3 Δεκεμβρίου 1944: Η Ματωμένη Κυριακή με τα μάτια του Λουντέμη
Σαν σήμερα, πριν από 76 χρόνια το συλλαλητήριο του ΕΑΜ πνίγηκε στο αίμα, γράφοντας μία μαύρη σελίδα στην ιστορία της χώρας, με την έναρξη των Δεκεμβριανών. Το απόσπασμα του Μενέλαου λουντέμη.
- 03 Δεκεμβρίου 2020 06:47
Κυριακή 3 Δεκέμβρη 1944. Ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα του ΕΑΜ συγκεντρώνεται από το πρωί στο κέντρο της πρωτεύουσας για να διαδηλώσει την αντίθεσή του στην πολιτική του εμφυλίου πολέμου που προωθούσαν η ντόπια αντίδραση και οι Άγγλοι με την επιδίωξη τους για μονομερή αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, για να διακηρύξει τη θέλησή του να αγωνιστεί για εθνική ανεξαρτησία και δημοκρατία.
Ο “Ριζοσπάστης” εκείνης της μέρας, που κυκλοφορούσε από τα χαράματα έγραφε στην κορυφή της πρώτης του σελίδας: “Όλοι σήμερα στις 11 στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ στο Σύνταγμα – Κάτω η κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου! Εμπρός για κυβέρνηση ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ Εθνικής Ενότητας!”. Το κύριο άρθρο γραμμένο από τον Γ. Ζέβγο, με τίτλο «ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ», εξηγούσε μέσα από έναν απολογισμό του έργου της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου πώς είχε προκληθεί η κρίση, με αποτέλεσμα τα μεσάνυχτα της 1 προς 2 Δεκέμβρη 1944 να παραιτηθούν όλοι οι υπουργοί και υφυπουργοί του ΕΑΜ.
Τώρα -έγραφε ο Ζέβγος- το λόγο τον έχει ο ελληνικός λαός. Οι μπαρουτοκαπνισμένοι μαχητές του ΕΛΑΣ, που τους ζητούν να παραδώσουν τα τιμημένα και κερδισμένα σε μάχες όπλα τους. Οι περήφανοι πολίτες της Αθήνας, που αντιμετώπισαν νικηφόρα τις ορδές των Γερμανών και των προδοτών. Ολοι οι δημοκράτες, όλοι όσοι πονάν την Ελλάδα και το λαό της θα βρεθούν ενωμένοι στις γραμμές του για να υπερασπίσουν τη λευτεριά του, τη ζωή του, τα δημοκρατικά του δικαιώματα, την εθνική ανεξαρτησία. Ο ελληνικός λαός θα σαρώσει την κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου και θα δημιουργήσει μια κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας.
Όπως αναφέρει ο rizospastis, γύρω στις 10 και 45′ π.μ. η πλατεία Συντάγματος και οι γύρω δρόμοι έχουν πλημμυρίσει από χιλιάδες λαού. Μπροστά στον Αγνωστο Στρατιώτη έχουν συγκεντρωθεί λαϊκές επιτροπές, διοικήσεις σωματείων και στελέχη του λαϊκού κινήματος. «Είχε προγραμματιστεί -γράφει ο Θ. Χατζής- ν’ αρχίσει η εκδήλωση με κατάθεση στεφάνων στη μνήμη εκείνων που θυσίασαν τη ζωή τους για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία»… Τίποτα απ’ όλα αυτά, όμως δεν έμελλε να γίνει.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου αρχικά είχε δώσει την άδεια να γίνει το συλλαλητήριο, αλλά τα μεσάνυχτα του Σαββάτου 2 Δεκέμβρη η άδεια ανακλήθηκε με την πρόφαση πως το συλλαλητήριο ήταν η απαρχή «σειράς επαναστατικών πράξεων αι οποίαι απέβλεπαν εις κατάλυσιν του κράτους»4. Η άρχουσα τάξη έδινε τη μάχη για τη δική της επικράτηση μετά την απελευθέρωση. Επρεπε λοιπόν να υποταχτεί ο λαός με τη βία. Ετσι η ανάκληση της άδειας του συλλαλητηρίου ήταν μια σαφής πρόκληση σε βάρος του ΕΑΜικού κινήματος που εκδηλωνόταν στο παραπέντε για να προκαλέσει, το λιγότερο, όξυνση. Ομως κανείς δεν περίμενε να επακολουθήσει ό,τι επακολούθησε.
Το μακελειό
Η ώρα πλησίαζε 11 π.μ. και το πλήθος στην πλατεία Συντάγματος και τους γύρω δρόμους όλο και πύκνωνε τις γραμμές του, με σημαίες, λάβαρα και πλακάτ, με προκηρύξεις και τα φέιγ – βολάν να πέφτουν βροχή. Τα συνθήματα «όχι άλλη κατοχή», «Παπανδρέου παραιτήσου» κυριαρχούν σ’ όλα τα χείλη.
Οι αστυνομικοί είχαν οχυρωθεί στην είσοδο του κτιρίου, στην ταράτσα και στα παράθυρα της Αστυνομικής Διεύθυνσης που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και βασιλίσσης Σοφίας (τότε Κηφισίας), στην ταράτσα των Παλιών Ανακτόρων (Βουλή) και στο απέναντι του κτιρίου πεζοδρόμιο, προς την πλευρά του Αγνώστου Στρατιώτη. Επίσης στους γύρω από την πλατεία δρόμους υπήρχαν αγγλικά άρματα μάχης.
Οι πρώτες συγκρούσεις και αψιμαχίες των διαδηλωτών με την Αστυνομία εκδηλώθηκαν όταν το πλήθος έφτανε, από τους γύρω δρόμους, στα σημεία προσέγγισης της πλατείας Συντάγματος κι εμποδιζόταν να εισχωρήσει από τις αστυνομικές δυνάμεις. Ξαφνικά, χωρίς να υπάρχει ορατός λόγος, από τα παράθυρα της Αστυνομικής Διεύθυνσης και από τα άλλα σημεία οχύρωσης των αστυνομικών άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί. Γράφει η Μέλπω Αξιώτη:
«Δίπλα απ’ τα ανάκτορα αστυνομικοί και φασίστες εκείνη τη στιγμή μας πυροβολούν στο ψαχνό. Κορίτσια τότε δείχνουν τα στήθια τους και φωνάζουν: βαράτε εδώ! Είμαστε άοπλοι! Και οι φασίστες τα βαρούν… Οι νεκροί πέφτουν τώρα γύρω – τριγύρω μας ένας – ένας χάμω, σα σπουργίτια. Οι ξένοι ανταποκριτές στέκουν εκστατικοί. Ενας Αμερικανός με στολή χιμά κι αρπά πιστόλι αστυνομικού που ήταν έτοιμο ν’ ανάψει. Αλλος Αμερικανός πίσω από τανκ εγγλέζικο φωτογραφίζει το λάβαρο του ΕΑΜ που μούσκεψε σε σκοτωμένου το αίμα… Πολλοί από τους πόλισμαν πετούν τα όπλα τους στους διαδηλωτές και οι διαδηλωτές τους σηκώνουν στα χέρια. Οι Αγγλοι γύρω – γύρω και πάνω στα τανκς, στη ”Μεγάλη Βρετάνια” στα πεζοδρόμια, ανάμεσα στο πλήθος, φλεγματικοί παντού και αξιοπρεπείς στέκουν και βλέπουν τη δολοφονία μας, πως θάστεκαν να βλέπουν ταινία κινηματογράφου. Στο τέλος – τέλος παίρνουν μέρος. Μαζεύουν με τα φορτηγά τους, τραυματισμένους και γερούς. Ηταν αυτοί οι πρώτοι όμηροι. Σε λίγες μέρες γίνηκαν χιλιάδες».
Ο απολογισμός της δολοφονικής επίθεσης ήταν 21 νεκροί και 140 τραυματίες7, γεγονός που δίκαια βάφτισε την 3η Δεκέμβρη 1944 ως «Ματωμένη Κυριακή».
Μαρτυρίες και ομολογίες για τη σφαγή
Στις 7 Δεκέμβρη του 1944, ο Γ. Παπανδρέου υποστήριξε με ανακοινώσεις του προς τους ξένους ανταποκριτές ότι την ευθύνη για το μακελειό την είχε το ΕΑΜ γιατί το συλλαλητήριο ήταν ένοπλο και άρχισε με επίθεση κατά της οικίας του και στη συνέχεια εκδηλώθηκαν επιθέσεις κατά της Αστυνομίας, με αποτέλεσμα αυτή να αναγκαστεί να αμυνθεί. Βέβαια, δεν υπάρχει κανείς σοβαρός άνθρωπος που να πιστεύει κάτι τέτοιο δεδομένου ότι και τα ιστορικά στοιχεία που έχουν έρθει στο φως αποδεικνύουν κατά τρόπο κατηγορηματικό πως η Ματωμένη Κυριακή της 3ης Δεκέμβρη του 1944 ήταν δημιούργημα της ντόπιας αντίδρασης και των Βρετανών καθοδηγητών της. Εντούτοις, θα σταθούμε περισσότερο στο γεγονός αυτό καθ’ αυτό για να το φωτίσουμε παραθέτοντας ορισμένες μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα, καθώς και ομολογίες πρωταγωνιστών.
Ο Κ. Κουβαράς που ήρθε στην Ελλάδα την Ανοιξη του ’44 με ειδική αποστολή της υπηρεσίας OSS9 των ΗΠΑ, παρακολούθησε τα γεγονότα της 3ης Δεκέμβρη 1944 από τον εξώστη του ξενοδοχείου «Μ. Βρετάνια». Να τι γράφει μεταξύ άλλων: «Είδα τον κόσμο να έρχεται σε παράταξη με τις σημαίες του -ελληνική, αμερικανική, βρετανική και ρωσική- μπροστά. Ηταν μια γιγάντια φάλαγγα, αλλά οι διαδηλωτές προχωρούσαν με τάξη τραγουδώντας αντάρτικα τραγούδια και φωνάζοντας συνθήματα. Ερχονταν δυτικά από την οδό Πανεπιστημίου και προσπάθησαν να μπουν στην πλατεία Συντάγματος στρίβοντας αριστερά στην οδό Οθωνος.
Η Αστυνομία τους σταμάτησε. Η πελώρια φάλαγγα άρχισε πάλι να κινείται για να μπει στην πλατεία, κατεβαίνοντας τα σκαλιά που οδηγούν από το μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη. Η Αστυνομία και πάλι τους σταμάτησε κι η φάλαγγα άρχισε πάλι να κινείται… Το μπροστινό τμήμα του συλλαλητηρίου είχε φτάσει στην άκρη της πλατείας όπου βρισκόμασταν, και καθώς παρατηρούσα προσεκτικά, άκουσα τους επικεφαλής να συζητούν με την Αστυνομία, μόλις δέκα μέτρα από κει που στεκόμασταν. Προσπαθήσαμε να παρακολουθήσουμε τη συζήτηση που διεξαγόταν σε υψηλό τόνο, αλλά δεδομένων των περιστάσεων το πράγμα δε φαινόταν εξαιρετικό. Οι διαδηλωτές σπρώχνανε για να μπουν στην πλατεία, αλλά δε γινόταν καμιά συμπλοκή. Ξαφνικά ένα παράγγελμα ”τραβηχτείτε πίσω:” δόθηκε με μια στριγγλή, στρατιωτική φωνή και όλοι οι αστυνομικοί υποχώρησαν κάπου είκοσι μέτρα, γονάτισαν κι άρχισαν να πυροβολούν! Τα πυρά ήταν πυκνά. Διακόσιοι αστυνομικοί έβαλλαν ταυτόχρονα, οι περισσότεροι με αυτόματα…».
Ο δημοσιογράφος Μ. Φόντορ σε μια διαπίστωσή του που δημοσιεύτηκε στη «New York Post», στις 17/2/1945 γράφει: «Μέσα σε 25 χρόνια έχω δει σχεδόν όλες τις επαναστάσεις της Ευρώπης. Αυτή εδώ ήταν η πιο ήρεμη και πολιτισμένη επανάσταση που έχω δει ποτέ μέχρι τη στιγμή που η αστυνομία άρχισε να πυροβολεί και οι Αγγλοι επενέβησαν».
Ο Κρις Γουντχάουζ, αρχηγός της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα, που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί για φιλοεαμικά αισθήματα, όσο και να προσπαθεί στα γραπτά του δεν καταφέρνει να κρύψει την αλήθεια που γνώριζε πολύ καλά. «Οταν τα πλήθη των διαδηλωτών -γράφει- βρέθηκαν αντιμέτωπα με την Αστυνομία στην πλατεία Συντάγματος, πολλοί αστυνομικοί πυροβόλησαν κατευθείαν πάνω τους, πράγμα που χωρίς αμφιβολία, ήταν ο σκοπός για τον οποίο τα είχε συγκεντρώσει εκεί το ΚΚΕ».
Ας δώσουμε όμως το λόγο και στον άνθρωπο που διέταξε πυρ εκείνο το ματωμένο πρωινό του Δεκέμβρη. Πρόκειται για τον, τότε, διευθυντή της Αστυνομίας Αγγελο Εβερτ, ο οποίος το 1958 σε μία συνέντευξή του, ομολόγησε ότι εκείνος, βάσει κυβερνητικών εντολών, έδωσε τη διαταγή να χτυπήσουν οι αστυνομικοί τους διαδηλωτές. Συγκεκριμένα, αφού αναφέρει -χωρίς βεβαίως να το αποδεικνύει- ότι υπήρχε σχέδιο να καταλάβουν οι διαδηλωτές νευραλγικά σημεία της πρωτεύουσας όπως η Αστυνομική Διεύθυνση, τα Παλαιά Ανάκτορα και τα υπουργεία Εξωτερικών και Στρατιωτικών, καταλήγει: «Εκείνην τη στιγμήν ακριβώς και βάσει των διαταγών τας οποίας είχον, διέταξα υπευθύνως και εγώ τη βιαίαν διάλυσιν των επιτιθέντων διαδηλωτών…»
Η 3η Δεκέμβρη του ’44 θεωρείται, δικαίως, η απαρχή της μάχης του Δεκέμβρη. Δεν ήταν ένα τυχαίο αιματηρό γεγονός από τη μεριά της αντίδρασης, ντόπιας και ξένης, αφού το ματοκύλισμα του λαού επαναλήφθηκε την επομένη, 4 Δεκέμβρη, όταν ο λαός κήδευε τα θύματα της «Ματωμένης Κυριακής». Ούτε οι αγγλικές στρατιωτικές δυνάμεις θα αναλάμβαναν αμέσως δράση κατά του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Τέλος, θα διευκολύνονταν κυβερνητικές λύσεις αποδεκτές από το ΕΑΜ που κάποια στιγμή φάνηκαν δυνατές όταν ο Παπανδρέου παραιτήθηκε για λογαριασμό του Θ. Σοφούλη, αλλά οι Εγγλέζοι δεν επέτρεψαν οποιαδήποτε κυβερνητική αλλαγή.
Στις 7/11/1944, σε τηλεγράφημά του στον υπουργό του επί των Εξωτερικών Α. Ηντεν, ο Ου. Τσόρτσιλ, ανάμεσα στα άλλα, σημείωνε: «Περιμένω ανοιχτή σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να τη φοβόμαστε, υπό την προϋπόθεση ότι έχουμε διαλέξει με προσοχή το έδαφος». Δεν ξέρουμε αν το έδαφος που επιζητούσε ήταν εντελώς κατάλληλο στις αρχές Δεκέμβρη του ’44. Ξέρουμε όμως ότι δε δίστασε να ματοκυλίσει τον ελληνικό λαό διατάσσοντας τα βρετανικά στρατεύματα να λειτουργήσουν ως δύναμη κατοχής. Η διαταγή που έστειλε στο στρατηγό Σκόμπι στις 5/12/1944 δεν αφήνει περιθώρια παρανοήσεων: «Είσθε υπεύθυνος -έλεγε το κείμενο της διαταγής προς το στρατηγό- για την τήρηση της τάξεως στην Αθήνα και πρέπει να εξουδετερώσετε ή να συντρίψετε όλες τις ομάδες του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, που θα πλησιάσουν προς την πόλη… Μη διστάζετε, πάντως, να ενεργείτε σαν να βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη, όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση».
Για τα συγκεκριμένα γεγονότα, πολλά έχουν γραφεί που δεν είναι δυνατό να αναλυθούν εδώ. Αν ήθελε όμως να δει κανείς τη σημασία που είχε εκείνη η μάχη για τα λαϊκά συμφέροντα, δεν έχει παρά να αναζητήσει τη σημασία που είχε για τα συμφέροντα της ντόπιας ολιγαρχίας και του βρετανικού ιμπεριαλισμού.
Γράφει πάλι ο Τσόρτσιλ: «Η μάχη που διήρκεσε έξι εβδομάδες… έγινε για να καταλάβωμε την Αθήνα και, όπως θα δείξει η συνέχεια των γεγονότων, να απαλλάξωμε την Ελλάδα από τον κομμουνιστικό ζυγό. Την εποχή αυτήν που τρία εκατομμύρια άνδρες πολεμούσαν σε κάθε στρατόπεδο στο Δυτικό Μέτωπο και που τεράστιες αμερικανικές δυνάμεις ηγωνίζοντο εναντίον της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό, οι ελληνικές αυτές παράφορες μπορούσαν να φαίνονται ότι είχαν ελάχιστη σημασία, αλλά δεν ευρίσκοντο λιγώτερο στο νευρικό κέντρο της ισχύος, της τάξεως και της ελευθερίας του Δυτικού κόσμου». Περισσότερα σχόλια ασφαλώς περιττεύουν.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη “Ο μεγάλος Δεκέμβρης”:
“Και ξημέρωσε η 3 του Δεκέμβρη. Τρεις του Δεκέμβρη!
Όποιος έζησε στις 3 του Δεκέμβρη, στις 4 μπορούσε να πεθάνει.
Ο προορισμός του ανθρώπου, που είναι: να κάνει κάτι μεγάλο ή να ζήσει κάτι μεγάλο, εκπληρώνεται. Γιατί ο λαός, ο Αθηναϊκός λαός, κείνη τη μεγάλη μέρα αποκαλύφθηκε μπροστά στο ίδιο του το μεγαλείο.
Η μέρα αποβραδίς ήτανε βροχερή. Ήτανε μια νύχτα βαριά από γεγονότα. Ο λαός είχε οχτώ χρόνια να πει: «Θα γίνει το δικό μου!» Οι δολοφόνοι τροχίζανε τα σπαθιά τους, ο λαός ετοίμαζε τη φωνή του.
Αύριο θα μιλήσουμε κι οι δυο. Είναι χιλιάδες χρόνια τώρα που η φωνή του λαού ακούεται, φτάνει να μην είναι παράφωνη.
Όλοι κοιμηθήκαμε σίγουροι και αποφασισμένοι. Ούτε στιγμή από κανενός το μυαλό δεν πέρασε ο δισταγμός. Ούτε στιγμή δεν ταλαντεύτηκε η ψυχή.
– Αύριο λοιπόν.
Ήτανε μια νύχτα που στα σπλάχνα της επώαζε τη θύελλα. Μέσα στους δρόμους της ψυχής άρχιζαν υπόκωφοι οι βρυχηθμοί του ανήμερου εκείνου θηρίου, που λέγεται «προδομένος άνθρωπος». Ο Λαός είναι λίμνη, δεν είναι ωκεανός, όμως αλλοί στον που θα την ταράξει. Πρέπει νάναι ή τρελός ή κακούργος. Κι αλλοίμονο! ο δικός μας ήταν κι απ’ τα δυο.
Όμως ας ξαναγυρίσουμε στη νύχτα, σ’ αυτή τη νύχτα του μεγάλου διλήμματος.
Στους κρύους δρόμους κυλούσαν ύπουλες οι σκιές του κακού.
Ένας ψηλός ολέθριος άνθρωπος σηκώθηκε να πάει στο κρεβάτι του γράφοντας πάνω στο φάκελο της συνείδησής του τη λέξη Σφαγή.
Όλη τη νύχτα έβρεχε. Η ψυχή ήταν μουσκεμένη από ιδρώτα και δάκρυα.
Ολονυχτίς οι καμπάνες χτυπούσαν το σηκωμό του γένους. «Η πατρίδα σε κίνδυνο». Ολονυχτίς. Αύριο θα κατεβαίναμε όλοι, γιατί όλοι ήμασταν σύμφωνοι κι όλοι αδικημένοι. Την άλλη μέρα κλείσανε όλες οι πόρτες, τα παράθυρα, οι φάμπρικες κι ένας άνθρωπος κατέβηκε μέσα στην Αθήνα και τη γιόμισε. Ήταν 3 χιλιάδων χρόνων (όσο ήταν και η αδικία).
Ήταν ήρεμος, αποφασιστικός. Είχε μια ολύμπια αταραξία και σιγουριά.
Πέρασε. Και στους δρόμους έμειναν τ’ αχνάρια του σαν αντίλαλοι απ’ την παντοδύναμη σιωπή. Περπάτησε με τα βήματα των προγονικών του θεών και ηρώων.
Μέσα στη φάτνη της ψυχής έσπαζαν μια μια οι πόρτες της μνήμης. Όσο όξος τον πότισαν οι προαιώνιοι δυνάστες, όσα λογχίσματα του δώσανε οι μισθοφόροι δούλοι. Ο άνθρωπος μ’ όσες φορεσιές και μ’ όσα χρώματα φόρεσε πάνω στη γη ο προλύτης, ο κάφρος, ο πληβείος, ο δουλοπάροικος.. με το χιτώνα, με τη μπλούζα, με την κελεμπία, με τη φέρμελη. Όλος ο άνθρωπος που έπασχε σ’ όλα τα κλίματα και τους καιρούς βρήκε τη φωνή του στις τρεις ακριβώς του Δεκέμβρη του 1944 μέσα στους δρόμους της Αθήνας.
Λευτεριά ή θάνατος!
Οι φονιάδες είχαν αποφασίσει αποβραδίς: «Θάνατος!»
Είκοσι μερόνυχτα, οι Εγγλέζοι και οι δούλοι τους κόλλησαν απάνω σε μια ημερομηνία: «10 του Δεκέμβρη». Και σε μια λέξη «αφοπλισμός». Ο προτέκτορας πήγαινε με τα νερά του Λαού. Τον αποκοίμιζε με την ισοπολιτεία και τη «Λαοκρατία» του.
Την 1 του Δεκέμβρη αδιάντροπα, απροειδοποίητα, δίνοντας μια κλωτσιά στα προσχήματα, φανερώνει ολόκληρο τον αποτρόπαιο σκοπό του. Ν’ αφοπλίσει, χωρίς όρους, τον Ελληνικό Στρατό για χάρη και προς όφελος των Εγγλέζων.
Αυτή ήταν η απότομη στροφή των 360 μοιρών που είχε υποσχεθεί.
Η υπαναχώρηση έγινε την 1 του Δεκέμβρη. Οι αντιπρόσωποι του Λαού στην Κυβέρνηση αποχώρησαν και το ανακοίνωσαν στο Λαό. Ο Λαός εγκαταλείπει τα έργα του και κατεβαίνει στο δρόμο να ζητήσει το λόγο. Ο υψηλός βλάκας απαντάει με φωτιά. Δεν τον συγκινούσε η φωνή του Λαού. Κείνος άκουε μόνο τη «φωνή του Κυρίου του»..
Ο Λαός κατεβαίνει να θάψει τα θύματά του..
Ήταν μια κηδεία που οι ζωντανοί δε θα ξαναδούν άλλη.
Οι μεγάλες αρτηρίες της πρωτεύουσας πλημμύρισαν από τον οργισμένο Λαοχείμαρρο.
Με βήματα βουβά και ψυχή γιομάτη κοχλασμό ο λαός σταμάτησε πάνω απ’ τα 28 φέρετρα. Ήταν 28 κορμιά που έφυγαν απ’ ανάμεσά μας με έκπληκτα μάτια. Τα φέρετρα έκλειναν 28 στόματα που φώναξαν ως το θάνατο «Δικαιοσύνη!».. Και τώρα ξαπλωμένα διαμαρτύρονται δυνατότερα.
Η μάνα Αθήνα έσφιξε τα δόντια της, έδεσε σφιχτά τα μπόλια της και κατέβηκε να θάψει τα παιδιά της. Είχε μια θεϊκή λύπη. Χωρίς κοπετούς, χωρίς μαλιοτραβήγματα. Μοναχά οι αιώνιοι μύθοι μας μιλούν για τέτοια μητρικά πένθη. Μια ολόκληρη μέρα παρήλαυνε η Αθήνα απ’ τους δρόμους της. Ποτέ δεν ήταν τόσο μεγάλη! Ήταν ωχρή, αδέκαστη, αποφασισμένη.
Χρόνια τώρα είχε αποκάμει να μετράει τάφους. Όταν δεν μετανοιώνουν οι φονιάδες για τα κακουργήματά τους μετανοιώνουν οι δίκαιοι για την υπομονή τους.
Το πλήθος πήγαινε με ασάλευτα, σκληρά μάτια προς το κοιμητήρι. Πάνω απ’ το κεφάλι του σάλευαν σαν καπνοί τα μαύρα πανιά και ματωμένες παντιέρες. Τα πόδια αυτά, αυτά τα μυριάδες πόδια, ήταν αποφασισμένα όλα να μην τον ξανακάνουν αυτό το δρόμο!
Στις τρεις η ώρα ολόκληρη η Αθήνα γονάτισε. Ένα φαρδύ ματωμένο πανί συγκέντρωνε σε δυο γραμμές όλο το νόημα του όρκου και της απόφασης:
«ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ ΔΙΑΛΕΓΕΙ: ΤΙΣ ΑΛΥΣΣΙΔΕΣ Η ΤΑ ΟΠΛΑ»
Ήταν σαν μια φωνή καφτερή και αμετάκλητη.
Ύστερα η πομπή τράβηξε για το κοιμητήρι. Η Αθήνα λυσίκομη ακολούθησε. Κι εκεί, πάνω απ’ το νωπό αίμα, πάνω απ’ το νωπό χώμα ο Λαός ορκίστηκε όρκο φοβερό: «Θάβω τους τελευταίους 28 μου νεκρούς. Ο 29ος θάναι ο φονιάς. Ή εγώ!”.