“Οι καλοκαιρινές μου διακοπές” στον κινηματογράφο

“Οι καλοκαιρινές μου διακοπές” στον κινηματογράφο

Διαβάστε πληροφορίες για τη νέα ταινία και δείτε το official τρέιλερ (Vid)

Οδηγείται στην κακόφημη φυλακή El Pueblito και, ενώ κανείς δε γνωρίζει το μέρος όπου κρατείται, τον επισκέπτεται ένας διεφθαρμένος υπάλληλος της Αμερικανικής Πρεσβείας, ο οποίος τον εκβιάζει πως αν δεν του δώσει χρήματα, θα τον παραδώσει στις Αρχές.

Παράλληλα, ο Ντράιβερ γνωρίζεται με ένα μικρό φυλακισμένο αγόρι, που του μαθαίνει τους κανόνες επιβίωσης στη φυλακή, αλλά κρύβει ένα μεγάλο μυστικό.

Ο Σκηνοθέτης

O αργεντίνικης καταγωγής Αντριάν Γκρούνμπεργκ γεννήθηκε στην Ισπανία, αλλά μεγάλωσε στο Μεξικό. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών, ξεκίνησε την καριέρα του στον κινηματογράφο, δουλεύοντας ως βοηθός σκηνοθέτη σε ισπανόφωνες ταινίες, όπως “Perdita Durango” του Άλεξ δε λα Ιγλέσια και “Amores Perros”του Αλεχάντρο Ινιάρριτου, για να περάσει έπειτα σε μεγαλύτερες, αμερικανικές παραγωγές όπως, “Frida” της Τζούλι Τέιμορ, “Traffic”του Στίβεν Σόντεμπεργκ, “Master and Commander” του Πίτερ Γουίαρ, “Man On Fire”του Τόνι Σκοτ, “The Legend Of Zorro”του Μάρτιν Κάμπελ, “Jarhead” του Σαμ Μέντες, “The Limits Of Control” του Τζιμ Τζάρμους, “Wall Street: Money Never Sleeps” του Όλιβερ Στόουν, καθώς και στα “Apocalypto” και “Edge of Darkness”, όπου συνεργάστηκε με τον Μελ Γκίμπσον.

Το “How I Spent My Summer Vacation” αποτελεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο.

Οι Ηθοποιοί

Ο Μελ Γκίμπσον είναι το έκτο στη σειρά από τα έντεκα παιδιά μιας οικογένειας από τη Νέα Υόρκη, η οποία –όταν ο Μελ ήταν δώδεκα χρόνων- μετακόμισε στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Φοίτησε στο Εθνικό Ινστιτούτο Δραματικής Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Νέας Νότιας Ουαλίας, όπου μεταξύ των ρόλων που έπαιξε ήταν και αυτός του Μπιφ, στον “Θάνατο Του Εμποράκου”. Χάρη στη φήμη που απολάμβανε για την ερμηνευτική του δεινότητα στο θέατρο, έπεσε στην προσοχή του γιατρού και μετέπειτα σκηνοθέτη, Τζορτζ Μίλερ, ο οποίος τον επέλεξε για το ρόλο του “Mad Max” το 1979, στο φουτουριστικό θρίλερ χαμηλού προϋπολογισμού που έγινε τεράστια παγκόσμια επιτυχία. Την ίδια χρονιά έπαιξε έναν διαμετρικά αντίθετο ρόλο στο “Tim” και κέρδισε το Βραβείο Καλύτερου Ηθοποιού από το Κινηματογραφικό Ινστιτούτο Αυστραλίας. Καθιερώθηκε ως σταρ με τους ρόλους του στα “Καλλίπολη” του Πίτερ Γουίαρ και “Mad Max 2: The Road Warrior” του Τζορτζ Μίλερ.

Ο Γκίμπσον επέκτεινε ακόμη πιο πολύ τη φήμη του με το “Year Of Living Dangerously” του Πίτερ Γουίαρ το 1983, σε έναν ρόλο που του χάρισε μια υποψηφιότητα Καλύτερου Αντρικού Ρόλου από το Κινηματογραφικό Ινστιτούτο Αυστραλίας. Την πρώτη του αμερικανική ταινία έκανε μαζί με τη Σίσι Σπέισεκ στο “Ποτάμι Της Οργής” και συνέχισε με το ρόλο του αντάρτη Φλέτσερ Κρίστιαν στο “Bounty” και με το ρόλο ενός χαρισματικού νεαρού κατάδικου στο σκοτεινό ρομάντζο “Το Πάθος Της Κυρίας Σόφελ”. Οι ταινίες όμως που του πρόσφεραν απόλυτη παγκόσμια αναγνώριση ήταν το τρίτο μέρος του “Mad Max: Beyond Thunderdome” και το “Φονικό Όπλο”.

Μετά τους πρωταγωνιστικούς του ρόλους στα “Tequila Sunrise”, “Φονικό Όπλο 2”, “Air America” και “Ένα Πουλί Πάνω σε Σύρμα”, ο Γκίμπσον ίδρυσε την Icon Productions μαζί με τον Μπρους Ντέιβι για να δημιουργήσουν το “Άμλετ”, σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι. Στην Icon, συνέχισε με ταινίες όπως τα “Για Πάντα Νέος”, “Maverick”, “Payback” και “Αυτό Που Θέλουν Οι Γυναίκες”, ενώ παράλληλα εμφανιζόταν και σε παραγωγές άλλων εταιριών, όπως το “Ransom” του Ρον Χάουαρντ, για το οποίο εξασφάλισε μια υποψηφιότητα Χρυσής Σφαίρας Καλύτερου Δραματικού Ηθοποιού και το “Θεωρίες Συνωμοσίας” του Ρίτσαρντ Ντόνερ. Ο Γκίμπσον έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το “The Man Without A Face” το 1993.

Το 1995 ανέλαβε την παραγωγή, τη σκηνοθεσία και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο “Braveheart”, το οποίο απέσπασε δέκα υποψηφιότητες για Όσκαρ, από τις οποίες κέρδισε τις πέντε, μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας. Επιπλέον, κέρδισε Χρυσή Σφαίρα Σκηνοθεσίας και πολλά βραβεία από ενώσεις κριτικών. Το 2000, ο Γκίμπσον έγινε ο πρώτος σταρ που πρωταγωνίστησε σε τρεις ταινίες την ίδια χρονιά, οι οποίες έκαναν έσοδα πάνω από εκατό εκατομμύρια δολάρια. Στον “Πατριώτη” του Ρόλαντ Έμεριχ υποδύθηκε τον Μπέντζαμιν Μάρτιν, έναν ήρωα που μπαίνει στην Αμερικανική Επανάσταση, όταν ο πόλεμος θέτει σε κίνδυνο την οικογένειά του. Ο Γκίμπσον δάνεισε τη φωνή του στον Ρόκι, το λαγό στην κωμωδία κινουμένων σχεδίων “Chicken Run” της Dreamworks.

Αργότερα μέσα στην ίδια χρονιά, τον είδαμε να υποδύεται τον Νικ Μάρσαλ, έναν σωβινιστή διαφημιστή που έρχεται σε επαφή με τη θηλυκή του πλευρά στο “Αυτό Που Θέλουν Οι Γυναίκες”, ταινία που έκανε ρεκόρ των μεγαλύτερων εισπράξεων για ρομαντική κωμωδία. Το 2002 υποδύθηκε τον πραγματικό βετεράνο του Βιετνάμ, Τζεν, στο “Ήμασταν Κάποτε Στρατιώτες” και τον Αιδεσιμότατο Γκρέιχαμ Ες στον “Οιωνό” του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν, τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία του Γκίμπσον παγκοσμίως. Το 2004 σκηνοθέτησε “Τα Πάθη του Χριστού”, την πολυσυζητημένη ταινία που εξιστορεί τις 12 τελευταίες ώρες του Ιησού Χριστού στη Γη. Το 2006 σκηνοθέτησε την επική περιπέτεια “Apocalypto”, που προτάθηκε για 3 Όσκαρ. Επέστρεψε στην ηθοποιία το 2010 με την δραματική περιπέτεια “Edge of Darkness” του Μάρτιν Κάμπελ, και το 2011 με το δραματικό “The Beaver”, κάτω από τις σκηνοθετικές οδηγίες της Τζόντι Φόστερ με την οποία συμπρωταγωνιστούσε.

Ο Σουηδός Πίτερ Στορμάρε γεννήθηκε το 1953 και ξεκίνησε την καριέρα του στο Βασιλικό Εθνικό Θέατρο της Σουηδίας, με το οποίο συνεργάστηκε για 11 χρόνια. Το 1990 ανέλαβε καλλιτεχνικός διευθυντής του Tokyo Globe Theatre, ενώ το 1993 μετακόμισε στη Ν. Υόρκη και άρχισε να εμφανίζεται σε αγγλικές παραγωγές. Συχνά ερμηνεύει ρόλους διαφορετικών εθνικοτήτων: τον Γερμανό στο “The Big Lebowski”, τον Ρώσο στο ”Armageddon”, τον Αμερικανό για το “The Lost World: Jurassic Park”, τον Ιταλό στους “Brothers Grimm” και τον Γάλλο στην ταινία ”Chocolat”. Έχει επίσης παίξει στις ταινίες “Fargo”, “8mm”, “The Million Dollar Hotel”, “Dancer In The Dark”, “Minority Report”, “Nacho Libre”, “Wolf”. Προσεχώς θα τον δούμε στις ταινίες “Autumn Blood”, “Jewtopia”, “Hansel and Gretel: Witch Hunters”, “The Last Stand” και “Educazione Siberiana” του Γκαμπριέλε Σαλβατόρες, δίπλα στον Τζον Μάλκοβιτς.

Λίγα Λόγια για την υπόθεση

Ήταν μια κακή μέρα για τον Ντράιβερ, και δε φαίνεται πως θα καλυτερέψει. Έχει μόλις κάνει μια ανάληψη αρκετών εκατομμυρίων, χάρη στα οποία θα μπορούσε να κάνει τις ωραίες του καλοκαιρινές διακοπές με την ησυχία του, αλλά από κάποιο σημείο και μετά τα σχέδιά του πήγανε στον αγύριστο. Και πιο συγκεκριμένα, στο Μεξικό.

Κατά τη διάρκεια μιας απίστευτης καταδίωξης από την αστυνομία των αμερικανικών συνόρων, και με έναν κλόουν να αιμορραγεί στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του, ο Ντράιβερ γκαζώνει και σε μια ύστατη προσπάθεια να ξεφύγει, κυριολεκτικά πετάει πάνω από τον συνοριακό τοίχο και προσγειώνεται… σε άλλη χώρα. Η μεξικανική αστυνομία με τη σειρά της τον συλλαμβάνει και τον στέλνει συστημένο σε μια σκληροπυρηνική φυλακή, στον εξωπραγματικό και επικίνδυνο κόσμο του “El Pueblito” – ένα καθόλου ευχάριστο περιβάλλον, που δυσκολεύει ιδιαίτερα την επιβίωση ενός ξένου όπως ο Ντράιβερ. Εκτός κι αν έχει τη βοήθεια κάποιου που είναι μπασμένος στα κόλπα, όπως για παράδειγμα ενός 10χρονου αγοριού

Γυρισμένη στο Μεξικό, “Οι Καλοκαιρινές Μου Διακοπές” είναι μια εκρηκτική ταινία δράσης με στοιχεία μαύρης κωμωδίας, της Icon Production.

Το «Χωριουδάκι»

Τη θεωρούσαν τη χειρότερη φυλακή σε ολόκληρο το Μεξικό: la Universidad del crimen (το πανεπιστήμιο του εγκλήματος), λόγω της βίας, της διαφθοράς και του υπερπληθυσμού. Ήταν το “El Pueblito”, “Tο Χωριουδάκι“, μια κοινωνία που ζούσε πίσω από τα κάγκελα κι όπου τον έλεγχο τον είχαν οι έγκλειστοι: τα ναρκωτικά πωλούνταν σε μαγαζάκια εντός της φυλακής και ο οποιοσδήποτε μπορούσε να το επισκεφθεί, οποιαδήποτε ώρα, αρκεί να λάδωνε τους φύλακες.

To “El Pueblito” χτίστηκε το 1956 στην Τιχουάνα προκειμένου να δεχτεί 2.000 κρατούμενους, και σκοπός ήταν να αποτελέσει ένα είδος πειράματος του σωφρονιστικού συστήματος – ένα πείραμα που όμως πήγε πολύ στραβά. Υποτίθεται ότι το να επιτρέψουν στις οικογένειες των φυλακισμένων να σμίγουν μαζί τους και να μένουν μέσα στη φυλακή, θα βοηθούσε τους κρατούμενους στη σταδιακή αναπροσαρμογή τους στον έξω κόσμο – ή τουλάχιστον έτσι σκέφτηκαν οι εμπνευστές του πειράματος. Σύζυγοι, παιδιά, φιλενάδες, ολόκληρες οικογένειες πήγαν να ζήσουν πίσω από τους τοίχους της φυλακής οικειοθελώς, ορισμένοι επί μονίμου βάσεως, άλλοι πηγαινοέρχονταν όποτε ήθελαν. Τα παιδιά έφευγαν το πρωί για να πάνε σχολείο, και το απόγευμα επέστρεφαν στη φυλακή. Μέσα στο “El Pueblito”, άνθρωποι παντρεύονταν, παιδιά γεννιόντουσαν, γέροι πέθαιναν.

Η Αλεχάντρα Κουέρβο, μέλος του συνεργείου, έκανε εντατική έρευνα πάνω στο “El Pueblito”, και πήρε πλήθος συνεντεύξεων από πρώην κρατούμενους της φυλακής, προκειμένου να τηρηθεί η πιστότητα και η αληθοφάνεια των χώρων και των καταστάσεων. Το “El Pueblito” δεν είχε καταλήξει να είναι παρά μια παραγκούπολη με περισσότερα από 700 ετοιμόρροπα φτωχόσπιτα και μαγαζάκια, χτισμένα γύρω από την κεντρική αυλή της φυλακής. Τα μαγαζιά πουλούσαν τα πάντα, και το οτιδήποτε και ο οποιοσδήποτε μπορούσαν να πουληθούν και να αγοραστούν. Υπήρχαν εστιατόρια και καντίνες που πουλούσαν τάκος και χάμπουγκερ, καταστήματα που νοίκιαζαν βίντεο και τηλέφωνα, κουρείο και κομμωτήριο, δικηγόροι και γιατροί που είχαν καταδικαστεί για εγκλήματα που οι ίδιοι είχαν διαπράξει, συναλλακτήριο που έδινε τις καλύτερες ισοτιμίες σε όλη την Τιχουάνα, καθώς κι ένα κιόσκι που πουλούσε κλοπιμαία. Το δε τελευταίο ήταν τόσο δημοφιλές, που οι κανονικοί κάτοικοι της Τιχουάνα συνωστίζονταν μέσα στη φυλακή, προκειμένου να βρουν κανένα κελεπούρι. Πολλές αθλητικές ομάδες ποδοσφαίρου, μπάσκετ και βόλεϊ επισκέπτονταν το “El Pueblito” για να παίξουν με τις ομάδες της φυλακής.

Σε εργαστήρια έφτιαχναν μεταμφεταμίνη, την οποία πουλούσαν εντός και εκτός της φυλακής. Οποιοδήποτε ναρκωτικό κυκλοφορούσε ελεύθερα, συμπεριλαμβανομένης της ηρωίνης και της κοκαΐνης καθώς μέσα στο “El Pueblito” υπήρχαν μίνι-καρτέλ, των οποίων οι αρχηγοί ζούσαν σε μια σχετική πολυτέλεια κι έχοντας το ελεύθερο να διαχειρίζονται τις «επιχειρήσεις» τους. Ήταν ένας μικρόκοσμος όπου μόνο οι κρατούμενοι με χρήματα και διασυνδέσεις απολάμβαναν μια πιο προνομιούχα ζωή, ενώ οι υπόλοιποι φυλακισμένοι ζούσαν μέσα στο φόβο και την αθλιότητα, αφού κοιμόντουσαν σε ανοιχτούς χώρους, όπου στοιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλο και υπέφεραν από την πείνα και άλλες στερήσεις. Το χρήμα ήταν εξουσία. Αγόραζε τα πάντα και ιδιαίτερα προστασία από τον βίαιο κόσμο της φυλακής – χωρίς να ξεχνάμε και τους δεσμοφύλακες. Το να είναι κανείς επαγγελματίας κακοποιός πήρε μια καινούργια διάσταση, καθώς οι κακοποιοί διέπρατταν τα εγκλήματά τους έξω από τη φυλακή και μετά επέστρεφαν στον προστατευμένο κόσμο του “El Pueblito”.

Οι πλούσιοι και ισχυροί της εγκληματικής ελίτ της φυλακής ονομάζονταν Maizerones, δηλαδή «γουρούνια που τρώνε καλαμπόκι». Είχαν την προσωπική τους φρουρά, αρματωμένους μέχρι τα μπούνια, με όπλα από 38άρια μέχρι Ούζι. Ήταν οι Maizerones που έκαναν το κουμάντο και τον έλεγχο στη φυλακή, ελέγχοντας ακόμη και τους φύλακες που ανήγαγαν τη δωροδοκία σε τέχνη. Όλοι ήταν αναγκασμένοι να λαδώνουν τους δεσμοφύλακες προκειμένου κάποια πράγματα να συμβαίνουν ή να μη συμβαίνουν: να κάνουν τα στραβά μάτια στη διακίνηση όπλων και ναρκωτικών, ή στην εγκατάσταση μιας μπανιέρας τζακούζι στα διαμερίσματα ενός αρχηγού Maizerones.

Στις 20 Αυγούστου του 2002, τις πρώτες πρωινές ώρες, πάνω από 2.000 μονάδες του μεξικανικού στρατού έθεσε το “El Pueblito” υπό πολιορκία, για να αδειάσουν τις φυλακές και να μεταφέρουν τους κρατούμενους στις φυλακές “El Hongo”. Μέσα σε λίγες ταραχώδεις ώρες, το “El Pueblito” έπαψε να υπάρχει. Στη διάρκεια της πολιορκίας, υπήρχαν περίπου 80 αμερικανοί κρατούμενοι και 600 γυναικόπαιδα και μέλη οικογενειών που ζούσαν μαζί με τους 6.000 κρατούμενους, από τους οποίους πολλοί ήταν αρχηγοί του οργανωμένου εγκλήματος, και μερικοί από τους πιο επικίνδυνους κακοποιούς του Μεξικού.

Το σετ της ταινίας

Το συνεργείο της ταινίας πέρασε 2 μήνες κάνοντας γυρίσματα στην πόλη της Βερακρούζ, κυρίως στο εγκαταλελειμμένο σωφρονιστήριο “Ignacio Allende” που χρησίμευσε ως σετ για το “El Pueblito”. Είναι η δεύτερη φορά που ο Μελ Γκίμπσον και η εταιρεία του Icon Productions γυρίζουν ταινία στη Βερακρούζ, μετά τα γυρίσματα της ταινίας “Apocalypto” το 2006. Η φυλακή “Ignacio Allende” χτίστηκε 105 χρόνια πριν, για να αντικαταστήσει μια παλαιότερη φυλακή που βρισκόταν στο υπόγειο του Δημοτικού Μεγάρου στο Port City, και έγινε πρότυπο για τα υπόλοιπα σωφρονιστήρια του Μεξικού. Τον Ιανουάριο του 2010, οι τελευταίοι 300 κρατούμενοι μεταφέρθηκαν από το παλιό κτίριο σε σύγχρονες εγκαταστάσεις.

Ο σκηνογράφος Βερνάρδο Τρουχίγιο ανέλαβε να σχεδιάσει και να υλοποιήσει τον κόσμο του “El Pueblito”. «Η φυλακή αυτή, που βρισκόταν στην Τιχουάνα, ήταν ένα χαοτικό μέρος καθώς διαμορφωνόταν σύμφωνα με την έμπνευση και το γούστο των κρατουμένων που είχαν χρήματα και κανένα φραγμό, αφού δωροδοκούσαν τη διοίκηση της φυλακής», εξηγεί ο Τρουχίγιο. «Υπήρχε πολλή διαφθορά αλλά και αυθορμητισμός εκεί μέσα». Η μεγαλύτερη πρόκληση του τομέα της σκηνογραφίας ήταν να δημιουργήσουν ένα ρεαλιστικό σετ, το οποίο όμως αποτελείται από υλικά, αρχιτεκτονικές και πρόχειρες κατασκευές χωρίς συνοχή, που έφτιαχναν οι κρατούμενοι βασισμένοι σε αυτοσχέδιες ιδέες και ικανότητες στο πραγματικό “El Pueblito”. «Όλο αυτό δημιούργησε μια πολύ συγκεκριμένη αισθητική, που δεν είχε καμία απολύτως οργάνωση. Εμείς προσπαθήσαμε να το αναπαράγουμε, σαν να το ζωγραφίζαμε από την αρχή σαν σε καμβά. Ευτυχώς μας δόθηκε η ελευθερία να γκρεμίσουμε τοίχους, να δημιουργήσουμε και να γεμίσουμε χώρους. Η παραγκούπολη που φαίνεται στην ταινία, ξεκίνησε από τέσσερις άδειους τοίχους και ξεκινήσαμε να χτίζουμε τα πάντα από το μηδέν». Όταν μάλιστα το σωφρονιστήριο “Ignacio Allende” έκλεισε, οι αρχές σκέφτηκαν να κάνουν μια χάρη στην παραγωγή που θα έμπαινε για γυρίσματα, και έβαψαν όλο το εσωτερικό ολόλευκο. «Χρειάστηκε να επαναφέρουμε τους αυθεντικούς τοίχους και την παλιά τους υφή, όπως ακριβώς ήταν δηλαδή, προτού βαφτούν άσπροι».

Η αποδόμηση και ανακατασκευή του σετ καθώς και η διακόσμηση κράτησαν 8 εβδομάδες. Η υπεύθυνη του ντεκόρ Τζουλιέτα Άλβαρεζ θυμάται: «Χρειάστηκε να προσθέσουμε τα πάντα. Ό,τι είχε απομείνει από τους κρατούμενους ήταν σε άθλια κατάσταση και χρειάστηκε να ξαναφτιάξουμε από την αρχή όλη τη διακόσμηση και τα props. Χρειάστηκε επίσης να βάψουμε τους τοίχους με τέτοιο τρόπο που να μοιάζουν παλιοί και να αποκαταστήσουμε τα αυθεντικά γκράφιτι, από τα οποία φαίνεται μόλις ένα 5% σε σχέση με τα αληθινά.

«Ο σκοπός της αισθητικής που ακολουθήσαμε ήταν να υπάρχει αυθεντικότητα στην ταινία ώστε ο κόσμος να νιώθει μάρτυρας του τι συνέβαινε σ’ αυτή τη φυλακή – ταυτόχρονα όμως έπρεπε να προσέχουμε, γιατί στην πραγματικότητα το αληθινό μέρος ήταν ένα χάος χρωμάτων, αντικειμένων και υφών, και κάτι τέτοιο μπορεί να αποσπά την προσοχή του κοινού από την ταινία», λέει ο Τρουχίγιο. «Το ζήτημά μας ήταν λοιπόν αυτό, πώς θα μπορούσαν να αναμειχθούν οι χαρακτήρες και η σκηνογραφία με έναν αληθοφανή τόπο, χωρίς όμως να δημιουργείται ένα χάος που να αποσπά τον θεατή. Είναι πολύ λεπτή η γραμμή ανάμεσα στο υπερβολικά στυλιζαρισμένο και το υπερβολικά ρεαλιστικό».

Και συμπληρώνει, «Το στοιχείο πάντως που κυριαρχεί παντού στις φυλακές, είναι το χιούμορ. Σε όλη την έρευνα που κάναμε, από τις φυλακές του Μεξικού, της Λατινικής Αμερικής, ακόμα και της Αφρικής, ένα στοιχείο επαναλαμβάνεται συνέχεια, και είναι ακριβώς αυτό: το πώς οι άνθρωποι βρίσκουν το χιούμορ σε κάθε κατάσταση, όπως και την ομορφιά και στις δυσκολότερες καταστάσεις που μπορεί κανείς να φανταστεί. Στο κάτω-κάτω, οι χώρες του Τρίτου Κόσμου μοιάζουν μεταξύ τους, είτε βρίσκεσαι στην Αφρική, στην Ινδονησία ή στο Μεξικό. Στο τέλος οι άνθρωποι που βρίσκονται σ’ αυτές τις υλακές, καταλήγουν να κάνουν το ίδιο πράγμα: ψάχνουν τρόπους για να κάνουν τη μονότονη ζωή τους όμορφη και πολύχρωμη».

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα