Αυτή είναι η ηρωίδα της Οprah Winfrey
Η Οprah Winfrey μίλησε στα Golden Globe Awards για την Recy Taylor, γυναίκα που βιάστηκε από έξι άνδρες, οι οποίοι δεν έφτασαν καν σε δίκη. Αυτή είναι η ιστορία της.
- 14 Ιανουαρίου 2018 22:09
Η Oprah Winfrey ουσιαστικά έθεσε υποψηφιότητα για τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, το 2020, με το λόγο που εκφώνησε στα Golden Globe Awards.
Αν υποθέσουμε ότι δεν είχε αυτήν την πρόθεση, με όσα είπε έγινε υποψήφια από χιλιάδες χρήστες των social networks που είδαν στο πρόσωπο της την πρώτη γυναίκα ηγέτη του κράτους.
Μεταξύ όσων είπε η 63χρονη, μοναδική στο είδος της, Oprah ήταν και η ιστορία μιας γυναίκας, ονόματι Recy Taylor. “ Έζησε, όπως όλοι έχουμε ζήσει, πολλά χρόνια σε μια προβληματική κουλτούρα αγριότητας ισχυρών ανδρών. Για πάρα πολλά χρόνια, οι γυναίκες δεν ακούγονταν ή δεν γίνονταν πιστευτές, εάν τολμούσαν να πουν την αλήθεια για τη δύναμη αυτών των ανδρών. Ο χρόνος τους, όμως τελείωσε. Ο χρόνος τους τελείωσε. Και απλά ελπίζω πως η Recy Taylor πέθανε, γνωρίζοντας πως η αλήθεια της, όπως και η αλήθεια πολλών άλλων γυναικών που βασανίστηκαν για χρόνια, που βασανίζονται ακόμα, είναι εκεί έξω και παρελαύνει”. Ήλθε η ώρα να ασχοληθούμε με αυτήν την ιστορία.
Η Recy Taylor, το 2010
Γεννήθηκε στις 31/12 του 1919. Οι γονείς της δούλευαν ως αγρότες στο Abbeville, βορειοανατολικά της Alabama. Όταν πέθανε η μητέρα της, ήταν 17 χρόνων. Ανέλαβε την ανατροφή των έξι νεότερων αδελφών της. Παντρεύτηκε, απέκτησε μια κόρη και συνέχισε τη δουλειά στα χωράφια. Η ζωή της ήταν δουλειά, οικογένεια και εκκλησία.
To βράδυ της 2ης Σεπτεμβρίου, του 1944 είχε κινήσει για το σπίτι της (61χρονης) φίλης της, Fannie Daniel. “ Εκείνη ήθελε να πάει στην εκκλησία, για τη θεία λειτουργία της Πεντηκοστής. Την ακολούθησα”. Μαζί τους πήγε και ο 18χρονος γιος της Fannie, West. Μαζί και τράβηξαν το δρόμο της επιστροφής. Όπως περπατούσαν παράλληλα του αυτοκινητόδρομου που ήταν γεμάτος από χωράφια με φιστίκια, παρατήρησαν ένα πράσινο αυτοκίνητο να περνά ξανά και ξανά, από δίπλα τους. Ώσπου σταμάτησε, δίπλα τους. Κατέβηκαν επτά άνδρες, που κρατούσαν όπλα και μαχαίρια. Ένας εξ αυτών, ο πιο μεγάλος σε ηλικία, ονόματι Herbert Lovett, τους διέταξε να σταματήσουν. Δεν το έκαναν, πριν τους σημαδέψει με το όπλο του.
“ Μου είπαν “είσαι εσύ που χτύπησες ένα λευκό αγόρι. Η αστυνομία μας έβαλε να σε βρούμε. Μπες στο αυτοκίνητο να σε πάμε στο τμήμα”. Με άρπαξαν, με έβαλαν στο αυτοκίνητο που χάθηκε μέσα στο δάσος. Μου έδεσαν τα μάτια Τους παρακαλούσα να με αφήσουν στην ησυχία μου, να μη με πυροβολήσουν. Τους είπα πως έπρεπε να επιστρέψω στο σπίτι, στο παιδί μου. Δεν με άφησαν να φύγω”. Της είπαν “αφού σου κάνουμε ό,τι σου κάνουμε, θα σε πάμε πίσω. Αν το πεις πουθενά, θα σε σκοτώσουμε”.
Ο Lovett ούρλιαζε “ βγάλε τα κουρέλια που φοράς ή θα σε σκοτώσω και θα σε αφήσω στο δάσος” και μετά “ κάνε ό,τι κάνεις με τον άνδρα σου, αλλιώς θα σου κόψω το λαρύγγι”, πριν αρχίσουν να τη βιάζουν ένας, ένας. Πλην ενός: ο Billy Howerton έκανε πίσω, γιατί “ τη γνώριζα”. Όταν τελείωσαν, την πέταξαν έξω από το αυτοκίνητο και έφυγαν.
Ο πατέρας της, Benny είχε μάθει -από τη Fannie Daniel που πήγε και στην αστυνομία να καταγγείλει το γεγονός- για την απαγωγή και είχε πάρει τους δρόμους να τη βρει. Σύντομα τον ακολούθησε και ο σερίφης “o Mr. Louis”. Όταν τη βρήκαν, εκείνη είπε τι είχε συμβεί. Περιέγραψε το αυτοκίνητο. Για την ιστορία, δεν υπήρχε άλλο όμοιο στην κοινότητα. Άνηκε στον Hugo Wilson, ο οποίος δεδομένα ήταν ο οδηγός εκείνο το βράδυ -όπως είπε η Fannie και ο γιος της, πέραν της Recy. Ο σερίφης πήγε να τον βρει. Τον πήγε μπροστά στην εξαντλημένη γυναίκα, η οποία τον αναγνώρισε ως εκ των βιαστών της.
Ο Mr. Louis ρώτησε τον τύπο αυτόν αν ήταν με την Recy εκείνο το βράδυ. Είπε “ναι”, πριν τον βάλει ο σερίφης στο αυτοκίνητο του και φύγουν. Σεβάστηκε την οικογένεια του. Ήξερε τον πατέρα του, ζούσαν στην ίδια κοινότητα -λέει. Κατηγόρησε την Recy ως “πόρνη”, που ήλθε σε πλήρη αντίθεση με πολλές μαρτυρίες λευκών ότι επρόκειτο “για αξιέπαινη, αξιοσέβαστη γυναίκα, η οποία παρασύρθηκε από τα φυλετικά και σεξουαλικά ήθη της πόλης”.
Πολύ αργότερα -και μετά την επιμονή της Recy-, ο Wilson ανακρίθηκε και ομολόγησε ότι μαζί με άλλους πέντε άνδρες -Lovett, Dillard York, Luther Lee, Willie Joe Culpepper και Robert Gamble- είχαν σεξουαλική επαφή με την Recy. Αρνήθηκε κάθε κατηγορία για βιασμό. Είπε πως “την πληρώσαμε για τη συνουσία”. Ο σερίφης άφησε τον Wilson να φύγει, αφού πρώτα του επέβαλε πρόστιμο 3.000 ευρώ -σημερινά χρήματα.
Το επόμενο πρωί, η Racy ήλθε αντιμέτωπη με απειλές κατά της ζωής της. Λευκοί αυτόκλητοι τιμωροί, έβαλαν φωτιά μπροστά στο σπίτι της. Εκείνη πήρε τον άνδρα της, Willie Guy Taylor και την κόρη τους, Joyce Lee και πήγαν να μείνουν με τα αδέλφια και τον πατέρα της. Ο τελευταίος κοιμόταν σε ένα δέντρο της αυλής, για να προσέχει το σπίτι και την οικογένεια. Κρατούσε και ένα όπλο στο χέρι και δεν κοιμόταν πριν “βγει” ο ήλιος και ξυπνήσουν οι δικοί του άνθρωποι.
Το συμβάν είχε κυκλοφορήσει στην κοινότητα των μαύρων, στην Alabama. Η “Εθνική Ένωση για την Πρόοδο των Έγχρωμων Ανθρώπων” (National Association for the Advancement of Colored People, που είχε δημιουργηθεί το 1909, για τα αστικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών) έστειλε εκπρόσωπο της, τη σύζυγο ενός εκ των ιδρυτών της, να μιλήσει με την Recy. Ήταν η Rosa Parks.
Την ιστορία της Parks την έχεις ακούσει. Για παν ενδεχόμενο, ας την επαναλάβουμε: αυτή η γυναίκα είναι γνωστή “η πρώτη κυρία των αστικών δικαιωμάτων” και “η μητέρα του κινήματος ελευθερίας”. Είναι εκείνη που είχε αρνηθεί να υπακούσει στην εντολή οδηγού λεωφορείου, να σηκωθεί από τη θέση της στο τμήμα των “έγχρωμων” και να την παραχωρήσει σε λευκή, η οποία δεν είχε βρει ελεύθερη θέση στο τμήμα των λευκών.
Δεν ήταν η πρώτη που δεν υπάκουσε. Ήταν η πρώτη που είδε μια εξαιρετική ευκαιρία, στην εμφάνιση της υπόθεσης της στο δικαστήριο, μετά τη σύλληψη της για πολιτική ανυπακοή ως προς τους νόμους διαχωρισμού της Alabama. Δεν δικαιώθηκε, αλλά έγινε το πρόσωπο του Montgomery bus boycott. Ήταν κίνημα -με μέλη προσωπικότητες όπως ο Martin Luther King Jr.-, για τα αστικά δικαιώματα που κατέληξε στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ να κρίνει ως αντισυνταγματικούς τους νόμους για τα χωριστά τμήματα μαύρων και λευκών, στα λεωφορεία.
H Parks που λες, είχε περάσει τα παιδικά της χρόνια στο Abbeville. Ήξερε πρόσωπα και καταστάσεις και για αυτό είχε επιλεγεί. Ο αναπληρωτής σερίφης, ονόματι Lewey Corbitt δεν χάρηκε πολύ με αυτήν την εξέλιξη. Περνούσε από το σπίτι της οικογενείας, όπου έμενε η Parks πολλές φορές την ημέρα, ώσπου κατέληξε στο να ενημερώσει (;) πως “αν δεν φύγεις, θα σε συλλάβω, γιατί δεν θέλω ταραχοποιούς στην πόλη μου”. Άλλη μια στάση εδώ:
photo: Credit: Bettman/Corbis
Το 1931 είχε προκύψει η υπόθεση “Stottsboro Boys”. Εννέα μαύροι έφηβοι είχαν κατηγορηθεί λανθασμένα, για βιασμό δυο λευκών γυναικών, στη βόρειο Alabama και είχαν καταδικαστεί. To σώμα ενόρκων συγκροτήθηκε μόνο από λευκούς, τα αγόρια δεν είχαν επαρκή νομική εκπροσώπηση και αποφασίστηκε η θανατική ποινή ή ισόβια κάθειρξη, για τους οκτώ. Στην έφεση, μια εκ των γυναικών αναθεώρησε επί των κατηγοριών για βιασμό, απαλλάχθηκαν οι πέντε -όχι όμως, οι υπόλοιποι που δικαιώθηκαν ογδόντα χρόνια μετά.
Πίσω στο 1944, ο αναπληρωτής σερίφης ήθελε να συνεχίσει αυτό που είχε ξεκινήσει με τους “Stottsboro Boys”, σε επίπεδο δικαιοσύνης. Όταν ασχολήθηκε το δικαστήριο με την υπόθεση της Recy (3-4/10/1944), οι συγγενείς της ήταν οι μόνοι που παρέστησαν. Ουδείς εκ των κατηγορούμενων είχε συλληφθεί ή μπει σε αναγνωριστική παράταξη υπόπτων, για να αναγνωριστεί (ή όχι) από το θύμα. Οι ένορκοι (όλοι λευκοί, όλοι άνδρες) απέρριψαν την πρόταση καταδίκης των κατηγορουμένων, γιατί δεν είχαν αναγνωριστεί οι υπαίτιοι -αφού δεν είχαν γίνει τα απαραίτητα από την αστυνομία.
Η απόφαση αυτή μέσα σε λίγες ώρες είχε φτάσει παντού μέσω του Τύπου των μαύρων. Ένας εκ των τίτλων (της Pittsburgh Courier) ήταν ο εξής: “Λευκοί της Alabama επιτίθενται σε γυναίκα. Δεν τιμωρούνται”. Βρισκόμαστε στο τελείωμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και πολλοί μαύροι παρομοίαζαν τον αγώνα για ίσα δικαιώματα, με αυτόν εναντίον του φασισμού. Ο Eugene Gordon, μαύρος δημοσιογράφος της Daily Worker, είχε πάρει συνέντευξη από την Recy και έγραψε στους αναγνώστες του πως “ο βιασμός της κ. Recy Taylor ήταν μια βίαια παραβίαση, φασιστικού τύπου, των προσωπικών της δικαιωμάτων, ως γυναίκας και ως πολίτου δημοκρατίας”.
Στους μήνες που ακολούθησαν, η Recy δέχθηκε αναρίθμητες απειλές για τη ζωή της, ενώ το σπίτι της τυλίχθηκε στις φλόγες μετά τις ρίψεις δαδιών από υπέρμαχους της “λευκής ανωτερότητας”. Εκείνη και η οικογένεια της έκαναν ουκ ολίγες μετακομίσεις, καθώς όπου και αν πήγαιναν, ακολουθούσαν οι απειλές. “ Δεν κυκλοφορούσαμε στο δρόμο, όταν “έπεφτε” το σκοτάδι” είχε πει. Αυτό που αποκάλυψε χρόνια μετά ήταν ότι “με τον καιρό, φοβόμουν να βγω στο δρόμο και την ημέρα, γιατί φοβόμουν πως θα μου συμβεί κάτι άλλο”. Φοβόταν την έκρηξη οργής των βιαστών της -οι οποίοι επίσης, την απειλούσαν.
Η Mrs. Parks έφυγε από το Abbeville, αλλά δεν σταμάτησε να ασχολείται με την υπόθεση της Recy. Τουναντίον, συγκάλεσε έκτακτη συγκέντρωση των μελών της Επιτροπής για Ίσα Δικαιώματα, στο Harlem, στις 25/11. Επιτροπή που η Parks βοήθησε να εξελιχθεί σε εθνικό οργανισμό και ναι, η Recy ήταν η αφορμή. Όπως ήταν και εκ των πρώτων ανθρώπων που συσπείρωσαν τους Αφροαμερικανούς σε όλη την Αμερική, τόσο ώστε να βγουν στους δρόμους, να διαμαρτυρηθούν και να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους.
Εστάλησαν ουκ ολίγα γράμματα, αιτήσεις και κάρτες στον Κυβερνήτη Chauncey Sparks, από τον οποίον ζητούσαν να ερευνήσει την υπόθεση. Ο Sparks ήταν μέντορας του μετέπειτα -ρατσιστή- Κυβερνήτη, George C. Wallace, δέχθηκε μεγάλη πίεση από μαύρους ακτιβιστές. Ήταν τέτοια που τελικά ανέλαβε την υπόθεση. Έστειλε ερευνητές στο Abbeville, οι οποίοι έμαθαν πως ο Σερίφης είχε πει ψέματα, ως προς τη σύλληψη των υπόπτων.
Ο βιαστής που ομολόγησε την αλήθεια
Έως τότε, τέσσερις είχαν ομολογήσει πως είχαν κάνει σεξ με την Recy, επιμένοντας πως όλα έγιναν με τη συγκατάθεση της ιδίας. Ένας, ο Willie Joe Culpepper επιβεβαίωσε τους -έως τότε- ισχυρισμούς της Recy. “Έκλαιγε και μας ζητούσε να την αφήσουμε να πάει σπίτι της, στον άνδρα και το παιδί της”, είπε. Πρόσθεσε ότι “είχαμε βγει εκείνο το βράδυ, για να βρούμε μια γυναίκα”. Παρ’ όλα αυτά, στις 14/2 του 1945 οι (όλοι λευκοί, όλοι άνδρες) ένορκοι αρνήθηκαν και πάλι, να καταδικάσουν.
Οι ακτιβιστές των αστικών δικαιωμάτων προχώρησαν σε άλλες υποθέσεις, αυτή της Recy άρχισε να ξεθωριάζει και φοβούμενη τα αντίποινα, μετακόμισε στο Montgomery, ως βοηθός της Mrs. Parks. Τελικά, εγκαταστάθηκε στη Central Florida και μάζευε πορτοκάλια, για να ζήσει. Χώρισε με τον άνδρα της, ο οποίος πέθανε στις αρχές του ’60. Το μοναχοπαίδι τους σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα, το 1967. Η Recy έχασε αργότερα, και δυο συντρόφους και για χρόνια ζούσε στο Winter Haven, από το οποίο έφυγε για τη γενέτειρα της, όταν τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε ήταν τέτοια που δεν μπορούσε πια, να συντηρηθεί μόνη.
Το 1998 η καθηγήτρια του Wayne State University, Danielle McGuire άρχισε να ερευνά ιστορίες εκείνης της εποχής, ανάλογες με αυτήν της Recy. Όσα γίνονταν στο Νότο, εις βάρος γυναικών που δεν μιλούσαν από φόβο. “Ήταν όταν έμαθα για το Μontgomery bus boycott και σε επαφή με συντάκτη του Montgomery Advertiser, έμαθα για ιστορίες που δεν υπήρχαν σε βιβλία”. Η πρώτη ήταν της Gertrude Perkins, η οποία το 1949 ενώ επέστρεφε σπίτι της από ένα πάρτι, δυο λευκοί αστυνομικοί του Montgomery την απήγαγαν και τη βίασαν. Εκείνη όταν ελευθερώθηκε πήγε στον Αιδεσιμότατο Solomon Say, εκ των πιο “ανοιχτόμυαλων” του Montgomery, ο οποίος ξεκίνησε διαμαρτυρία έως ότου η ιστορία της Perkins έγινε πρωτοσέλιδο”. “Σκάβοντας” βρήκε και άλλα. Έφτασε έως την Recy. Έγραψε τα πάντα στο βιβλίο της με τίτλο “Αt the dark end of the street: black women, rape and resistance- A New history of civil rights movement from Rosa Parks to Rise of Black Power”.
Η Recy κλήθηκε από τους κυβερνώντες της Alabama το 2011, για να της ζητήσουν συγγνώμη“για την αποτυχία μας ως προς τη δίωξη των βιαστών”. Επισήμως, αυτό έγινε στην εκκλησία την οποία είχε επισκεφτεί την ημέρα του βιασμού της. Είχε προηγηθεί ντοκιμαντέρ για τη ζωή της, στο οποίο ακούγεται να λέει “πολλές γυναίκες είχαν πέσει θύμα βιασμού. Αυτοί οι άνθρωποι έδειχναν να μην τους νοιάζει τι θα μου συμβεί, δεν προσπάθησαν να κάνουν το παραμικρό. Ο Θεός ήταν μαζί μου, εκείνο το βράδυ και για αυτό δεν με σκότωσαν”.
Σε συνέντευξη που έδωσε τον ίδιο χρόνο, στο npr.org, τη ρώτησαν αν αισθανόταν καλύτερα που ο κόσμος ήξερε πια, την αλήθεια. Ότι οι υπεύθυνοι για πολλούς βιασμούς, είχαν βρεθεί ενώπιον της δικαιοσύνης για τα εγκλήματα τους. “Ναι, ήταν κάτι που με έκανε να αισθανθώ καλύτερα. Ένιωθα πολύ άσχημα όταν μου συνέβη ό,τι μου συνέβη και δεν μπορούσα να βοηθήσω τον εαυτό μου. Υπήρχαν πολλοί που έδειχναν να μη νοιάζονται για ό,τι μου είχε συμβεί, πολλοί που δεν έκαναν κάτι. Έζησα στην πόλη για δυο δεκαετίες, διάστημα στο οποίοι πολλοί λευκοί συνέχισαν να μου φέρονται άσχημα. Είχα οργιστεί γιατί έκανα ό,τι μπορούσα ώστε να είμαι καλοί με όλους, διότι δεν ήθελα και δεν θέλω να μου φέρονται με τρόπο που δεν το αξίζω.
Έπρεπε να ζήσω με ό,τι μου έκαναν, να επιβιώσω. Δεν ήθελα να ζω όπως ζούσα. Ήθελα να είμαι χαρούμενη. Με τα χρόνια, δεν το σκεφτόμουν. Απλά προχωρούσα. Έλεγα “Θεέ μου θα μπορούσαν να με είχαν σκοτώσει”. Μου έλεγαν πως θα με σκοτώσουν. Θα μπορούσαν να μου σπάσουν το κεφάλι, με τα όπλα τους, αλλά είχα το Θεό μαζί μου. Ναι, θα σήμαινε πολλά για εμένα να μου ζητήσουν συγγνώμη αυτοί που μου έκαναν ό,τι μου έκαναν (δεν μίλησε ποτέ για βιασμό). Αλλά δεν μπορούν. Οι περισσότεροι έχουν πεθάνει”.
Εκείνη πέθανε στον ύπνο της, στις 28 Δεκεμβρίου του 2017, σε ηλικία 97 χρόνων, τρεις εβδομάδες πριν κυκλοφορήσει το “The Rape of Recy Taylor”.
Credit: AP