική αύξηση στο ΑΕΠ. Η αναβάθμιση του χαμηλού επιπέδου θεσμικής ανάπτυξης της χώρας, καταπολεμώντας οπισθοδρομικές πελατειακές νοοτροπίες και διαμορφώνοντας ισχυρούς και αξιόπιστους θεσμούς, που κατοχυρώνουν την αξιοκρατία, τη διαφάνεια και την κοινωνική δικαιοσύνη, μπορεί επίσης να φέρει περισσότερες επενδύσεις.

Συμπέρασμα

Όπως αναφέρει το ΚΕΠΕ και ο επικεφαλής του καθ. Παν. Λιαργκόβας, “η ευκαιρία της Ελλάδας για τα επόμενα χρόνια είναι μοναδική. Η πολιτική σταθερότητα που προέκυψε μετά τις εκλογές είναι ένα πρώτο θετικό βήμα για την οικονομία. Η επενδυτική βαθμίδα είναι προ των πυλών. Ένα «τσουνάμι» επενδύσεων μπορεί να κατακλύσει την χώρα, προσφέροντας νέες δουλειές και ανεβάζοντας μισθούς. Τα χρηματοδοτικά εργαλεία, ΕΣΠΑ και Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, υπάρχουν και είναι έτοιμα να χρηματοδοτήσουν ώριμα επενδυτικά έργα. Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να δώσει έμφαση στις μεταρρυθμίσεις. Εάν χρειαστεί, θα πρέπει να έρθει σε ρήξη με λίγες αλλά ισχυρές ομάδες συμφερόντων που προτιμούν την ακινησία, για να συνεχίσουν να κερδοσκοπούν εις βάρος των πολλών.”

Ακολουθήστε το News 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα