Από την καχεκτική Δημοκρατία στη Χούντα των Συνταγματαρχών
Πώς φτάσαμε στη Χούντα. Η εθνικοφροσύνη στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, η δράση του παρακράτους και η επιλογή του Παπαδόπουλου για την αναχαίτιση της κομμουνιστικής απειλής. Από τον βασιλιά Κωνσταντίνο στην αποστασία και την εμπλοκή του αμερικανικού παράγοντα (Pics+Vids)
- 21 Απριλίου 2017 06:56
Των Λευτέρη Σαββίδη, Σοφίας Κατσαρέλη
Η ιστορία μοιάζει λένε με ζωντανό οργανισμό και ίσως όχι τόσο με μια γραμμή γεμάτη κουκκίδες γεγονότων πάνω της, που σημειώνουν την αλληλουχία των πραγμάτων γραμμικά και απλοϊκά. Το ημερολόγιο γράφει 21 Απριλίου 1967. Μια από τις πιο σημαντικές και παράλληλα μαύρες σελίδες στην πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας. Οι Συνταγματάρχες εκτελούν με επιτυχία το σχέδιο της κατάλυσης της δημοκρατίας και ένα καθεστώς αυταρχισμού επιβάλλεται στη χώρα για επτά χρόνια. Πώς όμως φτάσαμε στη νύχτα αυτή, που πριν 50 χρόνια ερχόταν να διακόψει την δημοκρατική πορεία της χώρας; Ποια στοιχεία στην μετεμφυλιακή Ελλάδα ενίσχυσαν το θράσος ορισμένων να προχωρήσουν στο πραξικόπημα και ποιες οι διεθνείς συνθήκες μέσα στις οποίες συνέβη η Χούντα;
Με τη βοήθεια του επίκουρου καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Γενικού Γραμματέα των ΑΣΚΙ, Βαγγέλη Καραμανωλάκη , φωτίζουμε πτυχές και αλληλουχίες γεγονότων που νοηματοδοτούν με σαφέστερο τρόπο τις ιστορικές εξελίξεις.
Ακόμη, ο Επίκουρος Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, Κώστας Κατσούδας, μιλάει στο NEWS 247 για τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, αναλύοντας μεταξύ άλλων τον όρο “καχεκτική Δημοκρατία” μέσα από τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν, τον διαχωρισμό των πολιτών στο κράτος των νικητών, των εθνικοφρόνων, των “πραγματικών Ελλήνων”, τη δράση του παρακράτους και την “κομμουνιστική απειλή”.
Πόσο πίσω στην ιστορία της Ελλάδας θα πρέπει να ανατρέξει κανείς για να βρει στοιχεία που να εξηγούν το πώς καταλήξαμε στη Χούντα του ’67; Η απάντηση συνδέεται σύμφωνα με τον κ. Καραμανωλάκη “με ένα πολύ πιο κεντρικό ερώτημα, που είναι ποιά είναι η θέση της Χούντας στην πρόσφατη ιστορία. Είναι το τέλος μιας εποχής, είναι η αρχή μιας άλλης; Ο τρόπος που γυρνάμε και κοιτάμε το καθεστώς έχει να κάνει πάρα πολύ με το πώς αντιλαμβανόμαστε την Χούντα μέσα στην αλληλουχία των γεγονότων του 20ού αιώνα. Όπως και για κάθε ιστορικό γεγονός μπορεί κανείς να διακρίνει συνέχειες και ασυνέχειες, διάρκειες και τομές”.
Ο παντοδύναμος στρατός
Το πρώτο στοιχείο που προκύπτει από την συζήτηση έχει να κάνει με τη θέση του στρατού στο ελληνικό κράτος. “Η χούντα εγγράφεται κατ’ αρχάς σε μια μακρά διάρκεια που αφορά την παρέμβαση του στρατού στα ελληνικά πολιτικά πράγματα” εξηγεί ο ιστορικός. Ένα φαινόμενο που πρέπει να μας οδηγήσει πίσω στα χρόνια του Μεσοπολέμου, ακόμη και πριν από αυτόν, στο κίνημα στου Γουδή, το 1909. Ένα γεγονός που μπορεί να το έχουμε εγγράψει στη συλλογική ιστορική συνείδηση ως προοδευτική εξέλιξη, δεν παύει όμως να αποτελεί την πρώτη παρέμβαση του στρατού στην πολιτική. Στη συνέχεια ακολούθησαν τα πραξικοπήματα του Μεσοπολέμου, μια σειρά από παρεμβάσεις του στρατού, πριν φτάσουμε στην πολεμική δεκαετία του ‘40 και στον εμφύλιο. “Ένας πόλεμος του οποίου το αποτέλεσμα κρίθηκε στρατιωτικά και όχι πολιτικά, αφήνοντας ένα στρατό πάρα πολύ ισχυρό, με πολύ έντονη δημόσια παρέμβαση”.
“Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η Χούντα αποτελεί την κορύφωση της παρέμβασης του στρατού στα μετεμφυλιακά πολιτικά δρώμενα, κλείνοντας τον κύκλο. Το ’74 ο στρατός γυρίζει πια στους στρατώνες”, σημειώνει ο κ. Καραμανωλάκης. Πέρα όμως από τη μακρά διάρκεια, οι άμεσοι και έντονοι δεσμοί με το ιστορικό παρελθόν, αυτοί που επέτρεψαν μετά τον εμφύλιο την δημόσια επέμβαση του στρατού στην πολιτική ζωή, αλλά και το φλερτ πολιτικών με την ιδέα μιας εκτροπής πραξικοπηματικού τύπου μας οδηγούν σε μια πιο κοντινή στα γεγονότα της Χούντας περίοδο. “Αν κανείς αναζητήσει την πιο κοντινή συνάφεια, θα έλεγε ότι είναι ο μετεμφυλιακές πραγματικότητες, οι οποίες επιτρέπουν στο στρατό όχι μόνο να παραμένει εκτός των στρατοπέδων και εντός της πολιτικής ζωής, αλλά ουσιαστικά του επιτρέπουν να φτάσει μέχρι το πραξικόπημα”.
Η καχεκτική δημοκρατία
Πολλά έχουν ειπωθεί για τη δημοκρατία που επικράτησε μετά τον εμφύλιο στη χώρα. Παρά τις ενστάσεις, τα προβλήματα και τις διακρίσεις των πολιτών με βάση τα πολιτικά τους φρονήματα ωστόσο, εκείνο το καθεστώς πρέπει να χαρακτηριστεί δημοκρατία. Έστω και “καχεκτική δημοκρατία” όπως την έχουν αποκαλέσει οι ιστορικοί. “Μια δημοκρατία με μια πολύ ισχυρή παρουσία του στρατού, πολύ ισχυρή παρέμβαση των ξένων δυνάμεων, με κορυφαία τις ΗΠΑ και βέβαια ένα μέρος του πολιτικού προσωπικού το οποίο φλερτάρει με την ιδέα της παρέμβασης του στρατού” εξηγεί με μια φράση ο ιστορικός που ωστόσο επιμένει: “Είναι μια δημοκρατία, θα ήταν λάθος να ταυτίσουμε την περίοδο πριν τη χούντα με τη χούντα. Είναι όμως μια δημοκρατία που διακρίνει τους πολίτες της με βάση τα πολιτικά τους φρονήματα”.
Γ. Παπαδόπουλος: O άνθρωπος-κλειδί για την αναχαίτιση της κομμουνιστικής απειλής
“Η μετεμφυλιακή Ελλάδα έχει προσφυώς χαρακτηριστεί «καχεκτική Δημοκρατία». Ο όρος εικονογραφεί την παράδοξη συμβίωση του κοινοβουλευτισμού με ένα σύμπλεγμα παραθεσμικών κέντρων εξουσίας, στοιχείων πλουραλισμού με τον πολιτικό και κοινωνικό αποκλεισμό μιας μεγάλης μερίδας πολιτών, της τροχιάς εξευρωπαϊσμού με τη βιομηχανία του φακελώματος, της σταθερής ανόδου του βιοτικού επιπέδου με το πανταχού παρόντα φόβο του χωροφύλακα, της απαστράπτουσας «Ελλάδας των έργων» με τη σκιά του «χαφιέ που μας ακολουθεί». Οι στρεβλώσεις εξηγούνται από την κληρονομιά του εμφυλίου πολέμου. Ήταν μια τραυματική εμπειρία, που όχι μόνο σώρευσε ερείπια και εκατόμβες θυμάτων, αλλά και σμίλεψε τη φυσιογνωμία του κράτους που προέκυψε την επαύριο του πολέμου”, λέει ο κ. Κατσούδας και συνεχίζει:
“Ήταν το κράτος των νικητών, των εθνικοφρόνων, των «πραγματικών Ελλήνων». Η επίκληση μιας συνεχώς επικρεμάμενης κομμουνιστικής απειλής και το νομικό πλάσμα του «διαρκούς εμφυλίου πολέμου» (χρειάστηκε να περιμένουμε ως το 1962 για να αποφανθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι η «ανταρσία» είχε λήξει) δικαιολογούσαν την διατήρηση σε ισχύ της έκτακτης νομοθεσίας που είχε θεσπιστεί στη δεκαετία του ’40. Το δε δόγμα ότι οι Έλληνες ζούσαν σε μια χώρα υπό πολιορκία χάρασσε τα όρια του πλουραλισμού. Η διασφάλιση της νίκης του Γράμμου συνεπαγόταν ότι η πρωτοκαθεδρία στη νομή της εξουσίας ανήκε στους εθνικόφρονες, οι αντίπαλοί τους βρίσκονταν υπό επιτήρηση και και τα συνταγματικά τους δικαιώματα τελούσαν υπό αίρεση.
Το Κ.Κ.Ε. φυσικά παρέμενε εκτός νόμου, η δε Ε.Δ.Α. και οι φίλοι της αντιμετώπιζαν συνεχή νομική και κατασταλτική παρενόχληση. Το καθεστώς των συνταγματαρχών ήταν γέννημα αυτής της θεσμοθετημένης ανωμαλίας. Οι πραξικοπηματίες είχαν διαποτιστεί με την πεποίθηση ότι ο στρατός ήταν το μόνο απόλυτα υγιές κύτταρο του έθνους και η σωτηρία της πατρίδας από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς επαφιόταν στην εγρήγορση των ενόπλων δυνάμεων να επέμβουν όποτε χρειαζόταν. Για του λόγου το αληθές, το «Σχέδιο Περικλής» που τέθηκε σε ισχύ στις εκλογές του 1961 και το «Σχέδιο Ιέραξ ΙΙ» που εφαρμόστηκε τη νύχτα του πραξικοπήματος ήταν επιτελικά σχέδια για την αντιμετώπιση κομμουνιστικής επιβουλής.
Ο ίδιος ο Παπαδόπουλος δεν ήταν κάποιος τυχάρπαστος «αλεξιπτωτιστής» που αίφνης προσγειώθηκε από το πουθενά στην κεντρική πολιτική σκηνή. Μυημένος στον Ι.Δ.Ε.Α. το 1945, παρασημοφορημένος πολεμιστής στον εμφύλιο, στρατοδίκης στην πρώτη δίκη Μπελογιάννη το 1951, επιλεγμένος από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ως μέλος ενός μυστικού συμβουλίου για την αναχαίτιση του κομμουνισμού το 1960, προσφιλής συνδαιτυμόνας των Αμερικανών πρακτόρων στην Ελλάδα, ο δικτάτορας ήταν γνήσιο τέκνο του κράτους των εθνικοφρόνων”, λέει ο κ.Κατσούδας.
Ο πατριωτισμός και η εθνικοφροσύνη
“Η ιδεολογία του καθεστώτος δεν είναι μια ιδεολογία που διαφοροποιείται έντονα από εκείνη του παρελθόντος, με εξαίρεση την έμφαση στην παρουσία του στρατού. Χρησιμοποιεί τα ίδια ιδεολογήματα που έχουν εγκαθιδρυθεί όλα αυτά τα χρόνια. Φόβος για τον κομμουνισμό, εθνικοφροσύνη, διαχωρισμός των πολιτών.
Πάνω σε αυτά πατάει και η χούντα, για να στήσει μια ιδεολογία που τώρα λέμε ότι δεν μπόρεσε να γίνει αποδεκτή, δεν μπόρεσε να συγκροτήσει μαζικό κίνημα υπέρ της” θα αναλύσει ο κ. Καραμανωλάκης για να καταλήξει: “Παρόλα αυτά όμως, το ότι εκατομμύρια Ελλήνων ανέχτηκαν αυτό το καθεστώς, πέρα από το φόβο που είναι πολύ βασικό χαρακτηριστικό, συνδέεται και με ιδεολογικές τάσεις, αντιλήψεις που είχαν διαμορφωθεί τα προηγούμενα χρόνια”.
Η εικόνα της Χούντας και των λόγων της για το έθνος και την ορθοδοξία που αγγίζουν τα όρια της γραφικότητας στα μάτια του σημερινού Έλληνα, είχαν κεντρική θέση και στην μετεμφυλιακή Ελλάδα. “Το να είσαι εθνικόφρων και νομιμόφρων είναι χαρακτηριστικά αυτής της κοινωνίας μεταπολεμικά” σημειώνει ο κ. Καραμανωλάκης προσθέτοντας πως το καθεστώς πήρε αυτή την πραγματικότητα και την έφτασε στα άκρα. Αυτός είναι και ο λόγος που “η αίσθηση γελοιοποίησης που προσέδωσαν οι Συνταγματάρχες στην εθνικοφροσύνη και τον ελληνοχριστιανισμό, σήμανε και το τέλος μιας εποχής που αυτά τα στοιχεία αποτελούσαν χαρακτηριστικά για τον χαρακτηρισμό κάποιου ως πολίτη με υγιή φρονήματα”.
Ο Ψυχρός πόλεμος
Βεβαίως, το μετεμφυλιακό κράτος με την εμμονή στην εθνικοφροσύνη δεν ήταν κάτι το ξεχωριστό, το ιδιαίτερο. Θα πρέπει να τοποθετήσουμε μια σειρά από γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα στο διεθνές πλαίσιο που κυριάρχησε με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και αυτό δεν ήταν άλλο από τον Ψυχρό Πόλεμο.
“Η ιδέα της κομμουνιστικής απειλής δεν είναι κάτι που αφορά μόνο την Ελλάδα. Η λογική του ανταγωνισμού των δυο στρατοπέδων και της προσπάθειάς τους να διευρύνουν τις ζώνες επιρροής τους αλλά και να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους κυριαρχεί. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη θερμή εστία πολέμου στον Ψυχρό Πόλεμο.
“Το μετεμφυλιακό κράτος είναι ένα κράτος των νικητών, με μια αριστερά που έχει ηττηθεί στρατιωτικά, παρόλα αυτά παραμένει μια ισχυρή δύναμη”. Οι δυνάμεις της αριστεράς ανασυγκροτούνται ταχύτατα και μια δεκαετία μετά τη λήξη του εμφυλίου, το 1958, η ΕΔΑ αναδεικνύεται αξιωματική αντιπολίτευση. Ενδεχομένως και αυτό το γεγονός να ενίσχυε σε πολλούς τον φόβο για κομμουνιστική εκτροπή. Ωστόσο, ο κ. Καραμανωλάκης εκτιμά πως “η ελληνική αριστερά στο σύνολό της, υπερασπίστηκε την ιδέα της νόμιμης παρουσίας της στην μετεμφυλιακή Ελλάδα ως πολιτικό στόχο. Ήταν μια επιλογή την οποία υπερασπίστηκε”.
Οι Συνταγματάρχες, ως προασπιστές του φιλοατλαντικού προσανατολισμού της Ελλάδας
“Οι συνταγματάρχες επιχείρησαν να αντλήσουν διεθνή νομιμοποίηση από τη γεωστρατηγική αντίληψη που είχε διαμορφωθεί από την εποχή του Δόγματος Τρούμαν και τις απαρχές του Ψυχρού Πολέμου, η οποία θεωρούσε την Ελλάδα προκεχωρημένο φυλάκιο του «ελεύθερου κόσμου» απέναντι στο σοβιετικό συνασπισμό”, εξηγεί ο καθηγητής, Κώστας Κατσούδας και προσθέτει:
“Εκμεταλλεύτηκαν επίσης το γεγονός ότι, ήδη από τη δεκαετία του ’50, η έννοια είχε βαθμιαία αποσυνδεθεί από την έστω και επιφανειακή λειτουργία των φιλελεύθερων θεσμών, ώστε να έχουν συμπεριληφθεί σαν ομοτράπεζοι του «ελεύθερου κόσμου» πολλά δυτικόφιλα αυταρχικά καθεστώτα, από το καθεστώς του Φράνκο στην Ισπανία έως μια σειρά αντικομμουνιστικών δικτατοριών του Τρίτου Κόσμου”.
“Δεδομένης της ανησυχίας ιθύνοντων κύκλων του εξωτερικού για τις συνέπειες που μπορεί να είχε η παρατεταμένη πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα, οι συνταγματάρχες αυτοπροβλήθηκαν ως οι προασπιστές του φιλοατλαντικού προσανατολισμού της χώρας που δήθεν ανέκοψαν τη διολίσθηση της χώρας στο ανατολικό στρατόπεδο. Αυτοί οι υπολογισμοί βοήθησαν ώστε το καθεστώς της 21ης Απριλίου να μπορέσει να εδραιωθεί και, παρά την ψυχρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε από πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, να εξασφαλίσει υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες”.
Το τέλος της βασιλείας
Όλα τα τεκμήρια που έχουν έλθει στο φως, αναδεικνύουν ότι πως ο τέως Βασιλιάς επιθυμούσε για λογαριασμό του, ένα πραξικόπημα που θα εξυπηρετούσε τα δικά του συμφέροντα. “Υπήρχε ένα φλερτ στην ιδέα μιας σύντομης εκτροπής που θα μπορούσε να ξαναμοιράσει τα χαρτιά με τους όρους που θα ήθελε” ο Κωνσταντίνος. Ωστόσο, αποδείχτηκε πολύ λίγος, όπως σχολιάζει ο κ. Καραμανωλάκης.
“Ο βασιλιάς σύρθηκε σε αυτές τις εξελίξεις. Ούτε η χούντα ήταν αυτή που ήθελε εκείνος, ήταν από καιρό σε επαφή με ανώτατους αξιωματικούς”. Αφού τα γεγονότα τον πρόλαβαν και όταν συνειδητοποίησε πως δεν μπορεί να χειραγωγήσει το νέο καθεστώς, επιχειρήσε το αποτυχημένο αντιπραξικόπημα, το οποίο ήταν και το κύκνειο άσμα του σε ό, τι αφορά στην παρέμβασή του στα πολιτικά δρώμενα της Ελλάδας.
Ο Μάης του ’68
Την εποχή που η Ευρώπη και η Αμερική αναταράσσονται από κοινωνικά κινήματα, με κεντρική την παρουσία της φοιτητικής νεολαίας, , η Ελλάδα έχει μόλις βυθιστεί στο σκοτάδι του αυταρχισμού. Οι ζυμώσεις ωστόσο της κοινωνίας δεν σταματούν και οι διασυνδέσεις με το εξωτερικό δεν διακόπτονται.
Μαζική συγκέντρωση κατά την περίοδο των Ιουλιανών στη Θεσσαλονίκη
Αν θέλαμε να βάλουμε το πλαίσιο λίγο πριν το πραξικόπημα, αλλά και τα πρώτα χρόνια της δράσης αυτού, θα έπρεπε να σημειώσουμε πως ο φοιτητικός πληθυσμός σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και στην Ελλάδα αυξάνεται ραγδαία. Στην Ελλάδα το μεταπολεμικό baby boom, αλλά και η απόφαση της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου να καταργήσει τα δίδακτρα στα πανεπιστήμια συμβάλει αποφασιστικά σε αυτό.
Υπάρχουν δύο οπτικές για τον τρόπο που επέδρασαν τα κινήματα αυτά στην ελληνική κοινωνία, τόσο πριν, όσο και κατά τη διάρκεια της Χούντας. “Η μία είναι ότι στην Ελλάδα το φοιτητικό κίνημα είναι πολύ ισχυρό από τις αρχές το ’60, με το “1 – 1 – 4 “με το 15% και αποκορύφωμα τα Ιουλιανά. Για κάποιους μελετητές, ο ελληνικός Μάης του ’68 ήταν τα Ιουλιανά” σημειώνει ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης.
Συγκέντρωση διαμαρτυρίας την ταραγμένη περίοδο του ’65
Ο ίδιος ωστόσο, φαίνεται να κλίνει περισσότερο στην υπόθεση πως τα κινήματα αυτά δεν έσβησαν αμέσως μετά το ’68 αλλά συνέχισαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970. “Ο διεθνής όρος είναι late ’60s, φτάνοντας ως το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ. Αν εντάξουμε την Ελλάδα σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να δούμε στον τρόπο που λειτούργησαν οι ιδέες που φέρνει ο Μάης του ’68, στη γενιά του Πολυτεχνείου” συμπληρώνει.
Από τους Λαμπράκηδες στο Πολυτεχνείο
“Θα πρέπει να δούμε τον τρόπο που συγκροτούνται οι γενιές. Παρόλο που μιλάμε για τη γενιά του Πολυτεχνείου, υπάρχουν δρόμοι και διασυνδέσεις με την προηγούμενη, των Λαμπράκηδων” σημειώνει ο κ. Καραμανωλάκης. Η γενιά των Λαμπράκηδων διαδήλωσε και συγκρούστηκε με το μετεμφυλιακό κράτος. Η Χούντα που ακολουθεί είναι ένα καθεστώς βίας. Επιβάλλεται με τα τανκς. Τρεις άνθρωποι δολοφονούνται στις τρεις πρώτες μέρες, στη συνέχεια 6.000 άνθρωποι εκτοπίζονται στη Γυάρο. “Αρκετοί από τους ανθρώπους αυτούς, οργανώσεις από το πολιτικό φάσμα, βρίσκονται οι περισσότεροι στις φυλακές και στα βασανιστήρια. Η γενιά αυτή, σε μεγάλο βαθμό, ειδικά τα τρία πρώτα χρόνια, θα γνωρίσει τη μεγάλη βία του καθεστώτος”.
“Υπάρχει η ζύμωση αυτών των γενιών, άρα, δεν νομίζω ότι είναι μια τόσο ριζική τομή όσο πολλές φορές μορφολογικά το λέμε” εκτιμά ο καθηγητής που ωστόσο εντοπίζει τη διαφοροποίηση στην αλλαγή στάσης του καθεστώτος μετά το ’70 και τη μαζικότητα του φοιτητικού κινήματος.
Το τέλος ενός κόσμου
Η ιστορία είναι μια επιστήμη που βασίζεται στην παρατήρηση, την καταγραφή, αλλά δεν περικλείει εντός της το πείραμα, όπως οι λεγόμενες θετικές επιστήμες. Η διερεύνηση των αιτιών, των βασικών παραγόντων που οδηγούν σε ένα γεγονός είναι δύσκολη και από τη συζήτηση με τον Βαγγέλη Καραμανωλάκη, αντιλαμβάνεται κανείς πως δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Το οδυνηρό παρελθόν, τα ιστορικά γεγονότα, οι πολιτικές αποφάσεις, οι διεθνείς εξελίξεις μπλέκουν όλα και συμβάλουν ταυτόχρονα στην συγγραφή της ιστορίας.
Το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών έρχεται σε μια μετεμφυλιακή Ελλάδα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, αλλά και σε μια κοινωνία που έχει ήδη θέσει σε κίνηση τα μεγάλα κινήματα, ένα μεγάλο λαϊκό ξέσπασμα. “Η επτάχρονη αυτή χούντα είναι ένα μεγάλο, αλλά και ένα μικρό διάστημα. Η χούντα είναι το τέλος ενός ολόκληρου κόσμου. θα μπορούσε να την αντιμετωπίσει ως την τελευταία προσπάθεια ενός καθεστώτος να διατηρηθεί με στρατιωτικά μέσα. Η χούντα ήταν όμως πια εκτός της εποχής της”. Αποτελεί το απόγειο της κρίσης ενός κόσμου που δεν θέλει να αλλάξει και ο οποίος αποτυγχάνει να σταματήσει – πώς θα μπορούσε άλλωστε – τη ροή των γεγονότων.
Τα σκιρτήματα του εκδημοκρατισμού μπορούσαν να αξιοποιηθούν, χωρίς τη μαύρη περίοδο της Χούντας
“Η πίστη σε ιστορικές νομοτέλειες πάσχει από δύο αδυναμίες. Πρώτον, τείνει να εκλογικεύει κάποια γεγονότα με την εκ υστέρων γνώση: τα πράγματα έγιναν έτσι επειδή δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί κάτι άλλο. Δεύτερον, στερεί από τα ιστορικά υποκείμενα κάθε δυνατότητα εμπρόθετης δράσης: οι άνθρωποι είναι δέσμιοι δυναμικών που δεν μπορούν να δαμάσουν. Στην περίπτωση μας, ο σχεδιασμός του πραξικοπήματος και οι πρωταίτιοί της ήταν σαφώς προϊόντα των μηχανισμών εθνικής ασφάλειας που είχαν διαμορφωθεί από την εποχή του εμφυλίου, ενώ και το ίδιο το καθεστώς της 21ης Απριλίου διατήρησε κατά βάσει τον πυρήνα του προϋφισταμένου «βαθέος κράτους»”, αναλύει ο κ. Κατσούδας.
“Όμως η στρατιωτική επέμβαση δεν υπήρξε η αυτονόητη κατάληξη της συσσώρευσης πολιτικών αντιφάσεων κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά απόρροια μιας σειράς χαμένων ευκαιριών. Έπαιξε ρόλο η διστακτικότητα της Ένωσης Κέντρου, που με την αίγλη ευρύτατης κοινωνικής νομιμοποίησης και την υποστήριξη του λαϊκού παράγοντα ήταν σε θέση να αμφισβητήσει ορισμένες θεμελιώδεις παραδοχές του μετεμφυλιακού συστήματος εξουσίας, να τολμήσει βαθιές μεταρρυθμιστικές τομές. Χρειάστηκε η αδυναμία των εκπροσώπων του αστικού κόσμου που όμνυαν στις δημοκρατικές αξίες να συνεννοηθούν στοιχειωδώς και να ματαιώσουν τα σχέδια των φορέων της ανωμαλίας. Ακόμη και τα κατ’ εξοχήν κέντρα παραεξουσίας, τα οποία είχαν επενδύσει στη διαιώνιση μιας λειψής δημοκρατίας, θα μπορούσαν να είχαν σταματήσει εν τη γενέσει της τη στροφή στον αφτιασίδωτο αυταρχισμό”.
“Πιθανότατα να αρκούσαν μερικές στιβαρές κουβέντες από τον βασιλιά Κωνσταντίνο για να είχε η στρατιωτική επέμβαση ένα οπερετικό φινάλε από το πρώτο βράδυ. Σίγουρα μια σαφής αμερικανική αποδοκιμασία θα τράβαγε το χαλί κάτω από τα πόδια των πραξικοπηματιών. Ήταν η φωτογραφία του νεαρού Άνακτος να ποζάρει μαζί με την «επαναστατική» κυβέρνηση και η σιωπή ασυρμάτου της Ουάσιγκτον που στερέωσαν τη Χούντα στις πρώτες εβδομάδες ζωής της. Ενδεχομένως πάλι τίποτε από αυτά να μη μας εξασφάλιζε μια μακρόπνοη δημοκρατική εξέλιξη, καθώς πίσω από τις κουρτίνες βυσσοδομούσε μια άλλη συνωμοσία, η λεγόμενη «Χούντα των στρατηγών»”.
“Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα μπορούσε να έχει συμβεί, πρόκειται για υποθετικά σενάρια. Το βέβαιο είναι πάντως ότι ολόκληρη η μετεμφυλιακή δομή εξουσίας κλυδωνιζόταν και η αναπαραγωγή της γινόταν ολοένα δυσχερέστερη. Τα σκιρτήματα εκδημοκρατισμού ήταν απτά δεδομένα στη δεκαετία του ’60 και ήταν εφικτό να αξιοποιηθούν χωρίς να χρειαζόταν η μεσολάβηση της μαύρης περιόδου της Χούντας, πολύ δε περισσότερο η τραγωδία της Κύπρου, για να καταστεί δυνατή η υπέρβαση του διχασμού των Ελλήνων”, καταλήγει ο κ.Κατσούδας.